Ενημέρωση για την υπόθεση του αναρχικού Μ. Τσιλιανίδη

Χτες το πρωί εκδικαζόταν η αίτηση διακοπής ποινής του αναρχικού Μπάμπη Τσιλιανίδη στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης. Τελικά λόγω της απεργία των δικαστικών υπαλλήλων η αίτηση πήρε αναβολή για τον Ιανουάριο του 2014(!!!).

Για 2 περίπου ώρες παρευρέθηκαν έξω από τα δικαστήρια 60 σύντροφοι/συντρόφισσες, ενώ καθόλη τη διάρκεια κρεμάστηκε πανό που έγραφε \”Αλληλεγγύη στον αναρχικό Μπάμπη Τσιλιανίδη. Πόλεμος για την αναρχία\”. Το κλίμα ήταν φορτισμένο λόγω της είδησης του θανάτου του Παύλου Φύσσα και φωνάχτηκαν πολλά αντικρατικά και αντιφασιστικά συνθήματα, ενώ ο κόσμος αποχώρησε και μετέβη κατευθείαν στην συγκέντρωση απεργών στην πλατεία αγίας σοφίας.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

ΛΥΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

ΟΛΟΙ/ΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Πηγή

Ενημέρωση για το έντυπο Μηδενιστική Πορεία

Ενημερώνουμε πως το τρίτο τεύχος του έντυπο Μηδενιστική Πορεία για τη διάχυση της Φωτιάς και του Χάους, θα κυκλοφορήσεις στις αρχές του Οκτώβρη και όχι στα μέσα Σεπτέμβρη, όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο. Η καθυστέρηση οφείλεται σε ανάγκες της ύλης. Θεωρούμε πως η ουσία της έκδοσης προηγείται πάντα της τήρησης της δίμηνης περιοδικότητας. Όσοι σύντροφοι/ισσες ή ομάδες επιθυμούν φυσικά αντίτυπα του τρίτου τεύχους, παρακαλούνται να επικοινωνήσουν στα mails πάνω δεξιά στο blog, ώστε να ληφθούν υπόψιν στο τύπωμα. Επίσης ενημερώνουμε πως θα ανατυπωθούν τα δύο προηγούμενα τεύχη για όποιον/α ενδιαφέρεται.

Τα προηγούμενα τεύχη: 1, 2

Μέτωπο Αναρχομηδενιστικής Συνείδησης για τη διάχυση του Αρνητικού

Γερμανία: Τόμας Μάγερ-Φαλκ: 17 χρόνια φυλακή – Ένας απολογισμός

6 Ιούνη 2013

Αφού εξέτισα 17 αδιάκοπα χρόνια στη φυλακή, καλούμαι από τις 8 Ιούλη 2013 να υποστώ τη συνθήκη της προληπτικής κράτησης (Sicherungsverwahrung, μια μορφή «μεταφυλάκισης» στη Γερμανία για καταδίκους που έχουν εκτίσει το σύνολο της ποινής τους, ωστόσο θεωρούνται ακόμα κίνδυνος για τη «δημόσια ασφάλεια» και ως εκ τούτου εξακολουθούν να κρατούνται). Έτσι, ορμώμενος απ’ το επικείμενο πέρας της εκτέλεσης της συνολικής ποινής φυλάκισης, επιθυμώ να κάνω έναν κάποιον απολογισμό.

Η φάση της απομόνωσης

Ο όρος της κράτησης υπό πλήρη και συνεχή απομόνωση ήτανε πολύ πιο αισθητός κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, παρόλο που το ίδιο μέτρο φυλάκισης εφαρμόζεται ακόμα στις μέρες μας, ειδικά απ’ το γερμανικό δικαστικό σύστημα. Ο Γκύντερ Φιννάιζεν, για παράδειγμα, πέρασε γύρω στα 15 συναπτά έτη έγκλειστος σε διαρκή απομόνωση στη φυλακή του Τσέλλε, ενώ τον Μάη του 2013 ο Πέτερ Βέγκενερ συμπλήρωσε 18 χρόνια κράτησης σε πτέρυγα απομόνωσης.

Εγώ ο ίδιος πέρασα τα πρώτα χρόνια της φυλάκισής μου σε πλήρη απομόνωση στη Στουτγάρδη (Στάμχαϊμ), κι έπειτα παρέμεινα κάποιους μήνες του 1998 στο Στράουμπινγκ (Βαυαρία) υπό το ίδιο καθεστώς. Αφού αντιστάθηκα αποτελεσματικά έναντι δικαστηρίου κατά της μεταγωγής μου στο Στράουμπινγκ, μεταφέρθηκα στο Μπρούχζαλ (Μπάντεν-Βυρτεμβέργη), όπου και κρατήθηκα σε απομόνωση μέχρι τον Μάη του 2007. Απ’ τον Μάη του 2007 εξέτισα την ποινή μου «κανονικά», που πάει να πει ότι μπορούσα να συναντιέμαι με συγκρατουμένους μου στο προαύλιο του ιδρύματος, ή να τους επισκέπτομαι στα κελιά τους κι εκείνοι να έρχονται να με δουν στο δικό μου.

Τι είναι λοιπόν αυτή η κράτηση υπό πλήρη και συνεχή απομόνωση; Οι απομονωμένοι φυλακισμένοι περνούν το χρόνο εγκλεισμού τους ολομόναχοι, χωρίς καμιά συναναστροφή με συγκρατουμένους. Ακόμα και τους ανθρωποφύλακες τους βλέπεις μονάχα όταν σε μεταφέρουνε στην ειδικά διαμορφωμένη αυλή της φυλακής ή στο ντους, ή μέσω της θυρίδας της πόρτας όταν σου δίνουνε το συσσίτιο. Ανάλογα με τις κατά τόπους συνθήκες, δεν υπάρχει ούτε ράδιο ούτε τηλεόραση για να σου αποσπά την προσοχή ή για κάποια έστω ενημέρωση. Επισκεπτήριο από φίλους και συγγενείς εγκρίνεται μόνο κάτω από περιοριστικές συνθήκες: μπορείς να τους διακρίνεις μέσα από αλεξίσφαιρο γυαλί (όπως ακριβώς γίνεται σ’ αμερικάνικες ταινίες), με τους ανθρωποφύλακες από δίπλα ν’ ακούνε λεπτομερώς την κάθε σου λέξη. Τα εισερχόμενα και εξερχόμενα γράμματα διαβάζονται από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, ενώ μερικές φορές αντιγράφονται και προστίθενται στα δικόγραφα. Οι διευθύνσεις του παραλήπτη και του αποστολέα φακελώνονται σε λίστες.

Πριν και μετά τα επισκεπτήρια (παρόλο που κάθε σωματική επαφή είναι ανέφικτη κι αυστηρά απαγορευμένη) διενεργείται πλήρης σωματικός έλεγχος, συμπεριλαμβανομένου του τσιτσιδώματος, κάτι το οποίο συμβαίνει επίσης πριν και μετά τον περίπατο στη μικροσκοπική αυλή με τα συρματοπλέγματα.

Οι κρατούμενοι σε απομόνωση παύουν να είναι άνθρωποι, κι αντιμετωπίζονται ως εστίες κινδύνου. Μοιάζουν περισσότερο μ’ ένα κομμάτι κρέας, το οποίο μεταφέρεται από δω κι από κει και υπόκειται σε πλήρη επιτήρηση και ολοκληρωτικό έλεγχο.

Τα κελιά της απομόνωσης δεν είναι τίποτα πολυτελείς σουίτες, κι είναι όλα αποστειρωμένα, γερά βιδωμένα και φτιαγμένα κυρίως από μέταλλο. Η κατοχή προσωπικού ρουχισμού φυσικά απαγορεύεται, ενώ κάθε είδους προσωπικά αντικείμενα (όπως στυλό, χαρτί, φωτογραφίες) περιορίζονται στον απόλυτα ελάχιστο βαθμό.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, αναγκάζεται να ζήσει κάποιος όχι μόνο για μέρες και εβδομάδες, αλλά για χρόνια ή δεκαετίες ολόκληρες. Ένας καθηγητής,ο δρ Φέεστ, σχολιάζοντας το σωφρονιστικό κώδικα, χαρακτήρισε «σκανδαλώδη» την προαναφερθείσα περίπτωση του Γκύντερ Φ.

Η λεγόμενη αποστέρηση –δηλαδή η περιστολή ερεθισμάτων οποιουδήποτε είδους, όπως επίσης η απαγόρευση της επαφής με ανθρώπους– έχει αναπόφευκτα επιβλαβείς κι επιβαρυντικές συνέπειες για τη σωματική και ψυχική υγεία.

Υπάρχουνε κι εκείνοι οι απομονωμένοι που καταρρέουν ολοκληρωτικά ώσπου καταφεύγουν στην απόπειρα αυτοκτονίας, απλά επειδή δεν μπορούν ν’ αντέξουνε τη μοναξιά, την απόλυτη ανθρώπινη απουσία. Μπορούν μονάχα να υποφέρουν κάπως την κατάσταση με ψυχοφάρμακα. Ούτε όμως εκείνοι που κουβαλάνε με σθένος το ψυχικό αυτό φορτίο γλιτώνουνε απ’ τα βλαβερά αποτελέσματα της απομόνωσης.

Προσωπικά, παρ’ ότι βρίσκομαι έξι χρόνια σε «κανονικό» καθεστώς φυλάκισης –δηλαδή τα κελιά παραμένουν τις καθημερινές δυόμιση ώρες και τα σαββατοκύριακα πεντέμιση ώρες ανοιχτά, οπότε είμαι σε θέση να συναντιέμαι με συγκρατουμένους– προτιμώ κάθε φορά να συναναστρέφομαι με έναν ή δυο φυλακισμένους υπό καθορισμένες περιστάσεις γιατί, με το που υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι τριγύρω μου, η ποσότητα των εξωτερικών μηνυμάτων που λαμβάνω είναι απλά πολύ μεγάλη για να τη διαχειριστώ. Όποιος έχει εξαναγκαστεί να περάσει τόσο πολύ χρόνο ολομόναχος, επιβιώνει μαθαίνοντας να συμβιβάζεται μ’ αυτή την κατάσταση προκειμένου συγκεκριμένοι μηχανισμοί ν’ αποκτήσουν επίσης μιαν ανεξάρτητη υπόσταση.

Και όλο αυτό προξενεί μια μειωμένη ικανότητα αφομοίωσης ή, εξάλλου, περιορίζει την επιδεξιότητα συγκέντρωσης μοναχά σε κουβέντες που γίνονται πρόσωπο με πρόσωπο.

Κατά κανόνα, διαβάζουμε ή ακούμε μαρτυρίες ανθρώπων που βρίσκονται στην απομόνωση μονάχα αν οι ίδιοι είναι σε θέση να διαδώσουν ενεργά το τι τους συμβαίνει (με γράμματα, μιας και δεν υπάρχει κάποια άλλη δυνατότητα). Το λυπηρό είναι ότι υπάρχουν τόσο πολλοί υπό κράτηση απομόνωσης, που ακόμα και σήμερα δεν έχουν ακουστεί αλλά περνούν απαρατήρητοι απλά επειδή τους λείπει η δεξιότητα ή η βούληση να γνωστοποιήσουν την κατάστασή τους και να επιστήσουν την προσοχή στη μοίρα τους.

Το Αμπού Γκράιμπ (κοντά στη Βαγδάτη), η αμερικανική φυλακή βασανισμών που σήμερα έχει σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί, έγινε δημόσιο σκάνδαλο λόγω των φωτογραφιών που δημοσιεύτηκαν. Στην εποχή του διαδικτύου τη μεγαλύτερη επιρροή την ασκούν οι εικόνες. Κι όταν δεν υπάρχουν εικόνες, ελάχιστα ή και μηδαμινά πράγματα γνωστοποιούνται. Σ’ αυτό ακριβώς επαφίενται κι οι δικαστικές αρχές: στην ασφάλεια ότι οι πράξεις τους δε θα δούνε το φως της δημοσιότητας, δε θα κοινοποιηθούνε.

Η εκτέλεση ποινής

Εκ πρώτης όψεως το γεγονός ότι επιτρέπεται σε φυλακισμένους και προληπτικά κρατουμένους να προμηθεύονται τηλεοράσεις με επίπεδη οθόνη και PlayStation 2 μπορεί να φαίνεται ως κάτι το προοδευτικό. Ωστόσο και για τα δύο χρειάστηκε να παλέψουνε δικαστικώς, κι άλλωστε δεν τους ωφελεί και πολύ μετά την έκτιση ποινής να έχουνε κατακτήσει ανώτερα επίπεδα επιδόσεων στο PlayStation, αλλά να μην έχουνε δει ποτέ τους έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, κι άρα να μην είναι καν σε θέση να τον χρησιμοποιήσουνε μ’ έναν τρόπο της προκοπής. Γιατί τα κομπιούτερ (πόσω μάλλον η σύνδεση στο διαδίκτυο) είναι απαγορευμένο είδος εντός των χώρων κράτησης. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, κανένας μετά την αποφυλάκισή του δεν ξέρει πώς να χειρίζεται έστω και στοιχειωδώς έναν υπολογιστή, που θα ’τανε κι ένα ζητούμενο.

Για ξέσκασμα, εκτός απ’ αυτές τις τεχνικές καινοτομίες, ελάχιστα πράγματα έχω ν’ αναφέρω. Βασικά, με τον καιρό η μέγγενη της ασφάλειας έσφιγγε όλο και περισσότερο. Χρόνο με το χρόνο προκύπτουν καινούργιοι περιορισμοί: κάποιαν ώρα απαγορεύονται όλες οι γυάλινες φιάλες, μετά ακολουθούν οι κολλητικές ταινίες, οι υγρές κόλλες, τα σκουπόξυλα, και πάει λέγοντας. Κατά διαστήματα, σε πολλά μέρη, μειωνόταν επίσης σημαντικά η όποια ευχέρεια είχες να μετακινηθείς εντός του ίδιου του κτηρίου μιας φυλακής.

Πριν από λίγα χρόνια στο Μπρούχζαλ, στο Μάνχαϊμ και σε άλλες φυλακές οι τρόφιμοι από διαφορετικές πτέρυγες μπορούσανε να συναντηθούνε μεταξύ τους, ενώ τώρα κατά κανόνα υποχρεώνονται να μένουν εντός των ορίων του τομέα τους, κι άμα αποπειραθούν να επισκεφτούν κάποιον που κρατείται σε άλλη πτέρυγα τιμωρούνται αυστηρά.

Όπου και να κοιτάξει κανείς: κάμερες! Αυτή ίσως είναι και η μόνη αντιστοιχία με τις συνθήκες ζωής εκτός των τειχών. Με το που ξεμυτίσεις απ’ το κελί, κάθε σου βήμα παρακολουθείται και ελέγχεται.

Στις διάφορες φυλακές, ειδικά «ελεγχόμενες» είναι οι ομάδες «Ρωσογερμανών»/παλιννοστούντων απ’ την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες). Ακόμα κι εκεί όπου γίνεται ελάχιστα αισθητή κάποια αλληλεγγύη μεταξύ κρατουμένων, εκείνοι οι φυλακισμένοι που σχετίζονται με τα πρώην σοβιετικά κράτη στέκουν αλληλέγγυοι μεταξύ τους, εν μέρει αποτραβιούνται από άλλους, δε συνεργάζονται με τις Αρχές και αλληλοβοηθιούνται, π.χ. με τσιγάρα και καφέ. Πρόκειται για κάποια προσέγγιση και οικοδόμηση μιας «υποκουλτούρας» η οποία κάθεται τόσο βαριά στο στομάχι της δικαιοσύνης, ώστε να την περνάει από κόσκινο με αυστηρά μέτρα ασφαλείας, εποπτείας κι ελέγχου προκειμένου να σπάσει την αλληλεγγύη εντός αυτών των ομαδοποιήσεων. Ακόμα όμως κι εκείνοι που δε συνδέονται με την ίδια «υποκουλτούρα», αλλά απλά τυχαίνει να έχουνε γεννηθεί σε κάποια από τις χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών, τίθενται αυτομάτως κάτω από μέτρα ασφάλειας κι ύστερα εξαναγκάζονται ν’ αποδείξουν, ιδίως προς τo σωφρονιστικό κατεστημένο, ότι κρατάνε αποστάσεις απ’ τους εν λόγω συγκρατουμένους.

Με την πάροδο των χρόνων, δεν ήταν λίγοι αυτοί που μου εκμυστηρεύτηκαν ότι κατά την παιδική τους ηλικία στη Σοβιετική Ένωση θεωρούνταν «γαμημένοι ναζί γερμανοί», ενώ μετά τη μετανάστευσή τους στη Γερμανία και κατόπιν στις φυλακές κατονομάζονται κι αντιμετωπίζονται ως «γαμημένοι ρώσοι».

Στις θλιβερές εμπειρίες της κάθειρξής μου συγκαταλέγεται και ο θάνατος στη φυλακή. Δεν είναι η πρώτη φορά που γράφω για το θάνατο φυλακισμένων. Ιδιαίτερης μνείας όμως χρήζει η περίπτωση του Βίλλι, ενός οροθετικού συγκρατουμένου, τον οποίο η δικαιοσύνη άφησε να πεθάνει μέσα στη φυλακή – παρ’ όλη την απεγνωσμένη του προσπάθεια να του επιτραπεί να περάσει το λιγοστό χρόνο που του απέμενε ελεύθερος.

Ο θάνατός του δεν πρέπει να ήταν παρά συμπτωματικός για την εξέλιξη της (γερμανικής) ποινικής δικονομίας: ανηλεής σκληρότητα, μέχρι τέλους.

Οι πραγματογνώμονες

Ένας απολογισμός θα ήταν ελλιπής αν ο ρόλος και η εξουσία των (ψυχιατρικών) πραγματογνωμόνων έμεναν χωρίς σχολιασμό.

Όποιος θέλει πριν το τέλος έκτισης της ποινής του ν’ αποφυλακιστεί «υπό όρους», κατά κανόνα εξετάζεται· συχνά από ψυχολόγους του σωφρονιστικού ιδρύματος, σε πολλές όμως περιπτώσεις και από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες.

Η εντολή του δικαστηρίου που αποφασίζει για την αποφυλάκιση αναγράφει ως επί το πλείστον ότι οι πραγματογνώμονες καλούνται να κρίνουν αν: «δεν προκύπτει πλέον κίνδυνος του να εξακολουθεί ο καταδικασθείς να φέρει την επικινδυνότητα η οποία είχε διαφανεί κατά την τέλεση αδικήματος υπό τον ίδιον» (πρβλ. άρθρο 454 παρ. 2 του κώδικα ποινικής δικονομίας).

Άρα, στην πράξη, οι εν λόγω πραγματογνώμονες είναι αυτοί που αποφασίζουν για την ελευθερία σου ή για την (παρατεινόμενη) κράτησή σου, διότι αν η ετυμηγορία των πραγματογνωμόνων βγει θετική αποφυλακίζεσαι με αναστολή, αλλιώς παραμένεις έγκλειστος.

Τον Μάη του 2013 το πολιτικό μαγκαζίνο «Frontal 21» του δεύτερου προγράμματος της γερμανικής κρατικής τηλεόρασης ZDF έκανε αναφορά στις γνωματεύσεις στον τομέα της νοσηλείας. Οι ασφαλιστές υγειονομικής περίθαλψης και νοσηλείας αναθέτουν στην ιατρική υπηρεσία των ασφαλιστικών ταμείων υγείας MDK να εξετάσει τις περιπτώσεις αυτών που χρήζουν ιατρικής περίθαλψης για να εξακριβωθεί τι επίπεδο φροντίδας χρειάζονται (από το 1 έως το 3), κι αν ναι, ποιο. Τ’ αποτέλεσμα είναι πως γίνονται λανθασμένες διαγνώσεις σε δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις – το κρατικό κανάλι ασχολήθηκε με τη δραστηριότητα μιας ανεξάρτητης συμβούλου, και μόνη της αυτή κατέρριψε αρκετές χιλιάδες γνωματεύσεις. Υπηρεσίες περίθαλψης δεν πρόκειται να εγκριθούν για πάσχοντες που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, έχουνε προφανή ανάγκη από μόνιμη ιατρική φροντίδα.

Εξ ου λοιπόν κι αυτή η μικρή παρέκβαση: όταν βγαίνουνε σφαλερές γνωματεύσεις σ’ έναν τομέα όπου κατά κύριο λόγο εκδίδονται πορίσματα όσον αφορά σωματικές αναπηρίες και περιορισμούς της φυσικής δραστηριότητας, πώς γίνεται στον τομέα της (δικαστικής) ψυχιατρικής τα πράγματα να λειτουργούν καλύτερα; Σ’ έναν τομέα όπου τα κριτήρια είναι ακόμα πιο θολά κι υπόκεινται ακόμα περισσότερο στην κοσμοθεώρηση του πραγματογνώμονα!

Κι ακριβώς επειδή οι ψυχιατρικοί πραγματογνώμονες διορίζονται να αποφανθούν επί αποφυλάκισης, δεν είναι επιρρεπείς σε καμιά υπεραισιοδοξία στις εκθέσεις τους, γιατί κανένας από δαύτους δε θα ήθελε να βάλει σε κίνδυνο την υπόληψή του, ρισκάροντας ν’ αποδειχθεί λαθεμένη η πρόγνωσή του και να δει την επόμενη μέρα στην κίτρινη φυλλάδα Bild-Zeitung το πρωτοσέλιδο: «ΑΥΤΟΣ ο πραγματογνώμονας άφησε τον ΤΡΕΛΟ ελεύθερο!».

Σε αντίθεση με την κατάσταση των πασχόντων, για τους έγκλειστους δεν υπάρχει μήτε κάποια αντίστοιχη ομάδα πίεσης μήτε ανεξάρτητες αρχές για να επανεξετάσουν τις πραγματογνωμοσύνες. Τα δικαστήρια υιοθετούν στην πράξη τις θέσεις των πραγματογνωμόνων, εκδίδοντας αποφάσεις όπου κυριολεκτικά κοπιάρουν τις εκθέσεις που λαμβάνουν, χωρίς καμία κριτική αποτίμηση (ώρες ώρες όμως γίνεται και το εντελώς ανάποδο, όπως συνέβη πρόσφατα στη φυλακή του Μπρούχζαλ, όπου ο αρμόδιος δικαστής ξετίναξε μία ολότελα θετική πραγματογνωμοσύνη για τον κρατούμενο Ξ., ώστε να καταφέρει τελικά ν’ απορρίψει την αίτηση αποφυλάκισης ενός καταδικασμένου για αδίκημα περί ναρκωτικών). Έτσι, στοιβάζεται η μια δυσμενής έκθεση μετά την άλλη, ιδίως για τους κρατουμένους με μακροχρόνιες ποινές.

Στη δικιά μου περίπτωση, ακριβώς λόγω της επικείμενης προληπτικής κράτησης (και γενικώς σε τέτοιες περιπτώσεις), για να μ’ απελευθερώσει το δικαστήριο θα ’πρεπε ο πραγματογνώμονας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υποτροπή ουσιαστικά αποκλείεται· μια εκτίμηση η οποία είναι δύσκολο να γίνει –ακόμα και για ανθρώπους που δεν είχανε ποτέ μπλεξίματα με το νόμο– αφού προσπαθεί να προβλέψει ότι εγώ δεν πρόκειται να κάνω οτιδήποτε επιλήψιμο. Άρα, τα δικαστήρια αναμένουν ότι το πόρισμα των πραγματογνωμόνων θα έχει ισχύ τα επόμενα χρόνια.

Αλλά πώς μπορεί ένας ψυχίατρος να προγνώσει, σοβαρά και ντόμπρα, τι θα κάνει ή δε θα κάνει ένας άνθρωπος σε ένα μήνα, σε μισό χρόνο ή σε δύο χρόνια;

Για όλους αυτούς και για άλλους λόγους, αποφάσισα να μη συνδιαλέγομαι μήτε με ψυχολόγους μήτε με ψυχιάτρους.

Ήδη από τη δεκαετία του ’60 υπάρχουνε μελέτες που τεκμηριώνουν ότι η «επικινδυνότητα» κρατουμένων παραφουσκώνεται. Ο δρ Μίκαελ Άλεξ στη διατριβή του που χρονολογείται απ’ το 2010 («Αναδρομική προληπτική κράτηση: μια συνταγματική και ποινική-πολιτική πανωλεθρία») κατέδειξε ότι, σε σύνολο 77 ιδιαζόντως «επικίνδυνων» πρώην φυλακισμένων για τους οποίους είχε βγει το πόρισμα πως θα κάνουνε το πισωγύρισμα, οι 50 δε βγήκανε και τόσο ποινικοί όσο παρουσιάζονταν. Από εκείνους τους 27 που διέπραξαν αξιόποινες πράξεις, στους 10 επιβλήθηκε χρηματική ποινή, ενώ 5 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση με αναστολή. Μονάχα 12 απ’ αυτούς τους πρώην κρατουμένους πήρανε ποινή χωρίς αναστολή, κατά κανόνα για κλοπή, απάτη ή παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών. Σε τρεις περιπτώσεις επιβλήθηκε το μέτρο της προληπτικής κράτησης. Κατά συνέπεια, μόνο σε τρεις απ’ τις 77 υποθέσεις επαληθεύτηκε η αρχική άποψη περί «ακραίας επικινδυνότητας», δηλαδή σε λιγότερο από 4% των περιπτώσεων. Και αυτό παρόλο που στο παρελθόν τα 77 αυτά άτομα είχαν κριθεί εξαιρετικά επικίνδυνα από τη δικαιοσύνη και τους πραγματογνώμονες ώστε να θέλουν να τους φορτώσουνε την ποινή της προληπτικής κράτησης.

Το σίγουρο είναι ότι το όλο πρόβλημα των πραγματογνωμόνων δεν πρόκειται ν’ αλλάξει στο άμεσο μέλλον, έτσι η προοπτική από πλευράς των κρατουμένων προβλέπεται κάτι περισσότερο από δυσοίωνη.

Η προληπτική κράτηση (μετά την έκτιση ποινής)

Κατά βάθος ήταν για μένα μια ανακούφιση να ξέρω ότι έχει ήδη οριστεί η προληπτική μου κράτηση. Έτσι, το δικαστικό σώμα δεν μπορούσε σε καμία χρονική στιγμή να μου ασκήσει πίεση, απειλώντας ότι θα επικυρωθεί το ένταλμα προληπτικού μου εγκλεισμού ή πως θα εκδοθεί εις βάρος μου εκεί που δεν το περιμένω (πράγμα που νομικά ακόμα ισχύει).

Σήμερα (πια) δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι, στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η εισαγωγή της διάταξης περί προληπτικής κράτησης εμποδίστηκε κυρίως από εκπροσώπους κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Και δεν ήταν άλλος από τον Κουρτ Τουχόλσκυ [Kurt Tucholsky] –του οποίου η δήλωση «Οι στρατιώτες είναι δολοφόνοι» αποτέλεσε κάλεσμα αγώνα για χιλιάδες ανθρώπους– που τάχτηκε ξεκάθαρα εναντίον της προληπτικής κράτησης ήδη απ’ το 1928 (γράφοντας «Κάτω η Sicherungsverwahrung» σε άρθρο του για το εβδομαδιαίο περιοδικό Die Weltbühne, 1928, σελ. 838-840). Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν εκείνοι που ’ρθαν και εισηγήθηκαν την καθιέρωσή της, στις 24 Νοέμβρη 1933.

Τον καιρό μετά το 1949 εκπρόσωποι της άσπλαχνης ναζιστικής δικαιοσύνης –όπως ο Έντουαρντ Ντρέχερ [Eduard Dreher], που το 1943 μοίρασε θανατικές καταδίκες ως τακτικός εισαγγελέας του ειδικού δικαστηρίου του Ίνσμπρουκ– μπόρεσαν να σταδιοδρομήσουν ανενόχλητοι στη δυτικογερμανική δικαιοσύνη και να καταστούν οι κύριοι υπεύθυνοι για το σχολιασμό και ως εκ τούτου την εφαρμογή των παραγράφων σχετικά με την προληπτική κράτηση.

Η δικαιοσύνη της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (DDR) αποφάνθηκε ήδη απ’ το 1952 ότι η προληπτική κράτηση είναι «φασιστικού περιεχομένου» –σύμφωνα με απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της από τις 23 Δεκέμβρη 1952– και ως εκ τούτου απαγορεύεται στην επικράτεια της Ανατολικής Γερμανίας.

Στις μέρες μας οι συνθήκες της προληπτικής κράτησης, σε σύγκριση με την υπόλοιπη εκτέλεση ποινής, είναι σίγουρα λιγάκι πιο ευχάριστες και χαλαρές (προφανώς όμως δεν είναι ούτε κατά διάνοια όπως εννοεί να τις παρουσιάζει ο αστικός Τύπος ώστε να γλείφει υπουργούς, λοιπούς πολιτικούς κι ανθρωποφύλακες, κάνοντας π.χ. λόγο για «ξενοδοχείο πίσω απ’ τα σίδερα» όσον αφορά τη φυλακή του Φράιμπουργκ). Όπως και να ’χει, ένα κλουβί ζωγραφισμένο χρυσό, ποτέ δεν παύει να είναι κλουβί!

Προοπτική στα δικά μου θέματα

Η προοπτική του να περάσω τα επόμενα δέκα χρόνια στην προληπτική κράτηση δεν είναι και η πιο ευχάριστη. Εντούτοις, θα βρίσκομαι στην εξαιρετικά ευτυχή συγκυρία να γνωρίσω ανθρώπους, φίλες και φίλους, συντρόφισσες και συντρόφους, που με συντρόφευαν, μου έγραφαν επιστολές, με επισκέπτονταν και με στήριζαν εμπράκτως.

Επιπλέον, υπάρχουν ομάδες που ήταν πάντοτε αλληλέγγυες προς το πρόσωπό μου, όπως ο Αναρχικός Μαύρος Σταυρός Βερολίνου (abc-berlin), η Κόκκινη Βοήθεια Γερμανίας (rote-hilfe) ή η εφημερίδα Gefangenen Info («Ενημερώσεις φυλακισμένων»).

Επίσης, δεν πρέπει να παραλείψω τη βερολινέζικη ένωση για δωρεάν συνδρομές υπέρ φυλακισμένων (freiabos), που συνεισφέρει εφημερίδες και περιοδικά σε εκατοντάδες κρατουμένους σαν κι εμένα.

Έτσι, είμαι αισιόδοξος ότι θα καταφέρω να επιβιώσω στο χρόνο που εκτείνεται μπροστά μου, κατά τον οποίο δε θα είμαι πια ένας «ποινικός κρατούμενος» αλλά ένας «προληπτικά κρατούμενος».

Παρ’ όλα αυτά, θα είμαι τουλάχιστον καλύτερα απ’ άλλους που δεν είχανε ποτέ την τύχη να βασίζονται σε τόσο ευρεία υποστήριξη. Εκείνους τους λησμονημένους του κόσμου, που περνάνε μια ολάκερη ζωή μέσα στα κελιά η οποία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με αξιοπρέπεια, κι ακόμα λιγότερο με λευτεριά.

Σελίδες ενημερώσεων και υποστήριξης: i // ii

Ο κόκκινος αναρχικός σκίνχεντ Τόμας Μάγερ-Φαλκ εξακολουθεί ν’ αρνείται οποιαδήποτε συνεργασία με ψυχιατρικούς πραγματογνώμονες. Ο σύντροφος συνελήφθη για ληστεία τράπεζας και βρίσκεται έγκλειστος από το 1996, και όχι μόνο δεν τον αποφυλάκισαν αλλά τον μετήγαγαν κι από πάνω. Ενώ ήδη από το 1998 παρέμενε φυλακισμένος στο Μπρούχζαλ, απ’ τις αρχές Ιούλη του 2013 κρατείται πια «προληπτικά για λόγους ασφαλείας» στο διαβόητο κολαστήριο του Φράιμπουργκ:

Thomas Meyer-Falk, c/o JVA (Sicherungsverwahrungs-Abteilung), Hermann-Herder-Str. 8, D-79104 Freiburg, Deutschland/Γερμανία

Οικονομική ενίσχυση μέσω τραπεζικού λογαριασμού του κέντρου κράτησης
Empfänger (Παραλήπτης): Zentrale Zahlstelle Justizvollzug
Konto (Λογαριασμός): 4552107
BLZ: 600 501 01 (BW-Bank)
IBAN: DE25600501010004552107
BIC-/SWIFT-Code: SOLADEST600
Verwendungszweck (Σκοπός): «Meyer-Falk, Thomas, 15.5.1971, SG1-AK10»
Ακόμα και για την παραμικρή κατάθεση (π.χ. κάθε μήνα με πάγια εντολή) είναι σημαντικό να αναγραφεί ο σκοπός με τ’ ακριβή στοιχεία που δίνονται παραπάνω εντός εισαγωγικών, ώστε τα χρήματα να διατεθούν πράγματι στον Τόμας.

Πηγή

Για μια διεθνή κινητοποίηση στις 14 Σεπτέμβρη 2013…

\"Λέσβος\"

Στα πλαίσια της διεθνούς αλληλεγγύης και του αντικρατικού–αντικαθεστωτικού αγώνα, ο οποίος δεν γνωρίζει σύνορα, ανταποκριθήκαμε στο ακόλουθο κάλεσμα:

Το παρακάτω κείμενο μας έχει σταλεί από γάλλους συντρόφους. Αφορά τον αγώνα για την απελευθέρωση της Sonja Suder, η οποία κατηγορείται από το γερμανικό κράτος για συμμετοχή σε ενέργειες της ένοπλης οργάνωσης «Επαναστατικοί Πυρήνες» τη δεκαετία του ’70 και κινδυνεύει να καταδικαστεί με βάση την έωλη μαρτυρία ενός μετανοημένου και μια άλλη μαρτυρία που οι μπάτσοι απέσπασαν με βασανιστήρια.
Το μεταφράσαμε και το δημοσιεύουμε στα πλαίσια της αλληλεγγύης που δεν γνωρίζει σύνορα.

Αναρχικοί σύντροφοι

Διεθνές κάλεσμα για κινητοποίηση
για την απελευθέρωση της Sonja Suder

Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2013, ας κινητοποιηθούμε για να διαμαρτυρηθούμε ενάντια στη νομιμοποίηση των βασανισμών στη δίκη της Sonja Suder και για την απελευθέρωσή της.

Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2011, η Sonja και ο φίλος της Christian εκδόθηκαν από τη Γαλλία στην Γερμανία όπου και φυλακίστηκαν. Ο Christian αποφυλακίστηκε, αλλά η Sonja παραμένει στη φυλακή. Είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία το 1978, όταν την επαύριο μιας άγριας καταστολής του επαναστατικού κινήματος, κάθε άτομο που ανήκε στο χώρο της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης είχε κάθε λόγο να φοβάται ότι θα είναι στόχος της κρατικής εκδικητικότητας.

Εδώ και δυο χρόνια, η Sonja είναι προφυλακισμένη στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας των φυλακών Preungesheim στη Φρανκφούρτη. Εδώ κι ένα χρόνο υφίσταται μια δίκη βασισμένη σε δυο μαρτυρίες: τη μαρτυρία ενός μετανοημένου που την έδωσε με αντάλλαγμα μείωση της ποινής και μια άλλη μαρτυρία που αποσπάστηκε με βασανιστήρια το 1978 από έναν άνδρα που θεωρούνταν από την αστυνομία ύποπτος για συμμετοχή στους Επαναστατικούς Πυρήνες.

Αν ο μετανοημένος Hans Joachim Klein κατέθεσε ανενδοίαστα στο δικαστήριο της Φρανκφούρτης για να δώσει τη χιλιοστή εκδοχή μιας μαρτυρίας γεμάτης ασυναρτησίες και αντιφάσεις (που η δικαστής θεωρεί παρ’ όλα αυτά σωστό να ληφθεί υπόψη), αντιθέτως ο Hermann F. ανέκαθεν αμφισβητούσε τα στοιχεία που εμφανίζονται στις ανακρίσεις που υπέστη. Δεν είναι παρά το αποτέλεσμα τεσσάρων μηνών βασανισμού πέραν κάθε διαδικαστικού πλαισίου.

Μετά από ένα πολύ σοβαρό ατύχημα, ανακρίθηκε μόλις βγήκε από μια εγχείρηση ακρωτηριασμού των κάτω άκρων κι ενώ είχε χάσει εντελώς την όρασή του. Ο πόνος, ο τραυματισμός, τα φάρμακα, η απομόνωση, η σύγχυση, ο αποπροσανατολισμός έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους μπάτσους για να τον υποχρεώσουν να συμπληρώσει 1300 σελίδες κατάθεσης. Κρατήθηκε παράνομα σε ένα αστυνομικό τμήμα, χωρίς δικηγόρο, όντας τυφλός και με βαριά αναπηρία. Αυτό που υπέστη δεν έχει παρά ένα όνομα: βασανισμός. Στις 13 Αυγούστου του 2013, το δικαστήριο της Φρανκφούρτης προχώρησε στην ανάγνωση των ανακριτικών καταθέσεων που υποχρεώθηκε να δώσει ο Hermann το 1978 και θα συνεχίσει την ανάγνωσή τους στις επόμενες συνεδριάσεις.

Η Sonja, στα 80 της χρόνια, πάνω από 35 χρόνια μετά τα γεγονότα που της αποδίδονται, κινδυνεύει να καταδικαστεί με βάση αυτές τις καταθέσεις που η χρήση τους αποτελεί νομιμοποίηση από τη δικαιοσύνη των πρακτικών βασανισμού της αστυνομίας. Η Sonja διώκεται από τη γερμανική αστυνομία και δικαιοσύνη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Θεωρείται ύποπτη για συμμετοχή στους Επαναστατικούς Πυρήνες και η δίκη της αφορά τρεις επιθέσεις που δεν προκάλεσαν παρά περιορισμένες υλικές ζημιές το 1977 και το 1978: ενάντια στην επιχείρηση MAN που συνεργαζόταν στην κατασκευή ατομικών όπλων για τη Ν. Αφρική την εποχή του απαρτχάιντ, ενάντια στην επιχείρηση KSB που κατασκεύαζε αντλίες για σταθμούς πυρηνικής ενέργειας, και στο κάστρο της Χαϊδελβέργης ενάντια στην πολιτική αστικής ανάπλασης. Θεωρείται επίσης ύποπτη συμμετοχής στην προετοιμασία της επίθεσης ενάντια στο συνέδριο του OPEC στη Βιέννη το 1975.

Σήμερα, κρατώντας την στη φυλακή, δικάζοντάς την, απειλώντας την ότι θα τελειώσει τη ζωή της στη φυλακή, το ομοσπονδιακό κράτος της Γερμανίας δεν στοχεύει μόνο στη Sonja. Θέλει να εξουδετερώσει μια επαναστατική ιστορία και να επιβάλει με τη βία την ιδέα ότι δεν εξεγείρεται κανείς ατιμωρητί. Η καταδίκη της Sonja θα είναι εκείνη της εξέγερσης. Αρνούμενη να υποταχθεί και να συνεργαστεί, εξακολουθεί να καταγγέλλει το κράτος και τη δικαστική του μασκαράτα. Η καταδίκη της θα είναι και εκείνη κάθε επαναστατικού κινήματος. Η προφυλάκιση της Sonja είναι ένα φόβητρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια σε όλες εκείνες και όλους εκείνους που αγωνίζονται σήμερα. Δεν είναι από μια γυναίκα 80 χρονών που θέλουν να απαλλαγούν, αλλά από όλες εκείνες και όλους εκείνους που έχουν σαν κι εκείνη τη βούληση να μην υποταχθούν.

Η SONJA ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΤΕΙ ΑΜΕΣΑ!
ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΙΕΘΝΗ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΙΣ 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 2013

Με την μικρή μας παρέμβαση στο πανεπιστημιακό κτίριο της ΑΤΕ, με το πανό μας στην πρόσοψη του κτιρίου, ως ελάχιστο δήγμα αλληλεγγύης, θέλαμε να ενθυμίσουμε ότι κάθε κρατική καταστολή και κάθε καθεστωτικό τέχνασμα ενάντια στο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό κίνημα, σε όποιο μέρος της Γης και αν πραγματοποιείτε μας αφορά όλους μας πάντα και παντού. Γιατί ο αγώνας για ζωή και ελευθερία δεν γνωρίζει ( και ούτε πρέπει να γνωρίζει ) από σύνορα.

Ούτε βήμα πίσω, μπροστά στην κρατική τρομοκρατία, στήνουμε αναχώματα ενάντια σε ότι μας θέλει δούλους, ενάντια σε ότι προσπαθεί να εμπορευματοποιήσει τις ζωές μας και σε ότι προσπαθεί να διαλύσει τα όνειρά μας.

Δεν θα παραιτηθούμε δίχως μάχη.

Ως την νύχτα εκείνη που θα γκρεμιστεί και το τελευταίο σύνορο και η τελευταία φυλακή.
Ως την ημέρα εκείνη όπου, ούτε ένας δεν θα εξουσιάζει και ούτε ένας δεν θα εξουσιάζεται.
Και μην κάνεις το λάθος να πεις πως είμαστε λίγοι, γιατί δεν είμαστε, μα ακόμα και αν ήμασταν… 
είμαστε σίγουρα αποφασισμένοι.

Ερχόμαστε…

Άτυπη Αναρχική Οργάνωση Πυρήνας Λέσβου

Πηγή

ασυνάρτητες σκέψεις με μπολιασμένα ίσως και πρέπει (θεωρητική περίοδος άμεσης δράσης Ι.Ι)

Από mail που ήρθε στο μέσο:

Λίγα λόγια για εργοστάσια και για τις λέξεις(αφορμή για ξεκίνημα )

Η αυτοδιαχείριση των ζωών μας  δεν μπορεί να ταυτίζεται με την διαχείριση ενός βιομηχανικού εργοστασίου που καταστρέφει την φύση , μηχανοποιεί τους ανθρώπους  και παράγει οικοδομικά υλικά για μητροπόλεις ,φυλακές και δικαστήρια .Ενός κατασκευάσματος που «γεννήθηκε» μέσα από την δημιουργία του Καπιταλισμού . Ενός κατασκευάσματος που  είναι «απαραίτητο» στοιχείο για τον τρόπο που ζούμε σήμερα . Κατακτήσεις σαν αυτές ενός εργοστασίου μας κάνουνε να ξεχνάμε ότι εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα ,  ο τρόπος που ζούμε σήμερα .

[συνέχεια αλλά με επεκτάσεις που ξεφεύγουν απ’ το θέμα , δεν πειράζει]

 Γι αυτό ακριβώς πρέπει να κινηθούμε προς την αλλαγή του , κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ολική καταστροφή του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε σήμερα .

Καθώς η εξουσία , ο καπιταλισμός ,ο πολιτισμός, το κράτος, το τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα |όπως θες πες το| δεν επηρεάζουν μόνο μια οικονομική τάξη πραγμάτων αλλά ακόμα παραπάνω την δημιουργούν , στοιχειοθετώντας την ως την μόνη φυσιολογική κατάσταση.

Αυτή η κατάσταση διακρίνεται μέσα από το πλειοψηφικό πλαίσιο συμπεριφορών ,παραδόσεων , ηθικής και συνηθειών . Αυτή η κατάσταση μας επηρεάζει θέλοντας και μη , καθώς οτιδήποτε και να πράξουμε σήμερα όσο «ελεύθερο» και αυθόρμητο και να είναι να μην είναι δυνατόν  να απεμπλακεί από τις βασικές αξίες του κόσμου που ζούμε , καθώς είναι αδύνατον να μην αλληλεπιδράμε με αυτές .Οι ατομικότητες μας και εκφράσεις τους έχουν γίνει αριθμοί και εικόνες προς χρήση .

 Σαν να μην φτάνει αυτό συχνά χαιρόμαστε κιόλας που μας αναγνωρίζουν ως αριθμούς ως εικόνες  . Η ανάγκη της κυριαρχίας για νέκρωση των αισθήσεων των ατόμων βρίσκεται  σε άμεση συνάρτηση , με την οργάνωση της σε όλα τα επίπεδα της ζωής για χάρη της διαρκούς διάχυσης της βασικότερης αξίας της , του κέρδους (όπως ορίζεται σε αυτήν την κοινωνία ). Έτσι οι μόνες αισθήσεις που απομένουν στην συνέχεια στους ανθρώπους είναι αυτές του κέρδους , συνειδητά σχεδόν σε όλες τις πτυχές της ζωής τους . Ένα κέρδος όμως που καμία σχέση δεν έχει με την ατομικότητα τους . Γι αυτό και οι καταπιεσμένοι δεν μπορούν παρά να είναι υπεύθυνοι για την στήριξη της κυριαρχίας .Καθώς προτιμούν να εθελοτυφλούν παρά να πάρουν την ζωή τους στα χέρια τους .

Αυτό βέβαια δεν αναιρεί  σε καμία περίπτωση την εξαιρετική ικανότητα της τεχνοβιομηχανικής  και πολιτισμικής μηχανής στον καθολικό έλεγχο .

Καθώς η ηγεμονία του κέρδους δε σημαίνει μόνο πολιτικό και οικονομικό έλεγχο, αλλά επίσης την ικανότητα της εξουσίας να προβάλει τον δικό της τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο, ώστε αυτοί και αυτές που είναι κάτω απ την κυριαρχία της  να αποδέχονται αυτόν τον τρόπο ως «κοινή λογική» και ως «φυσικό». Αυτό απαιτεί από τους τελευταίους προθυμία και ενεργητική συναίνεση.

Η κοινή λογική μπορεί να ιδωθεί ως ο τρόπος με τον οποίο αυτοί που κυριαρχούνται από την εξουσία βιώνουν την υποτέλειά τους. Αυτή η διεργασία μπορούμε να πούμε ότι διενεργείται μέσα μας ύπουλα , περιορίζοντας την φαντασία μας , σφετεριζόμενη τις αληθινές μας επιθυμίες και τέλος καταστέλλοντας τις ήδη βιωμένες εμπειρίες μας καθώς και παραμορφώνοντας τις επερχόμενες νέες εμπειρίες . Μετατρεπόμαστε έτσι σε λάτρεις εικόνας , του ειδώλου μας μέσα από την σκέψη χάνοντας ή έστω αλλοιώνοντας κάθε μορφή αρχέγονης αίσθησης . Κάπως έτσι φτάνουμε στην νέα εποχή της πρόσβασης που τα συναισθήματα και οι αισθήσεις μας γίνονται υπαρκτά μόνο επί πληρωμή καθώς σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για φυσική εξέλιξη του ανθρώπου αλλά για μια θεσμοθέτηση της ιδιοκτησίας ακόμα και στο επίπεδο των συναισθημάτων .

Η εξουσία έχει επιδράσει στα πάντα γύρω μας αλλά και μέσα μας. Σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμα και η άμεση επαναστατική δράση να έχει μετατραπεί σε θέαμα και σε εικόνα . Ακόμα και στις λίγες φορές που ωθεί τον άνθρωπο στην δράση (έστω την εγκεφαλική) μετά την θέαση της , αυτή  δεν παύει να είναι μια πλήρως διαστρεβλωτική , αυτό-επιβεβαιωτική και  πολλές φορές σκόπιμα κατευθυνόμενη προώθηση, που συνήθως οδηγεί σε μία στιγμιαία  εσωτερική «εξέγερση» από το άτομο για την αλλαγή της ζωής του ή οποία σχεδόν πάντα μένει στα χαρτιά και στηρίζεται στις υποτιθέμενες αδυναμίες του ατόμου σε σχέση με το κοινωνικό πρότυπο του θεωρητικού νικητή . Πολύ συχνά βλέπουμε ακόμα και άτομα που παθιάζονται τόσο έντονα σχετικά με την έκφραση μίας ανατρεπτικής ή κριτικής άποψης μέσα από την εικόνα ή τον λόγο  να λησμονούν ότι μια άποψη δεν μπορεί να είναι στα αλήθεια ανατρεπτική αν δεν εμπεριέχει την δράση .

 Μια όμορφη εικόνα είναι απλά μια όμορφη εικόνα  δεν δημιουργεί παρά μόνο ένα ωραίο συναίσθημα και τίποτα παραπάνω , καθώς η ίδια της η  φύση είναι πλασματική . Ο ριζοσπαστικός λόγος είναι απλά ένας ριζοσπαστικός λόγος και δεν δημιουργεί ένα ωραίο συναίσθημα και τίποτα παραπάνω  , καθώς η ίδια η φύση του είναι πλασματική στο σήμερα .

Να απελευθερώσουμε τα λόγια και τα βλέμματα μας !

Η μυθοποίηση των επαναστατικών δράσεων συχνά μας απομακρύνει από την πραγμάτωση και την βίωση τους .

Ο μόνος τρόπος για να καταστρέψουμε τη μυθοποίηση  σήμερα είναι να πράξουμε .  Ο μόνος τρόπος να εκφραστούμε ελεύθερα και αυθόρμητα σήμερα είναι όταν πραγματώνουμε την επίθεση εναντίον των πολυπρόσωπων δομών της εξουσίας  .

και η κάθε μας ήττα , το κάθε μικρό γαμημένο λάθος

αφορμή για την επόμενη μάχη

και ο πόλεμος μαίνεται

και αν δεν μαίνεται στην πράξη και από μας

κάθε μικρή πιθανότητα εξέγερσης θα πνίγεται μέσα στην απραξία και στον φόβο λόγω έλλειψης πρακτικής γνώσης των ανθρώπων που θεωρούν \” ότι θα είμαι εκεί αν , όταν , όποτε \” αλλά μέχρι τότε περιμένω

να μην ξεχάσουμε ποτέ τις προοπτικές και παρακαταθήκες που ανοίγει η σύγκρουση

να μην ξεχάσουμε ότι στον λογικοπρακτικό κόσμο της εικόνας που ζούμε ακόμα και μόνο μέσα από την βίωση μίας μητροπολιτικής σύγκρουσης μπορούμε να απεμπλακούμε απ τα εγκεφαλικά μας σκουπίδια και να βιώσουμε το μη προκαθορισμένο

αρκεί να μην μείνουμε μόνο εκεί

 να κατανοούμε βαθύτατα ότι δεν αντιστεκόμαστε απλά στις δομές αυτού του κόσμου , αλλά αντίθετα προσπαθούμε να τις καταστρέψουμε γιατί αποτελούν εμπόδιο για την αυτοδημιουργία της ζωής μας

να διακρίνουμε ότι το χάος είναι κάτι γλυκό προκειμένου να ξαναγίνουν αχαρτογράφητες οι ζωές μας

Ας  καταστρέψουμε την εξουσία για να βιώσουμε το πρωτόγνωρο .

Ας την καταστρέψουμε για χάρη της διασκέδασης .

Αν πίσω από κάθε βίαια και “ακραία” έκφραση του αγώνα ,

βρίσκονται πράγματι τα ιδανικά μας δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα

Για την πολύμορφη και πολυτασική αναρχική επίθεση , για την απόλυτη ελευθερία ,

για την αναρχία !

 

 

λύσσα και συνείδηση  μέχρι την ηδονή

υγ. Την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου στα δικαστήρια Θεσσαλονίκης, εκδικάζεται η αίτηση διακοπής ποινής του αναρχικού Μπάμπη Τσιλιανίδη, για ληστεία στο οικονομικό τμήμα του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ. Να του δείξουμε την αλληλεγγύη μας με όλα τα μέσα

Δικαιώματα ή Απελευθέρωση των Ζώων; Μερικές διάσπαρτες σκέψεις πάνω στην Απελευθέρωση, στην Αναρχία και στη Ζωή.

Είναι πολύ συχνό φαινόμενο μέσα στο κίνημα των δικαιωμάτων και της απελευθέρωσης των ζώων να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και κριτικές πάνω στα δικαιώματα απ’ την μία και στην απελευθέρωση από την άλλη, από ατομικότητες, ακτιβιστές, και μέλη οργανώσεων. Για να έχουμε μια καθαρότερη εικόνα για αυτό το γεγονός, πρέπει να ρίξουμε μια κοντινότερη ματιά σε αυτές τις δύο έννοιες. Αρχικά, η έννοια των «Δικαιωμάτων» είναι το να δώσεις σε κάποιον/α το δικαίωμα να κάνει ή να έχει κάτι, με άλλα λόγια τα δικαιώματα πρέπει πρώτα να θεσμοθετηθούν ώστε να χορηγηθούν έπειτα. Η παγίδα στην οποία πέφτουν πολλοί ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων είναι η ουσία και η ιδέα των δικαιωμάτων των ζώων και της δημοκρατίας. Πρώτα, η δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη του Κράτους, των νόμων και των θεσμών που κάνουν αυτή την δημοκρατία νόμιμη, χωρίς να έχει καμία σημασία αν η δημοκρατία είναι άμεση ή έμμεση, συνεχίζει να είναι δημοκρατία, κρατική κυριαρχία και επιβολή. Ο αγώνας μας δεν μπορεί να περιχαρακωθεί μέσα στα στενά όρια της δημοκρατίας, καθώς ο αγώνας μας είναι αναρχικός και στόχος του είναι το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η κατάλυση της δημοκρατίας, του καπιταλισμού και του κράτους, και η αποδόμηση κάθε καταπίεσης και κυριαρχίας. Έτσι λοιπόν, η ιδέα των δικαιωμάτων προϋποθέτει με την σειρά της την συνέχιση του ίδιου ή ενός διαφορετικού συστήματος διακυβέρνησης, θέσπισης νόμων και υποδούλωσης. Τα δικαιώματα των ζώων και των ανθρώπων έχουν ανάγκη από τους νόμους και τους θεσμούς, και εν τέλει και τους αρμόδιους που θεσπίζουν αυτά τα δικαιώματα, δηλαδή έχουν ανάγκη την εξάρτηση από τους κυριάρχους και τους κυβερνήτες. Αυτόματα, φτάνουμε στο συμπέρασμα πως τα δικαιώματα των ζώων είναι η ιδέα της χορήγησης περισσότερης ελευθερίας στα ζώα, με αυτό να σημαίνει μεγαλύτερα κλουβιά, ανθρωπινότερους τρόπους σφαγής, κτλ. , και η ουσία της ελευθερίας που επιθυμούν να χορηγηθεί να μην είναι ποτέ ενάντια στην ριζική αιτία της εκμετάλλευσης τους, η οποία είναι η καταπίεση από τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του, τα έθνη του, τα κράτη του, τους νόμους, τις μηχανές, τα εργοστάσια, τα εμπορικά κέντρα, τα γουναράδικα, ακόμα και τα φιλήσυχα νοικοκυριά. Και πάνω από όλα, τα δικαιώματα που αυτοί οι εναλλακτικοί ακτιβιστές της νομιμότητας θέλουν να θεσπίσουν για τα ζώα είναι φυσικά ανθρωποκεντρικά, σαν το σύστημα που υπηρετούν και έχουν ανάγκη. Επίσης, πολλές φορές το συγκεκριμένο ζήτημα είναι υπερβολικά μονοθεματικό. Αφού γίνουν χορτοφάγοι ή και βίγκαν, σταματούν εκεί, το βλέπουν σαν αυτοσκοπό, σαν να έχουν κάνει το κομμάτι τους, λες και αυτό από μόνο του είναι ο «αγώνας» τους, και αφού μποϋκοτάρουν την κρεατό-γαλακτό-βιομηχανία, αρχίζουν να λατρεύουν την βίγκαν βιομηχανία, που και αυτή από την πλευρά της δεν παύει να είναι μια καπιταλιστική βιομηχανία, που βιάζει τη Γη και εκμεταλλεύεται ανθρώπους ως εργάτες. Έτσι αυτοί οι εναλλακτικοί μπουρζουάδες φιλόζωοι, βρίσκουν την απόλυτη συμπόνια στην αγάπη τους προς τα ζώα, έχοντας το ως αυτοσκοπό, συμμετέχοντας σε ειρηνικές διαμαρτυρίες, σε πικετοφορίες, σε καταναλωτικά μποϋκοτάζ και σε λίστες υπογραφών για την λύση του τάδε προβλήματος, φυσικά δουλεύοντας μέσα στο σύστημα, και εκτός αυτού διακρίνονται για την λασπολογία τους ενάντια στο μαχητικό κίνημα της απελευθέρωσης των ζώων, όπου ατομικότητες και ομάδες θυσιάζουν την ελευθερία τους για την απελευθέρωση των ζώων και της γης, βάζοντας φωτιές σε επιχειρήσεις, κάνοντας μαχητικές πορείες που έρχονται σε σύγκρουση με τους προστάτες των νόμων τους, κάνοντας απελευθερώσεις ζώων δίνοντας τους έτσι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση της ζωής τους, και γενικότερα κάνοντας άμεσες δράσεις που αποτελούν και πραγματικό κίνδυνο για το καπιταλιστικό σύστημα, που μετράει τα πάντα σε χρήμα και υλικές ζημιές.

Απ’ την άλλη, η ιδέα της Απελευθέρωσης των Ζώων, και της Απελευθέρωσης γενικότερα, είναι η ιδέα του αγώνα όχι μόνο για ελευθερία, αλλά περισσότερο από αυτό, για της απελευθέρωση του εαυτού μας, των ζώων και του περίγυρου μας, από την αρρώστια που ονομάζεται κράτος, καταπίεση, κυριαρχία, και πολιτισμός. Η Απελευθέρωση των Ζώων δεν μπορεί να είναι μονοθεματική, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Απελευθέρωση της Γης και του Ανθρώπου, καθώς και με το κίνημα της Ολικής Απελευθέρωσης. Δεν έχει καμία σχέση με την θέσπιση δικαιωμάτων οποιουδήποτε τύπου, ή με την ανωτερότητα κάποιου να αποφασίζει για το ποιος/ποια/ποιο θα είναι ελεύθερο ή όχι στον ελεύθερο κόσμο που επιθυμούμε, αλλά είναι ένας πόλεμος για την ζωή έξω από τα στεγανά της καταπίεσης, της σκλαβιάς, της εξημέρωσης, της μιζέριας και της συντριβής των ονείρων και επιθυμιών μας. Αρνούμαστε κατηγορηματικά τα δικαιώματα που μας παρέχουν, και αναγνωρίζουμε ένα και μοναδικό δικαίωμα σε αυτόν τον κόσμο. Το Δικαίωμα να ζούμε ως ελεύθερα όντα την ζωή που επιθυμούμε, χωρίς να υπάρχει κάποιος ή κάτι πάνω από το κεφάλι μας που να ελέγχει τις επιλογές μας. Η απελευθέρωση ως έννοια και ως ουσία είναι υπεράνω όλων των ιδεολογιών, όλων των πολιτικών βιβλίων. Δεν επιθυμούμε να απαιτήσουμε περισσότερη ελευθερία για τα μη-ανθρώπινα ζώα από τους καταπιεστές τους, όπως ακριβώς δεν επιθυμούμε να παζαρέψουμε την προσωπική μας ελευθερία από κάθε είδους αφεντικού και κυριάρχου. Το ύψιστο δικαίωμα που αναγνωρίζουμε, και είναι ένα πρωτόγονο δικαίωμα, είναι το να αρπάξουμε μονάχοι μας την ελευθερία που επιζητούμε, όχι μέσα από και στο σύστημα τους, αλλά μέσω της καταστροφής των κρατών τους, των νόμων τους, των θεσμών τους, των βιομηχανιών τους και του πολιτισμού τους, που εξημερώνει τις άγριες ορμές για τον αέναο πόλεμο ενάντια σε κάθε είδους κυριαρχία και αποξένωση από την ίδια την ελευθερία. Ακόμα και αν γνωρίζουμε σοφά πως τα όνειρα μας δεν θα πραγματοποιηθούν στο όλον τους, είμαστε παραπάνω από σίγουροι πως ο αγώνας μας είναι η ίδια μας η ζωή, και μέσα στους εαυτούς μας βασιλεύει η ανάγκη να διαχύσουμε την φωτιά της απελευθέρωσης, τις σκέψεις των ατομικών μας επιθυμιών, και την άμεση δράση εναντίον των εχθρών μας, που ήταν και είναι ηλίου φαεινότεροι.

Η ιστορία της ανθρωπότητας στον πολιτισμό που δημιούργησε, μας έχει δείξει ξεκάθαρα πως η καταπίεση, η εξημέρωση και η κατοχή κάθε στρέμματος του πλανήτη είναι κάποιες από τις αιτίες της εκμετάλλευσης όλων των έμβιων όντων. Τα δεινά που έχει προκαλέσει το ανθρώπινο είδος δεν χωράνε σε ένα άρθρο, ούτε καν σε έναν τόμο για να αναδειχθούν, και δεν ξέρω και κατά πόσο αυτό θα ήταν λειτουργικό ή και ουσιώδες. Η κατάδειξη της μιζέριας και του πόνου που προκαλεί ο θανατερός πολιτισμός τους είναι μόνο ένα κομμάτι του μαινόμενου πολέμου. Είναι η ψυχολογική και θεωρητική βάση, πάνω στην οποία τα πόδια μας πρέπει να πατήσουν δυνατά για τις περαιτέρω ενέργειες. Ενέργειες ενάντια σε όσα μας κρατάνε φυλακισμένους, εμάς και τα υπόλοιπα πλάσματα του πλανήτη, γιατί καμία εξουσία δεν θα διαλυθεί με λέξεις και χαρτιά, αλλά με δράσεις και εξεγέρσεις. Έτσι δεν θα πρέπει να συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο από την Ολική Απελευθέρωση της Γης, των Ζώων και των Ανθρώπων, καθώς δεν πρέπει ποτέ να παζαρεύουμε την ελευθερία που ανήκει σε όλους μας. Γεννιόμαστε για να είμαστε ελεύθεροι, αλλά όντας γεννημένοι σε έναν πολιτισμό-φυλακή, η μόνη επιλογή που βγαίνει φυσικά από μέσα μας είναι η αφιέρωση της ζωής μας σε αυτόν τον πόλεμο για απελευθέρωση, για την καταστροφή όλων όσων έχτισαν και για την επαναφορά των πραγματικών μας επιθυμιών στο εδώ και στο τώρα. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.

Για την Αναρχία

Πηγή

Ας καταστρέψουμε την εργασία

To κείμενο είναι του Alfredo Bonanno και  η μετάφραση από τις εκδόσεις \”Σίσυφος\”.

Η εργασία αποτελεί θέμα που ξαναγυρίζει όλο και περισσότερο πιεστικά μέσα στις σελίδες όλων των ε­φημερίδων, μέσα στα μαθήματα και τις ακαδημαϊκός διαλέξεις, στις εκκλησιαστικός ομιλίες, σε προεκλο­γικός πολιτικός συζητήσεις, ακόμη και μέσα σε άρ­θρα και σε μπροσούρες γραμμένες από συντρό­φους.

Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθονται είναι:
Με ποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη α­νεργία; Πώς θα μπορέσει να ξαναδοθεί ένα νόημα στην εργασιακή   ειδίκευση   που τιμωρείται  από τη  βιομηχα­νική νεο-ανάπτυξη; Πώς θα μπορέσουν να βρε­θούν εναλλακτικοί δρόμοι στην παραδοσιακή εργασία; Πώς τέλος, θα μπορέσει να καταργηθεί η εργασία ή να μειωθεί στο ελάχιστο α­παραίτητο;

Ας πούμε αμέσως ότι καμία από αυτές τις ερωτή­σεις δεν μας ανήκει. Δεν μας ενδιαφέρουν οι πολι­τικές ανησυχίες όποιου διακρίνει στην ανεργία έναν σοβαρό κίνδυνο για την τάξη και τη δημοκρατία. Δεν μας αφορούν οι νοσταλγίες σχετικά με τη χαμένη ε­παγγελματική ειδίκευση. Ακόμη λιγότερο μας ενθου­σιάζουν όλοι αυτοί που εξυφαίνουν απελευθερωτι­κούς εναλλακτικούς δρόμους στη μαζική εργασία του εργοστάσιου ή στη διανοητική εργασία και στη σκλήρυνση που υπέστη εξαιτίας του προωθημένου βιομηχανικού σχεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μας αφορά η κατάργηση της εργασίας ή η μείωση της στο ελάχιστο ανεκτό για μια ζωή που θεωρείται κατ’ αυτό τον τρόπο γεμάτη και ευτυχισμένη. Πίσω από ό­λα αυτά βρίσκεται το χέρι, λιγότερο ή περισσότερο ο­ρατό, αυτών που θέλουν να μας ρυθμίσουν την ύπαρ­ξη, σκεπτόμενοι στη θέση μας ή προτείνοντας μας, με πολιτισμένους τρόπους, να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο.

Είμαστε υπέρ της καταστροφής της εργασίας και, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς διαφορετική. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, σχετικά με την οποία θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω, επέλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, τουλάχιστον μέσα σε ορισμένα όρια, μετακινώντας την εργασιακή δύναμη προς τομείς ελαστικοποιημένους, εύκολα χειριζόμε­νους και ελεγχόμενους. Αυτή τη στιγμή, μέσα στην πραγματικότητα των γεγονότων, η  κοινωνική απειλή της διογκούμενης ανεργίας είναι περισσότερο θεω­ρητική παρά πρακτική και χρησιμοποιείται ως πολιτι­κός εκφοβισμός, ώστε να αποτρέψει πλατειά στρώ­ματα ενδιαφερομένων να επιχειρήσουν οργανωτι­κές κατευθύνσεις που θα έβαζαν υπό συζήτηση, α­κόμη και σε ελάχιστα επίπεδα, τις προγραμματικές ε­πιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά σε διε­θνές επίπεδο.

Εξαιτίας του ότι ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελέγξιμος μέσα από την ιδιότητα του, αυτή δηλαδή του ειδικευμένου εργαζόμενου, συνδε­μένου με τη θέση εργασίας και με την καριέρα του στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας που τον φι­λοξενεί, από παντού, (και επίσης από την πλευρά των εκκλησιαστικών ιεραρχιών), στο όνομα λοιπόν αυτού ακριβώς του κοινωνικού ελέγχου, όλοι επιμένουν πά­νω στην αναγκαιότητα να δοθεί δουλειά στον κόσμο και άρα να μειωθεί η ανεργία. Όχι επειδή αυτή η τελευταία, από μόνη της, από την άποψη της παραγω­γής, αποτελεί ένα κίνδυνο, αλλά ακριβώς το αντίθε­το, επειδή ο κίνδυνος θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την εμπειρία της ελαστικοποίησης που ήδη έ­χει καταστεί απαραίτητη στο εσωτερικό των εργασια­κών οργανώσεων. Η αφαίρεση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από τον εργαζόμενο, επιφέ­ρει δυνατές καταλυτικές επιπτώσεις που καθιστούν σε μεσοπρόθεσμα χρονικά διαστήματα, πιο δύσκολο τον ίδιο τον έλεγχο. Είναι ακριβώς αυτό που σκοπεύ­ουν να πουν οι πάσης φύσης θεσμοθετικοί μηχανι­σμοί πάνω στο ζήτημα της ανεργίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα συμφέροντα του παραγωγι­κού σχηματισμού στην ολότητα του δεν επιτρέπουν πλέον μια επαγγελματική προπαρασκευή υψηλού ε­πιπέδου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων. Ως εκ τούτου τη θέση μιας παρελθού­σας ζήτησης για επαγγελματική εξειδίκευση την έχει πάρει μια τωρινή ζήτηση για ευκαμψία ή αλλιώς ελαστικοποίηση, δηλαδή προσαρμογή σε εργασιακές ει­δικότητες που βρίσκονται συνέχεια υπό τροποποίηση, σε περάσματα από την μία εταιρία στην άλλη, με λίγα λόγια σε μια ζωή αλλαγών που βρίσκονται σε λει­τουργική σχέση με τις αναγκαιότητες των εργοδοτών.

Σήμερα αυτές οι ικανότητες προσαρμογής προ­γραμματίζονται από τον καιρό του σχολείου, αποφεύ­γοντας να προμηθεύσουν αυτό το απόθεμα γνώσεων θεσμικού χαρακτήρα που στο παρελθόν αποτελούσε την ελάχιστη τεχνική αποσκευή πάνω στην οποία ο λεγόμενος κόσμος της εργασίας κατασκεύαζε την λεγόμενη καθαρή επαγγελματική κατάρτιση.

Όχι ότι τώρα δεν υπάρχει η αναγκαιότητα υψηλών επιπέδων επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αυτή εί­ναι αναγκαία μονάχα για ορισμένες χιλιάδες άτομα που προετοιμάζονται κατά τη διάρκεια των μεταπτυ­χιακών πανεπιστημιακών μάστερ, ορισμένες φορές με έξοδα των ίδιων των με­γάλων εταιριών που αναζητούν μ’ αυτό τον τρόπο να αρπάξουν τα υποκείμενα, τα πιο διαθέσιμα να υποστούν μια δογματοποίηση και, ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων, μια υπο­βολή.

Στο παρελθόν, ακόμα και πρόσφατα, ο κόσμος της εργασίας κατείχε μια δική του μονολιθικότητα που χα­ρακτηρίζονταν από τη σιδερένια πειθαρχία που τον διαπερνούσε, ξεκινώντας από την μέτρηση των ρυθ­μών στις αλυσίδες παραγωγής, και τους προληπτι­κούς προσεκτικούς ελέγχους πάνω στα ίδια τα λεγό­μενα άσπρα κολάρα και καταλήγοντας στα φακελώματα και τις απολύσεις εξαιτίας συνηθισμένων συ­μπεριφορών που όμως βρίσκονταν έξω από τις κωδι­κοποιημένες κατευθύνσεις ή, επί το συνηθέστερο, νόρμες. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας σήμαινε υ­ποβολή, απόκτηση μιας νοοτροπίας στρατιωτικού χα­ρακτήρα, εκμάθηση διαδικασιών άλλοτε απλών, άλλοτε σύνθετων, εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, ταύτιση με αυτές, επίγνωση ότι ο ίδιος σου ο εαυτός, ο ίδιος ο τρόπος ζωής σου, με λίγα λόγια όλα αυτά που μπορούν να είναι τα πιο σημαντικά σ’ αυτό τον κόσμο, οι ίδιες οι ιδέες και η ζωή που σχετίζεται μ’ αυτές περικλείονται μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες.

Ο εργαζόμενος ζούσε μέσα στην εταιρία, είχε φι­λικός σχέσεις με τους συντρόφους της δουλειάς, στον ελεύθερο χρόνο του μιλούσε για θέματα που α­φορούσαν εργασιακά προβλήματα, σύχναζε σε μέ­ρη που αφορούσαν την διάθεση του χρόνου μετά την εργασία και όταν πήγαινε διακοπές κατέληγε να το κάνει μαζί με τις οικογένειες των άλλων συντρόφων της δουλειάς του. Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο συ­χνά μέσα στις μεγάλος εταιρίες, οι κοινωνικός πρω­τοβουλίες κρατούσαν δεμένες τις διάφορες οικογέ­νειες με τους περιπάτους και τις περιοδικές εκδρο­μές, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία που αρκετές φο­ρές υποστηρίζονταν χρηματικά από την ίδια την εται­ρία και όταν έρχονταν ο καιρός της συνταξιοδότησης, ένα απ’ αυτά έπαιρνε τη θέση του γονιού μέσα στην εταιρία. Έκλεινε έτσι, χωρίς ταρακουνήματα, ο εργα­σιακός κύκλος που εμπεριείχε στο εσωτερικό του όλη την προσωπικότητα του εργαζόμενου, αλλά επί­σης και αυτή της οικογένειας του, υποδεικνύοντας του κατ’ αυτό τον τρόπο μια ολική ταύτιση με την εται­ρία.

Ολόκληρος αυτός ο κόσμος έχει δύσει τελειωτικά. Ακόμη και αν κάποια υπολείμματα του συνεχίζουν να λειτουργούν, αυτός έχει εξαφανιστεί όσον αφορά την ίδια την ομοιογένεια και την σχεδιαστική του ο­μοιομορφία. Στην θέση του έχει εισχωρήσει μια προ­σωρινή και αμφίβολη εργασιακή σχέση, στο εσωτερι­κό της οποίας το αβέβαιο του μέλλοντος καθίσταται το βασικό στοιχείο, και ό­που η έλλειψη επαγγελμα­τικής ειδίκευσης σημαίνει έλλειψη της ίδιας της βά­σης πάνω στην οποία μπο­ρεί να σχεδιαστεί η ίδια η προσωπική ζωή του εργα­ζόμενου. Και όλα αυτά σε συνθήκες πλήρους έλλειψης τωρινών σχεδίων ανά­πτυξης που να είναι διαφορετικά και τωρινών συμφε­ρόντων που να είναι διαφορετικά από εκείνων που θέλουν μόλις να κερδίσουν τα απαραίτητα για την ί­δια τους την επιβίωση ή εκείνων που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί το ξεχρέωμα του δάνειου προσωπι­κής κατοικίας.

Στην προηγούμενη κατάσταση, η φυγή από την ερ­γασία παρουσιάζονταν ως αναζήτηση ενός εναλλα­κτικού τρόπου που να μπορεί κάποιος να εργάζεται, ως ανάκτηση αυτής της παραγωγικής δημιουργικότη­τας που αφαιρέθηκε από τον καπιταλιστικό μηχανι­σμό. Το μοντέλο ήταν αυτό της άρνησης της πειθαρ­χίας, το σαμποτάζ μέσα στη γραμμή της παραγωγής νοούμενο ως επιβράδυνση μίας κατασταλτικής συ­χνότητας, η αναζήτηση κομματιών χρόνου, αθροίσμα­τος μεμονωμένων λεπτών, που να μπορούσαν να α­φαιρεθούν από την αποξένωση. Έτσι, ο μη θεσμοποιημένος ελεύθερος χρόνος, αλλά αντίθετα κλεμμέ­νος από τον προσεχτικό εργοστασιακό έλεγχο, έρχο­νταν να χαρακτηριστεί μ’ ένα περιεχόμενο εναλλακτι­κής αξίας. Μπορούσε κάποιος να αναπνεύσει έξω από τους ρυθμούς της φυλακής του εργοστάσιου ή του γραφείου. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ένας κόσμος που καμιά σχέση δεν έχει με τις παρούσες συνθήκες της παραγωγικής οργάνωσης και λιγότερη από ποτέ άλλοτε με τις αναπτυξιακές γραμμές της τάσης της.

Και επιπλέον: Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι οποίες, στην ουσία τους δεν διαχωρίζονταν κατά πολύ από τις πρωτογενείς διαρθρωτικές δομές του εργοστά­σιου, όταν οι χειρώνακτες που δραπέτευσαν από την αγγλική και τη σκοτσέζικη ύπαιθρο ήλθαν να κλει­στούν, για πρώτη φορά σε μαζικό επίπεδο, κυριολε­κτικά μέσα στις υφαντουργίες που φτιάχτηκαν από το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο το οποίο είχε συσσω­ρευτεί κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο αιώ­νων πειρατείες, σ’ εκείνες τις συνθήκες λοιπόν η γεύση του ανακτημένου χρόνου δηλητηριάζονταν σχεδόν αμέσως, από την αδυναμία να του δοθεί ένα νόημα που να μην ήταν το ίδιο με του εργασιακού πε­ρίγυρου. Με άλλα λόγια, εξοικονομούνταν ο χρόνος μονάχα σε όρους εξοικονόμησης της φυσικής κού­ρασης, όχι επειδή υπήρχε η γνώση ή η θέληση να γί­νει κάτι το διαφορετικό, που να μην ήταν η ίδια η εργασία του καθενός. Και αυτό συνέβαινε επίσης γιατί ο καθένας ήταν δεμένος συναισθηματικά με τη δουλειά του, την είχε παντρευτεί στη ζωή και στο θάνατο. Ακό­μη και οι επαναστατικές υποθέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού δεν αμφισβητούσαν αυτή την κατάσταση στις ρίζες της, αντίθετα τη φόρ­τιζαν με απελευθερωτικά νοήματα, αποδίδοντας στο συνδικάτο την αποστολή να δομήσει την αυριανή ελεύ­θερη κοινωνία ξεκινώντας από τις ίδιες εργασιακές κατηγορίες του χτες.

Άρα    η    κατάργηση   της εργασίας   σήμαινε,   μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εξαφάνιση της κούρασης, δημιουργία μιας εύκολης και αρεστής εναλλακτικής εργασίας, ή διαφορετικό, και αυτό μέσα στις πιο προωθημένες θέσεις και κάτω από ορισμένες από­ψεις τις πιο ουτοπικές και διαδομένες, την αντικατά­σταση της με το παιχνίδι, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, εφοδιασμένο με κανόνες και ικανό να δώσει στο ά­τομο μια ταυτότητα παίχτη, θα μπορούσε να μας γίνει η ένσταση ότι η ανάλυση του παιχνιδιού ως λογικής κατηγορίας επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από ένα προδιαγεγραμμένο παιχνίδι, το σκάκι για να πάρουμε έ­να παράδειγμα, και προωθήθηκε μέχρι τη διάσταση της έννοιας του παιχνιδιού σαν λουδίτικης συμπερι­φοράς του ατόμου, παιχνίδι σαν έκφραση των αισθή­σεων, σαν ερωτισμός ή αισθησιασμός καθαρός και άμεσος, σαν ελεύθερη εκδήλωση του ίδιου του εαυ­τού μας στο πεδίο της έκφρασης, της χειρωνακτικής δημιουργικότητας, της τέχνης, της σκέψης και όλων αυτών των πραγμάτων βαλμένων μαζί. Όλα αυτά υπο­τέθηκαν φυσικά με αφορμή τις ευφυείς προβλέψεις του Φουριέ, που όμως, ας σημειωθεί, ότι ουσιαστικά δεν απείχαν κατά πολύ από τις υποθέσεις του Μπέντζαμιν σχετικά με το προσωπικό συμφέρον το οποίο υπηρετώντας κάποιος καθίσταται δυνατή έμμεσα και χωρίς να επιδιώκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα συλ­λογικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι ο άξιος έμπο­ρος Φουριέ είχε καταφέρει να αποθησαυρίσει τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει στη βάση τους ένα τεράστιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων εμπεδωμένο πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αποτελεί ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον που όμως δεν διαφεύγει από τους ουσιαστικούς κανόνες της εργασίας νοούμενης σβ όρους σφαιρικής οργά­νωσης του ελέγχου, αν όχι της ίδιας της παραγωγής με την καπιταλιστική έννοια.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι δυνα­τή καμία κατάργηση της εργασίας σε όρους προο­δευτικής αφαίρεσης απελευθερωμένης εργασίας, αλλά καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε με κα­ταστρεπτικό τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί:

Πρώτα απ’ όλα είναι το ίδιο το κεφάλαιο που διέλυ­σε εδώ και καιρό τον ήδη ακατάλληλο δικό του παρα­γωγικό σχηματισμό, αφαιρώντας από τον μεμονωμέ­νο εργαζόμενο την ίδια του την εργασιακή ταυτότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε “εναλλακτικό” χωρίς αυτός ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ακόμη . Αυ­τή τη στιγμή το κεφάλαιο φροντίζει να του προμηθεύ­σει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της φορμαλιστι­κής ή αλλιώς σχηματικής ελευθερίας. Την ελευθερία του λόγου, της ένδυσης, τη πολυμορφία των εργα­σιακών ειδικεύσεων, την μέτρια διανοητική προσπάθεια που του ζητείται, την ασφάλεια των διαδικασιών και την σχηματοποίηση τους, υποβοηθούμενη από μια σειρά εγχειριδίων που είναι εύκολο να εκμαθευτούν, την επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών, την αντι­κατάσταση των μηχανικών επαναλαμβανόμενων δια­δικασιών από την ρομποτική, τον προοδευτικό διαχω­ρισμό μεταξύ παραγωγικής μονάδας και παραγωγού, όλα αυτά κατασκευάζουν ένα μοντέλο διαφορετικό που δεν αντιστοιχεί με αυτό του διάχυτου κοινωνικά εργαζόμενου που χαρακτήριζε τις παρελθούσες γε­νιές.

Η επιμονή στην ανάκτηση του αφαιρεμένου χρό­νου θα σήμαινε την δυνατότητα κατοχής συμπληρω­ματικών χρονικών μονάδων οι οποίες θα εισάγονταν από κάθε άποψη μέσα στον ολοένα αυξανόμενο α­ριθμό παραγωγικών μονάδων κατάργησης της εργα­σίας το ακριβές νόημα των οποίων ο εργαζόμενος α­πέχει πολύ από το να μπορέσει να το κατανοήσει. Απ’ όλα αυτά θα πήγαζε μονάχα μια αύξηση της έννοιας του πανικού, παρά η ίδια η δυνατότητα να εφευρεθεί ένα οποιοδήποτε σχέδιο πραγμάτων προς εφαρμο­γή, σε αντικατάσταση της παραγωγικής εργασίας για λογαριασμό τρίτων, νοούμενης με τη στενή έννοια. Το ότι υπάρχει η αναγκαιότητα μιας ποσότητας εργα­σίας κατά πολύ κατώτερης σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, υποχρεωτικής για να μπορέσει κάποιος να λάβει ένα μισθό, αποτελεί υπόθεση που μέχρι χθες περιγράφονταν από επαναστάτες θεωρητικούς, ενώ σήμερα αποτελεί αναλυτική σκευή του μεταβιομηχα­νικού καπιταλισμού και συ­ζητείται σε συνέδρια και συγκεντρώσεις που σκοπεύουν στην αναδιάρθρω­ση της παραγωγής.

Κατάργηση της εργασί­ας, σήμερα, σημαίνει να αντικατασταθεί με ποσότητες εργασίας μειωμένες στο ελάχιστο και προσανατολισμένες προπαντός στην παραγωγή δραστηριοτή­των κοινωνικής ωφέλειας. Αυτή ακριβώς η υπόθεση, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευ­ρά μας στο βαθμό που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του κεφαλαίου και μονάχα οι χρόνοι πραγματοποίη­σης της είναι διαφορετικοί, ενώ δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε οι μέθοδοι που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Ο αγώνας για μια μείωση του χρόνου εργασίας, ακόμη και σημαντικής, ας πούμε είκοσι εβδομαδιαίων ωρών, δεν έχει κανένα επανα­στατικό νόημα, στο βαθμό που ανοίγει το δρόμο για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων του κεφαλαίου και σίγουρα όχι για μία απελευθέρωση δυνατή για ό­λους. Η ανεργία ως στοιχείο κοινωνικής πίεσης -όσο ελάχιστο κι αν μπορεί να είναι- βρίσκοντας όπως εί­δαμε ουκ ολίγες βαλβίδες αποσυμπίεσης στο εσωτε­ρικό μιας διαφορετικής οργάνωσης περιθωριακών εργασιών, για την ώρα διαφαίνεται ως το μοναδικό ε­λατήριο που ωθεί την καπιταλιστική παραγωγική διαδι­κασία να βρει λύσεις μειωτικές του χρόνου εργασί­ας, αλλά στο μέλλον, που δεν βρίσκεται πολύ μα­κριά, διαφορετικά ελατήρια θα μπορούσαν να ωθή­σουν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι ίδιες οι πα­ραγωγικές ποσότητες, και αυτό ειδικά μέσα σε μια διεθνή κατάσταση στρατιωτικών ισορροπιών που δεν κατανέμονται πλέον μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων υπερδυνάμεων.

Η βαλβίδα αποσυμπίεσης ενός εθελοντικού στρα­τού, πάνω στον οποίο γίνονται πραγματικά ελάχιστες συζητήσεις, ενώ αντίθετα πρόκειται για ένα ζήτημα που επιζητά όλη μας την προσοχή, θα μπορούσε, με­ταξύ των άλλων, να προμηθεύσει μια από τις επιχει­ρησιακές λύσεις όσον αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να προκαλέσει την ανησυχία για το πώς οι πλατειές μάζες που έγιναν ορφανές από τον έλεγχο του ενός τρίτου της καθημερινότητας τους θα μπορούσαν να ξοδέψουν τον ανακτημένο χρόνο τους. θεωρούμενο με αυτούς τους όρους, το πρό­βλημα της ανεργίας δεν είναι πλέον αυτό της πιο σο­βαρής κρίσης του παρόντος παραγωγικού συστήμα­τος, όσο αντίθετα μια στιγμή θεσμικά συσχετισμένη με την ίδια του την δομή, στιγμή που είναι δυνατόν ε­πίσης να θεσμοθετηθεί σε επίσημο επίπεδο και να α­φομοιωθεί ως σχέδιο χρήσης του ελεύθερου χρόνου, πάντοτε σαν έργο του ίδιου παραγωγικού σχη­ματισμού και διαμέσου δομών που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Διαλογιζόμενοι με αυτό τον τρόπο, γίνεται καλύτερα κατανοητή η ανάλυση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού ως ομοιογενούς συστήματος στο εσωτερικό του οποίου η κίνηση της κρίσης δεν υφίσταται, έχο­ντας μετατραπεί σε μια α­πό τις στιγμές της ίδιας πα­ραγωγικής διαδικασίας.

Δύουν ως εκ τούτου τα ί­δια τα “εναλλακτικά” ιδανι­κά μιας ζωής βασισμένης πάνω στην τέχνη του βολέ­ματος. Οι μικρές βιοτεχνι­κές εργασίες, οι μικρές επιχειρήσεις βασισμένος στην ατομική παραγωγή, οι πλανόδιος πωλήσεις αντικειμένων, τα χαϊμαλιά και τα δαχτυλίδια. Στο εσωτερικό των ανήλιων και αποπνικτι­κών μαγαζιών διαδραματίστηκαν ατέλειωτες τραγω­δίες κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσες πραγμα­τικά επαναστατικές δυνάμεις παρέμειναν παγιδευμέ­νες μέσα σε ψευδαισθήσεις που απαιτούσαν όχι μόνο κανονική ατομική εργασία, αλλά και υπερεκμε­τάλλευση, τόσο πιο βαριά όσο πιο δεμένη με τη θέ­ληση του ατόμου να κάνει να προχωρήσει η παρά­γκα, να καταδείξει ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι, από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Τώρα, μέσα στις α­ναδιαρθρωμένος συνθήκες του κεφαλαίου, έγινε ο­ρατό πως αυτό το “εναλλακτικό” μοντέλο είναι ακρι­βώς αυτό που προτείνεται σε θεσμικό επίπεδο για την έξοδο από την κρίση. Και έτοιμοι όπως πάντοτε να μην καταλάβουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, άλλες δυνάμεις δυνητικά επαναστατικές κλείνονται μέσα σε ηλεκτρονικά εργαστήρια και άλλα μικρομά­γαζα, επίσης ανήλια και αποπνικτικά για να υπερφορ­τωθούν με δουλειά και να δείξουν για ακόμη μια φο­ρά ότι το κεφάλαιο είχε δίκιο για λογαριασμό τους.

Αν θέλουμε να περικλείσουμε το πρόβλημα σο μια φόρμουλα απλή και σύντομη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποτε η εργασία προσέδιδε μια κοινω­νική ταυτότητα, αυτήν ακριβώς του εργαζόμενου, ταυ­τότητα η οποία, ενσωματωμένη μαζί μ’ αυτή του πολί­τη σχημάτιζε ακριβώς τον τέλειο υπήκοο και επομένως η φυγή από την εργασία ήταν μια απόπειρα συγκεκριμένα επαναστατική, προσανατολισμένη στο να σπάσει τον ασφυκτικό βρόχο, σήμερα, τη στιγμή που το κεφάλαιο δεν προμηθεύει πλέον καμία κοινωνική ταυτότητα στον εργαζόμενο, αλλά αντίθετα αναζητά να τον χρησιμοποιήσει με γενικό και διαφοροποιημέ­νο τρόπο χωρίς προοπτική και μέλλον, η μοναδική α­πάντηση αντίθετη στην εργασία δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της καταστροφής της με την ταυτόχρονη απόκτηση μιας δικής μας σχεδιαστικής ικανότητας, ε­νός δικού μας μέλλοντος, μιας δικής μας κοινωνικής ταυτότητας, εντελώς νέας και αντιπαρατιθέμενης στις απόπειρες εκμηδένισης που έχουν τεθεί σε ε­φαρμογή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος των μεθόδων δράσης με τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ο εργαζόμενος που είχε συνείδηση της κατάστασης του, αναζητούσε να αντιμετωπίσει την άγρια και άμεση εκμετάλλευση μεθόδων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων- έχουν γίνει σήμε­ρα σταθερή πρακτική του ίδιου του κεφαλαίου το ο­ποίο υποδεικνύει, όταν δεν επιβάλλει, κομμάτιασμα των εργασιακών μονάδων, μειωμένους και ελαστικοποιημένους χρόνους, αυτοκαθοριζόμενους σχεδια­σμούς των εργασιακών συνθηκών, συμμετοχή στις αποφάσεις της επιχείρη­σης, συνελεύσεις καθορι­στικές όσον αφορά συ­γκεκριμένες   απόψεις της παραγωγής, επινόηση αυτόνομων παραγωγικών το­μέων που ο ένας θεωρείται πελάτης του άλλου, ποιο­τικό συναγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα. Το οπλοστά­σιο αντικατάστασης της κλασικής και μονολιθικής ο­μοιομορφίας της εργασιακής πρακτικής, έχει πλέον φτάσει σε επίπεδα που δεν είναι ελέγξιμα από την ε­πιμέρους συνείδηση με τη στενή έννοια.

Δηλαδή ο μεμονωμένος εργαζόμενος βρίσκεται πάντοτε μπροστά από την πιθανότητα να τραβηχτοί μέσα σο μια παγίδα που δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθεί, στο εσωτερικό της οποίας καταλήγει να διαπραγματευθεί την ίδια του την αγωνιστικότητα που πλέον υφίσταται μονάχα δυνάμει, με μικρές διευκολύνσεις οι οποίες, αν κάποτε ήταν αυτορρυθμιζόμε­νες και συνεπώς μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέ­ρη του μεγάλου κινήματος του αγώνα ενάντια στη ερ­γασία, σήμερα, όντας παραχωρημένες, αποτελούν μια από τις πλευρές της ίδιας της εργασίας, ακριβώς αυτής που εμπεριέχει τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά αφομοίωσης και ελέγχου.

Αν πρέπει να παίξουμε με τη ζωή μας, και στη ζωή μας πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, πρέπει εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ή διαφορετικά πρέπει να σχεδιάσουμε αυτούς τους κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι ξεκάθαροι για μας και ακατανόητοι λαβύρινθοι για τους άλλους. Δεν μπορούμε να δηλώσουμε, γενικά, ότι το παιχνίδι που παραμένει ακόμη εφοδιασμένο με κανόνες είναι η εργασία (πράγμα που, ξέχωρα από αυτά, αποτελεί α­λήθεια όπως ήδη είπαμε), για να συνεχίσουμε κατόπιν ότι, αν εκλείψουν αυτοί οι κανόνες, τότε θα πρό­κειται για ένα παιχνίδι ελεύθερο και συνεπώς απε­λευθερωτικό. Η έλλειψη κανόνων δεν αποτελεί συ­νώνυμο της ελευθερίας. Η παρουσία κανόνων που έ­χουν επιβληθεί και των οποίων η εκτέλεση υποβάλλε­ται σε έλεγχο και τιμωρία είναι που αποτελεί συνώνυ­μο της σκλαβιάς. Και η εργασία υπήρξε ακριβώς αυ­τό και δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι κάτι διαφορετι­κό για όλους τους λόγους που εξετάσαμε προηγου­μένως και για αυτούς που ξεχάσαμε να θυμηθούμε. Αλλά η έλλειψη κανόνων μπορεί να είναι μια διαφο­ρετική τυραννία – και ίσως χειρότερη. Αν η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί έναν κανόνα, εγώ σκοπεύω να τον ακολουθήσω και αναμένω ότι και οι άλλοι, συναινούντες σύντροφοι μου θα τον ακολουθήσουν. Και αυτό κυρίως όταν πρόκειται για το παιχνίδι της ίδιας μου της ζωής και για την ζωή μου σε παιχνίδι. Η έλλει­ψη κανόνων θα με έκανε βορά της τυραννίας και της αβεβαιότητας η οποία, αν σήμερα είναι ένα ρίγος, σύμπτωμα του καθημερινού μου συνδρόμου στέρη­σης στην αδρεναλίνη, αύριο θα μπορούσε να μη μου κάνει πλέον, όπως και σίγουρα δεν θα μου κάνει.

Και έπειτα οι κανόνες, ελεύθερα επιλεγμένοι, φτιάχνουν την ταυτότητα μου, τον τρόπο της ύπαρξης μου μεταξύ των άλλων αλλά επίσης την ύπαρξη μου ως ατόμου που έχει επίγνωση της κατάστασης του, γεμάτου επιθυμία να ανοιχτεί στους άλλους, να ζή­σει σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ελεύθερες υ­πάρξεις, ζωτικά ελεύθερες και σε θέση να αποφασί­σουν από μόνες τους τις δικές τους επιλογές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει αρχίσει να κατευθύνεται προς τη φαινομενική ελευθερία μιας έλλειψης αυστηρών κανόνων, αν όχι αλλού, τουλάχιστον μέσα στο χώρο της παραγωγής. Για να μη σαγηνευτούμε για μια ακόμη φορά από τα μειωμένα ωράρια εργασίας, ελαστικοποιημένα, προ­γραμματιζόμενα σύμφωνα με τις προσωπικός αρέ­σκειες, από διακοπές μετ’ αποδοχών, εξωτικές, προ­σωποποιημένος, για να μην ξεγελαστούμε από αυξή­σεις μισθών, από προ-συνταξιοδοτήσεις, από δωρε­άν χρηματοδοτήσεις για προσωπικός πρωτοβουλίες, χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας ένα δικό μας σχέδιο καταστροφής της εργασίας και όχι να περιο­ριστούμε να ελαττώσουμε τις ζημιές, γιατί το ίδιο το κεφάλαιο έχει συμφέρον να ελαττώσει αυτές τις ζη­μιές για να διατηρήσει στη ζωή, όχι μια δύναμη εργασίας λιγότερο στρεσαρισμένη, όσο ένα πεδίο ανα­φοράς στην ίδια την προσφορά της αγοράς του, δηλ. μια ελαφρά στηριζόμενη ζήτηση.

Σ’ αυτό το σημείο επιστρέφουν στην επικαιρότητα ορισμένες σκέψεις που φαίνονταν να έχουν πλέον παλιώσει.

Η καταστροφή μιας νοο­τροπίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, η επαγγελματική νοοτροπία, με τον τρόπο με τον οποίο διαχέονταν α­κόμη και μέσα στην κομμα­τική ομαδοποίηση  ή την αμυντικής φύσης συνδικαλιστική, ακόμη και μέσα από τις αναρχοσυνδικαλιστικές της μορφές, κάποιες φο­ρές, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί από τα έξω. Ακόμη και το σαμποτάζ δεν μπορούσε να το επιτύχει. Όταν χρησιμοποιούνταν αυτό ήταν μονάχα ένα μέσο εκφοβισμού ενάντια στ1 αφεντικά, μια πιο προωθημέ­νη αγωνιστική μορφή δράσης απέναντι στην απεργί­α, για να καταστεί γνωστό ότι υπήρχαν πιο αποφασι­στικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους, που όμως πα­ρέμεναν πάντοτε διατεθειμένοι να σταματήσουν τις επιθετικές ενέργειες άπαξ τα ίδια τα αιτήματα μπο­ρούσαν να ικανοποιηθούν.

Αλλά όμως το μέσο παραμένει καταστρεπτικό, δεν προσβάλλει έμμεσα το κέρδος, όπως η απεργία, αλ­λά χτυπά άμεσα τον παραγωγικό σχηματισμό στις α­παρχές ή στην κατάληξη, στα ενδιάμεσα της παρα­γωγής του ή στα ολοκληρωμένα προϊόντα, δεν έχει σημασία το σαμποτάζ χτυπά την παραγωγική διαδικα­σία είτε στο στάδιο εξέλιξης της είτε όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Αυτό σημαίνει ότι δρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης, χτυπά όχι για να αποκτήσει κάτι, ή όχι μονάχα για να αποκτήσει κάτι, αλλά επίσης, και θα λέγαμε κατά κύριο λόγο για να καταστρέψει. Και το αντικείμενο της καταστροφής, ακόμα και αν παραμένει ιδιοκτησία του κεφαλαίου, εάν το εμβαθύ­νουμε είναι πάντοτε η εργασία, στο βαθμό που πρό­κειται για αυτό που αποκτήθηκε με την εργασία, που παράχθηκε, είτε πρόκειται για μέσα παραγωγής είτε για ολοκληρωμένα προϊόντα. Ιδού λοιπόν γιατί κατανοούμε καλύτερα, αλλά μονάχα σήμερα, τη φρίκη που δοκιμάζουν πολλοί εργαζόμενοι μπροστά στις πράξεις σαμποτάζ. Και εδώ αναφερόμαστε σ’ αυ­τούς τους εργαζόμενους που μια ολόκληρη ζωή ολοκληρωτικής εξάρτησης τους είχε προμηθεύσει μια κοινωνική ταυτότητα που δεν μπορούσε να σβηστεί εύκολα. Είδαμε πολλούς εργαζόμενους να κλαίνε μπροστά από το εργοστάσιο που δούλευαν και που είχε καταστραφεί εν μέρει, γιατί σ’ εκείνο τον τόπο του θανάτου αυτοί έβλεπαν κατεστραμμένη την ίδια τους τη ζωή, και αυτή η ζωή αν και μίζερη και περιφρονημένη ήταν η μοναδική που είχαν, η μοναδική για την οποία είχαν μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Φυσικά, για να περάσουμε στην επίθεση χρειάζε­ται να διαθέτουμε ένα σχέδιο, και συνεπώς μια κα­θορισμένη σχεδιαστική ταυτότητα, επίσης μια συνεί­δηση αυτού που θέλουμε να κάνουμε και κυρίως, ό­ταν αυτό που θέλουμε να κάνουμε το θεωρούμε ένα παιχνίδι, το βιώνουμε σαν ένα παιχνίδι. Και το σαμπο­τάζ είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παιχνίδι που επιθυμούμε να παίξουμε. Είναι απαραί­τητο να διαθέτουμε μια ποικιλία παιχνιδιών, διαφο­ρετικών και συχνά αντιτιθέ­μενων, με στόχο να απο­φύγουμε ώστε η μονοτονία του ενός από αυτά ή το σύ­νολο των κανόνων να  μεταβληθούν σε μια επιπλέον βαρετή και επαναληπτική εργασία. Ακόμη και το να κάνουμε έρωτα αποτελεί ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούμε να το παίζουμε πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να διακινδυνεύουμε να το καταστήσουμε μια ακόμη συνήθεια, χωρίς να δια­κινδυνεύουμε να αισθανθούμε πλημμυρισμένοι από μια γεύση η οποία, αν από τη μια πλευρά προκαλεί ευχάριστη ευεξία, απ’ την άλλη προσβάλλει, δημιουρ­γεί ένα αίσθημα   ματαιότητας.

Ακόμα και πηγαίνοντας να πάρουμε τα χρήματα ε­κεί όπου βρίσκονται αποτελεί ένα άλλο παιχνίδι, που έχει τους κανόνες του, και που μπορεί επίσης να εκτροχιαστεί σ’ έναν επαγγελματισμό που δεν βλέπει πέρα από την μύτη του και άρα να μεταβληθεί σε μια εργασία με πλήρες ωράριο και με όλες τις συνέ­πειες που θα επέλθουν. Αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, και χρήσιμο, αν θεωρηθεί μέσα στην προο­πτική μιας συνείδησης που είναι ώριμη, που δεν απο­δέχεται τις ασάφειες ενός καταναλωτισμού πάντοτε έτοιμου να απολαύσει όσα κατορθώθηκαν να απο­σπαστούν από τον σφαιρικό οικονομικό σχηματισμό.

Και εδώ επίσης χρειάζεται να ξεπεραστεί το ηθικό φράγμα που ενσωμάτωσαν πάνω μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί μια ρήξη ικανή να τοποθετηθεί πέρα α­πό το πρόβλημα.

Το να απλώνεις χέρι στην ξένη ιδιοκτησία, ακόμη και για έναν επαναστάτη, αποτελεί υπόθεση γεμάτη κινδύνους, όχι μονάχα νομικούς με την στενή έννοια, αλλά κατά κύριο λόγο ηθικούς. Η διαύγεια σε σχέση με αυτή την τελευταία  άποψη  είναι  σημαντική, στο βαθμό που πρόκειται για το ξεπέρασμα του ίδιου εκείνου εμποδίου που έκανε τον γέρο εργάτη να κλαί­ει μπροστά από το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Την ιερότητα της ιδιοκτησίας την ρουφήξαμε μαζί με το μητρικό γάλα και δον μπορούμε να απελευθερωθού­με εύκολα. Προτιμούμε να εκπορνευτούμε για μια ο­λόκληρη ζωή στον εργοδότη για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση, προτιμάμε τη ικανοποίηση ότι κάναμε το καθήκον μας, ότι συνεισφέραμε σ’ αυτό το ελάχιστο που αποτελεί το μέρος μας στην παραγωγή του μι­κτού εθνικού προϊόντος, από το οποίο θα επωφεληθούν καθ’ ολοκληρίαν οι πολιτικοί άνδρες και γυναί­κες που φυσικά άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να σκάφτονται τα πεπρωμένα του έθνους, και οι οποίοι έχουν αποβάλλει εδώ και καιρό κάθε ίχνος ενδοια­σμών ώστε να ιδιοποιηθούν αυτό που εμείς συσσωρεύσαμε με κόπο.

Όμως η ουσιαστική άποψη ενός σχεδίου καταστρο­φής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργι­κότητα  εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα Όμως η ουσιαστική άπο­ψη ενός σχεδίου κατα­στροφής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργικότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνου­με με τα χρήματα όλων των τραπεζών που  θα  είμαστε σε θέση να ξαφρίσουμε εάν το μοναδικό πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε μετά είναι να αγοράσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο, να φτιάξουμε ένα ωραίο σπί­τι, να πηγαίνουμε συχνά στις νάϊτ-ντίσκο, να φορτω­θούμε μέχρι το λαιμό με άχρηστες ανάγκες και να βαρεθούμε στο τέλος μέχρι θανάτου μέχρι τη στιγμή που θα ξαφρίσουμε την επόμενη τράπεζα. Πράγμα που κάνουν συστηματικά πολλοί ληστές τραπεζών που γνωρίσαμε στη φυλακή. Αν αρκετοί σύντροφοι που δεν είχαν ποτέ χρήματα στην ζωή τους νομίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για να παραμεριστεί κάποιο εμπόδιο, δεν έχουν παρά να το κάνουν, θα συναντή­σουν τις ίδιες απογοητεύσεις όπως σε οποιαδήποτε άλλη εργασία η οποία, ναι μεν είναι λιγότερο αποδο­τική βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα και λιγότερο επι­κίνδυνη για μακρόχρονα διαστήματα.

Να φανταστούμε την άρνηση της εργασίας σαν παθητική αποδοχή της μη δραστηριότητας, αποτελεί μια λανθασμένη ιδέα που όλοι οι σκλάβοι της εργασίας σχηματίζουν για όλους αυτούς που δεν εργάστηκαν ποτέ στην ζωή τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι προνο­μιούχοι εκ γενετής, οι κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών, σχεδόν πάντοτε είναι φανατικοί εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και το μυαλό τους για να εκμεταλλευτούν τους άλλους και να συσσωρεύσουν πλούτη και αίγλη μεγαλύτερα από αυτά που κληρονόμη­σαν. Αλλά ακόμη κι αν περιοριζόμασταν σε τό­σες και τόσες περιπτώσεις “ξεκληρίσματος” περιουσιών που οι ροζ στήλες των εφημερίδων δεν παραλείπουν να φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποδεχτούμε ότι και αυτού του είδους η κακώς εννοούμενη ευφυΐα στρώνεται στη δουλειά, στο εσωτερικό των κοινωνικών της σχέσεων ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον φόβο να πέσει θύμα χτυπήματος ή απαγωγής. Και αυ­τό επίσης είναι εργασία και, όντας πραγματω­μένο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του κα­ταναγκασμού, καθίσταται πραγματική και καθεαυτή εργασία, στην οποία ο εκμεταλλευτής αυ­τών των εκμεταλλευτών είναι, από καιρού εις καιρό, η πλεονεξία τους ή ο ίδιος τους ο φό­βος.

Όμως δε νομίζουμε ότι μπορούν να είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν την άρνηση της ερ­γασίας σαν την αποδοχή της πιο θανάσιμης τεμπελιάς, μιας διαρκούς αδράνειας που δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα και βρίσκεται συνεχώς σε αμυντική στάση για να αποφύγει τις παγίδες των άλλων και που θα μπορούσαν μβ παρακλή­σεις και προτροπές να την σπρώξουν να κάνει κάτι, ακόμη και αν όχι στο όνομα της αναγκαιό­τητας, αλλά του ιδανικού ας πούμβ, ή του προ­σωπικού συναισθήματος ή της φιλίας ή ποιος ξέρει ποιας οποιασδήποτε άλλης διαβολικής ε­πινόησης ικανής να προσβάλλει την επιτευχθεί-σα κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης.
Μια παρόμοια κατάσταση στερείται απολύτως οποιουδήποτε νοήματος.

Αντίθετα θεωρούμε ότι η άρνηση της εργασίας μπορεί να ταυτιστεί πρώτα απ’ όλα με μια επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα που μας αρέσουν περισσότερο, και συνεπώς να μεταβάλλουμε ποιοτικό την εξαναγκαστική δραστηριότητα σε ελεύθερη δραστηριότητα, δηλαδή σε δράση. Αλλά όμως η ενεργητική συνθήκη, η δυνατότητα ελεύθερης δρά­σης δεν μπορεί να επιτευχτεί μια φορά, άπαξ δια παντός. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ανήκει σε μια κατάσταση που μας προέκυψε έξωθεν, που έπεσε από τον ουρανό, σαν την άφιξη μιας μεγάλης κληρονομιάς ή τα τυχερά μιας ξαφρισμένης τρά­πεζας. Αυτά τα γεγονότα μπορούν ν’ αποτελέσουν την ευκαιρία, το επιδιωκόμενο ή όχι, ηθελημένα ή όχι, που θα μπορούσε να υποβοηθήσει ή να τελειοποιήσει ένα σχέδιο σε διαδικασία εξέλιξης, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την καταληκτική και καθοριστική συνθήκη. Σε περίπτωση που αυτό το σχέδιο θα ήταν ελλιπές, σε όρους σχεδιασμού της ζωής με όλη τη σημασία που έχει αυτός ο ό­ρος, καμία ποσότητα χρήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας απελευθερώσει από την αναγκαιότη­τα της εργασίας, δηλ. της εξαναγκαστικής δραστη­ριότητας, η οποία αυτή τη φορά θα ωθείται από μια νέα μορφή αναγκαιότητας, όχι πλέον αυτή της μι­ζέριας, αλλά αυτή της αίσθησης της αχρηστίας, ή αυτή της αποκτημένης κοινωνικής θέσης, ή της επι­θυμίας απόκτησης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων πλούτου ή και ολόκληρης της σειράς των σύμβολων του κατάλληλου κοινωνικού status μέσα στο ο­ποίο θεωρείται πως κατοχυρώνεται ο καινούριος πλούτος.

Το δίλημμα λύνεται εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή, για να το πούμε διαφο­ρετικά, σκεφτόμενοι πάνω σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχο­νται στην κατοχή μας χωρίς να εργαστούμε. Αν θέ­λουμε να καταστρέψουμε την εργασία χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειρα­ματικές διαδρομές που δον λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων.

Πηγή

Ορίστηκε το δικαστήριο για την υπόθεση Βελβεντού

Για τις 29 Νοεμβρίου ορίστηκε το δικαστήριο της διπλής ληστείας στο Βελβεντό Κοζάνης, με κατηγορούμενους τους:

Μπουρζούκο Δημήτρη, Πολίτη Δημήτρη, Ρωμανό Νίκο, Μιχαηλίδη Γιάννη, Χαρίση Φοίβο και Ντάλιο Αργύρη.

Η δικη θα διεξαχθεί στο εφετείο Αθηνών, στην οδό Λουκάρεως.

Αλληλεγγύη στούς συντρόφους.

Κανένας αιχμάλωτος στα χερια του κράτους.

Πηγή

Αυστραλία: Απάντηση του Πυρήνα Felicity Ann Ryder/FAI-IRF στους πράκτορες της αμφιβολίας (Μελβούρνη)

«Αναρχικοί ανέλαβαν την ευθύνη για τη φωτιά σε πολυτελή αντιπροσωπεία αυττοκινήτων στη δυτική Μελβούρνη, αλλά η αστυνομία διατηρεί τις αμφιβολίες της.» κραυγάζει  το πρωτοσέλιδο της Herald Sun, μια ημέρα μετά την επισκεψούλα μας στην αντιπροσωπεία Gran Turismo Autos.

Απ’ ότι φαίνεται, οι «επιθεωρητές» δεν πιστεύουν πως μια «μυστήρια αναρχική ομάδα» ήταν υπεύθυνη για τη φωτιά και η σκατο-Herald, η οποία είναι de-facto φερέφωνο της Βικτωριανής Αστυνομίας στη Μελβούρνη, επέλεξε να μην κατονομάσει την ιστοσελίδα, όπου δημοσιεύσαμε αρχικά την ανάληψή μας και διάλεξαν, επίσης, να συμπεριλάβουν μόνο μερικές προτάσεις από την προκήρυξή μας.

Λοιπόν, έχουμε κι εμείς τις αμφιβολίες μας.

Αμφιβάλλουμε πάρα πολύ για την ειλικρίνεια της σκατο-Herald και των μπάτσων και πιστεύουμε πως ακόμα και ο μέσος αναγνώστης αυτού του άρθρου της Τρίτης θα αμφιβάλλει, επίσης, για την ειλικρίνεια των μπάτσων και του κατοικίδιου τους, που λειτουργεί ως παράρτημα τύπου.

Η σκατο-Herald «αντιλαμβάνεται» πως η μονάδα πυροτεχνουργών και η πυροσβεστική ανέλυσαν και απέρριψαν τη θεωρία πως εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι για την επίθεση της Δευτέρας….

…αλλά, παρ’ όλα αυτά, στην ακριβώς επόμενη παράγραφο, ο ίδιος ο μίστερ Αμφιβολίας, Ανώτερος Επιθεωρητής Αρχιφύλακας Jeff Maher (σου φτάνουν οι τίτλοι, μαλάκα;) παραδέχεται πως τα αίτια της φωτιάς είναι «ακαθόριστα» και πως περιμένουν να έχουν κάποια αποτελέσματα «μέσα στην επόμενη ημέρα».

Λοιπόν, ακόμα περιμένουμε για εκείνα τα αποτελέσματα Επιθεωρητή Maher και έχουν ήδη περάσει αρκετές μέρες, οπότε γιατί δεν ενημερώνεις το κοινό μέσω του μιντιακού παραρτήματος σου, τη σκατο-Herald, τι ακριβώς συνέβη, αφού είσαι σίγουρος ότι δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι;

Η σκατο-Herald φτάνει στο σημείο να δηλώσει πως «εικάζεται» πως η φωτιά ίσως ξεκίνησε από τσιγάρο, αλλά παραμένει «ασαφές» το αν η φωτιά ήταν ατύχημα ή εμπρησμός, χωρίς βέβαια να αναφέρει πηγές, που επιβεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό.

Ας ανακεφαλαιώσουμε: οι μπάτσοι και η πυροσβεστική δεν έχουν ιδέα ούτε για το πώς ξεκίνησε η φωτιά, ούτε αν ήταν ατύχημα ή εμπρησμός. Η σκατο-Herald πιστεύει πως η φωτιά ίσως ξεκίνησε από τσιγάρο (παρ’ όλο που στο κτίριο της Gran Turismo Autos απαγορεύεται το κάπνισμα), αλλά τόσο οι μπάτσοι, η πυροσβεστική, όσο και το παραπαίδι τους, η σκατο-Herald, ενώνονται στην άποψη ότι η φωτιά δεν προκλήθηκε από εμάς.

Γιατί είναι, λοιπόν, αμφίβολο το αν κάποιοι από εμάς σχηματίσαμε μια ομάδα και χτυπήσαμε στο όνομα της συντρόφισσάς μας Felicity Ann Ryder, που είναι στην παρανομία;

Γιατί η σκατο-Herald και τα γουρούνια αποφάσισαν να παραλείψουν κάθε αναφορά στη Felicity στο «άρθρο» τους; Γιατί επέλεξαν να μην κατονομάσουν την ιστοσελίδα, που πρωτοεμφανίστηκε η προκήρυξή μας,  γιατί αμέλησαν να αναφέρουν τη FAI/IRF και γιατί συμπεριέλαβαν μονάχα μια κομμένη πρόταση από την ανάληψή μας;

Μήπως ο λόγος είναι το ότι ξέρουν πολύ καλά πως εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την επίθεση και ότι το γεγονός πως υπάρχουν στην πραγματικότητα πυρήνες της FAI/IRF σε αυτήν τη χώρα, έτοιμοι να κάνουν κάτι παραπάνω από το να συμμετέχουν σε ανούσιους κοινωνικούς ακτιβισμούς και να συνεχίσουν να γυρνούν και το γαμημένο άλλο μάγουλο κάθε γαμημένη φορά, παραείναι επικίνδυνο για να τυπωθεί στο κουρέλι αστυνομικής προπαγάνδας;

Πιστεύει η Βικτωριανή Αστυνομία πως οι αναρχικοί της Μελβούρνης και της πολιτείας της Βικτώρια δε θα έφταναν κάποια στιγμή στο σημείο, που φτάσαμε εμείς, δηλαδή το σημείο, που φτάνει κανείς όταν έχει μπουχτίσει από τις δεκαετίες αστυνομικής βαρβαρότητας, καταστολής και επιτήρησης;

Δεν καταλαβαίνουν οι μπάτσοι και τα σκατομίντιά τους την έννοια της διεθνούς επαναστατικής αλληλεγγύης; Δεν καταλαβαίνουν πως αν οι σύντροφοί μας σε άλλα μέρη του κόσμου υποφέρουν μέσα στις φυλακές – σκατότρυπες του συστήματος, εμείς δε θα απαντήσουμε με θλιβερές διαχειρίσιμες διαμαρτυρίες, αλλά με ενέργειες άμεσης δράσης;

Δεν καταλαβαίνουν οι μπάτσοι και τα φασιστομίντια αυτής της σκατοχώρας ότι είμαστε ικανοί να χτυπήσουμε ξανά, όποια στιγμή θέλουμε και όποιον στόχο επιλέξουμε;

Αντιλαμβάνονται πόσο απλή ήταν αυτή η δράση; Ότι χρειάστηκε μονάχα ένα μίνιμουν σχεδιασμό και μερικά λεπτά για να εκτελεστεί; Δε χρειάζεται κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο για να προκαλέσεις σοβαρή ζημιά σε ένα κτίριο, που πουλάει οχήματα, που επιτρέπουν τη μόλυνση σε γιάπηδες, μόνο τη θέληση να το κάνεις!

Φυσικά και τα αντιλαμβάνονται όλα αυτά και γι’ αυτό ισχυρίζονται πως «αμφισβητούν»  την προκήρυξή μας, γιατί τρομοκρατούνται στην ιδέα ότι τέτοιες δράσεις μπορεί να πολλαπλασιαστούν από άλλες ομάδες, σε άλλα μέρη της πόλης και σε όλη τη γαμημένη χώρα, καθώς είναι αδύνατον να τις προβλέψεις και οι περήφανοι δράστες είναι απίθανο να συλληφθούν.

Προς όλους εσάς, λοιπόν, τους γεμάτους αμφιβολίες εξουσιαστές, γελάμε μέσα στα μούτρα σας και σας αφήνουμε με ένα τελευταίο σημείωμα, προς το παρόν…

Μην αμφιβάλλετε για την ικανότητά μας να χτυπήσουμε ξανά, ξανά και ξανά, μην αμφιβάλλετε για την αποφασιστικότητά μας να σπείρουμε την αναρχική εξέγερση στην πόλη της Μελβούρνης και μην αμφιβάλλετε πως είμαστε κομμάτι ενός άτυπου διεθνούς δικτύου αναρχικών της πράξης, που επιτέλους ύψωσε το μαύρο, γεμάτο μίσος κεφάλι του και στις περιοχές της Αυστραλασίας!

Όχι Άλλο Άχρηστο Κοινωνικό Ακτιβισμό!

Ποτέ ξανά δειλία μπροστά στα γουρούνια!

Καμιά υποχώρηση, μόνο Επίθεση!

Για μια Μαύρη Διεθνή!

Πυρήνας Felicity Ann Ryder/FAI-IRF

Πηγή

Ενάντια στη γλώσσα της πολεμικότητας

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, πάρα πολλά απ’ τα γραπτά που πηγάζουνε από κοινωνικές συγκρούσεις είναι τίγκα σε δύσκαμπτη, ξύλινη γλώσσα, μια κουρασμένη, νεκρή γλώσσα η οποία φαίνεται να έρχεται σ’ αντίθεση με την ενέργεια των εξεγέρσεων για τις οποίες κάνουνε λόγο. Είναι η γλώσσα της πολεμικότητας, και όχι της ελευθερίας, μήτε και της ατομικότητας που δημιουργεί τον εαυτό της ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. Ίσως αυτό να οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι μπόλικες απ’ τις σημερινές συγκρούσεις αναδύονται απ’ τη σκληρότητα των καιρών· απαντούν στη σκληρότητα της τρέχουσας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας. Πώς μπορεί όμως μια πληρωμένη απάντηση ν’ αντικρούσει τέτοιες πραγματικότητες; Δε θα έπρεπε η ίδια η μέθοδος της απάντησής μας ν’ αντανακλά το γεγονός ότι απορρίπτουμε αυτές τις καταστάσεις που γίνονται πραγματικότητα διά της επιβολής;

Η πολεμικότητα περνιέται για πάθος και ένταση, ενώ στ’ αλήθεια είναι απλά ένας θωρακισμένος ζουρλομανδύας που κλείνει μέσα του τη γύμνια, τη δυσκαμψία και τον περιορισμό των κινήσεων του καθενός και της καθεμιάς. Η σοβαρότητα περνιέται για συνειδητοποιημένη αποφασιστικότητα, όταν στην πραγματικότητα πρόκειται για υποδούλωση στο αφηρημένο, στο μέλλον, στο σκοπό, στο παρελθόν – ένα άλλο είδος αυτεγκλεισμού. Και αυτό ακριβώς το πράγμα δεν είναι που χρειάζεται ν’ αρνηθούμε με όλη μας την αποφασιστικότητα, την ώρα που παλεύουμε να κάνουμε τη ζωή μας δική μας ανά πάσα στιγμή;

Ίσως το πρόβλημα να είναι ότι πάρα πολλοί από κείνους που εμπλέκονται στην εκάστοτε κοινωνική σύγκρουση δε βλέπουνε τους εαυτούς τους ως ελεύθερα άτομα που δημιουργούν τη ζωή τους, που αντιμετωπίζουν εμπόδια σ’ αυτή την αυτοδημιουργική διαδικασία και παλεύουν να καταστρέψουν τα εμπόδια αυτά, αλλά μάλλον ως καταπιεσμένους ανθρώπους που αντιστέκονται στην καταπίεσή τους.

Δεν είναι απαραίτητο ν’ αγνοεί κανείς την πραγματικότητα της καταπίεσης για να αναγνωρίσει ότι, όταν το εγχείρημά μας μετατρέπεται σε αντίσταση ενάντια στην καταπίεση, τελικά επικεντρωνόμαστε στους καταπιεστές μας. Χάνουμε τις δικές μας τις ζωές, και μαζί τους την ικανότητα να καταστρέψουμε ό,τι στέκεται εμπόδιο στο δρόμο μας. Μιας κι η αντίσταση εστιάζει στις επιχειρήσεις του εχθρού, μας κρατά σε αμυντική θέση και εγγυάται την ήττα μας (ακόμα και σε νικηφόρες περιπτώσεις) καθώς κλέβει από μας τα ίδια μας τα εγχειρήματα.

Αν από την άλλη έχουμε ως αφετηρία το δικό μας το εγχείρημα αυτοδημιουργίας, επιμένοντας να διατρέχουμε τον κόσμο ως ελεύθερα και άσκοπα όντα, θα σταθούμε απέναντι από ηγεμόνες, εκμεταλλευτές, μπάτσους, παπάδες, δικαστές και λοιπούς, χωρίς στην ουσία να τους αντιμετωπίσουμε ως καταπιεστές αλλά ως εμπόδια στο διάβα μας τα οποία χρειάζεται να καταστρέψουμε, και όχι να τους αντισταθούμε.

Μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο η καταστροφή παίρνει την αντάρτικη, ποιητική, επαναστατική της έννοια, ως μια αληθινά ανέξοδη πράξη που αψηφά τη λογική της εργασίας και ανοίγει την πραγματικότητα σε κάτι το θαυμάσιο, στην έκπληξη. Μόνο τότε η καταστροφή γίνεται παιχνιδιάρα.

Wolfi Landstreicher

Πηγή