I.
Μαύρες σημαίες στον άνεμο
βαμμένες με αίμα και ήλιο
Μαύρες σημαίες στον ήλιο
κραυγή δόξας στον άνεμο
Πρέπει να επιστρέψουμε στις ρίζες μας. Να πιούμε από τις αρχαίες πηγές.
Πρέπει να επιστρέψουμε στον ηρωικό αναρχισμό, στην ατομική, βίαιη, ριψοκίνδυνη, ποιητική, εκκεντρική θρασύτητα.
Και πρέπει να επιστρέψουμε με κάθε κομμάτι του μοντέρνου μας ενστίκτου, κάθε κομμάτι της νέας μας αντίληψης περί ζωής και ομορφιάς, κάθε κομμάτι του υγιούς και διαυγή πεσιμισμού μας, ο οποίος δεν είναι αποκήρυξη ή ανικανότητα, αλλά ένα ευδόκιμο λουλούδι της υπερεκχειλίζουσας ζωής. Είμαστε οι αληθινοί νιχιλιστές της πραγματικότητας και οι πνευματικοί χτίστες ιδανικών κόσμων.
Είμαστε καταστροφικοί φιλόσοφοι και δημιουργικοί ποιητές.
Βαδίζουμε μες τη νύχτα
με έναν ήλιο στο νου μας
και με δύο τεράστια χρυσά άστρα
στα φλογερά μας μάτια
Βαδίζουμε…
II.
Αρκετά χρόνια πριν, όλοι οι βασιλιάδες της γης, όλοι οι τύραννοι του κόσμου πέρασαν το κατώφλι του χρόνου, και – γυρίζοντας την πλάτη τους την αυγή – κάλεσαν μεγαλόφωνα τα φαντάσματα του παρελθόντος, του σκοτεινού παρελθόντος!
Οι φωνές των τυράννων και των βασιλιάδων ενώθηκαν με τις βραχνές φωνές όλων των σπουδαίων τσιγκούνηδων του πνεύματος, της τέχνης, της σκέψης και της ιδέας! Και στο κάλεσμα της φωνής των τυράννων, των βασιλιάδων και των τσιγκούνηδων, φαντάσματα και στοιχειά αναστήθηκαν από τους τάφους τους και ήρθαν να χορέψουν ανάμεσα μας…
Το \’\’κράτος\’\’, η \’\’φυλή\’\’, η \’\’πατρίδα\’\’ ήταν μακάβρια σύννεφα καταιγίδας που καταλαμβάνουν τους ουρανούς, φρικαλέα στοιχειά που σκοτεινιάζουν τον ήλιο, μας πέταξαν πίσω στη σκοτεινή νύχτα των μακρινών μεσαιωνικών χρόνων.
ΙΙΙ.
Θάνατος!
Ποιός θυμάται ακόμα τον μακάβριο χορό του οδυνηρού και τερατώδους Θεού του πολέμου;
Ποιός θυμάται ακόμα τον πόλεμο;
Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, αλλά πάνω σε αυτή την ταλαιπωρημένη αλλά ευγενή γη, γονιμοποιημένη με στείρα πτώματα, φουσκωμένη με άγονο αίμα, ούτε ένα ιδανικό, παρθένο λουλούδι, φτιαγμένο από πνευματικότητα και αγνότητα, δεν βλασταίνει σήμερα.
Όχι, τα λουλούδια που γεννήθηκαν τώρα πάνω στο ξερό χώμα αυτής της γης, τόσο άσκοπα λουσμένα στο αίμα, δεν είναι λουλούδια μιας ακμάζουσας ζωής, ικανά για σπουδαία ελπίδα, ρωμαλέο αγώνα, ακμαία σκέψη, είναι μάλλον λουλούδια θανάτου, γεννημένα στη σκιά, μεγαλωμένα στην οδύνη του ασυνείδητου, παρασυρμένο στον τυφώνα, που μεταφέρονται από το ρεύμα του ποταμού της λήθης…
Δεν είμαι αισθηματίας…αλλά έχω φριχτές μνήμες από τον πόλεμο.
Είναι ο λόγος που κατέληξα να μισώ και μετά να απεχθάνομαι τους ανθρώπους. Πριν να τους μισήσω και μετά να τους απεχθάνομαι, μάζεψα όλα τα δάκρυα της ανθρωπότητας στην καρδιά μου και κλείδωσα όλο τον πόνο του κόσμου στην αχανή σύνθεση του μυαλού μου…
Ακόμα και στο πνεύμα του μεγάλου Ζαρατούστρα – ο οποίος είναι ο πιο αληθινός εραστής του πολέμου και ο πιο ειλικρινής φίλος του πολεμιστή – πρέπει να προκλήθηκε φριχτή αηδία από αυτόν τον πόλεμο…
Πρέπει να του προκλήθηκε φριχτή αηδία, γιατί τον άκουσα να φωνάζει : \’\’Πρέπει να ψάξεις τον δικό σου εχθρό, να πολεμήσεις τον δικό σου πόλεμο και για τις δικές σου ιδέες!\’\’
Και αν η ιδέα σου υποκύψει, ας φωνάξει η εντιμότητα σου θριαμβευτικά.
Αλλά, αλίμονο! Το ηρωικό κήρυγμα του μεγάλου απελευθερωτή δεν βγήκε σε τίποτα!
Το ανθρώπινο κοπάδι δεν ήξερε πως να εξαλείψει τους δικούς του εχθρούς ή να πολεμήσει τον δικό του πόλεμο για τις δικές του ιδέες. (Το κοπάδι δεν έχει καμία ιδέα σχετικά με τον δικό του!)
Και χωρίς να ξέρει τις δικές του ιδέες που θα μπορούσε να τις κάνει να θριαμβεύσουν, ο Άβελ πέθανε στα χέρια του Κάιν για ακόμα μια φορά.
Είχε καλεστεί για να πεθάνει, και πήγε, όπως πάντα. Έτσι!
Χωρίς να ξέρει πως να πει είτε Ναι είτε Όχι! Πηγαίνει σαν δειλός, σαν ρομπότ, όπως πάντα.
Αν είχε τουλάχιστον την ικανότητα να πει το Ναι της ενθουσιώδους υποταγής – Αν δεν είχε την ηρωική δύναμη να δηλώσει το τιτάνιο Όχι της τραγικής άρνησης – θα είχε εν τέλει δείξει ότι πίστευε στον \’\’σκοπό\’\’ για τον οποίο πέθανε, πολεμώντας…
Αλλά δεν ήξερε πως να πει ναι ή όχι!
Πήγε!
Σαν δειλός, όπως πάντα!
Έτσι…
Και όταν έφυγε, πήγε προς τον θάνατο.
Πήγε προς τον θάνατο χωρίς να ξέρει γιατί.
Όπως πάντα!
Και ο θάνατος δεν περίμενε…
Ήρθε!…
Ήρθε και χόρεψε.
Χόρεψε και γέλασε!
Για πέντε μακρά χρόνια…
Γέλασε και χόρεψε πάνω από τα λασπωμένα χαρακώματα των πατρίδων όλου του κόσμου.
Ένα μακάβριο χορό!
Ω, πόσο ηλίθιος και κακόγουστος – πόσο άγριος και κτηνώδης – είναι αυτός ο θάνατος που χορεύει χωρίς τα φτερά μιας ιδέας στην πλάτη του.
Χωρίς μια βίαιη ιδέα που συνθλίβει και καταστρέφει.
Χωρίς μια καρποφόρα ιδέα που παράγει και δημιουργεί.
Τι ηλίθιο και φοβερό πράγμα το να πεθαίνουν σαν δειλοί, χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Τον είδαμε – καθώς χόρευε – τον θάνατο.
Ήταν ένας μαύρος θάνατος, θαμπός, χωρίς ούτε ένα ίχνος διαφάνειας φωτός.
Ήταν ένας θάνατος χωρίς φτερά!…
Πόσο άσχημος και κακόγουστος ήταν.
Πόσο αδέξιος ήταν ο χορός του!
Και πως θέριζε – χορεύοντας – όλους τους περιττούς, αυτούς από τους οποίους υπήρχαν και άλλοι!
Αυτούς για τους οποίους – λέει ο σπουδαίος απελευθερωτής – ιδρύθηκε το κράτος.
Αλλά, αλίμονο, δεν θέρισε μόνο αυτούς…
Ναι! ο θάνατος για να εκδικηθεί το κράτος θέρισε αυτούς που δεν ήταν άχρηστοι, αυτούς που ήταν απαραίτητοι…
Επίσης θέρισε αυτούς των οποίων η ζωή ήταν ένα βαθυστόχαστο ποίημα όπου η εξευγενισμένη θλίψη τραγουδούσε ένα παιχνιδιάρικο ρεφραίν…
Αλλά για αυτούς, από τους οποίους δεν υπήρχαν περισσότεροι, αυτούς που δεν ήταν περιττοί, αυτούς που έπεσαν φωνάζοντας το αντάρτικο και ρωμαλέο τιτάνιο ΟΧΙ! : για αυτούς θα παρθεί εκδίκηση.
Θα εκδικηθούμε για αυτούς!
Θα εκδικηθούμε για αυτούς γιατί ήταν αδέρφια μας, γιατί πέθαναν με άστρα στα μάτια τους, γιατί καθώς πέθαιναν, ήπιαν τον ήλιο.
Τον ήλιο του Ονείρου.
Τον ήλιο της Μάχης.
Τον ήλιο της Ζωής.
Τον ήλιο της Ιδέας!
IV.
Ο πόλεμος!…
Τι ανανέωσε ο πόλεμος;
Που είναι η ηρωική μεταμόρφωση του πνεύματος;
Που έχουν κρεμαστεί οι φωσφορίζουσες δέλτους των νέων ανθρώπινων αξιών;
Σε ποιόν ιερό ναό έχουν τον θαυμαστό χρυσό αμφορέα, που περιέχει τις φλεγόμενες καρδιές των δημιουργικών ιδιοφυών και κυρίαρχων ηρώων, που οι μανιακοί υποστηριχτές του πολέμου υποσχέθηκαν;
Πού λάμπει ο μεγαλόπρεπος ήλιος της σπουδαίας νέας πηγής;
Τρομερά ποτάμια αίματος ξέπλυναν όλη την πρασινάδα στον κόσμο και πήγαν αλυχτώντας σε όλα τα μονοπάτια της γης.
Τρομακτικοί χείμαρροι δακρύων έκαναν το σπαραξικάρδιο, αγωνιώδες θρηνολόγημα τους να ηχήσει μέσα από τους πιο σκοτεινούς, πιο απόμερους στροβίλους των ηπείρων όλου του κόσμου.
Βουνά ανθρώπινων οστών και σάρκα σάπιζαν παντού στην λάσπη και φώναζαν παντού στον ήλιο.
Αλλά τίποτα δεν άλλαξε – ήταν άσκοπο!
Η γεμάτη σκουλήκια κοιλιά της μπουρζουαζίας απλά ρεύεται μέχρι κορεσμού! Και αυτή των προλετάριων κραυγάζει από την υπερβολική πείνα!
Αρκετά!
Αν με τον Χριστό και τον χριστιανισμό, το ανθρώπινο πνεύμα ήταν περιορισμένο στο ψυχρό και άδειο κενό της μετά θάνατον ζωής, με τον Καρλ Μαρξ και τον σοσιαλισμό, αναγκάστηκε να κατέβει στο επίπεδο των εντέρων…
Ο βρυχηθμός που ήχησε ανά τον κόσμο μετά τον πόλεμο, ταρακουνώντας την ανθρωπότητα, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν βρυχηθμό του στομαχιού που ο σοσιαλισμός πρόδωσε, σύντριψε, κατέπνιξε στραγγάλισε, μόλις παρατήρησε ότι αυτός ο βρυχηθμός άρχισε να παίρνει ως ένα μέρος το χρώμα ενός ιδανικού περιεχομένου…
Αυτή η υπέρτατη, ανώνυμη δειλία χρησιμοποίησε, την πιο σκοτεινή, ζοφερή, πιο οδυνηρή αντίδραση, που γεννήθηκε και μεγάλωσε τρομαχτικά.
Ήταν λογικό – φυσικό – θανάσιμο!
Ήταν ανθρώπινο…
V.
Οι καιροί μας – παρά τα κενά και αντικρουόμενα φαινόμενα τους– κείτονται ήδη στα τέσσερα υπό τους βαριούς τροχούς μιας νέας Ιστορίας.
Η κτηνώδης ηθική του μπάσταρδου χριστιανικού – φιλελεύθερου – μπουρζουάδικου – πληβείου πολιτισμού μας, πηγαίνει προς τη δύση του…
Η κάλπικη κοινωνική μας οργάνωση καταρρέει θανάσιμα – αμείλικτα!
Το φασιστικό φαινόμενο είναι η πιο σίγουρη, αναμφισβήτητη απόδειξη για αυτό.
Στην Ιταλία όπως και αλλού…
Για να αποδειχθεί, το μόνο που έχει να κάνει κάποιος είναι να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να ρωτήσει την ιστορία. Αλλά ακόμα και αυτό δεν είναι απαραίτητο! Το παρόν μιλάει αρκετά εύγλωττα…
Ο φασισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα σκληρό, νευρικόσπασμό μιας παρακμάζουσας κοινωνίας που πνίγεται τραγικά στον βάλτο του ψεύδους της.
Επειδή αυτός – ο φασισμός – όντως γιορτάζει τις βακχικές εκδηλώσεις του με φλεγόμενες πυρές και μοχθηρά όργια αίματος, αλλά το μουντό τριζοβόλημα της πελιδνής φωτιάς του, δεν βγάζει ούτε μία σπίθα ζωηρής καινοτόμας πνευματικότητας. Εν τω μεταξύ, ας μεταμορφωθεί το αίμα που χύνει σε κρασί, που εμείς – οι προάγγελοι του καιρού – συλλέγουμε σιωπηλά σε κόκκινα δισκοπότηρα μίσους, τοποθετώντας τα στην άκρη ως το ηρωικό ποτό που θα περάσει στα παιδιά της νύχτας και του πόνου στην θανάσιμη «κοινωνία» της σπουδαίας εξέγερσης.
Θα πάρουμε αυτά τα αδέρφια μας από το χέρι για να βαδίσουμε μαζί και να σκαρφαλώσουμε μαζί προς νέες πνευματικές χαραυγές, προς νέα Σέλα ζωής, προς νέες κατακτήσεις της σκέψης, προς νέες γιορτές φωτός, νέα ηλιακά μεσημέρια.
Επειδή είμαστε εραστές του απελευθερωτικού αγώνα.
Είμαστε τα παιδιά της θλίψης που ανυψώνεται και της σκέψης που δημιουργεί.
Είμαστε ακούραστοι αλήτες.
Οι πιο τολμηροί σε κάθε προσπάθεια. Οι εκμαυλιστές της κάθε δοκιμασίας.
Και η ζωή είναι μια \’\’δοκιμασία\’\’! Ένα βασανιστήριο! Μια τραγική πτήση. – Μια φευγαλέα στιγμή!
VI.
Η θέληση μας είναι ηρωική!
Θα τα ανακατέψουμε όλα σε μια αναμπουμπούλα μίσους στην καρδιά του κόσμου, και θα τα μετατρέψουμε όλα σε μια θύελλα της αβύσσου.
Σε έναν τυφώνα των κορυφών.
Σε φωνές του μυαλού.
Σε κραυγές ελευθερίας!
Γιορτάζοντας τον κοινωνικό εσπερινό, θα προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε, πλήρως την ατομική ζωή, του ελεύθερου και σπουδαίου Εγώ.
Έτσι ώστε να μην θριαμβεύει πια η νύχτα.
Έτσι ώστε η σκιά να μην τυλίγεται πλέον γύρω μας.
Έτσι ώστε η ατελείωτη φωτιά του ήλιου να γίνει αιώνια και να διαιωνίζει την γιορτή του φωτός της πάνω στην ξηρά και στην θάλασσα!
Γιατί είμαστε φλογεροί ονειροπόλοι του αδύνατου, επικίνδυνοι κατακτητές των άστρων!
VII.
Ο φασισμός – παρά τις κενές και αντιθετικές εμφανίσεις του – είναι κάτι πάρα πολύ εφήμερο και αδύναμο για να εμποδίσει την ελεύθερη, αχαλίνωτη πορεία της αντάρτικης σκέψης που ξεχειλίζει και επεκτείνεται, σκάζοντας ορμητικά πέρα από κάθε εμπόδιο, και διαδίδεται μανιωδώς πέρα από κάθε όριο – ως μια δυνατή, ζωογόνα, κινητήριος δύναμη – σέρνοντας πίσω από τα γιγαντιαία της βήματα την ρωμαλέα και τιτάνια δράση των σκληρών ανθρώπινων μυών.
Ο φασισμός είναι ανίκανος, γιατί είναι κτηνώδης δύναμη.
Είναι ύλη χωρίς πνεύμα.
Είναι σώμα χωρίς μυαλό.
Είναι νύχτα χωρίς αυγή!
Αυτός – ο φασισμός – είναι το άλλο πρόσωπο του σοσιαλισμού…
Είναι καθρέφτες δίχως φως. Δύο άδεια αστέρια!
Ο σοσιαλισμός είναι η αριθμητική – υλική – δύναμη που, δρώντας υπό τη σκιά ενός δόγματος, λύεται και διαλύεται μέσα σε ένα άθλιο πνευματικό \’\’όχι\’\’ που τον αδειάζει από κάθε ελευθερωμένη, θεληματική, ηρωική, ιδανική ευκαμψία. Ο φασισμός είναι το επιληπτικό παιδί του πνευματικού \’\’όχι\’\’ που έχει αποκτηνωθεί πασχίζοντας – μάταια – προς ένα χυδαίο υλικό \’\’ναι\’\’.
Στο πεδίο των ηθικών αξιών, είναι ίσοι. Ο φασισμός και ο σοσιαλισμός είναι δύο αντάξια αδέρφια. Ακόμα και αν ο τελευταίος αποκαλείται Άβελ και ο άλλος Κάιν. Ένα κοινό Όνειρο τους ενώνει. Και αυτό το όνειρο ονομάζεται εξουσία.
VIII.
Μαύρες σημαίες στον άνεμο
βαμμένες με αίμα και ήλιο
Μαύρες σημαίες στον ήλιο
κραυγές δόξας στον άνεμο
Ότι δεν έκανε και δεν μπορούσε να κάνει ο πόλεμος, η επανάσταση μπορεί και πρέπει να το κάνει!
Ω, μαύρες σημαίες φέρεται
στην αντάρτικη γροθιά ανθρώπου
καθώς εστιάζει το ατενές του βλέμμα έντονα
πέρα από το κυρίαρχο ψεύδος
φτερουγίζοντας στον ήλιο και στον άνεμο
φτερουγίζοντας στον άνεμο και στον ήλιο
η Νίκη χαμογελάει από απόσταση!
Από απόσταση – από απόσταση – από απόσταση!
Στην δόξα του ήλιου και του ανέμου!
ΙΧ.
Ο φασισμός και ο σοσιαλισμός είναι επίδεσμοι του χρόνου, επιβραδυντές του ανδραγαθήματος!
Είναι φανατικά κρυσταλλωμένα απολιθώματα που ο γεμάτος θέληση δυναμισμός – με τον οποίο ζωντανεύουμε την ιστορία καθώς περνάει – θα παρασύρει σε έναν κοινό τάφο των καιρών. – Επειδή στο πεδίο των πνευματικών και ηθικών αξιών οι δύο εχθροί είναι το ίδιο.
Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Και οι δύο στερούνται το φως της αιωνιότητας!
Μόνο οι σπουδαίοι αλήτες του πνεύματος – φορείς της μαύρης σημαίας – μπορούν να είναι το φωτεινό ζωογόνο υπομόχλιο της αιώνιας επανάστασης που σπρώχνει τον κόσμο μπροστά.
Χ.
H, γεμάτη θέληση, ψυχή μας είναι πολύμορφη…
Ο πύρινος παλμός του ήλιου και τα τρεμάμενα ρίγη των άστρων την διαπερνάνε!
Είμαστε αντάρτες ποιητές και φιλόσοφοι της καταστροφής.
Είμαστε αναρχικοί.
Εικονοκλάστες!
Ατομικιστές
άθεοι,
νιχιλιστές!
Είμαστε οι φορείς των μαύρων σημαιών.
Βαδίζουμε μες τη νύχτα
Με έναν ήλιο στο μυαλό μας
και με δύο τεράστια χρυσά άστρα
να λάμπουν στα φλεγόμενα μάτια μας!
Συνεχίζουμε να βαδίζουμε!…
Και στο θέατρο της ανθρωπότητας, η θέση μας είναι στα άκρα αριστερά από όλες τις ακροαριστερές.
XI.
Πίσω από το γιγαντιαίο, μαύρο σύννεφο καταιγίδας που καλύπτει ακόμα τον ουρανό, αστράφτει ένα κόκκινο λυκόφως.
Ο τραγικός εορτασμός του κόκκινου εσπερινού πλησιάζει.
Η τελευταία μαύρη νύχτα θα γίνει κόκκινη απ’ το αίμα.
Από αίμα και φωτιά.
Γιατί το αίμα απαιτεί αίμα.
Είναι μια παλιά ιστορία…
Και τότε τα παιδιά μας – τα παιδιά της Αυγής – πρέπει να γεννηθούν από το αίμα και να σφυρηλατηθούν στη φωτιά.
Γιατί πρέπει να γεννηθούν νέες ατομικές ιδέες, πιο παρθένες και όμορφες, από τις μεγάλες κοινωνικές τραγωδίες, από την αναστάτωση νέων τυφώνων!
Και μόνο μέσα από τη μεγαλειώδη, φλογερή, αιματηρή καταστροφή, θα γεννηθεί ο πραγματικός, βαθυστόχαστος Αντίχριστος της ανθρωπότητας και της σκέψης. Γνήσιο τέκνο της γης και του ήλιου, ικανό να σκαρφαλώσει στις κορυφές και να κατέβει στις αβύσσους.
Γιατί ο Αντίχριστος είναι ο Αετός και το Φίδι.
Κατοικεί στις κορυφές και στα βάθη.
Αυτός – το πνεύμα του νέου ανθρώπου – θα περάσει μέσα από τα καπνισμένα ερείπια του παλιού, κατεστραμμένου κόσμου για να ανυψωθεί προς το μαγευτικό μυστήριο της επερχόμενης παρθένας αυγής.
Όμορφος και θαυμάσιος – θα σταθεί πάνω στο κατώφλι του νέου πρωινού διαποτισμένος με άνεμο, σπινθηροβολώντας την δύναμη της υπεράνθρωπης ομορφιάς του, λέγοντας στους διστακτικούς ανθρώπους : Προς τα μπρος, προς τα μπρος!
Ορμάμε πέρα από κάθε σύστημα
Ορμάμε πέρα από κάθε τύπο
Πετάμε προς την ύψιστη ελευθερία
Προς την ακραία Αναρχία!
XII.
Εμείς τα ελεύθερα πνεύματα – οι αλήτες της ιδέας – οι αθεϊστές της μοναξιάς – οι δαίμονες της αόρατης ερήμου.
Εμείς – τα φωτεινά τέρατα της νύχτας – έχουμε ήδη πάει στις κορυφές.
Βαδίζουμε μες τη νύχτα
Με έναν ήλιο στο μυαλό μας,
και δύο τεράστια χρυσά άστρα
να λάμπουν στα φλογερά μας μάτια!
Και – με μας – όλα πρέπει να οδηγηθούν στην ύψιστη τους συνέπεια.
Ακόμα και το μίσος.
Ακόμα και η βία.
Ακόμα και το \’\’έγκλημα\’\’ !
Γιατί το μίσος δίνει την δύναμη που τολμά.
Η βία και το \’\’έγκλημα\’\’ είναι οι ιδιοφυίες που καταστρέφουν και η ομορφιά που δημιουργεί.
Και θέλουμε να τολμήσουμε.
Να καταστρέψουμε – να ανανεώσουμε – να δημιουργήσουμε!
Επειδή όλα όσα είναι κατώτερα και χυδαία πρέπει να διαλυθούν και να καταστραφούν.
Μόνο ότι είναι σπουδαίο θα μείνει.
Γιατί ότι είναι σπουδαίο ανήκει στην ομορφιά.
Και η ζωή πρέπει να είναι όμορφη.
Ακόμα και στον πόνο.
Ακόμα και στον τυφώνα!…
XIII.
Έχουμε σκοτώσει το \’\’καθήκον\’\’ της αλληλεγγύης, έτσι ώστε η ελεύθερη λαγνεία μας για αυθόρμητο έρωτα και την εκούσια ιδιότητα του γονέα, να αποκτήσει μία ηρωική αξία στη ζωή.
Σκοτώσαμε τον οίκτο, γιατί είναι ένα κάλπικο χριστιανικό συναίσθημα και επειδή επιθυμούμε να δημιουργήσουμε τον ευγενή, άγνωστο γενναιόδωρο εγωισμό.
Στραγγαλίσαμε τα ψεύτικα κοινωνικά δικαιώματα – δημιουργών των ταπεινών, δειλών ζητιάνων – έτσι ώστε ο άνθρωπος να ξεθάψει το πιο βαθύ, το πιο μυστικό του \’\’Εγώ\’\’ για να βρει την δύναμη του Μοναδικού.
Γιατί το ξέρουμε οι ίδιοι.
Η ζωή είναι κουρασμένη με το να έχει υποανάπτυκτους εραστές.
Γιατί η γη είναι κουρασμένη με το να ποδοπατείται άσκοπα από τεράστιες ορδές από ηλίθια χριστιανικά ανθρωπάκια, που ψάλλουν και προσεύχονται.
Και τελικώς γιατί είμαστε και εμείς κουρασμένοι με αυτά τα ψόφια \’\’ αδέρφια\’\’ μας που είναι ανίκανα για ειρήνη ή πόλεμο. Κατώτερα στο μίσος και στην αγάπη.
Ναι! Είμαστε αηδιασμένοι και κουρασμένοι!
Η ανθρωπότητα πρέπει να ανανεωθεί.
Χρειαζόμαστε ένα επικό και βάρβαρο τραγούδι με νέους και παρθένους ήχους ζωής ανά τον κόσμο.
Είμαστε οι φορείς
φλογερών δούλων.
Είμαστε αυτοί που ανάβουν
τις πυρές που τριζοβολούν.
Η σημαία μας είναι μαύρη.
Ο δρόμος μας είναι το άπειρο
Και το ύψιστο ιδανικό μας
είναι η κορυφή και η άβυσσος.
Συνεχίζουμε να βαδίζουμε!…
Βαδίζουμε μες τη νύχτα
με έναν ήλιο στο μυαλό μας,
και δύο τεράστια χρυσά άστρα
λάμπουν στα φλεγόμενα μάτια μας!
Συνεχίζουμε να βαδίζουμε…
Και αν το όνειρο μας είναι μια ψευδαίσθηση;
Και αν οι αγώνες μας είναι άχρηστοι και μάταιοι; Και αν η ανανέωση της ανθρωπότητας είναι αδύνατον να επιτευχθεί;
Αχ, όχι! Θα συνεχίσουμε να βαδίζουμε με τον ίδιο τρόπο.
Για την αξιοπρέπεια μας.
Για την αγάπη μας στις ιδέες μας.
Για την ελευθερία του πνεύματος μας.
Για το πάθος του μυαλού μας.
Για την αναγκαιότητα της ζωής μας.
Καλύτερα να πεθάνουμε ως ήρωες σε μια προσπάθεια απελευθέρωσης και αυτοανύψωσης, παρά να φυτοζωούμε ως αδύναμοι δειλοί σε αυτήν την σιχαμερή πραγματικότητα.
Ω μαύρες σημαίες,
ω μαύρα τρόπαια,
εμβλήματα και σύμβολα
της αιώνιας εξέγερσης.
Εσείς που είστε η ματωμένη απόδειξη όλης της ανθρώπινης αυθάδειας;
Εσείς που είστε οι καταστροφείς όλων των προκαταλήψεων;
Εσείς που είστε οι μοναδικοί αληθινοί εχθροί όλης της ανθρώπινης ντροπής – όλου του μοχθηρού ψεύδους!
Εσείς που τραγουδάτε την αιώνια εξέγερση, βουτηγμένοι στον πόνο και το αίμα!
Την γραπώνω μέσα στην δυνατή μου γροθιά
και στη μέση ανεμοθυελλών
την υψώνω στην δόξα του ήλιου.
Στην δόξα του ήλιου και του ανέμου…
Του ανέμου και του ήλιου και του φωτός.
Το «Μαύρες Σημαίες» είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Renzo Novatore και εκδόθηκε στην αναρχική εφημερίδα Proletario (τεύχος 2), τον Ιούλιο του 1922.
Πηγή στα αγγλικά: Black Flags, The Anarchist Library
Μετάφραση στα ελληνικά: Φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς
Επιμέλεια: Parabellum