Ιταλίας: Συνεισφορά του Νικόλα Γκάι στο οικοαναρχικό περιοδικό «Terra Selvaggia»

Η άμεση αναγκαιότητα της επίθεσης

Έχουμε εμπεδώσει για τα καλά το γεγονός ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο σκατένιο όπου κράτος και Κεφάλαιο, ουσιαστικά ανεμπόδιστα, μας επιβάλλουν κάθε λογής τερατουργήματα. Είναι επίσης προφανές ότι μονάχα μια μικροσκοπική μειονότητα του πληθυσμού επιχειρεί να αντισταθεί, με λιγότερο ή περισσότερο συνειδητό τρόπο, στην καταστολή των εκάστοτε χώρων αυτονομίας και ελευθερίας που κάνουν τη ζωή ν’ αξίζει τον κόπο να τη ζει κανείς. Εμείς, οι αναρχικοί, που ’μαστε κομμάτι αυτής της μικρής μειοψηφίας, γνωρίζουμε πόσο άμεση είναι η αναγκαιότητα της καταστροφής όσων μας καταπιέζουν: γιατί λοιπόν δεν είμαστε πιο αποφασιστικοί και διεισδυτικοί;

Ένα από τα πιο μεγάλα και σοβαρά κωλύματα στη δράση μας είναι σίγουρα ο φόβος να βάλουμε πραγματικά τη ζωή μας σε κίνδυνο. Αυτή είναι μια κεντρική πτυχή του επαναστατικού αγώνα, η οποία πολύ συχνά δε λαμβάνεται υπόψη όσο θα έπρεπε, γιατί μας υποχρεώνει να λογαριαστούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό και τις αδυναμίες μας. Εξυμνούμε τις λεγόμενες «μικρές δράσεις», που εύκολα αναπαράγονται και σίγουρα δεν πρόκειται να τρομάξουνε τον «κόσμο», και παρ’ ότι έχουμε συνείδηση πόσο επείγουσα κι απαραίτητη είναι η καταστροφική επίθεση εναντίον του εξουσιαστικού-τεχνολογικού συστήματος είμαστε απρόθυμοι να εμπλακούμε μέχρι τέλους, να θέσουμε τους εαυτούς μας σε πόλεμο και να ενεργήσουμε αναλόγως.

Σίγουρα είναι πιο εύκολο να βρίσκεται κανείς ανάμεσα σε εκατοντάδες/χιλιάδες ατόμων που υπερασπίζονται κάποια περιοχή απειλούμενη απ’ οποιοδήποτε οικοτερατούργημα, παρά να στήσει μόνος του καραούλι στο σχεδιαστή του έργου κάτω από το σπίτι του. Δε μιλάω για θάρρος· ο καθένας μας νιώθει φόβο κι εφαρμόζει τη δική του στρατηγική για να τον ελέγξει και να τον διαχειριστεί. Ακόμα και όποιος συμμετέχει στους λεγόμενους «κοινωνικούς αγώνες» διατρέχει τον κίνδυνο να μπει φυλακή ή να τραυματιστεί (είναι εκατοντάδες τα σχετικά παραδείγματα), και πιστεύω ότι δεν είναι αυτό που κάνει τη διαφορά αλλά κάτι πιο πολύπλοκο, δηλαδή η απόφαση να υλοποιήσει κανείς πρακτικές αγώνα οι οποίες δεν προβλέπουν καμία πιθανότητα διαμεσολάβησης με την εξουσία, πρακτικές που εκφράζουν την πλήρη άρνηση του υπάρχοντος.

Παίρνουμε μέρος σε συνελεύσεις έχοντας την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχουμε στη λήψη οποιασδήποτε απόφασης, αν και κατά κανόνα προσαρμοζόμαστε στα όσα προτείνουν οι πιο χαρισματικοί σύντροφοι· αναπόφευκτα ο συμβιβασμός είναι πάντοτε εκπτωτικός· έτσι κι αλλιώς χρειάζεται να κατασταλάξουμε όλοι μαζί (κάθε φορά) και να μην τρομάξουμε κανέναν. Τρέφουμε την αυταπάτη πως συνεισφέρουμε σ’ ένα συλλογικό εγχείρημα, αν και πολλές φορές δεν πρόκειται για το δικό μας εγχείρημα. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε «ανάμεσα σε κόσμο» μάς ξεγελά ότι εργαζόμαστε επί τούτου για την εξέγερση, την επικείμενη διακύβευση. Είμαστε σε θέση να μοιράσουμε τις ευθύνες μας με άλλους, ελπίζοντας ότι δε θα απομείνουμε μόνοι μας άμα κάτσει μια στραβή. Δεν αντιλαμβανόμαστε πόση απ’ την ατομική μας ελευθερία χάνουμε ενόσω εφησυχάζουμε απ’ τα όρια που επιβάλλει η συνέλευση, μπορώντας έτσι να κρύψουμε την ίδια μας την αναποφασιστικότητα πίσω από το ρίσκο τού να ζημιώσουμε το κοινό εγχείρημα με την ανυπομονησία μας.

Μονάχα όμως όταν αποφασίζουμε να ρισκάρουμε με τα μπούνια τη ζωή μας, κι είτε ατομικά είτε μαζί με τους συμπράκτες μας, να χτυπήσουμε την εξουσία εκεί που την πονάει περισσότερο, μονάχα τότε έχουμε τον πραγματικό έλεγχο και μπορούμε να βεβαιώσουμε με χαρά και διαύγεια ότι πραγματώνουμε την επανάστασή μας. Το να βάλει κανείς μπρος μια θεώρηση άμεσης επίθεσης τον λευτερώνει από τα δεσμά των αμυντικών αγώνων, ανοίγοντας άπειρες προοπτικές δράσης και λευτεριάς. Αυτό που λέω δεν αποτελεί απλή αισθητική εξύμνηση της ατομικής δράσης, αφού έχω επίγνωση του ότι η εξέγερση είναι ένα συλλογικό γεγονός, που θα εκραγεί όταν ξεσηκωθούν οι καταπιεσμένοι που ’χουν πάρει τα όπλα. Το θέμα όμως είναι η μέθοδος με την οποία συνδράμουμε στο να προκληθεί ένα τέτοιο γεγονός, μιας και η ζωή μας είναι σύντομη και το έργο της καταστροφής πολύ μεγάλο κι αναγκαίο για να αναβληθεί ως τη στιγμή που να είναι όλοι έτοιμοι. Άλλωστε είμαι πεπεισμένος ότι μονάχα σαν κρατάμε τη φωτιά αναζωπυρωμένη και το παράδειγμα της δράσης ζωντανό μπορούμε να προσεγγίσουμε τη στιγμή αυτήν.

Ένα άλλο κώλυμα που διαβλέπω στην πιθανότητα μιας επίθεσης από πλευράς των αναρχικών είναι ο τρόπος με τον οποίο πολλά συντρόφια προσεγγίζουν το ζήτημα του κοινωνικού, τους λεγόμενους «κοινωνικούς αγώνες». Κατά τη γνώμη μου, πολύ συχνά σημείο εκκίνησης συνιστά μια λανθασμένη αντίληψη, δηλαδή τ’ ότι αισθανόμαστε πως είμαστε αλλιώτικοι σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται το πεδίο του κοινωνικού ως κάτι στο οποίο θα πρέπει να δουλέψουμε, να το προσεγγίσουμε με προσοχή για να μην το τρομάξουμε, και λίγο λίγο να το φέρουμε σε θέσεις πιο προωθημένες, ωσότου να ’ναι πλέον έτοιμο και να συναντηθούμε μαζί του στα οδοφράγματα της εξέγερσης.

Είμαι πεπεισμένος ότι οι αναρχικοί αποτελούν κομμάτι του κοινωνικού κι οφείλουν να σχετίζονται σε ισότιμη βάση με τους «άλλους», καταπολεμώντας όλες τις «πατερναλιστικές» συμπεριφορές που αναπόδραστα προκύπτουν στην πολιτική. Οι αναρχικοί πρέπει να χτυπούν και να εφορμούν με όλες τους τις δυνάμεις, κι άλλοι που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις έντασης θα πάρουν παράδειγμα απ’ τη δράση μας, και θα βρούμε νέους συνεργούς, κι όταν επιτέλους όλοι οι υπόλοιποι εκμεταλλευόμενοι αποφασίσουν να ξεσηκωθούν, θα γίνει το μπαμ και θα ξεσπάσει η εξέγερση.

Πρέπει να είμαστε εμείς αυτοί που υπαγορεύουνε τις προθεσμίες και τις στιγμές του αγώνα, κι όσο πιο διεισδυτικοί και εύστοχοι γινόμαστε στα χτυπήματά μας, τόσο μεγαλύτερες είναι κι οι πιθανότητες που έχουμε να διαχυθούν οι πρακτικές της άμεσης επίθεσης. Αυτό δεν πάει να πει ότι δεν πρέπει να συμμετέχουμε στους αγώνες που γεννιούνται αυθόρμητα, αλλά ότι πρέπει να το κάνουμε με τις δικές μας μεθόδους: το σαμποτάζ και την άμεση δράση. Εάν κάποιοι σε μια δεδομένη τοποθεσία βγαίνουνε στην πιάτσα για να αντιταχτούν σε μια συγκεκριμένη αθλιότητα, δεν είναι απαραίτητο να γυρέψουμε να τους γνωρίσουμε έναν προς έναν, ούτε και να παρασκευάσουμε μαζί τους πολέντα για να φάμε παρέα, και βήμα το βήμα να επιχειρήσουμε να τους κάνουμε να ορθώσουν μερικά εκατοστά παραπάνω το οδόφραγμα που ’χουν στημένο εκεί. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δε φέρνει πιο κοντά την εξεγερσιακή προοπτική, αλλά μας αποδυναμώνει κι από πάνω. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να πλήξουμε την εταιρεία που κατασκευάζει το εκάστοτε έργο, όπως και όσους το σχεδιάζουν, και όσους το χρηματοδοτούν· πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι ο καθένας μπορεί να πάρει τη ζωή του στα χέρια του και να καταστρέψει ό,τι τον καταστρέφει. Πρέπει να συγκρουστούμε με την αστυνομία, κι όχι μονάχα όταν αυτή αποπειράται να διαλύσει την τάδε ή δείνα συγκέντρωση, αλλά να την προκαλέσουμε και να της επιτεθούμε, να δείξουμε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, ότι μπορούμε/οφείλουμε να χτυπήσουμε πρώτοι εκείνους που μας καταπιέζουν.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι στον τρόπο με τον οποίο βλέπω τα πράγματα και εννοώ τη δράση ενδέχεται να επωάζονται οι σπόροι του αυταρχισμού ή του αβανγκαρντισμού. Αντιθέτως, είμαι της άποψης ότι τούτη η προσέγγιση εμπεριέχει το αντίδοτο σε αυτές τις δυο ασχήμιες, που προσβάλλουν την επαναστατική δράση. Αντί να αποκρύπτεις τις ίδιες σου τις επιθυμίες, λέγε ξεκάθαρα ποιος είσαι και τι πραγματικά θες, και πάνω απ’ όλα σε μια σχέση ισοτιμίας με τους άλλους, δείχνοντας ότι οπλίζοντας κανείς τα πάθη του μπορεί ν’ αντιτεθεί καίρια σ’ αυτή την κατάσταση των πραγμάτων. Η πολιτική, κατά τη γνώμη μου, ενεδρεύει ακριβώς όταν αυτοπεριοριζόμαστε για να συμβαδίσουμε με όλους τους άλλους, όταν παραμερίζουμε συγκεκριμένες αιχμές του λόγου μας για να μην «τρομάξουμε» πρόσωπα που δεν αισθάνονται έτοιμα να μας κατανοήσουν. Πρέπει να γίνεται σαφές ότι οι αναρχικοί αποζητούν συνεργούς για να εξεγερθούν, κι όχι μια κοινή γνώμη διακείμενη μετριοπαθώς υπέρ αοριστολογιών για την ελευθερία και την αυτοδιαχείριση.

Μια άλλη κριτική που συχνά στρέφεται ενάντια σε όσους κάνουν πράξη την επίθεση ενάντια σε κράτος και Κεφάλαιο –διατυπωμένη με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο ευφυή, περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένο– είναι ότι έχουν κολλήσει σ’ ένα φαύλο κύκλο δράσης/καταστολής με τους μηχανισμούς της εξουσίας χωρίς να κάνουν βήματα προς τα μπρος στο μονοπάτι της εξέγερσης. Σίγουρα είναι δύσκολο ν’ αρνηθούμε ότι, όσο μεγαλύτερο κίνδυνο αντιπροσωπεύουμε για την εξουσία, τόσο περισσότερο αυτή θα επιμένει να μας καταστείλει, αλλά αυτό δυστυχώς είναι κάτι το φυσικό, κι η συναλύσωση αιτίας-αποτελέσματος θα πάψει μονάχα όταν ο πολλαπλασιασμός και η εξάπλωση των επιθέσεων επιφέρουνε την εξεγερσιακή ρήξη.

Το σκεπτικό εκείνο που θέλει την επανάσταση να είναι απλά καρπός της ενσυνειδησίας των εκμεταλλευόμενων –ύστερα από δεκαετίες «εκπαίδευσής» τους στην παλαίστρα των ενδιάμεσων αγώνων, και υπό την καθοδήγηση μιας πεφωτισμένης μειοψηφίας που τους παίρνει απ’ το χεράκι, όντας μόλις ένα βήμα μπροστά απ’ αυτούς, κι αναβάλλοντας συνεχώς τη στιγμή της ένοπλης σύγκρουσης– είναι σκέτη αυταπάτη. Αυτή η τακτική είναι δυο φορές φύρα: γιατί, αφενός, άμα απαρνιόμαστε την άμεση δράση, απαρνιόμαστε τη δυνατότητα να ζήσουμε γιομάτα τη ζωή μας, να κάνουμε εδώ και τώρα την επανάστασή μας· αφετέρου, γιατί αφήνει να εννοηθεί ότι το κράτος θα δώσει το χρόνο στους καταπιεσμένους να λογαριάσουν την κατάστασή τους, να γνωριστούν αναμεταξύ τους, να οργανωθούν και στη συνέχεια –ίσως– να ξεσηκωθούν, πριν τους τσακίσει. Ένα μικρό παράδειγμα θα μπορούσε να ’ναι αυτό της Ελεύθερης Ρεπούμπλικας της Μανταλένα [περιφρουρούμενης κοινότητας του αγώνα NO TAV στη Βαλ ντι Σούζα, στο Κιομόντε, το 2011]: την πήραν παραμάζωμα προτού καν προλάβει κανείς έστω και ν’ αποκτήσει την ψευδαίσθηση ότι αντιπροσώπευε έναν πραγματικό κίνδυνο για την κρατική εξουσία.

Εξάλλου το κράτος, ίσως ακόμα πιο ισχυρό κι απ’ το στρατό, διαθέτει ένα όπλο αποτελεσματικότατο: την αφομοίωση. Για παράδειγμα, όταν το ζήτημα της στέγασης καθίσταται πιεστικό, με τους αγώνες και τις καταλήψεις να πολλαπλασιάζονται και τις εκκενώσεις να μη λύνουν το πρόβλημα, η εξουσία μπορεί να παίξει το χαρτί της νομιμοποίησης. Τι πρόκειται να κάνει έτσι και βάλει ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του ο εκμεταλλευόμενος με τον οποίο δώσαμε μάχες πλάι πλάι; Ίσως να προβάλει περισσότερα αιτήματα, ίσως να συνεχίσει να εξεγείρεται, αλλά πιο εύκολο να μείνει ικανοποιημένος, και τότε θα βρεθούμε υποχρεωμένοι να πέσουμε με τα μούτρα στον επόμενο αγώνα, ελπίζοντας πως αυτήν τη φορά θα τσουλήσουν καλύτερα τα πράγματα… Όποτε η δράση μας δε διαβλέπει καμιά πιθανότητα διαμεσολαβήσεων, όποτε ο αγώνας μας πάει ντουγρού προς την καταστροφή όσων μας καταπιέζουν, μονάχα τότε το κράτος δεν μπορεί να μας εξαπατήσει με την αφομοίωση: ή έχει την ισχύ να μας τσακίσει, ή θα πρέπει να κάνει πίσω. Αν έχουμε την ικανότητα να δοκιμάσουμε να διαδώσουμε την πρακτική της επίθεσης και της άμεσης δράσης, αν είμαστε σε θέση να ρίξουμε βενζίνα στη φωτιά των κοινωνικών εντάσεων, αναζωπυρώνοντάς τες και γυρεύοντας να αναχαιτίσουμε την ανασύνθεση, ίσως κατορθώσουμε στ’ αλήθεια να πυρπολήσουμε τον ντουνιά.

Αντί κατακλείδας, θα ήθελα να σταθώ σ’ ένα άλλο στοιχείο που μερικές φορές φαίνεται να βάζει φρένο στη δράση μας: πρόκειται για την ανάλυση των επιπτώσεων και των μετασχηματισμών της κυριαρχίας. Απ’ ό,τι φαίνεται, πολύ συχνά η ανάλυση αυτή δε χρησιμεύει ώστε να μας κάνει ικανότερους να επιδράσουμε πάνω στην πραγματικότητα, αλλά για να τροφοδοτήσει φόβους κι ένα αίσθημα ανημποριάς μπροστά στην απεραντοσύνη της πρόκλησης και στη θηριωδία των αθλιοτήτων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Πιο πολύ ψειρίζουμε τις ολοκληρωτικές και δηλητηριώδεις εκφάνσεις της τεχνολογίας, πιο πολύ ξεμπροστιάζουμε τα εξουσιαστικά σχέδια του καθεστώτος, και λιγότερο ακονίζουμε τα όπλα μας. Τρομοκρατούμε όσους θα ήταν διατεθειμένοι να ενεργήσουν με περισσότερο ή λιγότερο βαθυστόχαστες έρευνες σχετικά με τα τελευταία επινοήματα του ελέγχου. Δεν υποστηρίζω ότι οι αναλύσεις και η εμβάθυνση δεν είναι χρήσιμες, αλλά ότι δεν πρέπει να μετατρέπονται σε αυτοσκοπό, σε ασκήσεις διανοητικής ικανότητας ασύνδετες προς την άμεση δράση. Σε τι χρησιμεύουν οι ατελείωτες λίστες των εταιρειών που φέρουν ευθύνη για την καταστροφή της φύσης αν κανείς δεν τους την πέφτει; Εδώ από μόνα τους το εύρος και το μέγεθος των κρατικών και οικονομικών μηχανισμών μάς κάνουνε συχνά πυκνά ν’ αμφιβάλουμε αν μπορούμε να τους χτυπήσουμε με αποτελεσματικότητα. Περιβαλλοντικές καταστροφές όπως η διαρροή πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού ή η περίπτωση της Φουκουσίμα είναι σαν να μας λένε πως δεν μπορεί να γίνει τίποτα για να σταματήσει ο πόλεμος της βιομηχανικής κοινωνίας ενάντια στον άνθρωπο και στη φύση. Παρ’ όλα αυτά δεν είμαστε ανήμποροι· ελάχιστα αναλυτικά εργαλεία, η άμεση δράση και η απόφαση κάποιων λίγων μπορούν να καταδείξουν ότι δεν έχουμε πέσει όλοι μας στην παραίτηση και στην παθητική αποδοχή, και την ίδια στιγμή να φανερώσουν στους λοιπούς εκμεταλλευόμενους ότι είναι ακόμα δυνατό ν’ αντιστέκεσαι. Για παράδειγμα, η δράση των συντρόφων του Πυρήνα Όλγα της ΑΑΟ/ΔΕΜ μας λέει ότι είναι εφικτό να σταθείς αλληλέγγυος στους πληγέντες της πυρηνικής καταστροφής, ακόμη κι απ’ την άλλη άκρη του πλανήτη, και να πλήξεις καίρια τη βιομηχανία της ατομικής ενέργειας.

Ελπίζω οι προβληματισμοί μου να φανούν χρήσιμοι προκειμένου ν’ ανοίξει μια συζήτηση μεταξύ συντρόφων, με στόχο να αναδείξουμε και να απαλλαγούμε απ’ όλα όσα μας περιορίζουν στην αναρχική δράση. Κουράγιο και δύναμη στα συντρόφια που κάνουν πράξη την ανώνυμη δράση, κουράγιο και δύναμη σε όσους κι όσες δίνουν ένα όνομα στη λύσσα τους, κουράγιο και δύναμη σε όσους κι όσες με τις ενέργειές τους δίνουν ζωή στην Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία/Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο: έχουμε μπροστά μας έναν ολάκερο κόσμο να γκρεμίσουμε.

Nicola Gai
Casa Circondariale di Ferrara, Via Arginone 327, ΙΤ-44122 Ferrara, Ιταλία

Από το 27ο τεύχος του «Terra Selvaggia – Pagine anticivilizzatrici», Ιούλης 2013, σελ. 33. Μπορείτε να διαβάσετε το πρωτότυπο κείμενο κι εδώ.

Πηγή

3 thoughts on “Ιταλίας: Συνεισφορά του Νικόλα Γκάι στο οικοαναρχικό περιοδικό «Terra Selvaggia»”

  1. Υπάρχει ένα σημείο που αναφέρει πως είναι πεπεισμένος ότι οι αναρχικοί είναι κομμάτι του κοινωνικού. Πώς μπορείς να είσαι κομμάτι του και ταυτόχρονα να μη νιώθεις διχασμένος ή να μη νιώθεις τύψεις όταν προσπαθείς να το καταστρέψεις με οποιοδήποτε μέσο, με το λόγο, με τη δράση σου? Ο μόνος τρόπος να μην αισθάνεσαι καμία τύψη και κανέναν διχασμό είναι η λεπτή διαφορά της κατανόησης πως εσωτερικά και όσο μπορείς και πρακτικά έχεις τραβήξει μία γραμμή που να σε βγάζει έξω από την κοινωνία, τις πλάνες και τις αυταπάτες της. Η συνείδηση πως αυτό το φράγμα υπάρχει ανάμεσα στην κοινωνία και το πρόσωπο είναι πολύ σημαντική. Και πώς μπορείς να νιώθεις ισότιμος με αυτόν που περιφρονείς πάλι και γνωρίζεις ότι ως υπερασπιστής του υπάρχοντος επιχειρει ώρα την ώρα να σε θανατώσει? Αυτό το φοβικό σύνδρομο του να μη σε πούνε πατερναλιστή ή πρωτοπορία ή καθοδηγητή. Αφού δεν είσαι δε θα έπρεπε να σε νοιάζει, έτσι δεν είναι? Εξάλλου το έγραψε κι ο ίδιος, η αφομοίωση. Για μένα η αφομοίωση μπορεί να είναι εξίσου μεγάλος κίνδυνος αφού ο εξισωτισμός την προωθεί και επιβάλλει.

    1. Δυστυχώς οι εξεγερσιακοί σύντροφοι διατηρούν κάποια στοιχεία των κοινωνιστικών καταβολών τους. Ακόμα και έτσι όμως, είναι κλάσης ανώτεροι από τους μαζολάγνους ρεφορμιστές αναρχικούς.

  2. Σίγουρα, δεν το συζητώ parabellum. Ξέρεις εξάλλου ότι και άτομα που βρίσκονται στην πλευρά του Αρνητικού, ακόμη πιστεύουν πως δεν έχει χαθεί κάθε ευκαιρία και πως ουσιαστικά υπάρχει ακόμη χρόνος για να βρεθεί η χρυσή τομή, (με δικά μου λόγια, αλλά αυτό ήταν το ζουμί), νομίζω σε κείμενο του Eat το είχα διαβάσει. Δε μπορώ να πω πως μοιράζομαι την αισιοδοξία. Θεωρώ πως το χάσμα μεγαλώνει, όμως ίσως να είναι διαφορετικά τα πράγματα στο εξωτερικό και εδώ να εκφράζεται τόσο πολωτικά, καθώς οι συνισταμένες είναι διαφορετικές.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *