Αχ! Γιατί να μη γεννηθώ σε ένα πειρατικό πλοίο, χαμένο στον ατελείωτο ωκεανό ανάμεσα σε τραχείς, γενναίους άνδρες που επιβιβάστηκαν με μανία, τραγουδώντας το άγριο τραγούδι της καταστροφής και του θανάτου; Γιατί να μη γεννηθώ στα αχανή λιβάδια της Νότιας Αμερικής, ανάμεσα σε ελεύθερους, άγριους γκαούτσος που δαμάζουν το φλογερό κόλτ με το \”λάσο\” και επιτίθενται άφοβα στον τρομερό ιαγουάρο… Γιατί; Γιατί; Τα παιδιά της νύχτας, τα αδέρφια μου, ασυμβίβαστα με κάθε νόμο και έλεγχο, θα με είχαν προσεταιριστεί. Αυτοί οι άνθρωποι, πνεύματα που διψούν για την ελευθερία και το άπειρο, θα ήξεραν πως να διαβάσουν το μεγάλο βιβλίο του μυαλού μου, ένα απόλυτα υπέροχο ποίημα πόνου και σύγκρουσης, υψηλών ιδανικών και αδύνατων ονείρων. Η διανοητική μου κληρονομιά θα ήταν ο άθικτος θησαυρός τους και στην καθάρια πηγή της σατανικής υπερηφάνειας μου και της αιώνιας εξέγερσης μου, θα οχύρωναν τη δύναμη τους, την ήδη βίαια τρανταγμένη από χίλιους τυφώνες. Αντίθετα, γεννήθηκα θανάσιμα ανάμεσα σε ένα εμετικό κοπάδι σκλάβων, που σέρνεται στη, γεμάτη γλίτσα, λάσπη όπου το κυβερνών ψέμα και η υποκρισία αντικαθιστούν το φιλί της αδελφοσύνης με τη δειλία. Γεννήθηκα στην πολιτισμένη κοινωνία και ο παπάς, ο δικαστής, ο ηθικιστής και ο μπάτσος προσπάθησαν να με γονατίσουν φορώντας μου αλυσίδες και να μεταμορφώσουν, τον ξέχειλο από ενέργεια και ζωτικότητα, οργανισμό μου σε μία ασυνείδητη και αυτόματη μηχανή για την οποί η μόνη λέξη που υπήρχε ήταν: Να υπακούς. Και όταν αντιστάθηκα με βίαια ανίκητη δύναμη και φώναξα άγρια το \”όχι\” μου, το ηλίθιο κοπάδι, πλατσουρίζοντας στη βρωμερή γλίτσα, εκτόξευσε τις κενές προσβολές του.
Τώρα, γελάω…Το πλήθος είναι ανίκανο να καταλάβει κάποια συγκεκριμένα πνευματικά βάθη και δεν έχει αρκετά κοφτερή ματιά για να διαπεράσει τις κρυμμένες εσοχές της καρδιάς μου. Με καταριέστε, με καταριέστε ακόμα,όπως τώρα, λεκιασμένοι από τη νωθρότητα, για εξήντα αιώνες, καταναλώνετε το τελετουργικό του ψέματος. Με καταριέστε, χειροκροτώντας τους νόμους και τα είδωλά σας. Θα ρίχνω πάντα τα κόκκινα λουλούδια της περιφρόνησης μου στα μούτρα σας.
Από την κορυφή στην οποία ζω με τον αετό και το λύκο, πιστούς συντρόφους στη μοναξιά μου, ατενίζω την ανθρωπότητα, αυτήν την τραγελαφική παρωδία του ερπετού, και μου έρχεται ναυτία. Γύρω μου, η πλούσια φύση τυλίγει τα βράχια σε έναν πράσινο μανδύα από χαμόκλαδα, του οποίου άγρια ομορφιά προκαλεί στο μυαλό μια αίσθηση δύναμης και χαράς που δεν εκφράζεται με λόγια. Κάτω, στους πρόποδες το βουνού, απλώνονται γόνιμα χωράφια διάστικτα με σπιτάκια και χωριά εδώ και εκεί, όπου οι άνθρωποι τσιμεντώνουν αλυσίδες χιλιετηρίδων με άμοιρη στραβομάρα.
Και εγώ γελάω… Γελάω καθώς βλέπω τους ανθρώπους, αυτά τα μικρά τερατάκια ζαρωμένα από το χώρο, όταν δηλητηριάζονται μέσα στα εργαστήρια, όπου τα αέρια των υπονόμων ξεσκίζουν τα πνευμόνια τους…, όταν περνούν σε πομπή ψάλλοντας και σκύβουν στα είδωλα του φανατισμού και του ασυνείδητου… και όταν, σε στιγμές δειλίας, καθαγιάζουν τη σκλαβιά τους, γλείφοντας το χέρι του αφέντη που τους δέρνει με αγριότητα. Βλέπω αυτήν τη δυστυχισμένη κωμωδία ανθρώπινης υποκρισίας και μικρότητας να ξεδιπλώνεται κάτω από τα πόδια μου και μία βαθιά αίσθηση αηδίας με κατακλύζει, μία ανείπωτη σιχαμάρα φυσομανάει στην καρδιά μου… Και όμως ακόμα γελάω… Και καθώς η ηχώ του κουδουνιού, που σημαίνει το γλέντι, έρχεται από το χωριό μέσα από τη σιωπή της νύχτας, τραγουδώ το πιο αγνό τραγούδι μου στον αετό και το λύκο, τους πιστούς συντρόφους μου στη μοναξιά. Είναι το τραγούδι του πόνου και του πάθους μου…
\”Το Καταραμένο Τραγούδι\” είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Enzo Martucci και εκδόθηκε στο περιοδικό Proletario (τεύχος 4), στις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.
Πηγή στα αγγλικά: The Damned Song, The Anarchist Library, 6 June 2011.
Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum
Το κείμενο θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη για την ευκολότερη ανάγνωσή του.