Στον «Γολιάρδο» * της Umanita Nova**
«Σε χτυπώ χωρίς θυμό και μίσος, σαν χασάπης, όπως χτύπησε ο Μωυσής το βράχο!»
–Charles Baudelaire
I.
Ω, καλέ «Γολιάρδε», έλα- έλα σε μένα!
Έλα να ακούσεις τις μεγαλειώδεις αποστροφές της διεστραμμένης, καταραμένης μου λύρας.
Έλα και άκου το γέλιο της μελαγχολίας μου…
Τι φοβάσαι; Τι φοβάσαι;
Θα μπορούσες να φοβάσαι τις πελιδνές, κίτρινες φωτιές των θειούχων κολάσεών μου;
Θα μπορούσες να φοβάσαι τους μυστηριώδης ανέμους των συμβολικών μου κορυφών;
Δε με καταλαβαίνεις;
«Δε θα μπορούσα να είμαι η κάλπικη συγχορδία στην θεϊκή συμφωνία, εξαιτίας της καταναλίσκουσας ειρωνείας που με ταρακουνάει και με δαγκώνει;»
Αλλά εσύ, ποιος είσαι εσύ;
Θα μπορούσε να είσαι κάποιος διοπτροφόρος καθηγητής, ο οποίος έχει παλιούς πολεμικούς-θεωρητικούς ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί μου;
Αλλά , ξέχνα το ω Γολιάρδε, ξέχνα τις αρχαίες λύπες και τα παλιά μαρτύρια που βασανίζουν την καρδιά σου. Σήμερα είναι η πνευματική μου πασχαλιάτικη γιορτή, το τραπέζι μου είναι στρωμένο…
Λοιπόν έλα- ω Γολιάρδε- στο τραπέζι μου, πιες και κάνε ησυχία!
II.
Είμαι μια «πηγή αλήθειας, μαύρη και αστραφτερή, όπου το πελιδνό αστέρι, ο ειρωνικός, διαβολικός φάρος, ο πυρσός της σατανικής γοητείας, η μοναδική δόξα και η άνεση – η συναίσθηση του κακού- τρεμοπαίζουν!»
Αλλά εσύ – ποιος είσαι εσύ;
«Για καλή τους τύχη, οι εργάτες δεν ξέρουν τον Baudelaire”. Τι είπες; έτσι είναι τα πράγματα αληθινέ Γολιάρδε; «Ζήτω η άγνοια και η Αναρχία. Θάνατο στη διανόηση, στη Σκέψη και στην Τέχνη». Αυτό εννοείς, αληθινέ Γολιάρδε;
Αλλά το «Γολιάρδος» δεν εκφράζει τους επαναστατημένους και έκλυτους μαθητές στο Μεσαίωνα;
Αχ, φτωχή, αλλόκοτη παρωδία!
Ω! λύπηση… λύπηση!
III.
Σίγουρος πως η καλή Umanita Nova θα δώσει άφεση αμαρτιών και πως η σεπτή Εστιάδα, της οποίας είστε οι γεμάτοι ζήλο ιερείς, θα σας συγχωρέσει, εγώ , ο «διεστραμμένος και «καταραμένος» ποιητής , σας προσκαλώ στη θλιβερή, μελαγχολική μου όαση όπου άγνωστες πηγές αναβλύζουν ψυχρά.
Ω! Έλα, έλα!
Ο δαίμονάς μου κοιμάται πολύ σήμερα και το ίδιο κάνουν και οι αγνές μου Ερινύες.
Έλα, έλα…
Θα σου δείξω τα πιο αγνά άνθη του κακού στον ανθρώπινο κήπο της καρδιάς μου, κάτω από τον καρποφόρο ήλιο της βασανισμένης μου ψυχής. Είναι ανθοί οίκτου και θλίψης, είναι τριαντάφυλλα αίματος και αγάπης, είναι ρίγη και δάκρυα.
Δάκρυα σαρκός και ρίγη του ιδανικού – μουσική της επίμονης ζωής, πτήσεις πνευματικότητας…
Ω, έλα, έλα…
Σήμερα, μες την κόλασή μου, υπάρχει παράδεισος – έλα, ω Γολιάρδε, ήρθε η ώρα!
IV.
Εδώ είναι η «κατατρεγμένη Γυναίκα» της οποίας την πονεμένη ομορφιά τραγούδησα καλλιτεχνικά – αναρχικά, ανθρώπινα, συναισθηματικά –, της οποίας το βασανισμένο μυαλό ανύψωσα – σε τραγούδι. Κοίτα την, κοίτα την. Τη βλέπεις, ω Γολιάρδε;
Την ακούς;
Κοίτα! Εκεί είναι οι μοναδικοί «ξαπλωμένοι στην άμμο, σαν ένα σκεπτικό πλήθος, που στρέφουν το βλέμμα τους προς τον ορεινό ορίζοντα», και οι άλλοι είναι «βαθιά στο δάσος τραυλίζοντας τις αγάπες της δειλής παιδικής τους ηλικίας». Τους βλέπεις;
Παρατήρησε, ω Γολιάρδε, καθώς αυτοί «βαδίζουν ανάμεσα από τους βράχους γεμάτοι ψευδαισθήσεις»! Εκεί είναι που ο Άγιος Αντώνιος είδε τα γυμνά κοκκινισμένα στήθη του πειρασμού του να ανυψώνονται ως λάβα…
Και μετά υπάρχουν αυτοί με «πυρετούς που ουρλιάζουν» που επικαλούνται το Βάκχο για να καταπνίξουν τις τύψεις τους, και άλλοι που «κρύβουν ένα καμτσίκι κάτω απ’ τα ρούχα τους» ώστε μετά – μέσα στο σκοτεινό δάσος και τις απομονωμένες νύχτες – «αναμιγνύουν τα κούφια λόγια της απόλαυσης με τα δάκρυα και τα βάσανά τους».
Και εγώ – ω, Γολιάρδε της Umanita Nova, που προσπάθησα ασυνείδητα να χλευάσω και να ειρωνευτώ αυτά που έγραψα και που εσύ δεν μπορούσες να καταλάβεις – ήθελα να τραγουδήσω για μία από αυτές τις «καταραμένες γυναίκες» – όλες οι γυναίκες είναι, υπό αυτήν την έννοια, λίγο ή πολύ «καταραμένες» – μία από αυτές που, σαν ποιητής, μπορεί να πει, «Ουρανοί, ξεσκισμένοι σαν ακτές, η περηφάνια μου αντικατοπτρίζεται πάνω σας».
« Τα πελώρια, πένθιμα σύννεφα σου είναι οι νεκρικές άμαξες των ονείρων μου και το φέγγος σου είναι οι αντανακλάσεις της Κόλασης μέσα στην οποία η καρδιά μου οργιάζει».
V.
Ο Charles Baudelaire, ο άνθρωπος τον οποίο – «για καλή τους τύχη» – «οι εργάτες δεν τον ξέρουν». Ο θαυμάσιος ποιητής ο οποίος χωρίς τα πλούτη του U.A.I. στην τσέπη του, κατάφερε να μεθύσει με τις πιο εξαίσιες – αν και επικίνδυνες – βαθιές φωτεινές, εκλεπτυσμένες αισθήσεις. Η μοναδική ιδιοφυία του οποίου «τα μυστήρια μισάνοιχτα χείλη φάνταζαν να φυλάσσουν σαρκαστικά μυστικά». Ο παράξενος, καταραμένος, ισόθεος ποιητής που δεν του προκαλούσε τρόμο το να σκύψει στη λάσπη για να συλλέξει ανθρώπινα τα Άνθη του Κακού και να τα εξαγνίσει μέσα από την τραγική λάμψη της Τέχνης του, έτσι ώστε να τραγουδήσει αυτές τις «καταραμένες γυναίκες» πάνω από αυτό το τρεμάμενο τόξο της μαγικής του λύρας.
«Ω παρθένες, ω δαίμονες, ω τέρατα, ω μάρτυρες, σπουδαία πνεύματα, περιφρονητές της πραγματικότητας, διψασμένες για το άπειρο, αφοσιωμένες και Βάκχες, τώρα γεμάτες με κραυγές και δάκρυα, εσείς που το πνεύμα μου σας έχει ακολουθήσει στην κόλασή σας, φτωχές αδερφές, σας αγαπώ όπως συμμερίζομαι το σκοτεινό σας πόνο, την ανικανοποίητη δίψα σας και τις υδρίες της αγάπης που γεμίζουν τις σπουδαίες σας καρδιές».
VI.
Και εγώ επίσης – σαν τον Baudelaire – πάνω απ’ τους σπουδαίους νεκρούς που αγαπώ στα κρυφά – επιθυμούσα – στις στήλες αυτής της εφημερίδας μας ,που φέρει την ενοχή να λέγεται Proletario – να τραγουδήσω – ανθρώπινα και αναρχικά – την τραγωδία, τα δάκρυα, το γέλιο, το κλάμα, τον πόνο, τα βάσανα, το καλό, το κακό, την αμαρτία και την ελπίδα μιας από αυτές τις γυναίκες έτσι ώστε οι αναρχικοί θα ξέρουν ότι, αναμεταξύ μας, δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να πετάξουν λάσπη και σκατά σε αυτούς που μέσα από μια υπερβολική δίψα για το άπειρο, έπεσαν ορμητικά στην άβυσσο με τα μάτια τους καρφωμένα στον ουρανό και το μυαλό τους μεθυσμένο απ’ τα άστρα.
Και τα έγραψα όλα αυτά με μια πένα που είναι δικιά μου, με μια γλώσσα που είναι δικιά μου, με ένα στυλ που είναι αυθεντικό, που είναι δικό μου, και που καμία γολιαρδική – φτωχή γολιαρδική – ειρωνεία δεν θα μπορούσε να με κάνει να τα αλλάξω λοξοδρομώντας.
VII.
Κάποιος σύντροφος – γράφοντας προσωπικά σε έναν άλλο σύντροφο – μια φορά χαρακτήρισε το Renzo Novatore ως «τον Guido da Verona της Αναρχίας»***.
Δίχως να σταματήσω για να αντικρούσω τις κατηγορίες θα σας πω, ότι ο Guido da Verona έλεγε στους επικριτές του: «Πείτε ότι θέλετε για μένα, εγώ πάντα θα σας δίνω ευωδιαστά τριαντάφυλλα… ακόμα και αν έχουν γεννηθεί στον πόνο, ακόμα και αν έχουν φυτρώσει στα δάκρυα».
VIII.
Σήμερα, η αναρχική μου καρδιά είναι γεμάτη με άπειρη καλοσύνη. Το φτερωτό μου μυαλό περιπλανιέται γύρω- γύρω, μέσα στον ουρανό της ιδέας.
Το ελεύθερο πνεύμα μου χορεύει χαρούμενα στη θλιβερή όαση της μοναξιάς μου, όπου η μυστήρια μελαγχολία μου τραγουδάει.
Έλα, ω Γολιάρδε – έλα!
Σήμερα ο δαίμονάς μου κοιμάται, καθώς και οι Ερινύες μου…
Έλα πιες στις άγνωστες, παρθένες πηγές του απέραντου οίκτου μου…
Αύριο, τα σατανικά πλάσματα της ηφαιστειακής μου κόλασης θα μπορούσαν να ξυπνήσουν, και εγώ να είμαι μανιασμένος…
Ξέρεις; Είμαι ένας παράξενος, πολυσύνθετος άνθρωπος.
1. Ο Γολιάρδος ήταν ένας περιπλανώμενος κληρικός μαθητής στη Μεσαιωνική Ευρώπη που είχε την αρμοδιότητα του γλεντοκοπήματος, της ασυδοσίας και της δημιουργίας πρόστυχων και σατυρικών λατινικών τραγουδιών.
2. Η εφημερίδα της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας.
3. O Guido da Verona (1881-1939) ήταν ποιητής και συγγραφέας ερωτικών νουβελών που τελικά λόγω των έργων του διώχθηκε από τις φασιστικές αρχές και αυτοκτόνησε για να ξεφύγει το θάνατο απ’ τα χέρια τους.
Το «Με ειλικρινή οίκτο» είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Renzo Novatore και εκδόθηκε στην αναρχική εφημερίδα Proletario (τεύχος 4) στις 15 Αυγούστου του 1922.
Πηγή στα αγγλικά: With sincere pity, The Anarchist Library, June 6 2011
Μετάφραση στα ελληνικά: Φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς
Επιμέλεια: Parabellum