Wolfi Landstreicher – Από την πολιτική στη ζωή: απαλλάσσοντας την αναρχία από την αριστερή μυλόπετρα

Αναδημοσίευση από Flying Theory:

Το συγκεκριμένο κείμενο ασκεί κριτική στην αριστερό τρόπο σκέψης και στις πρακτικές που χρησιμοποιεί και προσπαθεί να διαχωρίσει απ’ αυτόν την αναρχία.

Από τον πρώτο καιρό που ο αναρχισμός ορίστηκε ως ένα ξέχωρο ριζοσπαστικό κίνημα μέχρι και σήμερα, έχει συνδεθεί με την αριστερά, αλλά η σύνδεση ήταν πάντα άβολη. Οι αριστεροί που ήταν σε θέση εξουσίας (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αυτοαποκαλούνταν αναρχικοί, όπως οι ηγέτες της CNT και του FAI στην Ισπανία στο 1936-37) εκλάμβαναν τον αναρχικό στόχο της ολοκληρωτικής μετατροπής της ζωής και την απορρέουσα αρχή, πως οι στόχοι θα πρέπει ήδη να υπάρχουν στα μέσα του αγώνα, ως ένα εμπόδιο στα πολιτικά τους προγράμματα. Η πραγματική εξέγερση ξεσπάει πάντα πέρα από κάθε πολιτικό πρόγραμμα, και οι πιο συνεπείς αναρχικοί είδαν την πραγματοποίηση των ονείρων τους ακριβώς σ’ αυτό το άγνωστο, μακρινό μέρος. Κι όμως, κατά καιρούς, όταν οι φλόγες της εξέγερσης κόπαζαν (ή ακόμη και σε περιπτώσεις όπως αυτή της Ισπανίας το 1936-37, όπου έκαιγαν ακόμα ζωηρά), ηγετικοί αναρχικοί έβρισκαν ξανά τη θέση τους ως «συνείδηση της αριστεράς». Όμως, αν η ευρύτητα των αναρχικών ονείρων και οι αρχές που αυτή εφαρμόζει έχουν αποτελέσει εμπόδιο στα πολιτικά σχέδια της αριστεράς, αυτά τα σχέδια έχουν γίνει μια πολύ μεγαλύτερη μυλόπετρα γύρω από το λαιμό του αναρχικού κινήματος, παρασύροντας το προς τα κάτω με το «ρεαλισμό» που δεν μπορεί να ονειρεύεται.

Για την αριστερά, ο κοινωνικός αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση είναι ουσιαστικά ένα πολιτικό πρόγραμμα προς υλοποίηση, με κάθε αρμόδιο μέσο. Μια τέτοια αντίληψη προφανώς χρειάζεται μια πολιτική μεθοδολογία αγώνα και μια τέτοια μεθοδολογία είναι αναγκασμένη να αντικρούσει μερικές βασικές αναρχικές ιδέες. Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική σαν μια διακριτή κατηγορία κοινωνικής ύπαρξης είναι ο διαχωρισμός των αποφάσεων που καθορίζουν της ζωές μας από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων. Αυτός ο διαχωρισμός εδρεύει σε θεσμούς που λαμβάνουν και επιβάλλουν εκείνες τις αποφάσεις. Έχει μικρή σημασία πόσο δημοκρατικοί ή συναινετικοί είναι αυτοί οι θεσμοί: ο διαχωρισμός και η θεσμοποίηση που είναι σύμφυτα με την πολιτική, πάντα αποτελούνε μια επιβολή απλά και μόνο επειδή απαιτούν οι αποφάσεις να παίρνονται πριν την εμφάνιση των περιστάσεων στις οποίες εφαρμόζονται. Αυτό καθιστά απαραίτητο να παίρνουν τη μορφή γενικευμένων κανόνων που πρέπει πάντα να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένου τύπου καταστάσεις, μη λαμβάνοντας υπόψην τις ειδικές περιστάσεις. Εδώ συναντώνται οι σπόροι της ιδεολογικής σκέψης -κατά την οποία οι ιδέες ορίζουν τις δραστηριότητες των ατόμων αντί να εξυπηρετούν τα άτομα ώστε να αναπτύξουν τα δικά τους σχέδιά-, αλλά θα αναφερθώ σ’ αυτό αργότερα. Ανάλογης σημασίας από μια αναρχική προοπτική είναι το γεγονός πως η εξουσία έγκειται σ’ αυτούς τους θεσμούς που αποφασίζουν και επιβάλλουν. Και η αριστερίστικη αντίληψη του κοινωνικού αγώνα είναι ακριβώς αυτή του να επηρεάσουν, να πάρουν τον έλεγχο ή να δημιουργήσουν εναλλακτικές εκδοχές αυτών των θεσμών. Με άλλα λόγια, είναι ένας αγώνας για να τροποποιήσει, όχι για να καταστρέψει θεσμοθετημένες εξουσιαστικές σχέσεις.

Αυτή η [αριστερίστικη] αντίληψη αγώνα με την προγραμματική της βάση απαιτεί μια οργάνωση ως μέσο διεξαγωγής του αγώνα. Η οργάνωση αντιπροσωπεύει τον αγώνα, επειδή είναι η συμπαγής έκφραση του προγράμματός της. Αν οι εμπλεκόμενοι ορίσουν το πρόγραμμα ως επαναστατικό και αναρχικό, τότε το πρόγραμμα έρχεται να αντιπροσωπεύσει την επανάσταση και την αναρχία για αυτούς, και η δύναμη της οργάνωσης εξισώνεται με τη δύναμη του επαναστατικού και αναρχικού αγώνα. Ένα τέτοιο ξεκάθαρο παράδειγμα εντοπίζεται στην Ισπανική επανάσταση, όπου η ηγεσία της CNT αφού ενέπνευσε τους εργάτες και τους χωρικούς της Καταλονίας να απαλλοτριώσουνε τα μέσα παραγωγής (όπως και όπλα με τα οποία σχημάτισαν τις ελεύθερες πολιτοφυλακές τους), δεν διέλυσε την οργάνωση ώστε να επιτρέψει στους εργάτες να εξερευνήσουν την αναδημιουργία της κοινωνικής ζωής με τους δικούς τους όρους. Αντίθετα ανέλαβε τη διοίκηση της παραγωγής. Αυτή η σύγχυση με το συνδικάτο να αναλαμβάνει τη διοίκηση της αυτό-οργάνωσης των εργατών είχε αποτελέσματα που μπορούν να μελετηθούν από οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να δει τα γεγονότα κριτικά. Επομένως, όταν ο αγώνας ενάντια στην άρχουσα τάξη διαχωρίζεται από τα άτομα που τον διεξάγουνε και εναποτίθεται στα χέρια της οργάνωσης, παύει να είναι το αυτοπροσδιορισμένο σχέδιο αυτών των ατόμων και αντιθέτως καταλήγει να είναι μια εξωτερική υπόθεση στην οποία αυτά αφοσιώνονται. Επειδή αυτή η υπόθεση εξισώνεται με την οργάνωση, η πρωταρχική δραστηριότητα των ατόμων που αφοσιώνονται σ’ αυτήν είναι η διατήρηση και η επέκταση της οργάνωσης.

Στην πραγματικότητα, η αριστερή οργάνωση είναι το μέσο με το οποίο η αριστερά σχεδιάζει να μετατρέψει τις θεσμοθετημένες σχέσεις εξουσίας. Είτε αυτό γίνει μέσω της απεύθυνσης στους σημερινούς κυβερνώντες και την άσκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, είτε μέσω της εκλογικής ή βίαιης κατάκτησης της κρατικής εξουσίας, είτε μέσω της θεσμικής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής είτε μέσω ενός συνδυασμού των παραπάνω, είναι μικρής σημασίας. Για να το πετύχει αυτό η οργάνωση προσπαθεί να μετατρέψει τον εαυτό της σε μια εναλλακτική εξουσία ή σε μια αντί-εξουσία: αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να ενστερνιστεί τη σημερινή ιδεολογία της εξουσίας, δηλαδή τη δημοκρατία. Δημοκρατία είναι εκείνο το σύστημα διαχωρισμένων και θεσμοθετημένων τρόπων λήψης αποφάσεων που απαιτεί τη δημιουργία κοινωνικής συναίνεσης ώστε να ενεργοποιηθούν τα προγράμματα. Αν και η εξουσία πάντα έγκειται στον εξαναγκασμό, στα δημοκρατικά πλαίσια δικαιολογείται μέσω της συγκατάθεσης πως μπορεί να κερδίσει. Αυτός είναι ο λόγος που είναι απαραίτητο για την αριστερά να αναζητά όσους περισσότερους οπαδούς γίνεται, μάζες που να συμφωνούν και να υποστηρίζουν τα προγράμματά της. Έτσι αφοσιωμένη στη δημοκρατία, η αριστερά πρέπει να ενστερνιστεί την ποσοτική ψευδαίσθηση.

Η προσπάθεια να κερδίσει οπαδούς απαιτεί την επίκληση στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Έτσι αντί να συνεχίζει μια ζωτική θεωρητική εξερεύνηση, η αριστερά αναπτύσσει μια σειρά απλοϊκών δογμάτων μέσω των οποίων βλέπει τον κόσμο και μια λιτανεία από ηθικά αίσχη που διαπράττονται από τους σημερινούς κυβερνώντες. Με αυτόν τον τρόπο οι αριστεροί ελπίζουν να έχουν μαζική απήχηση. Κάθε αμφισβήτηση ή εξερεύνηση έξω από το ιδεολογικό πλαίσιο καταδικάζεται σφοδρά ή αντιμετωπίζεται χωρίς κατανόηση. Η ανικανότητα για σοβαρή θεωρητική εξερεύνηση είναι το κόστος της αποδοχής της ποσοτικής ψευδαίσθησης, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των οπαδών, ανεξάρτητα από την παθητικότητα και την άγνοιά τους, είναι αυτός που αντανακλά τη δύναμη ενός κινήματος και όχι η ποιότητα και η συνέπεια ιδεών και πρακτικής.

Επιπλέον η πολιτική αναγκαιότητα της απεύθυνσης «στις μάζες» οδηγεί την αριστερά να χρησιμοποιεί τη μέθοδο της διατύπωσης μερικών (όχι συνολικών) αιτημάτων προς τους σημερινούς κυβερνώντες. Αυτή η μέθοδος είναι σίγουρα αρκετά συνεπής με ένα σχέδιο μετατροπής των σχέσεων εξουσίας, ακριβώς επειδή δεν αμφισβητεί ριζικά αυτές τις σχέσεις. Στην πραγματικότητα με το να διατυπώνονται αιτήματα προς τους κυβερνώντες, υποδηλώνεται πως απλές (αν και πιθανώς ακραίες) ρυθμίσεις των τωρινών σχέσεων επαρκούν για την πραγματοποίηση του προγράμματος της αριστεράς. Αυτό που δεν αμφισβητείται σ’ αυτήν τη μέθοδο είναι η ίδια η κυρίαρχη τάξη, αφού αυτό θα απειλούσε το πολιτικό πλαίσιο της αριστεράς.

Αυτό που εξυπακούεται σ’ αυτή τη προσέγγιση για μερική αλλαγή είναι το δόγμα της προοδευτικότητας (όντως, μια απ’ τις πιο δημοφιλείς ταμπέλες στις μέρες μας ανάμεσα σε αριστερούς και ελευθεριακούς -οι οποίοι μάλλον θα προτιμούσαν να αφήσουν πίσω τους τις άλλες αμαυρωμένες ταμπέλες- είναι ακριβώς αυτή του «προοδευτικού»). Προοδευτικότητα είναι η ιδέα πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς (αν και πιθανώς «διαλεκτικής») διαδικασίας βελτίωσης, και πως αν προσπαθήσουμε (είτε μέσα από ψήφους, ψηφίσματα, δικαστικούς αγώνες, πολιτική ανυπακοή, πολιτική βία ή ακόμα και μέσα από την κατάκτηση της εξουσίας -οτιδήποτε άλλο εκτός από την καταστροφή της) μπορούμε να προχωρήσουμε αυτή τη διαδικασία ακόμη περαιτέρω. Η έννοια της προόδου και η προσέγγιση των μερικών αιτημάτων, η οποία αποτελεί την πρακτική εφαρμογή της, αναδεικνύουν μια άλλη ποσοτική πτυχή της αριστερής αντίληψης του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι απλά ζήτημα μοιρών, [ζήτημα] της θέσης κάποιου κατά μήκος μια συνεχόμενης τροχιάς. Η σωστή ρύθμιση θα μας οδηγήσει «εκεί» (οπουδήποτε και αν βρίσκεται το «εκεί»). Μεταρρύθμιση και επανάσταση είναι απλά διαφορετικά επίπεδα της ίδιας δραστηριότητας. Τέτοιοι είναι οι παραλογισμοί της αριστεράς, η οποία παραμένει τυφλή στις συντριπτικές αποδείξεις πως η μοναδική τροχιά στην οποία βρισκόμαστε, τουλάχιστον από την άνοδο του καπιταλισμού και του βιομηχανικού συστήματος, είναι η αυξανόμενη φτωχοποίηση της ύπαρξης και αυτό δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί.

Η προσέγγιση των μερικών αιτημάτων και η πολιτική ανάγκη για κατηγοριοποίηση οδηγεί επίσης την αριστερά στο να αξιολογεί τους ανθρώπους με βάση το αν αποτελούν μέλη διαφόρων καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων ομάδων όπως «εργάτες», «γυναίκες», «έγχρωμοι», «γκέι και λεσβίες» και πάει λέγοντας. Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι η βάση της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η πολιτική των ταυτοτήτων είναι αυτή η ειδική μορφή ψεύτικης αντιπαράθεσης, στην οποία οι καταπιεσμένοι διαλέγουνε να ταυτιστούνε με μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία μέσω της οποίας η καταπίεσή τους ενισχύεται σαν μια υποτιθέμενη δράση αψήφησης της καταπίεσής τους. Στην πραγματικότητα, η συνεχόμενη ταύτιση με αυτόν το κοινωνικό ρόλο περιορίζει την ικανότητα αυτών που ασκούν την πολιτική των ταυτοτήτων να αναλύσουν τη κατάστασή τους στη κοινωνία εις βάθος και να δράσουν ως άτομα ενάντια στη καταπίεσή τους. Συνεπώς αυτό εγγυάται τη συνέχιση των κοινωνικών σχέσεων που προκαλούν τη καταπίεσή τους. Αλλά μόνο ως μέλη κατηγοριών αυτοί οι άνθρωποι είναι χρήσιμα πιόνια στους πολιτικούς ελιγμούς της αριστεράς, δεδομένου ότι τέτοιες κοινωνικές κατηγορίες αναλαμβάνουν το ρόλο ομάδων πίεσης και εξουσίας εντός της δημοκρατικής δομής.

Η πολιτική λογική της αριστεράς με τις οργανωτικές της προϋποθέσεις, την υιοθέτηση της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης και την αξιολόγηση των ατόμων ως απλά μέλη κοινωνικών κατηγοριών, είναι από τη φύση της κολλεκτιβίστικη, καταστέλλοντας το άτομο ώς τέτοιο. Αυτό εκφράζεται μέσω του καλέσματος προς τα άτομα να θυσιάσουν τον εαυτό για τους ποικίλους σκοπούς, προγράμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Πίσω απ’ αυτά τα καλέσματα μπορεί κάποιος να εντοπίσει τις χειραγωγικές ιδεολογίες της συλλογικής ταυτότητας, της συλλογικής ευθύνης και της συλλογικής ενοχής. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας «προνομιούχας» ομάδας -«στρέιτ», «λευκοί», «άντρες», «πρωτοκοσμικοί», «μεσοαστοί»- θεωρούνται υπεύθυνα για όλη την καταπίεση που αποδίδεται σε αυτήν την ομάδα. Αυτοί λοιπόν χειραγωγούνται με το να δρουν έτσι ώστε να εξιλεωθούνε απ’ αυτά τα «εγκλήματα», παρέχοντας υποστήριξη άνευ κριτικής στα κινήματα εκείνων που είναι πιο καταπιεσμένοι απ’ οτι οι ίδιοι. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας καταπιεσμένης ομάδας χειραγωγούνται με το να δέχονται μια συλλογική ταυτότητα στα πλαίσια μιας υποχρεωτικής «αλληλεγγύης» -γυναικεία αδελφότητα, εθνικισμός μαύρων, queer ταυτότητα κ.τ.λ. Αν αυτοί απορρίψουν ή κριτικάρουν βαθιά και ριζοσπαστικά αυτή την ομαδική ταυτότητα, αυτό ισούται με την αποδοχή της δικιάς τους καταπίεσης. Στην πραγματικότητα το άτομο που δρα μόνος του ή μόνη της (ή μόνο με αυτούς που έχει αναπτύξει αληθινή εγγύτητα) ενάντια στην καταπίεσή του/της και την εκμετάλλευση όπως τη βιώνει στη ζωή του/της, κατηγορείται για «αστικό ατομικισμό», παρά το γεγονός πως παλεύει ακριβώς ενάντια στην αλλοτρίωση, στο διαχωρισμό και τον ατομισμό, που είναι έμφυτο αποτέλεσμα της συλλογικής αλλοτριωμένης κοινωνικής δραστηριότητας την οποία το κράτος και το κεφάλαιο -η επονομαζόμενη «αστική κοινωνία»- μας επιβάλλει.

Επειδή η αριστερά είναι η ενεργή αντίληψη του κοινωνικού αγώνα ως πολιτικό πρόγραμμα, είναι ιδεολογική από πάνω μέχρι κάτω. Ο αγώνας που διεξάγει η αριστερά δε γεννιέται από τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα όνειρα των εκμεταλλευόμενων, καταπιεσμένων, κυριαρχημένων και αποστερημένων ατόμων αυτής της κοινωνίας. Δεν πρόκειται για τη δραστηριότητα των ανθρώπων που πασχίζουν να επανοικειοποιηθούν τη ζωή τους και αναζητούν τα απαραίτητα εργαλεία για να το κάνουν. Αντιθέτως είναι ένα διατυπωμένο πρόγραμμα στα μυαλά των αριστερών ηγετών ή στις οργανωτικές συναντήσεις, που υπάρχει πέρα και πριν από τους ατομικούς αγώνες των ανθρώπων και στο οποίο αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να υποταχθούν. Όποιο και αν είναι το σύνθημα του προγράμματος -σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός, αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών, Αφρικανοί, δικαιώματα των ζώων, απελευθέρωση της γης, πριμιτιβισμός, εργατική αυτοδιαχείρηση κ.τ.λ. κ.τ.λ.- δεν παρέχει ένα εργαλείο για τα άτομα ώστε να το χρησιμοποιήσουν στους δικούς τους αγώνες ενάντια στη κυριαρχία, παρά απαιτεί από τα άτομα να ανταλλάξουν την κυριαρχία της άρχουσας τάξης με την κυριαρχία του αριστερού προγράμματος. Με άλλα λόγια απαιτεί από τα άτομα να συνεχίσουν να εγκαταλείπουν την ικανότητά τους να καθορίζουν τη δική τους ύπαρξη.

Στα καλύτερά της, η αναρχική προσπάθεια ήταν από πάντα η συνολική μετατροπή της ύπαρξης βασισμένη στην επανοικιοποίηση της ζωής από κάθε άτομο ξεχωριστά που συναναστρέφεται ελεύθερα με άλλους της επιλογής του. Αυτό το όραμα μπορεί να βρεθεί στα πιο ποιητικά γραπτά σχεδόν κάθε γνωστού αναρχικού, και είναι αυτό που έκανε τον αναρχισμό «τη συνείδηση της αριστεράς». Αλλά ποια η χρησιμότητα του να είναι κανείς η συνείδηση ενός κινήματος το οποίο δεν μοιράζεται και δεν μπορεί να μοιραστεί το εύρος και το βάθος των ονείρων του, αν αυτός επιθυμεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του; Στην ιστορία του αναρχικού κινήματος αυτές οι κοντινότερες στην αριστερά προοπτικές και πρακτικές, όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός και ο πλατφορμισμός, εμπεριείχαν πάντα πολύ λιγότερο το όνειρο και πολύ περισσότερο το πρόγραμμα. Τώρα που η αριστερισμός έχει πάψει να είναι μια διακριτά σημαντική δύναμη από την υπόλοιπη πολιτική σφαίρα, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, είναι σίγουρο οτι δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσουμε να κουβαλάμε αυτή τη μυλόπετρα γύρω απ’ το λαιμό μας. Η συνειδητοποίηση των αναρχικών ονείρων, των ονείρων κάθε ατόμου ικανού ακόμα να ονειρεύεται και να επιθυμεί ανεξάρτητα, να είναι αυτόνομος δημιουργός της δικιάς του ύπαρξης, απαιτεί μια συνειδητή και αυστηρή ρήξη με την αριστερά. Στο ελάχιστο αυτή η ρήξη θα σήμαινε:

1. Την απόρριψη μιας πολιτικής αντίληψης του κοινωνικού αγώνα, μια αναγνώριση πως ο επαναστατικός αγώνας δεν είναι ένα πρόγραμμα, αλλά αντιθέτως είναι ο αγώνας για την ατομική και την κοινωνική επανοικιοποίηση της ολότητας της ζωής. Ως τέτοια είναι από τη φύση της αντί-πολιτική. Με άλλα λόγια, αντιτίθεται σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης -και κάθε μέθοδο αγώνα- στην οποία οι αποφάσεις για το πως να ζεις και να αγωνίζεσαι είναι διαχωρισμένες από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων, άσχετα με το πόσο δημοκρατική και συμμετοχική μπορεί να είναι αυτή η διαχωρισμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

2. Την απόρριψη του οργανωτισμού, εννοώντας με αυτό την απόρριψη της ιδέας πως κάποια οργάνωση μπορεί να αντιπροσωπεύσει εκμεταλλευόμενα άτομα ή ομάδες, τον κοινωνικό αγώνα, την επανάσταση ή την αναρχία. Επομένως την επιπλέον απόρριψη των επίσημων οργανώσεων -κομμάτων, ενώσεων, ομοσπονδιών και των ομοίων τους- οι οποίες, εξαιτίας της προγραμματικής τους φύσης, αναλαμβάνουν ένα τέτοιο ρόλο αντιπροσώπευσης. Αυτό δεν σημαίνει την απόρριψη της ικανότητας να οργανώνεις συγκεκριμένες δραστηριότητες απαραίτητες για τον επαναστατικό αγώνα, αλλά κυρίως την απόρριψη της υποβολής της οργάνωσης εργασιών και σχεδίων στο φορμαλισμό ενός οργανωτικού προγράμματος. Το μόνο έργο που έχει φανεί μέχρι τώρα να απαιτεί επίσημη οργάνωση είναι η ανάπτυξη και η διατήρηση μιας επίσημης οργάνωσης.

3. Την απόρριψη της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης. Την απόρριψη της οπτικής πως ο αριθμός των οπαδών μιας υπόθεσης, ιδέας ή προγράμματος είναι αυτό που καθορίζει τη δύναμη του αγώνα, περισσότερο από ότι η ποιοτική αξία της πρακτικής αγώνα ως επίθεση ενάντια στους θεσμούς κυριαρχίας και ως επανοικειοποίηση της ζωής. Την απόρριψη κάθε θεσμοποιημένου ή τυποποιημένου τρόπου λήψης αποφάσεων και στην πραγματικότητα κάθε αντίληψης που αντιλαμβάνεται τους τρόπους λήψης αποφάσεων σαν μια στιγμή διαχωρισμένη από τη ζωή και την πρακτική. Την απόρριψη επιπλέον της ευαγγελιστικής μεθόδου που πασχίζει να κατακτήσει τις μάζες. Μια τέτοια μέθοδος θεωρεί πως η θεωρητική εξερεύνηση έχει ένα τέλος, πως κάποιος έχει την απάντηση στην οποία όλοι πρέπει προσκολληθούν και πως επομένως κάθε μέθοδος είναι αποδεκτή για τη διάδοση του μηνύματος, ακόμα και αν αυτή η μέθοδος αντικρούει ό,τι λέμε. Αυτό οδηγεί κάποιον στο να αναζητά ακολουθητές που αποδέχονται τη θέση του παρά συντρόφους και συνεργούς με τους οποίους να συνεχίσει τις εξερευνήσεις του. Αντιθέτως αναφέρομαι στην πρακτική όχι του να πασχίζεις να εκτελέσεις τα σχέδια κάποιου, όσο καλύτερα μπορείς με τρόπο συνεπή στις ιδέες, επιθυμίες και όνειρα αυτού του κάποιου, αλλά να προσελκύεις εν-δυνάμει συνενόχους με τους οποίους να αναπτύσσεις σχέσεις εγγύτητας και να επεκτείνεις τη πρακτική της εξέγερσης.

4. Την απόρριψη του να εκφράζεις αιτήματα προς τους εξουσιαστές επιλέγοντας καλύτερα μια πρακτική άμεσης δράσης και επίθεσης. Την απόρριψη της ιδέας πως μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία μας για αυτοπροσδιορισμό μέσα από μερικά αιτήματα τα οποία, στην καλύτερη, προσφέρουν μόνο μια προσωρινή βελτίωση της βλαβερότητας της κοινωνικής τάξης του κεφαλαίου. Την αναγνώριση της αναγκαιότητας να επιτεθούμε σ’ αυτή τη κοινωνία στο σύνολό της, να επιτύχουμε μια πρακτική και θεωρητική γνώση σε κάθε επιμέρους αγώνα του συνόλου που πρέπει να καταστραφεί. Με τον ίδιο τρόπο, την ικανότητα να βλέπουμε τι είναι δυνητικά επαναστατικό -τι έχει μετατοπιστεί πέρα από τη λογική των αιτημάτων και των μερικών αλλαγών- στους μερικούς κοινωνικούς αγώνες, από τη στιγμή, που τελικά κάθε ριζοσπαστική, εξεγερτική ρωγμή έχει πυροδοτηθεί από έναν αγώνα που άρχισε σαν μια προσπάθεια να κερδίσει μερικά αιτήματα, ο οποίος όμως μετατοπίστηκε στην πράξη από το να απαιτεί ό,τι ήταν επιθυμητό στο να το αδράξει και με το παραπάνω.

5. Την απόρριψη της ιδέας της προόδου, της ιδέας πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας βελτίωσης που μπορούμε να εξελίξουμε ακόμη περισσότερο, πιθανώς μέχρι και την αποθέωση της, αν προσπαθήσουμε. Την αναγνώριση πως η τωρινή τροχιά -την οποία οι κυβερνώντες και η πιστή ρεφορμιστική και «επαναστατική» αντιπολίτευσή τους αποκαλούν «πρόοδο»- είναι από τη φύση της επιβλαβής για την ατομική ελευθερία, την ελεύθερη συναναστροφή, τις υγιείς ανθρώπινες σχέσεις, την ολότητα της ζωής και του ίδιου του πλανήτη. Την αναγνώριση πως αυτή η τροχιά πρέπει να οδηγηθεί σε ένα τέλος και νέοι τρόποι ζωής και συσχετισμού πρέπει να αναπτυχθούν αν σκοπεύουμε στην πλήρη αυτονομία και ελευθερία. (Αυτό δεν οδηγεί απαραίτητα σε μια απόλυτη απόρριψη της τεχνολογίας και του πολιτισμού, και μια τέτοια απόρριψη δεν αποτελεί την τελική γραμμή της ρήξης με την αριστερά, αλλά η απόρριψη της προόδου σίγουρα σημαίνει μια επιθυμία να εξετάσουμε και να αμφισβητήσουμε σοβαρά και κριτικά τον πολιτισμό και την τεχνολογία, και ειδικότερα τη βιομηχανοποίηση. Αυτοί που δεν επιθυμούν να αναδεικνύουν τέτοια ερωτήματα το πιθανότερο είναι να συνεχίσουν να διατηρούν το μύθο της προόδου.)

6. Την απόρριψη της πολιτικής των ταυτοτήτων. Την αναγνώριση πως, ενώ ποικίλες ομάδες εκμεταλλευόμενων βιώνουν την αποστέρησή τους με τρόπους ανάλογους με την καταπίεση τους και η ανάλυση αυτών των ιδιαιτεροτήτων είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε πλήρως πως λειτουργεί η κυριαρχία, παρ’ όλα αυτά, η αποστέρηση είναι η κατεξοχήν αρπαγή της ικανότητας από καθέναν από μας σαν άτομα να δημιουργούμε τις ζωές μας με τους δικούς μας όρους σε ελεύθερη συναναστροφή με άλλους. Η επανοικειοποίηση της ζωής σε κοινωνικό επίπεδο, όπως και η πλήρης επανοικειοποίηση της σε ατομικό επίπεδο, μπορεί να συμβεί μόνο όταν σταματήσουμε να ταυτίζουμε τους εαυτούς μας κυρίως με όρους κοινωνικών ταυτοτήτων.

7. Την απόρριψη του κολεκτιβισμού, της υποταγής του ατόμου στην ομάδα. Την απόρριψη της ιδεολογίας της συλλογικής ευθύνης (μια απόρριψη που δεν σημαίνει την άρνηση κοινωνικής ή ταξικής ανάλυσης, αλλά απομακρύνει την ηθική κριτική από μια τέτοια ανάλυση και αρνείται την επικίνδυνη πρακτική του να κατηγορείς άτομα για δραστηριότητες που έχουν γίνει στο όνομα μιας κοινωνικής κατηγορίας ή έχουν αποδοθεί σε αυτή και της οποίας θεωρούνται πως αποτελούν κομμάτια, κάτι όμως για το οποίο αυτοί δεν είχανε καμία επιλογή -π.χ. «Εβραίοι», «γύφτοι», «αρσενικοί», «λευκοί» κ.τ.λ.). Την απόρριψη της ιδέας πως ο καθένας, είτε εξαιτίας κάποιου «προνομίου» είτε εξαιτίας του οτι υποτίθεται πως είναι μέλος σε μια ξεχωριστή καταπιεζόμενη ομάδα, οφείλει άνευ κριτικής αλληλεγγύη σε κάθε αγώνα ή κίνημα και την αναγνώριση πως μια τέτοια αντίληψη είναι μια μεγάλη παρεμπόδιση σε οποιαδήποτε σοβαρή επαναστατική διαδικασία. Τη δημιουργία συλλογικών σχεδίων και δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των εμπλεκόμενων ατόμων και όχι το αντίστροφο. Την αναγνώριση πως η θεμελιώδης αλλοτρίωση που επιβάλλεται από το κεφάλαιο δεν βασίζεται σε καμία υπέρ-ατομικιστική ιδεολογία που ίσως προωθεί, αλλά προκύπτει περισσότερο από το συλλογικό σχέδιο παραγωγής που αυτό επιβάλλει, το οποίο απαλλοτριώνει τις ατομικές δημιουργικές μας ικανότητες για να εκπληρώσει τους στόχους του. Την αναγνώριση της ελευθερίας κάθε ατόμου ξεχωριστά να μπορεί να καθορίζει τις συνθήκες ύπαρξης του/της με ελεύθερη συναναστροφή με άλλους της επιλογής του/της -π.χ. την ατομική και την κοινωνική επανοικειοποίηση της ζωής- σαν το πρωταρχικό στόχο της επανάστασης.

8. Την απόρριψη της ιδεολογίας, δηλαδή, την απόρριψη κάθε προγράμματος, ιδέας, αφαίρεσης, ιδανικού ή θεωρίας που τοποθετείται πάνω από τη ζωή και τα άτομα σαν ένα κατασκεύασμα το οποίο πρέπει να υπηρετούν. Την απόρριψη επομένως του Θεού, του Κράτους, του Έθνους, της Φυλής κ.τ.λ. αλλά επίσης του Αναρχισμού, του Πριμιτιβισμού, του Κομμουνισμού, της Ελευθερίας, της Λογικής, του Ατόμου κ.τ.λ. όταν αυτά γίνονται ιδανικά στα οποία κάποιος θυσιάζει τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του, τα όνειρά του. Τη χρήση των ιδεών, θεωρητικών αναλύσεων και την ικανότητα να σκέφτεται κανείς λογικά, αφαιρετικά και κριτικά, ως εργαλεία για να πραγματοποιήσει τους στόχους του, για επανοικειοποιηθεί τη ζωή και να δρα ενάντια σε οτι στέκεται στο δρόμο αυτής της επανοικειοποίησης. Την άρνηση των εύκολων απαντήσεων που έρχονται να λειτουργήσουν σαν παρωπίδες στις προσπάθειες κάποιου να εξετάσει την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει, για χάρη της συνεχούς αμφισβήτησης και θεωρητικής εξερεύνησης.

Όπως το βλέπω, αυτά είναι που αποτελούνε μια αληθινή ρήξη με την αριστερά. Όπου λείπουν οι παραπάνω απορρίψεις -είτε στη θεωρία είτε στη πράξη- σημαίνει ότι παραμένουν απομεινάρια της αριστεράς, και αυτό είναι ένα εμπόδιο στα σχέδια μας για απελευθέρωση. Από τη στιγμή που η ρήξη με την αριστερά βασίζεται στην αναγκαιότητα να ελευθερώσουμε την πρακτική της αναρχίας από τα όρια της πολιτικής, αυτό σίγουρα δεν είναι μια προσέγγιση προς τη δεξιά ή κάποιο άλλο τμήμα του πολιτικού φάσματος. Αποτελεί περισσότερο μια αναγνώριση πως ένας αγώνας για τη μετατροπή της ολότητας της ζωής, ένας αγώνας να πάρουμε πίσω τις ζωές μας, ως δικές μας σε μια συλλογική κίνηση για ατομική πραγμάτωση, μπορεί μόνο να παρεμποδιστεί από πολιτικά προγράμματα, «επαναστατικές» οργανώσεις και ιδεολογικές κατασκευές που απαιτούνε την υπηρεσία μας, επειδή αυτές, όπως το κράτος και το κεφάλαιο, απαιτούνε να δώσουμε τις ζωές μας σ’ αυτά, και όχι να τις πάρουμε στα χέρια μας. Τα όνειρα μας είναι πολύ μεγαλύτερα από τα στενά όρια των πολιτικών σχεδιασμών. Είναι καιρός τώρα να αφήσουμε πίσω μας την αριστερά και να συνεχίσουμε τον κεφάτο δρόμο μας προς το άγνωστο της εξέγερσης και της δημιουργίας γεμάτων και αυτοπροσδιοριζόμενων ζωών.

Η Έσχατη Βεβήλωση

Αναδημοσίευση από Έρεβος:

Μιλάει ένας γυμνοσοφιστής

«…το ιερό, είναι το γόνιμο έδαφος κάθε ιδεολογίας….» – Αλφρέντο Μ. Μπονάννο

Όταν ο άνθρωπος άρχισε να μιλάει στον εαυτό του, έκανε τα πρώτα του βήματα σε έναν καινούργιο κόσμο. Πλέον, η σκέψη του δεν ήταν αποκλειστικά δεμένη με την αισθητική του δραστηριότητα – απέκτησε δική της ζωή. Ένας «πνευματικός κόσμος», ένας «geistwelt», με νοητικές συλλήψεις για τα πλάσματά του, έστησε το σπίτι του στο κεφάλι του ανθρώπου και έμεινε εκεί.

Νομίζω πως ήταν ο λόγος[1] που απελευθέρωσε τη σκέψη. Ο λόγος δεν είναι απλά περιγραφικός, είναι δημιουργικός. Επομένως, δεν αποτυπώνουμε απλά, φαντασιωνόμαστε. Αποκόπτουμε τις ιδέες από τις ρίζες τους και τις χειραγωγούμε, μετατρέποντάς τες σε έργα τέχνης αποκλειστικά δικά μας.

Καθώς αυτή η ικανότητα ανθούσε μέσα στον άνθρωπο, εκείνος βρέθηκε περικυκλωμένος από το μυστήριο, τον πρώτο πυλώνα του ιερού. Κι έτσι, ξεκίνησε, μάλλον φυσικά, να γεμίζει τα κενά της κατανόησής του, εκείνα τα μέρη που η στοχαστική του ικανότητα δε μπορούσε να φτάσει, με τη φαντασία. Από κει και μετά, αρχίζει να δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ του ιδανικού και του πραγματικού. Όμως, ο άνθρωπος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, καθώς ο άκριτος νους του θεωρεί πως η φανταστική τάξη και η φυσική τάξη[2] βρίσκονται σε αντιστοιχία.

Μέσω μιας διαλεκτικής διαδικασίας μεταξύ του περιβάλλοντος και του μυστηριώδους κενού σκέψης, κάθε κοινότητα αναπτύσσει μια διακριτή κουλτούρα. Με αυτό, εννοούμε ένα σύνολο ιδεών, αντιλήψεων, πρακτικών και εθίμων, γύρω από το οποίο περιστρέφεται η κοινότητα και το οποίο αποτελεί γι’ αυτήν το δεύτερο πυλώνα του ιερού.

Όμως, τι είναι αυτό το «ιερό» για το οποίο μιλάω; Είναι ένα πνευματικό φάντασμα, που σηκώνει ένα παραπέτασμα ισχύος επί του αντικειμένου, που διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στο άτομο και στην, ας πούμε, «ιδιαιτερότητά»[3] του. Είναι «μια ιδέα που έχει θέσει τον άνθρωπο υπό το ζυγό της»[4], ένα πνεύμα που απαιτεί υποταγή, ένας μονάρχης εναντίον του οποίου κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να εξεγερθεί, πόσο μάλλον να διαπράξει τη μέγιστη εκ των ιεροσυλιών, να καταφύγει, δηλαδή, στο βλάσφημο απογυμνωμένο ατομικό εαυτό[5].

Ναι, απογύμνωση, είναι ο τέλειος ορισμός γι’ αυτό το οποίο λέω[6]. Η θέληση μου, η επιθυμία μου, η ανάγκη μου, τι μπορεί να είναι πάνω από αυτές; Δεν είμαι περιουσία της κουλτούρας και της ηθικής – αυτές είναι περιουσία μου και παίρνουν οποιαδήποτε μορφή και τις χρησιμοποιώ όπως εγώ θέλω, γιατί δεν υπάρχει κανένα «ιερό πνεύμα», κανένα μεταφυσικό «δικαίωμα», το οποίο οφείλω να προσκυνάω. Σωστή κουλτούρα, καλή ηθική, ανώτερος χαρακτήρας; Ανοησίες! Όπως ο «Θεός» και αυτές οι συλλήψεις βρίσκονται στον πνευματικό κόσμο της σκέψης. Κοιτάξτε τη φύση, βλέπετε καμιά ηθική στην οποία να συμμορφώνονται τα ζώα; Όχι, απλά ικανοποιούν τις ορέξεις τους όπως μπορούν, χωρίς να σκοτίζονται με αφηρημένες σκέψεις. Αυτές οι αξίες δεν είναι εγγενείς στη φύση, γι’ αυτό κάποιος μπορεί να βρει ελάχιστες αναφορές γι’ αυτές στην επιστήμη, η οποία ακολουθεί μια περιγραφική αρχή.

Επεκτείνοντας τη μεταφορά της απογύμνωσης, θα μπορούσαμε να πούμε πως όλοι οι ιδεολογικοί διαξιφισμοί είναι, τελικά, για το πώς θα ντύσουμε τον άνθρωπο. Όπως φαίνεται, το προφανές γεγονός πως τα ρούχα δε δημιουργούν τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος δημιουργεί τα ρούχα, παραβλέπεται σχεδόν καθολικά είτε γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο ηλίθιοι για να συνειδητοποιήσουν κάτι τόσο βασικό είτε γιατί δε μπορούν να αντέξουν την ιδέα του γυμνού εαυτού τους και έτσι, ντύνουν την οντολογική τους ταπεινοφροσύνη με ιδεολογικά φύλλα συκής.

Έτσι, ο όρθιος πίθηκος πορεύεται κατεχόμενος, εκπολιτισμένος, μπλεγμένος στο δικό του μύθο, πάντα πιστός στους πνευματικούς του αφέντες. Παπάδες κοσμούν κάθε γωνία, ο καθένας τους θέλει να μας σώσει από τους εαυτούς μας, να μας επιμορφώσει σύμφωνα με το ευαγγέλιό του – μια μεσσιανική πανούκλα μαστίζει τον πολιτισμό.

Αλλά, αρκετά με αυτές τις όμορφες φαντασιοπληξίες. Αυτό που προτάσσω εδώ είναι απλό: ο μηδενισμός. Ή για να το θέσω αλλιώς: την έσχατη βεβήλωση.

Ο μηδενισμός γίνεται αντιληπτός από πολλούς ως μια δαιμονική επιρροή. Είναι ο μαινόμενος ταύρος εν υαλοπωλείο, του οποίου η έξαψη δε σταματάει πριν γίνουν όλα σκόνη. Εν συντομία, είναι κάτι που εξισώνεται με το ριζοσπαστικό πεσιμισμό. Χωρίς αμφιβολία, δεν είμαι ο ιδανικός άνθρωπος για να τον υπερασπιστεί από αυτήν την κατηγορία, καθώς έχω ήδη ανενδοίαστα αποκαλύψει τις πεσιμιστικές μου θέσεις σε άλλα κείμενα. Όμως, αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε μια πλάνη, σύμφωνα με την οποία για να κάνω μια ενέργεια, μια επιλογή και να είναι αυτή δικαιολογημένη και άξια σημασίας, πρέπει να πατάει πάνω στο ιερό, σε κάποιου είδους απόλυτο, το οποίο προδιαγράφει τη θέλησή μου. Όσο και αν οι άνθρωποι συνεχώς φλυαρούν για την ελευθερία ως τον ύψιστο σκοπό τους, μόλις αναφέρεις το μηδενισμό, που πρακτικά βιωμένος είναι η ύψιστη έκφραση της ελευθερίας, καθώς αποφεύγει αντιλήψεις όπως την «υποχρέωση», το «καθήκον», την «αιτιολόγηση» κλπ, αντιμετωπίζεις κατηγορίες ασυγχώρητης ανταρσίας και απανθρωπιάς. Ναι, ο μηδενισμός είναι απάνθρωπος, όσο οι τρόποι με τους οποίους ορίζουμε την ανθρωπιά μας, με τους οποίους ξεχωρίζουμε τους εαυτούς μας από το ζωικό βασίλειο, αναφέρονται στο πνεύμα, δηλαδή στον κόσμο των ιδεών, στη φαντασμαγορία, η οποία είναι η θεμέλια λίθος του «πολιτισμού», όπως τον κατανοούμε εμείς. Όταν οι πολιτικοί και το σινάφι τους μιλούν για «ελευθερία», εννοούν την πίστη σε κάποιο ιδανικό. Ακόμα και οι πιο προοδευτικές από τις διαδεδομένες αντιλήψεις περί ελευθερίας είναι, απλά, πίστη στις ιερές αρχές «ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη».

Ίσως αυτό να εννούσε ο Νίτσε, όταν, με τη δική του αντίληψη περί μηδενισμού, μιλούσε για την ανάγκη του ανθρώπου να εξελιχθεί στον «υπεράνθρωπο», στον μετα-άνθρωπο. Μπορούμε, μάλλον, να πούμε σωστά πως ο μηδενισμός όντως είναι απειλή για τον άνθρωπο, εάν θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως εκείνο το πλάσμα, που βρίσκεται κατεχόμενο από υπερβατικά ιδανικά και που σκέφτεται με απόλυτους όρους. Η υιοθέτηση του μηδενισμού σημαίνει την εγκατάλειψη της «ανθρωπότητας», της «πνευματικότητας», του «υπερεγώ», πείτε το όπως θέλετε, και την επιστροφή, όπως λένε κάποιοι, ή την εξέλιξη, όπως λένε άλλοι, στην κατάσταση του απογυμνωμένου πάθους και του αυθεντικού εγωισμού.

Θα πρέπει να είναι, πλέον, κατανοητό το γιατί ο Στίρνερ άσκησε κριτική σε εκείνους τους περήφανους ανθρώπους, που υποστήριζαν πως είχαν ξεπεράσει τη θρησκευτικότητα, αποκυρήσσοντάς τους ως «θεοσεβούμενους άθεους». Ναι, σίγουρα, αρνούνται το «Θεό» και την «ψυχή», αλλά συνεχίζουν να ορκίζονται πίστη στο ιερό, πλέον στη μορφή της «ανθρωπότητας», της «κοινωνίας», της «αρετής» ή κάποιας άλλης αφηρημένης έννοιας και να επιδίδονται σε κεκαλυμμένη μεταφυσική.

«Όμως», πετάγεται μια φωνή, «ο μηδενισμός πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί γιατί ληστεύει από τη ζωή το νόημά της!». Λοιπόν, δεν είναι ποτέ εντελώς σαφές ποιο είναι αυτό το νόημα, θεωρώ, όμως, ότι βασικά εννοεί έναν προκαθορισμένο σκοπό ή/και μια υπερβατική δικαίωση. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η απουσία αυτών των πραγμάτων μας τρομοκρατεί τόσο πολύ, γιατί αξιώματα όπως «τίποτα δεν είναι ιερό», ή «το δικαίωμα πηγάζει από τη δύναμη» παρουσιάζονται υστερικά ως παραδείγματα τρέλας, ενώ στην πραγματικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο. Υποθέτω πως αν κάποιος πήγαινε σε ένα άσυλο και προσπαθούσε να πείσει τους τρόφιιμους με ένα λογικό τρόπο, θα αντιμετωπιζόταν σαν τον Αντίχριστο. Είναι σαν να εξαρτάται όλη η αυτοπεποίθηση του ανθρώπου από τη δουλοπρέπειά του, στο ρόλο του ως όργανο για κάτι «μεγαλύτερο». Ίσως γιατί στην πραγματικότητα, ανεξαρτησία σημαίνει μοναξιά. Αν υπάρχω μόνο εγώ, αν οι πράξεις μου είναι μόνο δικές μου, είμαι απομονωμένος από τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους, με έναν τρόπο προφανώςαποφασιστικά άγευστο για τον άνθρωπο ως «πλάσμα κοινωνικό». Ναι, αυτό πρέπει να είναι: ο μηδενισμός κόβει τους δεσμούς που θεωρούνται βασικοί για την ύπαρξή μας στον κόσμο. Βέβαια, μπορεί να διαλύσει μόνο ιδέες, καταδεικνύοντας πως αυτοί οι δεσμοί είναι και ήταν πάντα αποκυήματα της φαντασίας. Αν δεν ήταν έτσι, ποιος θα μπορούσε να θεωρήσει το μηδενισμό «επικίνδυνο»;Φυσικά, η αλήθεια έχει την ύπουλη συνήθεια να διαλύει το ψέμα και όταν κάποιος έχει προσαρμόσει τη ζωή του στο ψέμα, ό,τι τον εκτρέπει από αυτό, το θεωρεί δικαίως μια καταστροφική επιρροή.

Όταν πρωτοασχολήθηκα με τις πολιτικοκοινωνικές επιπτώσεις του μηδενισμού, υπέθεσα, όπως και ο Στίρνερ, ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ένα είδος αναρχισμού. Γιατί αναρχισμός σημαίνει «χωρίς αρχή» και ο μηδενισμός υπονομεύει την ιερή δικαίωση της κοινωνικής εξουσίας. Όμως, επικοινωνώντας με αναρχικούς, κατάλαβα πως και ο αναρχισμός πέφτει στην ίδια παγίδα με όλες τις ιδεολογίες. Η απόρριψη από μέρους του των ιεραρχικών συστημάτων δεν είναι ριζωμένη (στο 99% των περιπτώσεων) στην απόρριψη της πνευματικής ιδεολογίας, αλλά περισσότερο σε ένα ηθικό σύστημα ισότητας. Όταν οι αναρχικοί λένε πως επιθυμούν ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος, εννοούν πως επιθυμούν να δώσει όρκο στις προαναφερθείσες ιερές αντιλήψεις του τριπτύχου «ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη». Επομένως, αυτή η σπάνια ράτσα των «εγωιστών» αναρχικών απορρίπτεται γιατί αυτοί δε δίνουν όρκο σε κανέναν πέρα του εαυτού τους. Ακόμα, όμως, και όταν γίνονται αποδεκτοί, είναι λόγω της πεποίθησης ότι ο εγωισμός ως πρακτική μπορεί να βοηθήσει στη συνειδητοποίηση των στόχων της ιερής τελολογίας.

Όταν οι αναρχικούν μιλούν για τη θέληση να μην υπάρχει «αφέντης», αντιλαμβάνονται τον «αφέντη» μόνο ως κάποιον που περιφέρεται με στολή ή στρατιωτικά διακριτικά και που μοιάζει αυστηρός και σοβαρός. Έτσι, ενώ απορρίπτουν περήφανα την εξουσία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο εντός των κοινωνικών σχέσεων, παρ’ όλα αυτά, επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι να βρίσκονται υπό την εξουσία του αγίου πνεύματος τουαναρχικού ιδανικού και να είναι όλοι χαμερπείς κόλακες μπροστά στο βωμό του ενάρετου τρόπου.

Όλη αυτή η ιερότητα, που βρίσκεται προσκολλημένη στον αναρχισμό, τον καθιστά ανίκανο να συνδεθεί με το μηδενισμό και την ανιερότητά[1] του. Προφανώς, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Θα πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι στον όρο «κοινωνικός μηδενισμός».

Πώς θα τον ορίζαμε, ώστε να γίνει ξεκάθαρα κατανοητός;Είναι μια κοινωνική φιλοσοφία ριζοσπαστικής ελευθερίας, η οποία αφαιρεί την εξουσία της αξιολόγησης από την αφηρημένη ιδέα και τους φιλοσόφους της και τη θέτει στην υπηρεσία της παθιασμένης ατομικότητας. Η δημιουργική θέληση κάθε μοναδικού προσώπου δε μπορεί, πλέον, να αξιολογείται με βάση απόλυτες αντιλήψεις. Όλη η κοινωνική αλληλεπίδραση και δόμηση -η κουλτούρα και η πολιτική- δε θα γεννώνται από την υποχρέωση και το καθήκον σε ιερές ηθικές και στόχους, αλλά από τα σκέτα «ναι» και «όχι» της ατομικής θέλησης. Αυτή είναι η μέθοδος χωρίς μέθοδο, το σύστημα χωρίς σύστημα.

Σημαίνει αυτό, θα πουν οι ιδεαλιστές, την απόλυτη, ανηλεή καταστροφή της κοινωνίας; Δε βλέπω το λόγο να σημαίνει κάτι τέτοιο. Σημαίνει, απλά, πως ο άνθρωπος αποφασίζει μόνος του για τις πράξεις τους και δεν του υπαγορεύονται από τις σελίδες κάποιου ιερού βιβλίου. Σημαίνει αυτό, όπως με φόβο προφητεύεται, το τέλος κάθε νόμου και τάξης; Όχι, σημαίνει πως κάθε νόμος και τάξη θα είναι ριζωμένα αποκλειστικά στη θέληση και τη δύναμη των ατόμων. Δε θα αντλούν τη δικαίωσή τους από τη φύση, το Θεό ή κάποιο άλλο απόλυτο που βρίσκεται πέρα από το άτομο, αλλά από εμένα και το δικό μου. Κάθε δικαίωμα,που ίσως έχει ένας άνθρωπος, δεν είναι έμφυτο λόγω κάποιας κοσμικής αρχής ή νόρμας, αλλά κερδισμένο από αυτόν γιατί το θέλει. Κάθε αντιπαράθεση αποδομείται ως το επίπεδο της αντιπαράθεσης με βάση την προτίμηση, όχι το καλό ή το κακό, το σωστό ή το λάθος. Κανένας δεν έχει την εξουσία να αποφασίζει για μένα χωρίς να το επιλέξω εγώ, γιατί κανείς δεν καταπατά τη θέλησή μου.

Για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του Hume, ο κοινωνικός μηδενισμός είναι η φιλοσοφία που απορρίπτει το οφείλειν και αγκαλιάζει το είναι.

Όμως, αυτός είναι ο σκόπελος. Δε μπορώ να σας αναγκάσω να ακολουθήσετε αυτήν τη φιλοσοφία, γιατί δε μπορώ να ισχυριστώ ότι της οφείλει κανείς πίστη. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Μηδενισμός είναι μια «αδύναμη» φιλοσοφία, εφόσον έχει παραδώσει στην πυρά όλον εκείνον τον ιδεαλισμό, που άλλοι τρόποι σκέψεις θα χρησιμοποιούσαν για να ενδυναμωθούν. Ως ιδεολογία της αντι-ιδεολογίας, βοηθά με ειρωνικό τρόπο στην ήττα της.  Επομένως, το παπαδαριό αυτού του κόσμου δε χρειάζεται να ανησυχεί, οι προειδοποιήσεις του Νίτσε ήταν πρόωρες, ο μηδενισμός δεν πρόκειται σύντομα να καταλάβει τον κόσμο –όσοι νομίζουν ότι το έχει κάνει ήδη δεν τον καταλαβαίνουν- και αυτό το σύγγραμμα θα αγνοηθεί παντελώς από τον τύπο. Ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.

Lee Paxton


[1]Εδώ η λέξη λόγος χρησιμοποιείται με την έννοια της γλώσσας (language στο πρωτότυπο)

[2]«ordo imaginalis» και «ordo naturalis» στο πρωτότυπο

[3]«caprice» στο πρωτότυπο

[4]Max Stirner – «Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του», κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ

[5]«naked self-hood» στο πρωτότυπο

[6] ΣτΣ. «Οι υπαρξιστές προσέγγισαν αυτήν την αντίληψη, όταν έλεγαν πως ο άνθρωπος «είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος». Αντίθετα, όμως, με αυτούς, εγώ δεν αρνούμαι την πιθανή ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή συγκεκριμένων ψυχο-βιολογικών παρορμήσεων, που οδηγούν τον άνθρωπο σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Όμως, αυτές δε σχετίζονται με τη συζήτησή μας, καθώς όταν δε μπορούμε να παρέμβουμε σε αυτές, δεν έχει νόημα η φιλοσοφική αναζήτηση για εναλλακτικές και όταν μπορούμε, δεν είναι δεσμευτικές και τελικά, δε μπορούν να εμποδίσουν την ανθρώπινη «ελευθερία».

[7] ΣτΣ. Ίσως , αν ο όρος δεν είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τους περιπλανώμενους γυμνιστές μυστικιστές του παρελθόντος, η γυμνοσοφία θα ήταν ένας κατάλληλος ορισμός, αφού «gymno”, σημαίνει γυμνός στα αρχαία Ελληνικά.

ΗΠΑ: Σαμποτάζ σε αστυνομικό τμήμα της Ολύμπια για την 11 Ιούνη

Είναι εύκολο και διασκεδαστικό πράγμα η επίθεση! Τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Ιούνη 2013 φρακάραμε με κόλλα τις κλειδωνιές κι ένα αριθμητικό πληκτρολόγιο πάνω σε δύο πόρτες του αστυνομικού υποσταθμού στις δυτικές γειτονιές της Ολύμπια. Πραγματικά δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Με γάντια, μάσκες και δυο σωληνάρια κόλλας στιγμής, ήμασταν σε θέση ν’ αχρηστεύσουμε παντελώς τις κλειδαριές. Μια μικρή ποσότητα κόλλας που τρυπώνει μες στην κλειδαρότρυπα φτάνει αλάργα, κι είναι γρήγορη κι αθόρυβη. Σας περισσεύει καμιά ωρίτσα μες στη σκοτεινιά της νύχτας; Ε τότε, μπορείτε να το κάνετε κι εσείς αυτό, κι αρκετά εύκολα μάλιστα.

Η 11η Ιούνη είναι η διεθνής μέρα αλληλεγγύης στον Έρικ ΜακΝτέιβιντ, στη Μαρί Μέισον και σε άλλους φυλακισμένους αναρχικούς με μακροχρόνιες ποινές. Ο Έρικ ΜακΝτέιβιντ έχει ήδη εκτίσει 7 χρόνια από μια 20ετή ποινή για το έγκλημα σκέψης της «συνωμοσίας», αφότου παγιδεύτηκε από μία πληρωμένη πληροφοριοδότρια της κυβέρνησης που ’ναι γνωστή μονάχα ως «Άννα». Η Μαρί Μέισον έχει καθίσει μέσα 5 χρόνια, έχοντας λάβει 22ετή ποινή επειδή συμμετείχε σε δράσεις που προκάλεσαν φθορές σε γραφείο που συνδέεται με έρευνες για γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, καθώς και καταστροφή μιας παρτίδας μηχανημάτων υλοτομίας.

Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί τρόποι για να στηρίξει κανείς φυλακισμένα συντρόφια. Εμείς απόψε επιλέξαμε να επιτεθούμε σ’ ένα σύμβολο του κρατικού ελέγχου προκειμένου να στείλουμε ένα μικρό χαιρετισμό αλληλεγγύης και συνενοχής στη Μαρί και στον Έρικ. Η αστυνομία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ίδιου συστήματος που άρπαξε τη Μαρί και τον Έρικ μακριά απ’ τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα και τους κρατάει σ’ ένα κλουβί. Η αστυνομία είναι τα σκυλιά που φυλάνε τον καπιταλισμό, ο οποίος εξαρτάται απ’ την αδιάκοπη επέκταση και την καταστροφή καθετί άγριου. Η αστυνομία μπορεί να κλειδώνει σε κλουβιά όσους κι όσες εξεγείρονται ενάντια στην άρχουσα τάξη ή απλά ονειρεύονται μια ζωή που ν’ αξίζει να βιωθεί, αλλά δεν μπορεί ποτέ να κλειδαμπαρώσει την οργή μας.

Ναι ρε, να τα κάνουμε όλα λίμπα!

αγάπη,
κάμποσα ανάρχια

Πηγή

Μπορείτε να βρείτε τις αναλήψεις ευθύνης και στο αρχείο.

Ενέργειες άμεσης δράσης για την απλευθέρωση των ζώων

ΗΠΑ: Σαμποτάζ σε φορτηγά εταιρίας θαλασσινών τροφίμων (Πόρτλαντ)

Σαμποτάραμε αρκετά φορτηγά της εταιρίας Ocean Beauty Seafood στη διεύθυνση 2450 NW 28th Avenue, στο Πόρτλαντ. Ανώνυμοι ακτιβιστές χρησιμοποίησαν μαχαίρια για να τρυπήσουν τα λάστιχα και έχυσαν αρκετές ούγιες vegan ζάχαρης στα ντεπόζιτα. Αυτά τα φορτηγά μεταφέρουν καθημερινά πτώματα, ελεύθερων κάποτε, πλασμάτων. Δεν υπάρχει τίποτα βιώσιμο ή που να τη δικαιολογεί, στην εκμετάλλευση της υδρόβιας ζωής. Κάποιοι ίσως να κριτικάρουν αυτή τη δράση ως λαθεμένη στρατηγική σχετικά με το μεγαλύτερο στόχο ενός ζωντανού πλανήτη. Αλλά η άμεση δράση είναι μια αναγκαιότητα και πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου. Η κακοποίηση των ζώων και η οικοκτονία δεν είναι ευπρόσδεκτες στη βορειοδυτική ακτή του Ειρηνικού.

Με αγάπη και οργή,

Κάποιοι ανώνυμοι σαμποτέρ

Πηγή

Γερμανία: Επίθεση σε εργαστήριο πειραμάτων (Βερολίνο)

Τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης, 22 Μαΐου πετάχτηκαν κόκκινες μπογιές στο Ινστιτούτο Robert Koch, στο Βερολίνο. Αυτές οι εγκαταστάσεις έχουν εργαστήριο πειραμάτων και είναι κομμάτι της γερμανικής κυβέρνησης. Πετάξαμε πέντε βόμβες μπογιάς λίγο πάνω από την κύρια είσοδο και γράψαμε \”κάτω τα χέρια από τα ζώα\” στο πεζοδρόμιο.

Πολλές ευχαριστίες στις ομάδες υποστηρικτών του ALF, η δουλειά σας μας δίνει κουράγιο και ασφάλεια!

ALF

Πηγή

Γαλλία: Απελευθέρωση τεσσάρων περιστεριών και καταστροφή κλουβιών και κυνηγετικού πύργου

Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που σου επιτεθήκαμε και δε θα είναι η τελευταία. Ξέρουμε ποιος είσαι και αν είσαι αυτός που στήνει τις παγίδες, ελπίζουμε να το διαβάσεις αυτό. Δε θα σταματήσουμε να καταστρέφουμε τα κλουβιά σου όσο αυτά υπάρχουν. Για όλους του ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ζώων που δε γνωρίζουν για αυτά τα κλουβιά για κοράκια και περιστέρια, η ιδέα είναι απλή: χρησιμοποιούν λίγα πουλιά μαζί με φαγητό και νερό για δόλωμα. Αυτά τα κλουβιά υποτίθεται πως πρέπει να κατεβαίνουν κάθε μέρα και να αδειάζονται με διάφορους τρόπους… Αυτά τα κλουβιά πρέπει να καταστραφούν και μπορούν να βρεθούν σε πολλές αγροτικές περιοχές, εκτός οπτικού πεδίου, συχνά στα γύρω δάση ή σε καλά κρυφά σημεία.

Μέχρι να αδειάσουν όλα τα κλουβιά.

ALF

Πηγή

ΗΠΑ: Βανδαλισμός εταιρίας κρεάτων (Όρεγκον)

Την  άνοιξη του 2013, μπήκαμε παράνομα στην ιδιοκτησία της εταιρίας Pat\’s Quality Wholesale Meats στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Πολλά λάστιχα σκίστηκαν και καταστράφηκαν, αρκετά ντεπόζιτα γέμισαν με καυστικές ουσίες και κλειδαριές γεμίστηκαν με υγρό ατσάλι.

Πρόκειται για μια εταιρία που κερδίζει από την υποδούλωση, το βασανισμό και τη δολοφονία αισθανόμενων όντων. Δεν προσπαθούν καν να κρυφτούν πίσω από την αηδιαστική πράσινη καπιταλιστική πρόφαση της \”τοπικής επιχείρησης\” και του \”βιώσιμου\”. Η βιομηχανία κρέατος είναι μια οικολογική καταστροφή για την οποία δισεκατομμύρια ζώα υποφέρουν και πεθαίνουν.

Τα δάκρυα μας δεν είναι αρκετά. Αναλάβετε δράση.

Πηγή

Μπορείτε να βρείτε τις αναλήψεις ευθύνης και στο αρχείο.

Η.Π.Α: Βανδαλισμός καταστήματος που πουλάει γούνα αλεπούς (Πόρτλαντ, Όρεγκον)

Στις κλειδαριές του καταστήματος Metro Body Piercing στην λεωφόρο Hawthorne στο Πόρτλαντ, τοποθετήθηκε κόλλα τέσσερις φορές μέσα σε τρεις εβδομάδες. Χωρίς αμφιβολία, αυτό τους κόστισε εκατοντάδες δολάρια σε επισκευές.

Metro είναι δική σου επιλογή.  Αν συνεχίσεις να πουλάς ουρές αλεπούς, να περιμένεις περισσότερα και εντονότερα σαμποτάζ. Δε θα καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια ανεχόμενοι την εκμετάλλευση της άγριας ζωής.

Οι αλεπούδες στα εκτροφεία, τρελαίνονται από τις εκεί συνθήκες.  Βρίσκονται φυλακισμένες μέσα στην ίδια τους τη βρώμα.  Πηγαίνουν νευρικά πέρα-δώθε και ονειρεύονται την ελευθερία που απλά δε μπορούν να έχουν. Είμαστε οι φωνή τους.

Για εκείνους που δε μπορούν να μιλήσουν, Για την απελευθέρωση, Για την άγρια φύση,

Αντισπισιστές από το Όρεγκον

Μετάφραση Parabellum, Πηγή

Μπορείτε να βρείτε τις αναλήψεις ευθύνης και στο αρχείο.

Επιστροφή Στο Πρωτόγονο

Αναδημοσίευση από το Indymedia, πηγή totalxliberation

Ένα νέο κείμενο του Walter Bond μέσα από την φυλακή, στο οποίο μιλάει για την καταπίεση που εξαπολύει από τις απαρχές της γέννησης του ο πολιτισμός και η προηγμένη τεχνολογία και βιομηχανία. Όταν ο καιρός έχει φτάσει για δύο μόνο επιλογές, πρέπει επιτέλους να διαλέξουμε. Είτε θα αφεθούμε στην αδράνεια και θα δούμε την κατάρρευση του πολιτισμού από την τηλεόραση, είτε θα ξεσηκωθούμε και θα απαντήσουμε σε αυτόν τον αιώνιο πόλεμο που έχει κηρύξει εναντίον της γης και όλων των έμβιων πλασμάτων της. Πρωτότυπο στα αγγλικά στην σελίδα υποστήριξης του Walter.

 

WALTER EDMUND BOND (37096013)

4/15/2013 10:03:10 AM

Επιστροφή Στο Πρωτόγονο

Ο πολιτισμός είναι ένα σύμπλεγμα. Εισβάλει στις κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις, προδιαθέτει τις επιθυμίες μας και μας διαχωρίζει από τον φυσικό κόσμο. Ο βιομηχανικός πολιτισμός και η υψηλή τεχνολογία ερεθίζει ακόμα παραπάνω τους διχασμούς και τους βαθύς διαχωρισμούς. Η βιομηχανία, η κατανάλωση και η παραγωγή είναι ο όλεθρος για το περιβάλλον, οι καταστροφείς των δασών, ο λόγος για την ανεξήγητη νεύρωση και καλλιεργεί το ίδιο σκεπτικό πλαίσιο της αποσύνδεσης που επέτρεψε τους Ναζί να λειτουργούν τα στρατόπεδα του θανάτου την μέρα και το βράδυ να είναι οικογενειάρχες (ή όπως επιτρέπει στους ερευνητές των ζώων να κάνουν ζωοτομία στα ζώα και μετά να πηγαίνουν σπίτι τους και να φροντίζουν την γάτα τους).

Φυσικά, η ειρωνεία της αντίφασης δεν μένει μόνο σε μένα. Διότι, καθώς ισχυρίζομαι πως ο πολιτισμός είναι ο καταστροφέας των ζωών, ο μολυντής της Γης και αυτός που καταμερίζει την εργασία, πληκτρολογώ αυτές τις λέξεις σε έναν υπολογιστή, μέσα σε ένα κτήριο, φορώντας γυαλιά, βλέποντας την ώρα στο ρολόι του χεριού μου και μιλώντας σε μια εξελιγμένη διάλεκτο μιας πολιτισμένης γλώσσας. Αυτά τα γεγονότα ακυρώνουν τέτοιες κριτικές; Πιστεύω πως όχι.

Πολύ συχνά μας μαθαίνουν να εσωτερικεύουμε κάθε τι καταστροφικό σε αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι δικό μου σφάλμα που πρέπει να χρησιμοποιήσω τα εργαλεία του πολιτισμού για να τον αποσυνθέσω. Και αυτό δεν είναι περισσότερο αντιφατικό από όσο το ότι οι απελευθερωτές των σκλάβων παλαιότερα χρησιμοποιούσαν τους δρόμους που είχαν χτίσει σκλάβοι για να φτιάξουν αγωγούς και να φέρουν αυτούς τους ίδιους απελευθερωμένους μαύρους στην ελευθερία. Ή το γεγονός πως πολλοί ‘ακτιβιστές’ για τα δικαιώματα των ζώων ή οικολόγοι θα πετάξουν σε όλη την χώρα ή τον πλανήτη, όχι για να σώσουν ένα ζώο ή δέντρο αλλά για να δικτυωθούν με άλλους ανθρώπους σε συνελεύσεις και να συζητήσουν θεωρητικά για τα ζώα και τα δέντρα.

Όταν πρόκειται για την αντί-πολιτισμική θεωρία η πρώτη γραμμή του παραπτώματος έχει πάντα να κάνει με το γεγονός πως όλοι μας παίρνουμε μέρος στον πολιτισμό και επομένως είναι υποκριτικό το να είμαστε εναντίον του. Αυτό είναι αληθές αλλά υπερβολικά απλοϊκό. Περισσότερο στον στόχο, σχεδόν όλα όσα κάνουμε στις διαχωρισμένες και διαμερισματοποιημένες κοινωνίες έχουν έναν αέρα υποκρισίας επειδή ο πολιτισμός είναι σχιζοφρενικός. Και πάλι, αυτό δεν είναι σφάλμα του ατόμου.

Η δεύτερη γραμμή του παραπτώματος είναι συνήθως το ότι είναι τελείως μη πρακτικό, αν όχι αδύνατο, να καταρρεύσεις την τεχνολογική κοινωνία στο παρόν, οπότε είναι παράλογο και πέταμα του χρόνου το να προσπαθείς. Αυτό φυσικά είναι απάθεια στο έπακρο και μπορεί να εφαρμοστεί σε οτιδήποτε που φαίνεται ανίκητο ή μπορεί να χρειάζεται αρκετή αυτό-θυσία και σκληρή δουλειά. Για παράδειγμα, αφού εκατομμύρια και εκατομμύρια άνθρωποι θα οδηγούν, δεν μπορείς να σταματήσεις την Big Oil, οπότε είναι ηλίθιο το να διαμαρτύρεσαι για αυτή, σωστά; Ή αφού δισεκατομμύρια ανθρώπων τρώνε ζώα και δεν πρόκειται να σταματήσουν, είναι μάταιο να προωθείς ή να εμμένεις στον βιγκανισμό;

Η απάθεια στην καλύτερη της οδηγεί στην συμβιβασμένη ευημερία και στις λύσεις βοηθείας που στην τελική ανάλυση πάντα θα καταλήγουν καταναλωτικά τροποποιημένες, ξαναπακεταρισμένες και θα πωλούνται ξανά σε μας. Και στην χειρότερη, οδηγεί σε μια λοιμώδης αδράνεια που δηλητηριάζει τον ριζοσπαστισμό.

Η τελευταία γραμμή του παραπτώματος πηγαίνει κάπως έτσι: Μόνο ένας παθολογικά διαταραγμένος μανιακός θα ήθελε να κατεδαφίσει τις πόλεις και όλη την τεχνολογία! Πρέπει να παραδεχτώ πως εξ αιτίας της δραματικής της έφεσης, αυτή είναι η αγαπημένη μου. Αφού ενδιαφερόμαστε για την πηγή όλης της καταπίεσης και όχι μόνο για τις διάφορες εκδηλώσεις της, πρέπει να είμαστε τρελοί. Ή ακριβέστερα, επειδή δεν εξυμνούμε και δεν τοποθετούμε την παραγωγή και την ιδιοκτησία πάνω από την ζωή και την γη, πρέπει να είμαστε βίαιοι μανιακοί! Ένα άλμα της λογικής με το οποίο οι βιομηχανικοί παραγωγοί και τα τεχνοκρατικά καθάρματα έχουν εξαπατήσει τους ανθρώπους, ώστε να το πιστεύουν τόσο οι καπιταλιστές όσο και οι κομμουνιστές (και μερικές φορές και οι βίγκαν και ο αναρχικοί).

Δηλώνω κατηγορηματικά και απερίφραστα πως τα τούβλα και το ατσάλι, ο ασβέστης και το αφρολέξ, το μπετό και τα καλώδια, δεν ισοδυναμούν με την εγγενή αξία της σάρκας και των κοκάλων, του βουνού και του ποταμού ή του αέρα και της γης! Βία είναι αυτό που προξενεί η τεχνολογία στην αισθανόμενη ζωή όπως σε ένα ζώο σε μια παγίδα ή μια ατομική βόμβα σε πολίτες. Η βία συμβαίνει στα ζωντανά, η καταστροφή συμβαίνει στα κτήρια και στα μηχανήματα, όχι το αντίστροφο.

Έτσι, πολλοί/ες από μας ξεκινάμε να βλέπουμε πως για να απελευθερώσουμε πραγματικά τα ζώα, τη γη, ή τους αλλήλους μας, πρέπει να αρχίσουμε να πολεμάμε την πηγή της καταπίεσης. Η οποία, άμεσα, είναι ο τεχνολογικά προηγμένος πολιτισμός. Η μονοθεματική καταπολέμηση της καταπίεσης είναι σαν να χτυπάς με το πόδι μικρές εστίες πυρκαγιάς, και για κάθε πυρκαγιά που χτυπάς, σβήνεις ή αποδυναμώνεις, μερικές ακόμα ξεκινάνε. Πολλές φορές η ίδια φωτιά που νομίζαμε ότι σβήσαμε, αναζωπυρώνει. Πολεμάμε την βιομηχανία γούνας σε μια χώρα και ξεπηδά σε μια άλλη. Την στιγμή που σταματάμε να πολεμάμε για ένα περιβαλλοντικό θέμα, όλη η άσκηση πίεσης και η δουλειά υπαναχωρεί με την αλλαγή της πολιτικής φρουράς την ημέρα των εκλογών. Διάλεξε όποιο θες: ιμπεριαλισμός, LGBTQ θέματα, ρατσισμός, φεμινισμός, ζωοτομία ή βιγκανισμός.

Όσο περισσότερο συγκεντρωνόμαστε και πολεμάμε, τόσο πιο πολύ στραγγίζουμε τις ενέργειες μας, την ώρα που οι συσκευές της καταπίεσης και οι μηχανές συνεχίζουν να βουΐζουν. Με αυτό δεν θέλω να πω πως ο σκοπός της μονοθεματικής πάλης είναι άκυρος. Όλοι/ες μας πρέπει να τοποθετήσουμε τις ενέργειες και τις δραστηριότητες μας εκεί που είναι η καρδιά μας. Και για πολλούς/ες από μας, η μονοθεματική πάλη είναι προσωπικής και συναισθηματικής σημασίας. Για παράδειγμα, όταν έχτιζα σφαγεία για την επιβίωση μου ως νέος άνθρωπος, ήμουν πάντα τρομαγμένος και ανακινημένος από την απάθεια και την αδράνεια. Για μένα, το να βοηθάω τα ζώα και να πολεμάω για αυτά είναι εξ ορισμού αυτό που είμαι. Και η καταπολέμηση της καταπίεσης που αντιμετωπίζουμε εμείς και οι άλλοι στο εδώ και στο τώρα, είναι εξαιρετικά σημαντικό για αυτούς για τους οποίους αγωνιζόμαστε. Ωστόσο, ώστε όλοι οι μονοθεματικοί σκοποί που αγωνίζονται για την απελευθέρωση και την ακέφαλη κοινωνία να ενωθούν πραγματικά κάτω από την ομπρέλα της ολικής απελευθέρωσης, πρέπει να αναγνωριστεί ο κοινός μας καταπιεστής. Η κόλαση, που είναι η πηγή κάθε μικρής πυρκαγιάς, η ολότητα, ο πολιτισμός.

Είναι πολύ εύκολο να ξεχάσεις ή να είσαι τελείως τυφλός προς την ειδεχθή καταστροφή και κυριαρχία που εμφανίζεται και δημιουργεί και διατηρεί πολιτισμούς. Δυστυχώς, οι καταχρήσεις, η υποταγή και η βαθιά βία είναι Υδροκέφαλη και πολύ πραγματική. Στην Αμερική, εκατομμύρια και εκατομμύρια αυτόχθονες ζωές αποδεκατίστηκαν, δολοφονήθηκαν με τους πιο κτηνώδης τρόπους, και έπειτα εθίστηκαν στο αλκοόλ και σπρώχτηκαν σε φυλακές. Αυτό συνέβη για να στρωθεί ο δρόμος για την λεηλασία της γης, την καταστροφή των δασών, την δολοφονία των βουβαλιών, την άνοδο των βιομηχανιών ζωικών υποπροϊόντων και την εγχώρια σκλαβιά του εδάφους για την μαζική καλλιέργεια, γνωστή ως γεωργία. Οι πρώτες σύγχρονες πόλεις χτίστηκαν από την αναγκαστική εργασία των σκλάβων και από το αίμα και τα κόκαλα της γης και των ζωικών εθνών. Τα στρώματα και στρώματα της απροκάλυπτης κυριαρχίας είναι το θεμέλιο της κοινωνίας που βλέπουμε γύρω μας. Οι λευκοί πάνω από τους μαύρους, οι άντρες πάνω από τις γυναίκες, οι άνθρωποι πάνω από τα ζώα, η βιομηχανία πάνω από την γη, οι πλούσιοι πάνω από τους φτωχούς, και οι μορφωμένοι πάνω από τους αμαθείς.

Σήμερα είναι χειρότερα από ποτέ. Η μηχανοποίηση έχει επιταχύνει τον ρυθμό της βιομηχανίας και τον βιασμό του πλανήτη για τον εφοδιασμό των ακατέργαστων προϊόντων. Τα ζώα πεθαίνουν πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερους αριθμούς από παλιά εξαιτίας της αποσυναρμολόγησης των εργοστασίων και τους βαρείς μηχανισμούς τους, χωρίς να αναφέρω την γενετική τροποποίηση και την αφύσικη αναπαραγωγή. Οι παιδόφιλοι είναι ικανοί να αυξάνουν και να παράγουν ανώνυμα παιδική πορνογραφία και να την διανέμουν με το πάτημα ενός κουμπιού σε εκατομμύρια άρρωστα φρικιά. Κανένα οικοσύστημα, βουνό, ωκεανός ή είδος δεν είναι εκτός ορίων όταν έχουμε να κάνουμε με τις μηχανορραφίες των μεγάλων επιχειρήσεων. Η αποξένωση και η κατάθλιψη είναι πανδημικά φαινόμενα και μεγαλώνουμε εξαθλιωμένοι και αρρωσταίνουμε πολύ πριν από τότε που θα έπρεπε. Η ιατρική βιομηχανία είναι ο άρχοντας του καθορισμού των τροφών που κάποτε ήταν ανήκουστο στις πρωτόγονες κοινωνίες και έτσι οι διαταραγμένες και νευρωτικές ζωές μας συνεχίζουν.

Και σε όλο αυτό το διάστημα, έχουμε γίνει συλλογικά πανέξυπνοι στο να κρατάμε τις καταπιέσεις που στηρίζουμε κρυμμένες και μακριά από τα μάτια των άλλων. Όπως με την υπόθεση της παιδικής εργασίας στις τριτοκοσμικές χώρες για να παράγουν φτηνά παπούτσια και ρούχα. Τα σφαγεία στην μέση του πουθενά, εκατομμύρια άνθρωποι κλειδωμένοι στις φυλακές. Όλα αόρατα, ανήκουστα, και χωρίς να προκαλούν καμία ανησυχία στους σημερινούς μαζικούς καταναλωτές. Το άρτος και θεάματα επικρατεί σε υψηλή ανάλυση κιόλας, με τέτοιους τρόπους που κάνει την αρχαία Ρώμη να φαίνεται σαν μια βαριετέ παράσταση σε αυτή την σύγκριση. Μακριά από τα μάτια μας, σίγουρα ισοδυναμεί με το να είναι έξω από το μυαλό μας, για τους περισσότερους από μας.

Η επιμονή στους ηθικούς, ακτιβιστικούς και αναρχικούς κύκλους είναι το να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία και όλα αυτά τα προϊόντα της καταπίεσης με σκοπό την άνοδο μας από τον βάλτο της ιεαραρχίας και της κυριαρχίας. Υπάρχει μια παράλογη πεποίθηση πως τα πράγματα πηγαίνουν προς το καλύτερο, όταν στην πραγματικότητα μόνο οι εμφανίσεις και οι συγκαλύψεις γίνονται καλύτερες. Αυτή η γραμμική αντίληψη πως στην άλλη πλευρά της περιβαλλοντικής καταστροφής και της κοινωνικής ανεπάρκειας, για τα οποία ευθύνεται η τεχνολογία, είμαστε στα πρόθυρα ενός τεχνο-ουτοπικού ρήγματος δεν είναι μόνο μια αβάσιμη οφθαλμαπάτη, αλλά επίσης είναι καθαρά μαλακίες!

Η λειτουργικότητα υπάρχει, όπως και η αιτία και το αποτέλεσμα, και δεν υπάρχει διαφυγή από αυτό. Μια έντιμη και δίκαιη κοινωνία δεν θα έρθει μέσα από την ανωτερότητα των λευκών, τον ιμπεριαλισμό, και τον θρησκευτικό φασισμό που σε μεγάλο βαθμό είναι οι υπαίτιοι των θεμελίων της σύγχρονης ιστορίας, χωρίς να έχει σημασία πόσοι άνθρωποι είναι παθολογικά πατριώτες. Τα τσιράκια μπορούν να αναμασούν τα δογματικά τους λόγια, όπως ‘ελευθερία’ (‘freedom’ και ‘liberty), όσο περισσότερο θέλουν, αλλά αυτό δεν θα αλλάξει την λειτουργικότητα της καταπίεσης. Για να βάλουμε την ίδια υπόθεση με έναν πιο προσγειωμένο τρόπο. Είναι γελοίο να σκεφτούμε πως ένα άτομο που βρίσκεται σε μια σωματικά καταχρηστική σχέση θα μπορέσει να μετατρέψει το ταίρι του σε ένα συμπονετικό, διακριτικό και έμπιστο άτομο. Όχι, η δυσλειτουργία δεν θα αλλάξει σε λειτουργικότητα. Απεναντίας, είναι σίγουρο ότι θα χειροτερέψει παρά τις ευχές και τις φαντασίες του κακοποιημένου ατόμου. Σε μια τέτοια κατάσταση το κακοποιημένο άτομο συχνά (πρέπει να) συμβουλεύεται να βγει από την καταχρηστική σχέση και μετά να κοιτάξει τις συνήθειες του, τις ιδέες και τις πεποιθήσεις που έχει για τις σχέσεις.

Η πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της κλασσικής και κόκκινης αναρχικής πολιτικής, φαίνεται κολλημένη στην ιδέα πως η οργάνωση της κοινωνίας είναι ο τομέας που πρέπει να αλλάξει (σημ. ‘the fly in the ointment’ είναι η φράση που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας). Παίρνοντας αυτή την ουδέτερη στάση απέναντι στην βιομηχανία και την τεχνολογία ή σε πολλές περιπτώσεις ενώνοντας και τις δύο με επαίνους, είναι περισσότερο ένα Μαρξιστικό και καπιταλιστικό κόλπο, έτσι ώστε να αντληθούν τα οφέλη της παραγωγής και της εργασίας. Η πράσινη αναρχία δεν θα πρέπει να μπερδευτεί μέσα σε αυτό το πολιτικοποιημένο και βιομηχανικό πράσινο πλύσιμο. Η αναρχία έχει να κάνει με την διάλυση της εξουσίας και της ιεαραρχίας και με την αντίσταση προς αυτά σε όλους τους τομείς. Όχι με την αναδιάταξη της διατύπωσης μιας κατάστασης αφήνοντας όλα τα εξαρτήματα της καταπίεσης ανέπαφα (ακόμα μια Μαρξιστική τακτική). Έχει έρθει ο καιρός για μια αναρχία που είναι κάτι παραπάνω από την ριζοσπαστική αριστερά ή από μια αναρχία απασχολημένη με την εξέταση του τρόπου ζωής των άλλων και των μονοθεματικών σκοπών. Έχει έρθει ο καιρός για την επιστροφή της ζωντανής αναρχίας που υπήρχε για χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπινων γενεών. Μια αναρχία που υπάρχει στα ζώα και στα οικοσυστήματα μέχρι σήμερα. Μια αναρχία όπου εκατομμύρια ελεύθερες κοινότητες ζούνε και αλληλεπιδρούνε με μια εκπληκτική ποσότητα ευγένειας, μεγαλοψυχίας και προσαρμοστικότητας. Έχει έρθει καιρός να επιστρέψουμε στο πρωτόγονο.

Απέχοντας πολύ από το να είναι ένα ουτοπικό ιδανικό, ο αναρχο-πρωτογονισμός δούλεψε για τους ανθρώπους και την σχέση μας με την γη από την απαρχή του είδους μας. Είναι ένα εύκολα αισθητό γεγονός πως πριν την τεχνολογία, την κοινωνία, την εργασιακή βδομάδα, ή την αποξένωση της σημερινής δυσφορικής εποχής, ξέραμε πώς να ζήσουμε, ξέραμε πώς να παίξουμε, ξέραμε πώς να τραφούμε και ξέραμε πώς να ευδοκιμούμε. Χωρίς αστυνομικά τμήματα, εκκλησίες, διακρατικό εμπόριο ή χρηματική απληστία. Όπως ακριβώς όλα τα άλλα πλάσματα, ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε και να μην κάνουμε, επειδή ήμασταν συνδεδεμένοι με την γη, αντί να είμαστε σε πόλεμο με αυτήν.

Η προαναφερόμενη ψευδαίσθηση της ‘προαγωγής’ που μια μέρα θα μας μεταφέρει στην εποχή της φώτισης και της αφθονίας, αν το πιστέψουμε αυτό, το μόνο που κάνει είναι να μας απομακρύνει παραπέρα από την πραγματικότητα πως σαν βιολογικές οντότητες (δηλαδή ως ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της γης κάτω από τα πόδια μας) ο μόνος τρόπος για τον προσωπικό εμπλουτισμό, ειρήνη και ευημερία (όσο θα είμαστε ποτέ ρεαλιστικά σε θέση να τον πετύχουμε) είναι να ζήσουμε και πάλι ως ‘μέρος της’ αντί για ‘ξέχωροι από’ την βιόσφαιρα.

Αν θέλουμε να δούμε το τέλος της δολοφονίας των δισεκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων ζώων, τότε θα πρέπει να θέλουμε το τέλος των σφαγείων που τα σκοτώνουν, τις χυδαίες τεχνολογίες που τα γεννάνε, και την επιστήμη της γενετικής τροποποίησης που τα εξευτελίζει για την μαζική κατανάλωση. Δεν μπορείς να σταματήσεις τους φόνους τους και επίσης να αφήσεις τα μέσα των φόνων τους τελείως ανέπαφα. Αν είμαστε πραγματικά εναντίον του πολέμου τότε θα πρέπει να αντιτεθούμε στην επιστήμη, την χημεία και την μηχανοποίηση που κάνουν τις μηχανές πολέμου και τις βόμβες δυνατές, και ολοένα και πιο αποτρόπαιες και διαδεδομένες με κάθε νέα καινοτομία. Αν είμαστε εναντίον κάθε μορφής καταπίεσης, θα πρέπει να είμαστε και εναντίον των τεχνολογιών που τις ενισχύουν. Επειδή κανένα από αυτά τα θέματα δεν συμβαίνει στο κενό ή χωρίς τεράστια μηχανική βοήθεια.

Επιστρέφουμε στο πρωτόγονο όποια κατεύθυνση και να πάρουμε στην νοητή γραμμή της προόδου μας. Το μόνο ερώτημα θα είναι: θα φτάσουμε εκεί (στο πρωτόγονο) μέσω της γαιοκεντρικότητας και μιας ριζοσπαστικής καταστροφής ολόκληρου του οικοδομήματος του πολιτισμού; Ή θα γίνει εξαιτίας ενός τεχνολογικού ατυχήματος, της περιβαλλοντικής καταστροφής και του υπερπληθυσμού μιας καταναλωτικής κοινωνίας που τρελάθηκε;

 

Για την Απελευθέρωση,

Walter

Βάρβαρες Σκέψεις- Για μια Επαναστατική Κριτική στον Πολιτισμό

Το κείμενο \”Βάρβαρες Σκέψεις- Για μια Επαναστατική Κριτική στον Πολιτισμό\”, είναι έργο του Αμερικανού αναρχικού συγγραφέα Wolfi Landstreicher, ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ο Feral Faun από το 1992.  Η μετάφραση έγινε από: Κόλαφως. Το αγγλικό κείμενο βρίσκεται εδώ.

1. Τι είναι η επαναστατική κριτική;

[…]Η επαναστατική κριτική είναι μια κριτική που στοχεύει να προκαλέσει την παρούσα κοινωνία στις ρίζες της με σκοπό να δημιουργήσει μια ρήξη με αυτό που είναι και να επιφέρει ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει «επαναστατική»; Αλλά υπάρχουν πολλοί υπαινιγμοί εδώ.[…]

2.Τι είναι ο πολιτισμός;

[…]«Πολιτισμός» είναι μια περίεργη λέξη. Οι πρώιμοι Ευρωπαίοι εξερευνητές συνέδεαν αυτό που ήταν «καλό» με τον πολιτισμό. Έτσι, όταν συνάντησαν ειλικρινείς και γενναιόδωρους απολίτιστους ανθρώπους, θα τους περιέγραφαν κάποιες φορές σαν «πιο πολιτισμένους» από τους Ευρωπαίους. Σήμερα, η ιδέα του πολιτισμού είναι τακτικά συνδεδεμένη με καλό κρασί, όμορφα ανθρώπινα πλάσματα και ραφινάτες γεύσεις, αλλά στην πραγματικότητα τα χαρακτηριστικά που μοιράζονται όλοι οι πολιτισμοί είναι μακράν λιγότερο ευχάριστα: κυριαρχία, γενοκτονία και περιβαλλοντική καταστροφή είναι κάποια απ\’ αυτά.[…]

3.Τι είναι μια ριζοσπαστική κριτική στον πολιτισμό στο βασίλειο των ιδεών;

[…]Αν ο πολιτισμός είναι ένα δίκτυο θεσμών που ορίζει και κυριαρχεί τις ζωές μας, τότε σ\’ ένα θεωρητικό επίπεδο, μια ριζοσπαστική κριτική στον πολιτισμό είναι μια εξέταση της φύσης αυτών των θεσμών. Εξετάζει το κράτος, την οικονομία και τα τεχνολογικά συστήματα που αναπτύσσουν για να ελέγχουν τις ζωές μας. Εξετάζει την αυξανόμενη αβεβαιότητα της ύπαρξής μας σε όλα τα επίπεδα. Είναι μια ταξική ανάλυση στοχευμένη στην καταστροφή της κοινωνίας, και έτσι η βάση της είναι πρώτα απ\’ όλα οι ζωές μας εδώ και τώρα σ\’ αυτόν τον κόσμο.[…]

4. Και πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη;

[…]Μια επαναστατική κριτική στον πολιτισμό απορρέει από την επιθυμία για ένα κόσμο στον οποίο εμείς, τα ανθρώπινα όντα, θα μπορούμε να ζούμε με τους δικούς μας όρους, δημιουργώντας τις ζωές μας μαζί σαν συνειδητό εν εξελίξει έργο. Δε χωράει τη μισανθρωπία που βρίσκεται στο επίκεντρο της πολύ βιοκεντρικής ιδεολογίας και κάποιες φορές μολύνει περιβαλλοντικές απόψεις. Και δεν αναγνωρίζει ούτε την πριμιτιβιστική πρακτική ούτε την «εξαγρίωση» σαν πανάκεια για τη βλαπτικότητα του πολιτισμού. Αν και οι πρωτόγονες δεξιότητες μπορεί να είναι χρήσιμες και οι μέθοδοι για τη θεραπεία και την εξάπλωση άγριων τοπίων είναι απαραίτητες, δεν συνιστούν την πρακτική έκφραση μιας επαναστατικής κριτικής στον πολιτισμό.[…]

5. Λίγες τελευταίες λέξεις

[…]Έχω γράψει αυτό λόγω της απογοήτευσής μου για την κατεύθυνση που έχουν πάρει πολλές συζητήσεις της κριτικής στον πολιτισμό. Βασιζόμενη σε ιδεώδη τοποθετημένα πάνω από μας, διαπνέεται από δόγμα και ηθικότητα, έχοντας ως συνέπεια την παρανόηση απ\’ όλες τις πλευρές.[…]

Κατεβάστε ολόκληρο το αρχείο εδώ.

Για την υπεράσπιση της άμεσης δράσης

Το κείμενο παρατίθεται γιατί δίνει τροφή για σκέψη πάνω στα ζητήματα της ανθρωπιστικής ηθικής, του ψευδούς εσωτερικού διαχωρισμού που παρατηρείται στα ριζοσπαστικά \”κινήματα\” σχετικά με το ζήτημα της βίας και για την πρόκληση που αποτελεί ανεξαρτήτως θεματικής η άμεση δράση. Ο Walter Bond παρά τα πολιτικά σκαμπανεβάσματα στις θέσεις του, στα οποία συνέβαλλαν η ψυχική καταστολή και οι εξοντωτικές συνθήκες κράτησης τις οποίες προσφέρει απλόχερα το αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα στους  μαχητές της ολικής απελευθέρωσης, παραμένει ένας αμετανόητος αντάρτης πόλης του ALF.

11/03/2011

Έχουμε πόλεμο. Κάθε δευτερόλεπτο σφάζονται 321 ζώα εκτροφής. Κάθε χρόνο 100 δισεκατομμύρια κιλά γάλα παράγονται από το βιασμό «γαλακτοπαραγωγικών» αγελάδων. 9 δισεκατομμύρια κότες δολοφονούνται κάθε χρόνο ώστε οι μπάσταρδοι κρεατοφάγοι να δειπνούν με μακελειό και βρωμιά. Πάρα πολύ συχνά φοβόμαστε αυτούς τους αριθμούς και τους διώχνουμε από το μυαλό μας.

Ήξερες ότι δε φτάνεις καν 1 δισεκατομμύριο δευτερόλεπτα σε ηλικία μέχρι σχεδόν τα 35 σου χρόνια; Είσαι ενήμερος ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή κάποιο ζώο βασανίζεται μέχρι θανάτου από δαίμονες με στολές εργαστηρίου για διασκέδαση, φαγητό, ρουχισμό, ζωοτομία και όποιο άλλο ασήμαντο και περιττό λόγο μπορείς να φανταστείς; Τα ζώα υποφέρουν και πεθαίνουν με θανάτους χειρότερους από ότι μπορεί να συλλάβει το μυαλό μας. Και εμείς τι κάνουμε; Καθόμαστε και κοιτάμε. Συζητάμε την εγκυρότητα τακτικών όπως ο εμπρησμός επειδή μπορεί να υπάρχουν αρουραίοι στον τοίχο. Πόσα έντομα, φίδια και νυχτόβια πλάσματα έχεις σκοτώσει με το μεταλλικό σου τέρας, εννοώ το αυτοκίνητό σου;

Εάν έβλεπες έναν άνθρωπο να γδέρνει μια γάτα σε ένα χωράφι για να πουλήσει το «τομάρι» της, δε θα έτρεχες να τον σταματήσεις επειδή μπορεί να πάταγες ένα ποντίκι που δε φαίνεται στο χορτάρι; Κάνε μου τη χάρη. Αν αυτοί είναι οι γελοίοι λόγοι σου για να μην υποστηρίζεις ή προσχωρείς στο Μέτωπο Απελευθέρωσης των Ζώων (Animal Liberation Front), τότε είσαι ένας υποκριτής φίλος των ζώων. Άσε με να μαντέψω, είσαι ειρηνιστής. Ναι καλά, αμφιβάλλω. Αν ήσουν μέσα σε ένα κλουβί, σε βίαζαν, σε χτυπούσαν, σε βασάνιζαν και σε σκότωναν βίαια, θα ήθελες κάποιος να σε απελευθερώσει, να σταματήσει το βασανιστή σου με ωμή βία και το κτίριο στο οποίο σε κρατούσαν να καεί ολοσχερώς. Είσαι ειρηνιστής μόνο όταν δεν είναι ο δικός σου λαιμός στη γκιλοτίνα. Στοιχηματίζω τη ζωή μου σε αυτό. Τι άλλο, α ναι, είσαι βίγκαν (vegan), κάνεις το καθήκον σου.

Το να μη συμμετέχεις στο κακό είναι προφανώς το πρώτο βήμα αλλά το ότι είμαστε βίγκαν δε σώζει ζωές. Ο ανθρώπινος πληθυσμός αυξάνεται, τη μέρα που εγώ ή εσύ γίναμε βίγκαν, έμαθαν σε 100.000 παιδιά να τρώνε σάρκα για φαγητό. Ο βιγκανισμός δε σε κάνει αυτόματα ακτιβιστή, μόνο το να είσαι ενεργός μπορεί να το κάνει αυτό. Παράδειγμα, δεν είμαι βιαστής, δεν ήμουν ποτέ και δε θα γίνω ποτέ. Αλλά δε θα ήταν ανέντιμο από μέρους μου να παρουσίαζα τον εαυτό μου ως ακτιβιστή ενάντια στο βιασμό; Απλά επειδή δεν ασκώ την εν λόγω συμπεριφορά. Λοιπόν, αν είναι τόσο εύκολο να είσαι ενεργός, τότε είμαι και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ανθρώπων, είμαι και ακτιβιστής ενάντια στην παιδική κακοποίηση, είμαι και ακτιβιστής ενάντια στην ενδοοικογενειακή βία. Πραγματικά, είναι τόσα τα κακά στα οποία δε συμμετέχω, που στην πραγματικότητα, λύνω τα προβλήματα όλου του κόσμου, χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα;

Χμμμ… Πόσο βολικά τεμπέλικο και απαθές. Στην πραγματικότητα, αν θεωρείς μια συμπεριφορά ή ένα σύστημα κακοποίησης αξιοθρήνητο, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να μη συμμετέχεις σε αυτό. Τότε, έχεις αυτούς που το παίζουν militant. Έχεις κάθε Earth Crisis (συγκρότημα) και σκληροπυρηνικό vegan album και μπλουζάκι που έχει φτιαχτεί ποτέ. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερα χρόνια το παίζεις έτσι, τόσο περισσότεροι στη σκηνή σε σέβονται. Και κάποτε, πας σε μια διαδήλωση για να τραβήξεις φωτογραφίες του εαυτού σου να μοιάζει με νίντζα μαχητή για τα δικαιώματα των ζώων. Κι αν σου την έλεγα για τις μαλακίες που λες, θα μου έλεγες κάτι του τύπου «Δεν έχεις ιδέα τι κάνω όταν δύει ο ήλιος». Ναι έχω, πηγαίνεις για ύπνο. Η μόνη φορά που θα έπρεπε να καλύψεις το πρόσωπό σου είναι αν καθαρίζεις ένα κοτέτσι σε ένα καταφύγιο ή αν πρόκειται να κόψεις κώλους για τα ζώα. Εάν πράττεις διαφορετικά, ντροπιάζεις το ριζοσπαστισμό και χλευάζεις τις θυσίες των πραγματικών πολεμιστών για την απελευθέρωση της γης και των ζώων.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να βοηθήσεις τα ζώα και το κίνημα για τη δική τους ολική απελευθέρωση. Ο πιο δυνατός τρόπος είναι η άμεση δράση. Αυτό σημαίνει να επικεντρώνεις τις πράξεις σου και τις τακτικές σου σε δράσεις που είτε κατευθείαν βοηθούν και σώζουν ζώα, είτε αντιμετωπίζουν απευθείας τους εκμεταλλευτές τους. Κάτι που μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις τα ζώα είναι η δουλειά σε ένα καταφύγιο ή να τα βοηθήσεις με μερικά δολάρια, μιας και το να νοιάζεσαι για τα ζώα μπορεί να κοστίζει. Ή μπορείς να κάνεις μια πορεία έξω από το σπίτι ενός εκμεταλλευτή ζώων, ώστε να γνωρίζει αυτός και οι γείτονές του ότι το να σκοτώνεις ζώα ή το να κερδίζεις από τα νεκρά τους σώματα είναι άρρωστο και λάθος και δεν είναι ανεκτό. Ή καλύτερα από όλα, μπορείς να μπεις στην παράνομη αντίσταση και να κάνεις τη μεγαλύτερη διαφορά.

Από το 1976 το Μέτωπο Απελευθέρωσης των Ζώων (A.L.F.) σώζει ζώα και κλείνει οριστικά μέρη εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Το A.L.F. έχει επίσης ενημερώσει τον κόσμο μέσα από εκατοντάδες ανακοινώσεις ότι όχι μόνο υπάρχει σκληρότητα στα παρασκήνια αλλά και ότι αυτή η σκληρότητα δε θα είναι ανεκτή. Δράσεις για τα ζώα γίνονται τα βράδια σε όλον τον κόσμο. Αλλά επίσης, υπάρχουν και άλλες παράνομες. Οι γενναίοι πολεμιστές του Animal Rights Militia και του Justice Department χρησιμοποιούν τις ίδιες τακτικές με το A.L.F. αλλά δεν περιορίζονται από τη φιλοσοφία της μη-βίας. Πιστεύω ότι αυτό είναι καταπληκτικό. Οτιδήποτε σταματάει την εκμετάλλευση των ζώων έχει αξία και οτιδήποτε επιτρέπει τη χρήση και την κατάχρηση των ζώων να συνεχίζεται είναι απαράδεκτο.

Ακόμα και όσο γράφω αυτά, μπορώ να ακούσω τις υστερίες των άστοχων ισχυρισμών των απαθών ακτιβιστών για τα δικαιώματα των ζώων. Πραγματικά, γιατί δεν αγανακτείτε για το γεγονός ότι οι αμερικάνοι στρατιώτες δολοφονούν άραβες στην έρημο αδιάκοπα εδώ και μια δεκαετία; Δεν εξοργίζεστε όταν η αστυνομία εκτελεί μαύρους μπροστά στις κάμερες και σε κοινή θέα; Πιστοί στην ειρηνιστική υποκρισία, δε συγκλονίζεστε από τη βία, συγκλονίζεστε από τη βία χωρίς κυρώσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή και πολλοί από τους δικούς μας ακτιβιστές είναι τόσο παρανοϊκοί όσο η κοινωνία που ζούνε. Αν φρικάρετε περισσότερο με τη δήλωση «δεν περιορίζονται από τη φιλοσοφία της μη-βίας» από ότι με τη φράση «κάθε δευτερόλεπτο σφάζονται 321 ζώα εκτροφής», τότε αυτή είναι η απόδειξη της προβληματικής σας ηθικής.

Τα θέματα της κακοποίησης και του θανάτου των ζώων είναι φοβερά σοβαρά για τα βιομηχανικά όντα που εμπλέκονται. Για αυτά είναι αφάνταστη η κακία. Ηθικά είναι η χειρότερη στέρηση. Γιατί δεν είναι μόνο ότι είναι ανώφελοι σκοτωμοί, είναι ο φόνος αθώων πλασμάτων που συνθέτει το κακό. Επίσης, κλιμακώνονται και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η αποψίλωση των δασών και η βοσκή για τα κοπάδια πάνε μαζί. 55% του πόσιμου νερού χρησιμοποιείται για να αναθρέψει αυτά τα «κοπάδια». Η ροή των αποβλήτων τους είναι ο σημαντικότερος λόγος ρύπανσης του υπόλοιπου 45% του πόσιμου νερού. Με όποιον τρόπο και να το δεις, δε μπορείς να οικοδομήσεις ένα δίκαιο σύστημα από τις πιο στυγνές αντικειμενοποιήσεις στην παγκόσμια ιστορία!

Συμπεριφερόμαστε στα ζώα χωρίς προσοχή επειδή έχουν τη μικρότερη δυνατότητα να αυτοπροστατευτούν με οργανωμένο τρόπο. Αυτή είναι η ιεραρχία της εκμετάλλευσης στην οποία χρησιμοποιείσαι και κακοποιείσαι σύμφωνα με την ανικανότητα σου να υπερασπιστείς τον εαυτό σου από μια επίθεση. Τι λυπηρό και άρρωστο οικοδόμημα. Υπάρχει κάτι που λέγεται αιτία και αποτέλεσμα. Οι πνευματιστές το λένε «κάρμα». Όπως και να το πεις, είναι αναπόφευκτο. Στην περίπτωση της απελευθέρωσης των ζώων, αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να παλέψεις και να πετύχεις ενάντια στο κακό που τα αδέλφια μας τα ζώα υπομένουν με το να τρως γιαούρτι σόγιας ή με το να ανάβεις κεριά. Οι βιομηχανίες που κερδίζουν δισεκατομμύρια δολάρια από συστηματικό φόνο δε σταματούν για λόγους ηθικής. Αν είχαν έστω και μια σταγόνα αξιοπρέπειας, δε θα ασχολούνταν με αυτήν τη βιομηχανία από την αρχή. Αυτοί σταματούν μόνο επειδή πολεμήθηκαν και επειδή έχασαν. Είναι η μόνο γλώσσα την οποία καταλαβαίνει οποιοσδήποτε νταής.

Δεν περιμένω κάθε βίγκαν να μπει στη δράση και να γίνει μαχητής για τα ζώα. Προφανώς, αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αλλά το να μιλάς άσχημα και να εναντιώνεσαι σε αυτούς που στην πραγματικότητα, σώζουν ζώα ή μεταφέρουν τη μάχη για την ελευθερία των ζώων στις εξώπορτες και στις επιχειρήσεις των εκμεταλλευτών είναι απαράδεκτο. Θα σας το πω εδώ και τώρα ότι με αηδιάζετε και ότι δεν έχετε ιδέα τι κινδύνους αντιμετωπίζουμε εμείς στην παρανομία. Και όλα αυτά που θυσιάζουμε για να είμαστε αυτοί που είμαστε. Μέχρι εσείς οι μαχητές του καναπέ να μπορέσετε να συνδυάσετε τις φοβερές αποψάρες σας με πράξεις, οι απόψεις αυτές θα είναι άκυρες. Αυτό είναι πόλεμος και η γη και τα ζώα δεν έχουν σχεδόν καθόλου ανθρώπινη αντίσταση με το μέρος τους. Όσο οι βίγκανς και οι αυτοαποκαλούμενοι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων υποκύπτουν σε συμπονετική απάθεια, τότε εμείς οι υπόλοιποι είμαστε υποχρεωμένοι να γίνουμε οι φανατικοί που ξερνάνε φωτιά. Δε μπορείς να ξεφύγεις την αιτία και το αποτέλεσμα.

Όταν με συνέλαβαν, είχα στο σακίδιο μου ένα αντίγραφο ενός μανιφέστου με τίτλο «Declaration of War» (Κήρυξη πολέμου) από τον Screaming Wolf (Λύκος που ουρλιάζει). Είναι το μοναδικό πιο δυναμικό και δυνατό γραπτό για την Απελευθέρωση των Ζώων που έχω διαβάσει ποτέ μου. Παρόλο που κάποια κομμάτια του περιορίζονται στο χρόνο που γράφτηκαν, οι αρχές και τα προγράμματα δράσεις του είναι διαχρονικά. Διάβασε το, ξαναδιάβασε το, άφησε τις αλήθειες του να σε δυναμώσουν και γίνε κι εσύ απελευθερωτής. Αν αυτό δεν είναι μέσα στις δυνατότητές σου, τότε ξεκίνησε μια ομάδα υποστήριξης του Animal Liberation Front. Βοήθα πραγματικά ένα ζώο, διαμαρτυρήσου επιθετικά, αν δεν είσαι βίγκαν, γίνε βίγκαν. Κάνε κάτι πέρα από το να κρύβεις τη δειλία σου με το να επιτίθεσαι στη γενναιότητα του άλλου!

Αυτή τη στιγμή στο Μεξικό, το A.L.F. και το E.L.F. (Earth Liberation Front) δείχνουν το δρόμο του ακτιβισμού και το κάνουν εδώ και χρόνια. Είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους εμάς να τους ακολουθήσουμε. Υποστηρίξτε αυτούς και τον φυλακισμένο σύντροφό μας Adrian που είναι βίγκαν μέσα σε μια τριτοκοσμική φυλακή και παραμένει αλύγιστος παρά τις αντιξοότητες. Μέχρι η κοινωνία να σταματήσει να εκμεταλλεύεται τα ζώα, θα έχουμε πόλεμο με την κοινωνία. Μέχρι να υπάρξει ένα τέλος στην καταστροφή του πλανήτη, δε θα υπάρχει τέλος στην καταστροφή της ιδιοκτησίας. Όσο υπάρχουν σκλαβωμένα ζώα και άνθρωποι που τα εκμεταλλεύονται, είτε για ευχαρίστηση είτε για κέρδος, τότε θα υπάρχει πάντα και κάποιος για να πάρει τη θέση ενός A.L.F. ακτιβιστή που φυλακίζεται.

Απελευθέρωση των Ζώων με κάθε κόστος!

Walter Bond (ALF \”Lone Wolf\”), Αιχμάλωτος πολέμου, φυλακές USP Marion

Πηγή στα αγγλικά: In Defense of the Underground

Μετάφραση στα ελληνικά: Antispe Riot

Saul Newman Πόλεμος στο κράτος: Ο αναρχισμός του Στίρνερ και του Ντελέζ

Αναδημοσίευση από Rebelnet

Συχνά η επιρροή του Μαξ Στίρνερ στη σύγχρονη πολιτική θεωρία παραβλέπεται. Ωστόσο, στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ μπορεί να βρεθεί μια εκπληκτική σύγκλιση με τη μεταδομιστική θεωρία, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της εξουσίας. Ο Andrew Koch, για παράδειγμα, βλέπει τον Στίρνερ ως στοχαστή που ξεπερνά τη χεγκελιανή παράδοση, στην οποία τοποθετείται συνήθως, υποστηρίζοντας ότι το έργο του είναι ένας προάγγελος των μεταδομιστικών ιδεών για τα θεμέλια της γνώσης και της αλήθειας (Koch, 1997). Ο Koch υποστηρίζει ότι η ατομικιστική πρόκληση του Στίρνερ στις φιλοσοφικές βάσεις του κράτους πηγαίνει πέρα από τα όρια της παραδοσιακής δυτικής φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας μια πρόκληση για την μεταφυσική της επιστημολογίας. Από το πρίσμα αυτό μεταξύ Στίρνερ και μεταδομιστικής επιστημολογίας, που τέθηκε από τον Koch, θα εξετάσω τη σύγκλιση του Στίρνερ με ένα συγκεκριμένο μεταδομιστή στοχαστή, τον Ζιλ Ντελέζ, όσον αφορά το θέμα της κρατικής και της πολιτικής εξουσίας. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί παραλληλισμοί μεταξύ αυτών στοχαστών, και οι δύο μπορούν να παρουσιαστούν, με διαφορετικούς τρόπους, ως αντι-κρατιστές, αντιεξουσιαστές φιλόσοφοι. Θέλω να δείξω τον τρόπο με τον οποίο η κριτική του Στίρνερ στο Κράτος προεξοφλεί τη μεταδομιστική απόρριψη από τον Ντελέζ της σκέψης του κράτους, και το πιο σημαντικό, τους τρόπους με τους οποίους ο αντι-ουσιοκρατικός, μετά-ανθρωπιστικός αναρχισμός των δύο στοχαστών υπερβαίνει και, επομένως, αντικατοπτρίζει, τα όρια του κλασικού αναρχισμού. Το κείμενο εξετάζει τoυς δεσμούς μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας, της επιθυμίας και της εξουσίας που διαμορφώνουν τις βάσεις της κρατικής εξουσίας. Έτσι, ενώ Κοχ εστιάζει στην απόρριψη του Στίρνερ των επιστημολογικών θεμέλιων του Κράτους, η έμφαση του κειμένου είναι στη ριζοσπαστική οντολογία του Στίρνερ- το ξεσκέπασμα των λεπτών συνδέσεων μεταξύ ανθρωπισμού, επιθυμίας και εξουσίας. Θα ήθελα επίσης να υποστηρίξω ότι αυτή η κριτική της ανθρωπιστικής εξουσίας, με την οποία τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ ασχολούνται μπορεί να μας παρέχουν σύγχρονες στρατηγικές για την αντίσταση στην κυριαρχία του κράτους.

 Πρέπει να γίνει κατανοητό, ωστόσο, ότι ενώ υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του Στίρνερ και του Ντελέζ, υπάρχουν επίσης πολλές διαφορές, και, για πολλούς λόγους, μπορεί να μοιάζει ασυνήθιστη η προσέγγιση να φέρουμε κοντά τους δύο στοχαστές. Για παράδειγμα, ο Στίρνερ ήταν, μαζί με τον Μαρξ, ένας από τους νεαρούς Χεγκελιανούς, των οποίων το έργο αναδείχθηκε ως μία εξαιρετικά ατομιστική κριτική του γερμανικού ιδεαλισμού, ιδιαίτερα του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ. Ο Ντελέζ, από την άλλη πλευρά, ήταν ένας φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, ο οποίος, μαζί με τον Φουκώ και τον Ντεριντά, θεωρείται ως ένα από τους κύριους “μεταδομιστές” στοχαστές. Ενώ το έργο του Ντελέζ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια επίθεση στο χεγκελιανισμό, ακολουθεί διαφορετικά και πιο ποικίλα μονοπάτια, από την πολιτική και την ψυχανάλυση, ως τη λογοτεχνία και τη θεωρία του κινηματογράφου. Ο Στίρνερ δεν θεωρείται γενικά ως \”μεταδομιστής\”, και, εκτός από το πρωτοποριακό άρθρο του Koch (Koch 1997) και το έργο του Ντεριντά για τον Μαρξ (Ντεριντά 1994), δεν έχει λάβει ουσιαστικά καμία προσοχή, υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας. Ωστόσο, και αυτό είναι ίσως το πρόβλημα με ετικέτες όπως ο \”μεταδομισμός\”, υπάρχουν πολλά κρίσιμα επίπεδα σύγκλισης μεταξύ των δύο αυτών φιλοσόφων – ιδιαίτερα στην κριτική της πολιτικής κυριαρχίας και της εξουσίας – στα οποία μπορεί κάποιος να δώσει έμφαση, και η οποία θα μπορούσε να αμφισβητηθεί αν κάποιος κολλήσει σε αυτές τις ετικέτες. Είναι ακριβώς αυτή η απόρριψη της τυραννίας των «ετικετών», των ουσιοκρατικών ταυτοτήτων, των αφαιρέσεων και των «συμπαγών ιδεών» – αυτή η επίθεση στις εξουσιαστικές αντιλήψεις που περιορίζουν τη σκέψη – στις οποίες ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πέτυχαν κάποιο κοινό έδαφος. Αυτό δεν σημαίνει να αγνοήσουμε τις διαφορές μεταξύ τους, αλλά αντίθετα, να δείξουμε πώς αυτές οι διαφορές συντονίζονται μαζί σε απρόβλεπτους και ενδεχόμενους τρόπους για να σχηματίσουν, με τα λόγια του Ντελέζ, “επίπεδα συνοχής” από τα οποία μπορεί να δημιουργηθούν νέες πολιτικές έννοιες.

  1. Κριτική του Κράτους

Τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ βλέπουν το Κράτος ως μια αφαίρεση που υπερβαίνει τις διαφορετικές συγκεκριμένες εκδηλώσεις του, αν και ακριβώς την ίδια στιγμή λειτουργεί μέσω αυτών. Το Κράτος είναι κάτι περισσότερο από ένα συγκεκριμένο θεσμό που υπάρχει σε ένα συγκεκριμένη ιστορική στάδιο. Το Κράτος είναι μία αφηρημένη αρχή της εξουσίας [ως δύναμης/power] και της εξουσίας [ως αρχής/authority] που έχει πάντα υπάρξει με διάφορες μορφές, κι ακόμα είναι “κάτι περισσότερο” από αυτές τις συγκεκριμένες ενεργοποιήσεις (actualisations). Η κριτική του Στίρνερ του Κράτους αποδεικνύει αυτό το κρίσιμο σημείο. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι ουσιαστικά ένας θεσμός καταπίεσης. Ωστόσο, η απόρριψη του Στίρνερ του Κράτος πηγαίνει πέρα από μια κριτική των συγκεκριμένων κρατών – όπως το φιλελεύθερο κράτος ή το σοσιαλιστικό κράτος. Αντίθετα μάλλον, αποτελεί μια επίθεση στο Κράτος καθεαυτό- την ίδια την κατηγορία της κρατικής εξουσίας, όχι μόνο στις διάφορες μορφές που παίρνει. Αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, είναι η ίδια η ιδέα της κρατικής εξουσίας η ίδια – η αρχή της διακυβέρνησης (ruling principle) (Στίρνερ 1993:226). O Στίρνερ ως εκ τούτου είναι σε αντίθεση με επαναστατικά προγράμματα όπως ο μαρξισμός, τα οποία έχουν ως στόχο τους την κατάκτηση, παρά την καταστροφή, της Κρατικής εξουσίας. Το Κράτος των εργαζομένων του Μαρξ θα είναι απλώς μια επαναβεβαίωση του κράτους με διαφορετική μορφή -. μια “αλλαγή των κυρίων” (Στίρνερ 1993:229) Ο Στίρνερ προτείνει στη συνέχεια ότι:

 . . . ο πόλεμος δε θα μπορούσε παρά να κυρηχθεί κατά του ίδιου του θεσμού, του Κράτους, όχι ενός συγκεκριμένου κράτους, όχι σε μία οποιοδήποτε απλή κατάσταση του κράτους σε μία στιγμή· δεν υπάρχει ένα άλλο Κράτος (όπως ένα \”Κράτος του λαού”), που οι άνδρες έχουν ως στόχο . . . (Στίρνερ 1993:224)

 Η επαναστατική δράση έχει συλληφθεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, από το παράδειγμα του Κράτους. Έχει παραμείνει παγιδευμένη μέσα στη διαλεκτική της εξουσίας. Οι επαναστάσεις έχουν μόνο καταφέρει να αντικαταστήσουν μια μορφή εξουσίας με μία άλλη. Αυτό συμβαίνει επειδή η επαναστατική θεωρία δεν έχει ποτέ αμφισβητήσει την ίδια τη συνθήκη, την ιδέα, της Κρατικής εξουσίας, και ως εκ τούτου παραμένει στο χέρι του: “κανένας ενδοιασμός δεν έμεινε για την εξέγερση ενάντια στο υπάρχον Κράτος ή την ανατροπή των υπάρχοντων νόμων, αλλά το να αμαρτήσει κάποιος ενάντια στην ιδέα του Κράτους, να μην υποταχθεί στην ιδέα του δικαίου, ποιος θα το τολμούσε αυτό;” (Στίρνερ 1993:87). Το Kράτος δεν μπορεί ποτέ να μεταρρυθμιστεί, διότι δε μπορεί να ποτέ να είναι έμπιστο. Ο Στίρνερ απορρίπτει την έννοια ενός δημοκρατικού Κράτους του Μπρούνο Μπάουερ, το οποίο αναπτύσσεται από τη “δύναμη του λαού” και το οποίο είναι πάντα υποταγμένο στη “Θέληση του λαού”. Για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί ποτέ να τεθεί υπό τον έλεγχο του λαού. Έχει πάντα τη δική του λογική, τη δική του ατζέντα την οποία πληροί ανελέητα, και που σύντομα στρέφεται ενάντια στη θέληση του λαού που επρόκειτο να εκπροσωπήσει (Στίρνερ 1993:228).

 Η σύλληψη του Στίρνερ του Κράτους ως ανεξάρτητης οντότητας τον φέρνει σε σύγκρουση με το μαρξισμό, ιδίως στη θεώρηση του κράτους σε σχέση με την οικονομική εξουσία. Ο Στίρνερ ενδιαφέρεται για τις μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας στην κοινωνία και πιστεύει ότι το Κράτος, αν είναι να γίνει πλήρως κατανοητό, πρέπει να εξεταστεί χωριστά από τις οικονομικές ρυθμίσεις. Η δύναμη της γραφειοκρατίας, για παράδειγμα, συνιστά μια μη-οικονομική μορφή καταπίεσης: η λειτουργία της οποίας δεν μπορεί να αναχθεί στις εργασίες της οικονομίας (Harrison 1983:62). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, η οποία γενικά ανάγει το κράτος στις εργασίες της καπιταλιστικής οικονομίας και το υποτάσσει στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ο Στίρνερ προτείνει ότι ενώ το Κράτος προστατεύει την ιδιωτική περιουσία και τα συμφέροντα της αστικής τάξης, βρίσκεται επίσης από πάνω και κυριαρχεί σε αυτές τις δυνάμεις (Στίρνερ 1993:115). Για τον Στίρνερ η πολιτική εξουσία που κατοχυρώνεται ευλαβικά στο Κράτος έχει υπεροχή έναντι της οικονομικής εξουσίας και των συναφών ταξικών συμφερόντων. Το Κράτος είναι η πρωταρχική πηγή κυριαρχίας στην κοινωνία.

 Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους – η προσπάθεια να αναλυθεί η κρατική εξουσία στη δική της ιδιαιτερότητα – μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του αναρχικού επιχειρήματος. Αναρχικοί όπως ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πέτρος Κροπότκιν ισχυρίστηκαν πολύ πιο πριν από έναν αιώνα, ότι ο μαρξιστικός οικονομικός αναγωγισμός παραμέλησε τη σημασία της κρατικής εξουσίας. Το Κράτος, σύμφωνα με τους αναρχικούς, έχει τη δική του καταπιεστική λογική της αυτο-διαιώνισης και αυτό το έκανε, σε μεγάλο βαθμό, αυτόνομο από τις οικονομικές σχέσεις και τα ταξικά συμφέροντα. Ο Μπακούνιν υποστήριξε ότι ο μαρξισμός δίνει πολύ μεγάλη προσοχή στις μορφές της κρατικής εξουσίας, ενώ δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον τον τρόπο με τον οποίο η Κρατική εξουσία λειτουργεί: “Αυτοί (οι μαρξιστές), δεν γνωρίζουν ότι ο δεσποτισμός δεν έγκειται τόσο πολύ στη τη μορφή του Κράτους, αλλά στην ίδια την αρχή του Κράτους και της πολιτικής του εξουσίας” (Μπακούνιν 1984:221). Ο Κροπότκιν, επίσης, υποστηρίζει ότι πρέπει κανείς να κοιτάξει πέρα από την παρούσα μορφή του κράτους: “Και υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι, όπως εμείς, βλέπουν στο Κράτος, όχι μόνο στην ενεργή του μορφή και σε όλες τις μορφές της κυριαρχίας που ενδέχεται να αναλάβει, αλλά στην ίδια του την ουσία, ένα εμπόδιο για την κοινωνική επανάσταση. . .” (Κροπότκιν 1943:9). Η καταπίεση και ο δεσποτισμός υπάρχουν, με άλλα λόγια, στην ίδια τη δομή και το συμβολισμό του Κράτους – δεν είναι απλώς ένα παράγωγο της ταξικής εξουσίας. Η παραμέληση αυτής της αυτονομίας και η χρησιμοποίηση του κράτους ως εργαλείου της επαναστατικής τάξης, όπως προτείνουν οι μαρξιστές, είναι επομένως επικίνδυνη. Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι έτσι θα καταλήξουν μόνο στη διαιώνιση της κρατικής εξουσίας σε άπειρα πιο αυταρχικούς τρόπους. Έτσι, η ανάλυση του Στίρνερ του κράτους πέραν του κράτους, όπως θεσμίζεται ως a priori κυριαρχία πέρα από τα οικονομικά και ταξικά συμφέροντα, μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της αναρχικής κριτικής των φιλοσοφιών του κράτους όπως ο Μαρξισμός.

 Ο Ντελέζ επίσης τονίζει την εννοιολογική αυτονομία του Κράτους. Ενώ η έννοια του Kράτους στον Ντελέζ λειτουργεί σε πολλά διαφορετικά εννοιολογικά επίπεδα, παρ\’ όλα αυτά μοιράζεται με τον Στίρνερ και τους αναρχικούς την ιδέα ότι το Κράτος είναι μια αφηρημένη μορφή της εξουσίας, που δεν ταυτίζεται πλήρως με τις ιδιαίτερες συγκεκριμένες πραγματώσεις της. Ο Ντελέζ αναφέρεται σε ένα “Κράτος-μορφή” – ένα αφηρημένο μοντέλο εξουσίας:

 . . . ο μηχανισμός του κράτους είναι μια συγκεκριμένη συναρμογή που πραγματώνει τη μηχανή της υπερκωδικοποίησης μιας κοινωνίας. . . Αυτή η μηχανή με τη σειρά της, δεν είναι επομένως το ίδιο το κράτος, είναι η αφηρημένη μηχανή που οργανώνει τις κυρίαρχες εκφράσεις και την καθεστηκυία τάξη της κοινωνίας, τις κυρίαρχες γλώσσες και τη γνώση, τις κομφορμιστικές δράσεις και τα συναισθήματα, τους τομείς που επικρατούν έναντι των υπολοίπων. (Ντελέζ 1987:129)

 Για τον Ντελέζ το Κράτος είναι μία αφηρημένη μηχανή μάλλον και όχι ένας συγκεκριμένος θεσμός, η οποία ουσιαστικά “κυβερνά” μέσω πιο λεπτών θεσμών και πρακτικών κυριαρχίας. Το Κράτος υπερκωδικοποιεί και ρυθμίζει αυτές τις ελάχιστες κυριαρχίες, σφραγίζοντας τες με τη σφραγίδα του. Αυτό που είναι σημαντικό για αυτήν την αφηρημένη μηχανή δεν είναι η μορφή υπό την οποία εμφανίζεται, αλλά μάλλον η λειτουργία της, η οποία είναι η σύσταση ενός τομέα της εσωτερικότητας στην οποία η πολιτική κυριαρχία μπορεί να ασκηθεί. Το Κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία της σύλληψης (capture) (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:436-437).

Ομοίως με τον Στίρνερ, ο Ντελέζ έρχεται σε ρήξη με τη μαρξιστική ανάλυση του Kράτους. H λειτουργία και η προέλευση του Κράτους δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από την οικονομική ανάλυση. Το Kράτος είναι ένας μηχανισμός που κωδικοποιεί τις οικονομικές ροές και τις ροές παραγωγής, οργανώνοντας τη λειτουργία τους. Αυτός ο μηχανισμός δεν αναδύεται ως αποτέλεσμα ενός αγροτικού τρόπου παραγωγής, όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστερος, και προϋποτίθεται από, αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για τον Ντελέζ και μάλιστα για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο παραγωγής. Στρέφοντας αυτή την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση στο κεφάλι της, προτείνουν ότι ο τρόπος παραγωγής μπορεί στην πραγματικότητα να προέρχεται από το Κράτος. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Δεν είναι το κράτος που προϋποθέτει ένα τρόπο παραγωγής· ακριβώς το αντίθετο, είναι το Κράτος που κάνει την παραγωγή ένα “τρόπο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:429). Για τον Ντελέζ υπήρξε πάντα ένα Κράτος – τοUrstaat, ένα αιώνιο κράτος το οποίο σχηματίζεται ως πλήρη ύπαρξη, με ένα χτύπημα (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:437). Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους ανοίγει ένα ριζοσπαστικό φιλοσοφικό έδαφος όπου η εξουσία θεωρείται η ίδια ως είναι.

 Ενώ η σύλληψη του Στίρνερ και Ντελέζ του Kράτους ως αυτόνομου από τις οικονομικές ρυθμίσεις έρχεται σε ρήξη με το μαρξισμό, η απόρριψή των θεωριών του κοινωνικού συμβόλαιου για την προέλευση του Κράτους αποτελεί, επίσης, μια απόκλιση από τη φιλελεύθερη θεωρία. Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι η κυριαρχία του Κράτους βασίζεται σε φιλοσοφίες όπως η φιλελεύθερη θεωρία του κοινωνικού συμβόλαιου. Αυτή η μορφή θεώρησης του Κράτους νομιμοποιεί την κρατική εξουσία μέσα από τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι παραδίδουν οικειοθελώς μέρος της ελευθερίας τους, σε μια αφηρημένη δύναμη εκτός αυτών, με αντάλλαγμα την ασφάλεια, κατασκευάζοντας έτσι το Κράτος ως απαραίτητο και αναπόφευκτο. Ο Ντελέζ αποφεύγει επίσης την εγελιανή \”θεολογική\” θεώρηση του Κράτους που βασίζεται στη διαλεκτική της συμφιλίωσης. Κι ο Στίρνερ απορρίπτει επίσης τις φιλελεύθερες θεωρίες του Κράτους. Ισχυρίζεται ότι ο φιλελευθερισμός είναι μια φιλοσοφία που, στο όνομα της παροχής της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, στην πραγματικότητα υποτάσσει περαιτέρω το άτομο στο κράτος και τους νόμους του. Έτσι, αντί να απελευθερώνει το άτομο από το Κράτος, ο φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα απελευθερώνει το άτομο από άλλους δεσμούς όπως η θρησκεία, έτσι που αυτός ή αυτή μπορεί να κυριαρχείται πιο αποτελεσματικά από το Κράτος: “Πολιτική ελευθερία σημαίνει ότι η πόλη, το Κράτος, είναι ελεύθερο. Αυτό δεν αφορά την ελευθερία μου, αλλά την ελευθερία της εξουσίας που με κυβερνά και με υποδουλώνει” (Στίρνερ 1993:107). Ο Στίρνερ επιτίθεται στην υποκρισία του φιλελευθερισμού· είναι μια φιλοσοφία που παρέχει όλα τα είδη των τυπικών ελευθεριών αλλά αρνείται την ελευθερία να αμφισβητήσει αυτή την ίδια την τάξη, τους νόμους της, κ.λ.π. (Στίρνερ 1993:108). Αυτή η αποκήρυξη των φιλελεύθερων θεωριών του Κράτους και του κοινωνικού συμβολαίου έχει πολλές ομοιότητες με τον αναρχισμό, που επίσης απορρίπτει αυτές τις φιλοσοφίες αιτιολόγησης του κράτους. Ωστόσο, όπως θα υποστηρίξω, είναι ακριβώς σε αυτή την κριτική της φιλοσοφίας του κράτους που ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πάνε πέρα από τα εννοιολογικά όρια του παραδοσιακού αναρχισμού και αναπτύσσουν μια μετά-ανθρωπιστική, αντι-ουσιοκρατική πρόκληση του Κράτους.

  1. Η σκέψη του Κράτους

Για τον Στίρνερ, λόγοι όπως η ηθική και η ορθολογικότητα είναι έμμονες ιδέες ήφαντάσματα. Είναι φαντάσματα, ιδεολογικές αφαιρέσεις που παρόλα αυτά έχουν πραγματικά πολιτικά αποτελέσματα – παρέχουν στο κράτος την τυπική δικαιολογία για την κυριαρχία του. Ο Κοch υποστηρίζει ότι η επίθεση του Στίρνερ στις έμμονες ιδέες αντιπροσωπεύει μία αποφασιστική ρήξη με τη μεταφυσική της δυτικής σκέψης, εκθέτοντας τη δύναμη πίσω από αυτές τις κυρίαρχες ιδέες και τις “υπερβατικές μάσκες” (Κοch 1997:101). Αυτή η δύναμη έχει αντληθεί από το άτομο και κρατιέται από πάνω του. Η κυριαρχία της ηθικής, για παράδειγμα, συνδέεται στενά με την πολιτική εξουσία, διατηρώντας τη συνεχόμενη ύπαρξη του κράτους της αστυνομίας (Στίρνερ 1993:241). Για τον Στίρνερ η ηθική δεν είναι μόνο μία μυθοπλασία που προέρχενται από το χριστιανικό ιδεαλισμό, αλλά επίσης ένας λόγος που καταπιέζει το άτομο. Βασίζεται στη βεβήλωση της ατομικής βούλησης – του Εγώ. Η Ηθική είναι απλώς το περίσσευμα του Χριστιανισμού, μόνο με μια νέα ανθρωπιστική ενδυμασία: “Η ηθική πίστη είναι εξίσου φανατική με τη θρησκευτική πίστη!” (Στίρνερ 1993:46). Η ηθική έχει γίνει η νέα θρησκεία – μια κοσμική θρησκεία – απαιτώντας την ίδια τυφλή υπακοή. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι η νέα Εκκλησία – η νέα ηθική και ορθολογική αρχή που ασκείται πάνω στο άτομο (Στίρνερ 1993:23). Ομοίως η ορθολογικότητα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένας λόγος που διαιωνίζει την κρατική εξουσία. Οι ορθολογικές αλήθειες πάντα κατέχονται πάνω από τις ατομικές προοπτικές και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος υποταγής του ατομικού Εγώ σε μια αφηρημένη δύναμη πάνω από αυτόν ή αυτήν. Όπως με την ηθική, η ορθολογική αλήθεια έχει γίνει ιερή, απόλυτη, και αφαιρέθηκε από το άτομο (Στίρνερ 1993:353). Έτσι για το Στίρνερ, η ηθική και η ορθολογικότητα είναι λόγοι του Κράτους, και η λειτουργία τους, αντί να μας απελευθερώνει από την κυριαρχία, χρησιμεύει στο να προωθήσει παραπέρα την υποταγή του ατόμου στην εξουσία του Κράτους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Στίρνερ, προκειμένου κάποιος να διεξάγει πόλεμο με το κράτος πρέπει να διεξάγει, επίσης, και πόλεμο,, στις αρχές που παρέχουν στην πολιτική εξουσία μια ηθική και ορθολογική βάση.

 Ο Ντελέζ επίσης ξεσκεπάζει τις μορφές και τις δομές σκέψης που επιβεβαιώνουν την Κρατική εξουσία. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ θεωρεί ότι η σκέψη είναι συνένοχη στην κυριαρχία του Κράτους, παρέχοντας του ένα νόμιμο έδαφος και συναίνεση: “Μόνο η σκέψη είναι σε θέση να επινοήσει τη φαντασία του Κράτους που είναι καθολική λόγω δικαίου, η ανύψωση του Κράτους σε μία de jure οικουμενικότητα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:375). Η ορθολογικότητα είναι ένα παράδειγμα της σκέψης του Κράτους. Ο Ντελέζ πάει ένα βήμα παραπέρα από τον Στίρνερ: αντί να βλέπει ορισμένες μορφές σκέψης να δανείζουν απλά ορθολογική και ηθική εξουσία στο Κράτος, υποστηρίζει ότι ο ορθολογικός και ηθικός λόγος στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Το Κράτος δεν είναι μόνο μια σειρά από πολιτικούς θεσμούς, και πρακτικές, αλλά περιλαμβάνει επίσης μια πολλαπλότητα κανόνων, τεχνολογιών, λόγων, πρακτικών, μορφών σκέψης, και γλωσσικών δομών. Δεν είναι μόνο ότι αυτοί οι λόγοι που παράσχουν μια δικαιολογία για το Κράτος – είναι οι ίδιοι εκδηλώσεις της κρατικής μορφής στη σκέψη. Το Κράτος είναι εμμενές στη σκέψη, δίνοντας το έδαφος, το λόγο – παρέχοντας του ένα μοντέλο που καθορίζει “το στόχο, τα μονοπάτια, τους αγωγούς, τα κανάλια, τα όργανα. . ..” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:434). Το Κράτος έχει διεισδύσει και κωδικοποιήσει τη σκέψη, ιδίως την ορθολογική σκέψη. Εξαρτάται τόσο από τους ορθολογικούς λόγους για τη νομιμοποίηση και τη λειτουργία του, αλλά και με τη σειρά του καθιστά αυτούς τους λόγους δυνατούς. Η ορθολογική σκέψη είναι η φιλοσοφία του Κράτους: “Η κοινή λογική, η ενότητα όλων των σχολών στο κέντρο της Cogito, είναι η συναίνεση του κράτους εγειρόμενη ως απόλυτη” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:376). Είναι μόνο με την απελευθέρωση της σκέψης από αυτό τον ηθικό και λογικό αυταρχισμό που μπορούμε να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από το Κράτος (Ντελέζ 1987:23).

Για τον Ντελέζ το μοντέλο της σκέψης του Κράτους είναι ότι αποκαλεί δεντρώδης (aborescent) λογική (Ντελέζ 1987:25). Η δεντρώδης λογική είναι ένα εννοιολογικό μοντέλο ή μία “εικόνα” που προκαθορίζει τη σκέψη σε μια ορθολογιστική βάση. Βασίζεται στο σύστημα της ρίζας και του δέντρου: υπάρχει μία κεντρική μονάδα, αλήθεια ή ουσία – όπως η ορθολογικότητα – η οποία είναι η ρίζα, και η οποία καθορίζει την ανάπτυξη των “κλαδιών”. Ο Ντελέζ λέει:

 . . . τα δέντρα δεν είναι μια μεταφορά, αλλά μια εικόνα της σκέψης, μια λειτουργία, ένας ολόκληρος μηχανισμός που φυτεύεται στη σκέψη για να την κάνει να πορευτεί σε μια ευθεία γραμμή και να παράγει διάσημες σωστές ιδέες. Υπάρχουν όλα τα είδη των χαρακτηριστικών στο δέντρο: υπάρχει ένα σημείο προέλευσης, ο σπόρος ή το κέντρο· είναι μια δυαδική μηχανή ή αρχή της διχοτόμησης, η οποία συνεχώς διαιρείται και αναπαράγεται σε διακλαδώσεις, τα σημεία του δεντρώματος της·” (Ντελέζ 1987:25)

 Η σκέψη είναι παγιδευμένη σε δυαδικές ταυτότητες όπως μαύρο / άσπρο, αρσενικό / θηλυκό, ετερο / ομοφυλόφιλο. Η σκέψη πρέπει πάντοτε να ξεδιπλώνεται σύμφωνα με μια διαλεκτική λογική και είναι έτσι παγιδευμένα σε δυαδικές διαιρέσεις που αρνούνται τη διαφορά και την πολλαπλότητα (Ντελέζ 1987:128). Για τον Ντελέζ το μοντέλο αυτό της σκέψης είναι επίσης το μοντέλο της πολιτικής εξουσίας – ο αυταρχισμός του ενός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αυταρχισμό της άλλης: “Η εξουσία είναι πάντα ριζωματική/δενδρώδης” (Ντελέζ 1987:25).

 Έτσι, αντί αυτού του εξουσιαστικού μοντέλου της σκέψης, ο Ντελέζ προτείνει ένα ριζωματικό (rhizomatic) μοντέλο που αποφεύγει τις ουσίες, τις ενότητες και τη δυαδική λογική, και αναζητά τις πολλαπλότητες, τις πληθυντικότητες και το γίγνεσθαι (becomings). Το ρίζωμα είναι μια εναλλακτική, μη εξουσιαστική “εικόνα” της σκέψης, βασισμένη στη μεταφορά του χόρτου, το οποίο μεγαλώνει τυχαία και αδιόρατα, σε αντίθεση με την ομαλή ανάπτυξη του δεντρώδους συστήματος. Ο σκοπός του ριζώματος είναι να επιτρέψει στη σκέψη “να αποτινάξει το μοντέλο της, να κάνει το γρασίδι της να μεγαλώνει – ακόμα και σε τοπικό επίπεδο στο περιθώριο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24). Το ρίζωμα, υπό την έννοια αυτή, αψηφά την ίδια την ιδέα ενός μοντέλου: είναι μια ατελείωτη, τυχαία πολλαπλότητα των συνδέσεων, η οποία δεν κυριαρχείται από ένα ενιαίο κέντρο ή τόπο, αλλά είναι αποκεντρωμένη και πληθυντική. Περιλαμβάνει τέσσερα χαρακτηριστικά: σύνδεση, ετερογένεια, πολλαπλότητα και ρήξη (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:7). Απορρίπτει τις δυαδικές διαιρέσεις και ιεραρχίες, και δεν διακυβερνάται από μια εκτυλισσόμενη, διαλεκτική λογική. Έτσι ανακρίνει τις αφαιρέσεις που κυβερνούν τη σκέψη, που αποτελούν τη βάση των διαφόρων λόγων της γνώσης και ορθολογισμού. Με άλλα λόγια, η ριζωματική σκέψη είναι η σκέψη που αψηφά την εξουσία, αρνείται να περιορίζεται από αυτήν – η ριζωματική “δεν θα αφήσει σε κανέναν, σε οποιαδήποτε δύναμη, να “θέσει” ερωτήσεις ή να “ορίσει” προβλήματα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24).

 Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει εδώ πως η επίθεση του Στίρνερ στις αφαιρέσεις, τις ουσίες, και τις έμμονες ιδέες, είναι ένα παράδειγμα της ριζωματικής σκέψης. Όπως και ο Ντελέζ, κι ο Στίρνερ ψάχνουν για πολλαπλότητες και ατομικές διαφορές, αντί για αφαιρέσεις και ενότητες. Οι αφαιρέσεις, όπως η αλήθεια, η λογική, η ανθρώπινη ουσία, είναι εικόνες οι οποίες, για αυτούς τους στοχαστές, αρνούνται την πληθυντικότητα και παραμορφώνουν τη διαφορά σε ομοιότητα. Ο Koch σχολιάζει την περιφρόνηση τους Στίρνερ για υπερβατικές έμμονες ιδέες. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ εδώ εφευρίσκει μια νέα μορφή σκέψης που δίνει έμφαση στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα την ατομικότητα πάνω από την καθολικότητα και την υπερβατικότητα. Αυτή η αντι-ουσιοκρατική, αντι-καθολική σκέψη προβλέπει την προσέγγιση του Ντελέζ. Επιπλέον, αυτό το αντι-ουσιοκρατικό, αντι-θεμελιωτικό (foundationalist) ύφος της σκέψης έχει ριζοσπαστικές συνέπειες για την πολιτική φιλοσοφία. Ο πολιτικός στίβος δεν μπορεί πλέον να συντάσσεται σύμφωνα με τις παλιές γραμμές μάχης του Κράτους και του αυτόνομου, λογικού υποκείμενο που αντιστέκεται. Αυτό επειδή μια επανάσταση μπορεί να σχηματίζει πολλαπλές συνδέσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων με την ίδια δύναμη που θεωρητικά αντιτίθεται: “Αυτές οι γραμμές δένονται η μία στην άλλη. Αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν μπορεί κάποιος να θέσει ένα δυισμό ή μια διχοτόμηση, ακόμη και στην στοιχειώδη μορφή του καλού και του κακού” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9). Έτσι, σύμφωνα με την κριτική των ορθολογικών και ηθικών λόγων, τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ θα δούν τις πολιτικές θεωρίες που βασίζονται σε μια ορθολογική κριτική του Κράτους, να είναι μορφές σκέψης που στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν, παρά αντιστέκονται, στην Κρατική εξουσία. Τέτοιες θεωρίες, επειδή δεν αμφισβητούν την ουσιοκρατική διάκριση μεταξύ ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας, και επειδή βλέπουν το κράτος ως θεμελιωδώς ανορθολογικό, παραμελούν το γεγονός ότι το Κράτος έχει ήδη καταλάβει τον ίδιο τον ορθολογικό λόγο. Με άλλα λόγια, το να αμφισβητήσουμε την ορθολογική βάση του Κράτους, να πούμε ότι η Κράτική εξουσία είναι “παράλογη” ή “ανήθικη”, δεν αποτελεί απαραίτητα μια υπονόμευση του Κράτους, αλλά αντ \’αυτού μπορεί να είναι μια επιβεβαίωση της δύναμής του. Αφήνει την κρατική εξουσία άθικτη υποβάλλοντας την επαναστατική δράση στις ορθολογικές και ηθικές διαταγές που τη διοχετεύουν σε κρατικές φόρμες. Εάν το Κράτος οφείλει να ξεπεραστεί πρέπει κανείς να εφεύρει νέες μορφές πολιτικής που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να συλληφθούν από τη λογική: “η πολιτική είναι ενεργός πειραματισμός εφόσον δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τον τρόπο που μία γραμμή πρόκειται να στρίψει”(Deleuze 1987:137). Θα ασχοληθώ με το ζήτημα της αντίστασης αργότερα.

 Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ μια φιλοσοφία όπως ο αναρχισμός, η οποία θέτει μια κριτική της εξουσίας [ως αρχής] του Κράτους, που βασίζεται σε ηθικές και ορθολογικές αρχές, θα επιβεβαιώσει την Κρατική εξουσία [ως δύναμη]. Ο παραδοσιακός αναρχισμός βλέπει το Κράτος ως βαθύτατα ανήθικο και ανορθολογικό, και κατασκευάζει μια μανιχαϊστική διχοτόμηση ανάμεσα στο Κράτος και το ουσιοκρατικά ηθικό, ορθολογικό υποκείμενο που αντιστέκεται σε αυτή την εξουσία (Μπακούνιν 1984:212). Όπως έχω υποστηρίξει, όμως, η αντι-κρατική σκέψη των Ντελέζ και Στίρνερ πηγαίνει πέρα από τις κατηγορίες του παραδοσιακού αναρχισμού ακριβώς στο σημείο αυτό. Για τους δύο αυτούς στοχαστές οι ίδιες οι ιδέες της ουσίας, του κέντρου, και των ορθολογικών και ηθικών βάσεων – οι αρχές στις οποίες βασίζεται η αναρχική κριτική της εξουσίας – είναι οι ίδιες εξουσιαστικές δομές που προσφέρονται καθεαυτές για πολιτική κυριαρχία. Με άλλα λόγια, ο Στίρνερ και ο Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, έχουν προχωρήσει πέρα από τα όρια της αναρχικής κριτικής της εξουσίας, που γυρίζει πίσω στον εαυτό της. Έχουν φέρει την κριτική της κρατικής εξουσίας σε μια αρένα στην οποία οι αναρχικοί δεν μπορούσαν να πάνε – αυτή της καθεαυτού ορθολογικής σκέψης, ερχόμενοι σε ρήξη με τις κατηγορίες του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού που δεσμεύουν τον αναρχισμό. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς, ο Ντελέζ και ο Στίρνερ δεν μας επιτρέπουν το προνόμιο αυτής της αυστηρής αντίθεσης μεταξύ της ανορθολογικής, ανήθικης, διαφθαρμένης εξουσίας του Κράτους, και της ορθολογικής, ηθικής ουσίας του ανθρώπινου υποκειμένου. Δεν επιτρέπουν, με άλλα λόγια, το αμόλυντο σημείο αναχώρησης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που βρίσκεται στο κέντρο της αναρχικής κριτικής της εξουσίας.

  1. Το υποκείμενο της Επιθυμίας

Η κριτική του Στίρνερ και Ντελέζ του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που ενημερώνει τον αναρχισμό μπορεί να ειδωθεί πιο καθαρά στην αποδόμηση της έννοιας του ουσιοκρατικού υποκειμένου. Το έργο του Στίρνερ είναι η απόρριψη της ιδέας μίας ουσιοκρατικής ανθρώπινης υποκειμενικότητας, μιας ανθρώπινης ουσίας που δεν επηρεάζεται από την εξουσία. Όπως υποστήριξε ο Koch, η ρήξη του Στίρνερ με τον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού αποτελούσε ένα νέο θεωρητικό έδαφος πέρα από τον κλασσικό αναρχισμό – ένα πεδίο που προέβλεψε τον μεταδομισμό. Η σκέψη του Στίρνερ αναπτύχθηκε ως κριτική του ανθρωπισμού του Φόυερμπαχ. Ο Λουντβιχ Φόιερμπαχ πίστευε ότι η θρησκεία αποξενώνει, διότι απαίτησε ο Άνθρωπος να παραιτηθεί από τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του μέσω της προβολής τους σε έναν αφηρημένο σχήμα του Θεού, επομένως εκτοπίζοντας τον ουσιαστικό εαυτό του, αφήνοντας τον να αποξενωθεί και να υποτιμηθεί (Φόιερμπαχ 1957:27-28). Ο Φόιερμπαχ βλέπει τη βούληση, την καλοσύνη και την ορθολογική σκέψη, ως τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που έχουν αφαιρεθεί από τον Άνθρωπο· τα κατηγορήματα του Θεού ήταν στην πραγματικότητα μόνο τα κατηγορήματα του Ανθρώπου ως είδος. Έτσι, ισχυριζόμενος ότι οι ιδιότητες που έχουμε αποδώσει στον Θεό ή στο Απόλυτο είναι πραγματικά οι ιδιότητες του Ανθρώπου, ο Φόιερμπαχ έχει κάνει τον Άνθρωπο μια πανίσχυρη οντότητα καθεαυτή. Ο Φόυερμπαχ ενσαρκώνει το ανθρωπιστικό έργο του Διαφωτισμού για την αποκατάσταση του Ανθρώπου στη δικαιωματική του θέση στο κέντρο του σύμπαντος – για να κάνει το “ανθρώπινο, θείο, το πεπερασμένο άπειρο.”

 Ωστόσο, αυτή ακριβώς την προσπάθεια να αντικαταστήσει τον Θεό με τον Άνθρωπο καταδικάζει ο Στίρνερ. Σύμφωνα με τον Στίρνερ, ο Φόιερμπαχ, ενώ ισχυρίζεται ότι έχει ανατρέψει τη θρησκεία, απλώς αντιστρέφει τη σειρά του υποκειμένου και του κατηγορήματος, χωρίς να υπονομεύεται η ίδια η κατηγορία της θρησκευτικής αρχής (Στίρνερ 1993:58). Η αλλοτριωτική κατηγορία του Θεού διατηρείται και στερεοποιείται εδραιώνοντας την στον Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος γίνεται, με άλλα λόγια, το υποκατάστατο της Χριστιανικής ψευδαίσθησης. Ο Φόυερμπαχ, υποστηρίζει ο Στίρνερ, είναι ο αρχιερέας μιας νέας θρησκείας – του ανθρωπισμού: “Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ θρησκεία είναι μόνο η τελευταία μεταμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας” (Στίρνερ 1993:176). Με την παραγωγή ορισμένων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που είναι ουσιαστικά στον άνθρωπο, ο Φόιερμπαχ έχει αποξενώσει αυτούς στους οποίους δεν βρίσκονται αυτές οι ιδιότητες. Το άτομο βρίσκει τον εαυτό του να υποτάσσεται σε μία νέα σειρά απόλυτων – τον Άνθρωπο και την Ανθρώπινη ουσία. Για τον Στίρνερ, ο Άνθρωπος είναι εξίσου καταπιεσμένος όπως κι ο Θεός: “ο Φόιερμπαχ πιστεύει, ότι αν εξανθρωπίσει το θείο, θα έχει βρει την αλήθεια. Όχι, αν ο Θεός μας έχει δώσει τον πόνο, ο “Άνθρωπος” είναι σε θέση να μας τσιμπήσει ακόμα πιο βασανιστικά” (Στίρνερ 1993:174). Ακριβώς όπως ο Θεός ήταν μια δύναμη που καταπίεζε το ατομικό εγώ, τώρα είναι η ανθρώπινη ουσία, και “ο φόβος του Ανθρώπου είναι απλώς μια τροποποιημένη μορφή του φόβου του Θεού” (Στίρνερ 1993:185). Για τον Στίρνερ η ανθρώπινη ουσία είναι η νέα νόρμα που καταδικάζει τη διαφορά. Ο ανθρωπισμός, είναι ένας λόγος της κυριαρχίας – έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τα λόγια του Στίρνερ, “μια νέα φεουδαρχία, υπό την επικυριαρχία του “Άνθρωπου” (Στίρνερ 1993:341). Ο Άνθρωπος και η ανθρωπότητα κατασκευάστηκαν στον ανθρωπιστικό λόγο ως βασικές νόρμες με τις οποίες τα άτομα πρέπει να συμμορφώνονται, και σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά περιθωριοποιείται:

Όρισα τι είναι ο “Άνθρωπος\” και αυτό που ενεργεί “πραγματικά με ανθρώπινο” τρόπο, και εγώ απαιτώ από τον καθένα ότι αυτός ο νόμος θα γίνει κανόνας και ιδανικό για να τον ίδιο·διαφορετικά θα εκτεθεί ο ίδιος ως “αμαρτωλός και εγκληματίας”. (Στίρνερ 1993:204)

 O Στίρνερ χάραξε μια νέα λειτουργία της εξουσίας που ξέφυγε από τις κλασικές φιλοσοφίες του Διαφωτισμού όπως ο αναρχισμός. Περιγράφει μια διαδικασία υποκειμενοποίησης, στην οποία η εξουσία λειτουργεί, όχι με την καταστολή του Ανθρώπου, αλλά με την κατασκευή του ως πολιτικού υποκειμένου και τη διακυβέρνηση μέσω αυτής. Ο Άνθρωπος συνίσταται ως τόπος της εξουσίας, μία πολιτική ενότητα μέσω της οποίας το κράτος κυριαρχεί στο άτομο (Στίρνερ 1993:180). Το Κράτος απαιτεί ότι το άτομο συμορφώνεται με μια συγκεκριμένη ουσιοκρατική ταυτότητα ώστε μπορεί να γίνει μέρος της κοινωνίας του Κράτους, ως εκ τούτου, κυριαρχούμενης: “Έτσι το Κράτος προδίδει την έχθρα του για μένα, απαιτώντας να είμαι Άνθρωπος. . . επιβάλλει το να είμαι Άνθρωπος πάνω μου σαν καθήκον”(Στίρνερ 1993:179). Ο Στίρνερ έχει έρθει σε ρήξη με την παραδοσιακή ανθρωπιστική οντολογία που έβλεπε το ατομικό εγώ και την ανθρώπινη ουσία ως ξεχωριστές και σε αντίθεση οντότητες. Η ανθρωπότητα δεν είναι μια υπερβατική ουσία που δημιουργείται από φυσικούς νόμους που η εξουσία έρχεται να καταπιέσει, όπως πίστευαν οι αναρχικοί. Μάλλον πρόκειται για ένα κατασκεύασμα της εξουσίας ή, τουλάχιστον, μία κατασκευή λόγου που μπορεί να γίνει για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εξουσίας.

 Είναι αυτή η υπονόμευση της οντολογίας του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που επιτρέπει στους μετα-δομιστές όπως ο Ντελέζ να δούν την πολιτική με έναν εντελώς νέο τρόπο. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ βλέπει το ανθρώπινο υποκείμενο να είναι ένα αποτέλεσμα της εξουσίας και όχι μία ουσιαστική και αυτόνομη ταυτότητα. Η υποκειμενικότητα είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που η επιθυμία της γίνεται η επιθυμία για το κράτος. Σύμφωνα με τον Ντελέζ, το Κράτος, όπου κάποτε λειτουργούσε μέσω ενός ογκώδους κατασταλτικού μηχανισμού, τώρα δεν το χρειάζεται πλέον – λειτουργεί μέσω της αυτο-κυριαρχίας του υποκειμένου. Το υποκείμενο γίνεται ο δικός του νομοθέτης:

 . . . όσο περισσότερο υπακούς στις δηλώσεις της κυρίαρχης πραγματικότητας, τόσο περισσότερο θα διατάσσεις ως ομιλών υποκείμενο μέσα στη διανοητική πραγματικότητα, γιατί τελικά “μόνο υπακούς τον εαυτό σου. . . Μια νέα μορφή δουλείας έχει εφευρεθεί, να είναι κάποιος δούλος για τον εαυτό του. . . (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:162)

 Για τον Ντελέζ η επιθυμία διοχετεύεται προς το κράτος μέσω της πρόθυμης υποταγής μας στην Οιδιπόδεια εκπροσώπηση. Ο Οιδίποδας είναι η άμυνα του Κράτους ενάντια στην ανεμπόδιστη επιθυμία (Ντελέζ 1987:88). Στην πραγματικότητα, ο Ντελέζ θεωρεί την ψυχανάλυση ως τη νέα εκκλησία, το νέο βωμό πάνω στον οποίο εμείς οι ίδιοι θυσιάζουμε τον εαυτό μας, όχι πλέον στον Θεό, αλλά στον Οιδίποδα. Οι ψυχαναλυτές είναι “οι τελευταίοι ιερείς” (Ντελέζ 1987:81). Έτσι, ενώ για το Στίρνερ η θρησκεία του κράτους είναι ο ανθρωπισμός και ο ανθρωπιστής Άνθρωπος, για τον Ντελέζ η θρησκεία του κράτους είναι ο Οιδίποδας. Η Οιδιπόδεια εκπροσώπηση δεν καταστέλλει την επιθυμία ως τέτοια, αλλά μάλλον την κατασκευάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύει ότι πρέπει να καταστέλλεται, να βασίζεται στην αρνητικότητα, την ενοχή και την απουσία (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Έτσι η οιδιπόδεια καταστολή είναι απλώς η μάσκα για την πραγματική κυριαρχία της επιθυμίας. Η Επιθυμία “καταπιέζεται” με αυτόν τον τρόπο, επειδή αδέσμευτη αποτελεί απειλή για το Κράτος – είναι ουσιαστικά επαναστατική: “. . . δεν υπάρχει, μια επιθυμητική μηχανή ικανή να συναρμολογηθεί χωρίς να κατεδαφίσει ολόκληρους κοινωνικούς τομείς” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι ο Οιδίποδας εξατομικεύει αυτή την επιθυμία αποκόπτοντας την από από τις πιθανές συνδέσεις και φυλακίζοντας την, μέσα στο ατομικό υποκείμενο. Με τον ίδιο τρόπο ο Στίρνερ θεωρεί ότι το ουσιοκρατικό ανθρώπινο υποκείμενο φυλακίζει το εγώ, προσπαθώντας να συλλάβει τις πολλαπλότητες και τα τις ροές σε μία απλή έννοια.

 Το ζήτημα της επιθυμίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκέψη τόσο του Ντελέζ όσο και του Στίρνερ, και θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη ριζοσπαστική προσέγγιση τους στην πολιτική χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτή η έννοια. Για τους στοχαστές αυτούς εμείς οι ίδιοι μπορούμε να επιθυμούμε τη δική μας κυριαρχία, όπως ακριβώς μπορούμε να επιθυμούμε την ελευθερία μας . Ο Ντελέζ λέει:

Στην ερώτηση “Πώς η επιθυμία μπορεί να επιθυμεί την δική της καταπίεση, πώς μπορεί να επιθυμεί τη δουλεία της;” απαντάμε ότι οι εξουσίες που συντρίβουν την επιθυμία, ή που την υποτάσσουν, οι ίδιες αποτελούν ήδη μέρος των συναρμογών της επιθυμίας:. . . (Ντελέζ
1987:133)

 Παρόμοια για τον Στίρνερ, η επιθυμία δεν καταπιέζεται ή απορρίπτεται – μάλλον διοχετεύεται προς το Κράτος: “Το ίδιο το κράτος προσπαθεί να δαμάσει τον Άνθρωπο που επιθυμεί· με άλλα λόγια, αποσκοπεί στο να κατευθύνει την επιθυμία του αυτή στο κράτος μόνο, και να περιέχει αυτή την επιθυμία με ότι αυτό προσφέρει” (Στίρνερ 1993:312). Έτσι, η επιθυμία για τον Στίρνερ συνίσταται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται επιθυμία για το Κράτος. Με αυτόν τον τρόπο η κυριαρχία του Κράτους γίνεται δυνατή μέσω της συνενοχής μας – με τηνεπιθυμία μας για την εξουσία (Στίρνερ 1993:312). Όπως και ο Ντελέζ, ο Στίρνερ δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την ίδια την εξουσία, αλλά για τους λόγους που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να κυριαρχούνται από την εξουσία. Θέλει να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμμετέχουμε στη δική μας καταπίεση, και να δείξει ότι η εξουσία δεν αφορά μόνο οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα – είναι, επίσης, ριζωμένη, σε ψυχολογικές ανάγκες. Έχει ενσωματώσει την ίδια, τη μορφή των αφηρημένων ιδεών, όπως το Κράτος, την ανθρώπινη ουσία και την ηθική, βαθιά μέσα στη συνείδηση μας. Η κυριαρχία του Κράτους, ο Στίρνερ υποστηρίζει, εξαρτάται από την προθυμία μας να το αφήσουμε να μας κυριαρχήσει:

 Το Κράτος δεν είναι νοητό χωρίς την αρχοντιά και την υποτέλεια (υποταγή)· Για το Κράτος θα πρέπει να θέλει να είναι άρχοντας όλων όσων αγκαλιάζει, και αυτή η θέληση καλείται η “θέληση του Κράτους”. “Αυτός που, για να κρατήσει το δικό του, πρέπει να υπολογίζει στην απουσία βούλησης σε άλλους είναι ένα πράγμα που πραγματοποιείται από αυτούς τους άλλους, όπως ο κύριος είναι ένα πράγμα που φτιάχνεται από τους υπηρέτες του. Εάν η υποτακτικότητα σταματούσε, θα τελείωναν όλα με την εξοχότητα. (Στίρνερ 1993:195-6)

 Ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι το ίδιο το Κράτος είναι ουσιαστικά μια αφαίρεση: υπάρχει μόνο επειδή επιτρέπουμε να υπάρχει και γιατί εγκαταλείπουμε σε αυτό την εξουσία μας, με τον ίδιο τρόπο που εμείς δημιουργούμε το Θεό εγκαταλείποντας την εξουσία μας στη διάθεση του, και την τοποθετούμε έξω από τον εαυτό μας. Αυτό που είναι πιο σημαντικό από τον φορέα του Κράτους είναι η «Κυβερνώσα αρχή\” – είναι η ιδέα του Κράτους που μας καταπιέζει (Στίρνερ 1993:226). Η εξουσία του Κράτους βασίζεται πραγματικά πάνω στη δύναμη μας. Θα είναι το Κράτος κυρίαρχο αν κάποιος αρνηθεί να υπακούσει, αν αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία του σε αυτό; Δεν είναι αναμφισβήτητο ότι κάθε είδους κυβέρνησης εξαρτάται από την προθυμία μας να την αφήσουμε να μας κυβερνήσει; Η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στον καταναγκασμό. Χρειάζεται τη βοήθειά μας, τη βούλησή μας να υπακούσουμε. Είναι μόνο και μόνο για το λόγο ότι το άτομο δεν έχει αναγνωρίσει αυτή τη δύναμη, επειδή ταπεινώνεται το ίδιο μπροστά στο ιερό,μπροστά στην εξουσία, που το κράτος εξακολουθεί να υπάρχει (Στίρνερ 1993:284).

 Έτσι, τόσο για το Στίρνερ όσο και τον Ντελέζ το κράτος θα πρέπει να ξεπεραστεί ως ιδέα πριν μπορέσουμε να το υπερβούμε στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι ένα νέο Κράτος δεν θα ξεφυτρώσει στη θέση του παλιού. Αυτό ήταν και το βασικό μέλημα του αναρχισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, ο κλασικός αναρχισμός αποτυχαίνει να θεωρήσει επαρκώς το πρόβλημα της εξουσίας, της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας. Δεδομένου όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, ότι όχι μόνο η Κρατική εξουσία συνδέεται με τους ηθικούς και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά επίσης, συνδέεται κατά κύριο λόγο με την ιδέα του αυτόνομου ανθρωπιστικού υποκειμένου – τον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής σκέψης. Αυτό που οι κλασικοί αναρχικοί δεν προβλέψαν ήταν η λεπτή συνενοχή μεταξύ του επιθυμητικού υποκείμενου και της εξουσία που τον/την καταπιέζει. Αυτό είναι το φάντασμα που στοιχειώνει την επαναστατική θεωρία. Έτσι, ο Στίρνερ κι ο Ντελέζ υπερβαίνουν την προβληματική του κλασικού αναρχισμού από την αποκάλυψη των δεσμών μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας και της εξουσίας, και από την αναγνώριση των αυταρχικών δυνατοτήτων της επιθυμίας. Είναι σαφές λοιπόν ότι η αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, πρέπει να εργαστεί σε διαφορετικές γραμμές από εκείνες που προβλέπονται από τους κλασικούς αναρχικούς.

  1. Αντίσταση

Έτσι, τόσο για τον Στίρνερ όσο και για τον Ντελέζ, η κυριαρχία του Κράτους λειτουργεί, όχι μόνο μέσω των κοινωνικών θεωριών του συμβολαίου, την ηθική και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά πιο ουσιαστικά μέσω της ίδιας της ανθρωπιστικής επιθυμίας. Το ερώτημα πρέπει να είνα είναι πώς, αν είμαστε τόσο περίπλοκα συνδεδεμένοι με το Κράτος, θα αντισταθούμε στην κυριαρχία του; Για τον Στίρνερ και τον Ντελέζ, η αντίσταση στο κράτος πρέπει να λαμβάνει χώρα στο επίπεδο των σκέψεων, των ιδεών μας και πιο ριζικά των επιθυμιών μας. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε πέρα από το παράδειγμα του Κράτους. Η επαναστατική δράση στο παρελθόν απέτυχε επειδή παρέμεινε παγιδευμένη μέσα σε αυτό το παράδειγμα. Ακόμα και επαναστατικές φιλοσοφίες όπως ο αναρχισμός, που έχουν ως στόχος τους, την καταστροφή της κρατικής εξουσίας, έχουν παραμείνει παγιδευμένη μέσα σε ουσιοκρατικές έννοιες και δομές και μανιχαϊστικές δομές που, όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, συχνά καταλήγουν να επιβεβαιώνουν την εξουσία [ως αρχή]. Ίσως η ίδια η ιδέα της επανάστασης πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ίσως η πολιτική πρέπει να είναι μία διαφυγή από τις ουσιοκρατικές δομές και τις ταυτότητες. Ο Στίρνερ υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι η αντίσταση κατά του Κράτους θα πρέπει να πάρει τη μορφή, όχι της επανάστασης, αλλά της “εξέγερσης”:

 Η επανάσταση και η εξέγερση δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως συνώνυμες. Η πρώτη συνίσταται σε μία ανατροπή των συνθηκών, της καθεστηκυίας κατάστασης ή του στάτους,του Κράτος ή της κοινωνίας, και είναι κατά συνέπεια μια πολιτική ή κοινωνική πράξη· η εξέγερση έχει πράγματι για απόφευκτη συνέπεια της το μετασχηματισμό των συνθηκών, ακόμα κι αν δεν ξεκινά από αυτό, αλλά από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τον εαυτό τους, δεν είναι μια ένοπλη έγερση, αλλά μία έγερση ατόμων, ένας ξεσηκωμός χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διευθετήσεις που πηγάζουν από αυτήν. Η Επανάσταση στοχεύει σε νέες διευθετήσεις· η εξέγερση μας οδηγεί πλέον στο να μην επιτρέψουμε άλλο στους εαυτούς μας να διευθετούνται, αλλά να διευθετήσουμε τους εαυτούς μας, και δεν θέτει καμιά λαμπερή ελπίδα στους “θεσμούς”. Δεν είναι ένας αγώνας ενάντια στο καθεστηκυίο, δεδομένου ότι, αν ευημερεί (η εξέγερση), το καθεστηκυίο καταρρέει από μόνο του· είναι μόνο ένα έργο εμπρός μου έξω από το καθεστώς. (Στίρνερ 1993:316)

 Η εξέγερση, μπορεί να υποστηριχθεί, αρχίζει με την άρνηση του ατόμου της επιβαλόμενης ταυτότητας, το “εγώ”, μέσω του οποίου λειτουργεί η εξουσία: ξεκινά “από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τους εαυτούς τους” Επιπλέον ο Στίρνερ λέει ότι η εξέγερση δεν έχει ως στόχο την ανατροπή των πολιτικών θεσμών. Απευθύνεται στην ατομική ανατροπή της δικής μου ταυτότητας – το αποτέλεσμα της οποίας είναι, ωστόσο, μια αλλαγή στις πολιτικές διευθετήσεις. Η εξέγερση κατά συνέπεια, δεν είναι για να γίνει κάποιος, ό,τι “είναι”, σύμφωνα με τον ανθρωπισμό – να γίνεις ανθρώπινος, να γίνει Άνθρωπος – αλλά για να γίνει αυτό που δεν είναι. Η έννοια του Στίρνερ της εξέγερσης περιλαμβάνει μία διαδικασία γίγνεσθαι – πρόκειται για τη διαρκή ανακάλυψη του εαυτού. Ο εαυτός δεν είναι μία ουσία, ένα ορισμένο σύνολο χαρακτηριστικών, αλλά μάλλον ένα κενό, ένα “δημιουργικό τίποτα \”, και είναι πάνω στο άτομο να δημιουργήσει κάτι από αυτό και να μην περιορίζεται από τις ουσίες (Στίρνερ 1993:150).

 Ο Ντελέζ, όπως έχουμε δει επίσης απορρίπτει την ενότητα και την ουσιοκρατία του υποκειμένου, θεωρώντας ότι αυτό είναι μια δομή που περιορίζει την επιθυμία. Επίσης βλέπει το γίγνεσθαι – να γίνει άλλος από Άνθρωπος, άλλος από το ανθρώπινο – ως μια μορφή αντίστασης. Προτείνει μία έννοια της υποκειμενικότητας που εστιάζει στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα και τη διαφορά πέρα από την ενότητα, και τη ροή πέρα από τη σταθερότητα και την ουσιοκρατία της ταυτότητας. Η ενότητα του υποκειμένου αναλύεται σε μια σειρά ροών, συνδέσεων, και των συναρμογών ετερογενών μερών (Bogue 1989:94). Κανείς δεν μπορεί να σκέφτεται ακόμη και το σώμα ενοποιημένο: αποτελούμαστε από διάφορα μέρη που μπορούν να λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα. Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι το υποκείμενο ή τα διάφορα συστατικά του καθεαυτά, αλλά μάλλον ό,τι συμβαίνει μεταξύ των στοιχείων: των συνδέσεων, των ροών, κλπ (Bogue 1989:91).

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, η αντίσταση κατά του Κράτους πρέπει να περιλαμβάνει μια απόρριψη των ενιαίων και ουσιοκρατικών ταυτοτήτων – τις ταυτότητες που δεσμεύουν την επιθυμία, τη γλώσσα και τη σκέψη στο κράτος. Η ρήξη τους από την ενότητα στην πολλαπλότητα, τη διαφορά και το γίγνεσθαι μπορεί να θεωρηθεί ως μια άσκηση στην αντιεξουσιαστική, αντι-κρατική σκέψη. Μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια να κινηθούμε πέρα από τις υπάρχουσες πολιτικές κατηγορίες και να εφεύρουμε νέες – να επεκτείνουμε το πεδίο της πολιτικής πέρα από τα παροντικά όριά του μέσω της αποκάλυψης των συνδέσεων, που μπορεί να σχηματιστούν ανάμεσα στην αντίσταση και την εξουσία στις οποία αντιστάθηκαν. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Μπορείτε να κάνετε μια ρήξη, να σχεδιάσετε μια γραμμή φυγής, αλλά ακόμα εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα επαναστρωματώστε (restratify) τα πάντα, σχηματισμούς που θα επαναφέρουν την εξουσία σε ένα σημαίνον. . .” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9).

 Ίσως ένας τρόπος να σκεφτούμε πέρα από αυτή τη δυαδική, ουσιοκρατική λογική είναι μέσω της έννοιας του πολέμου. Οι Στίρνερ και Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, θεωρητικοποιούν μη-ουσιοκρατικές μορφές αντίστασης εναντίον του Κράτους όσον αφορά τον πόλεμο. Ο Στίρνερ καλεί για ένα πόλεμο σε κάθε αρχή και θεσμό του Κράτους. Επιπλέον, βλέπει την κοινωνία όσον αφορά έναν πόλεμο των εγώ, ένα είδος πολέμου του Hobbes “όλοι εναντίον όλων” στον οποίο δεν υπάρχει καμία έκκληση προς κάθε έννοια συλλογικότητας ή ενότητας (Clark 1976:93). Για αυτό έχει συχνά κατηγορηθεί ότι υποστηρίζει ένα εγωιστικό και ακραίο ατομικισμό στον οποίο “θα μπορούσε να είναι σωστό” και το άτομο έχει το δικαίωμα σε όλα όσα έχει τη δύναμη να πετύχει. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ δεν μιλάει εδώ για ένα πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον μια μάχη στο επίπεδο των αναπαραστάσεων που δημιουργούν ριζοσπαστικά θεωρητικά ανοίγματα και στις οποίες όλες οι ουσιοκρατικές ενότητες και συλλογικότητες ριγνύονται. Ο πόλεμος για τον Στίρνερ δεν είναι ένα Κράτος της φύσης ή ένα ουσιοκρατικό χαρακτηριστικό. Μάλλον είναι ένας τρόπος σκέψης που υπονομεύει την ουσία.

 Είναι στο ίδιο πνεύμα που ο Ντελέζ μιλά για τη “μηχανή πολέμου” ως σχήμα της αντίστασης ενάντια στο Κράτος. Η μηχανή πολέμου αποτελεί κάτι έξω από το Κράτος. Ενώ το Κράτος χαρακτηρίζεται από εσωτερικότητα, η μηχανή πολέμου χαρακτηρίζεται από μία απόλυτηεξωτερικότητα. Ενώ το Κράτος είναι, όπως είδαμε, ένα κωδικοποιημένο εννοιολογικό επίπεδο που περιορίζεται εντός των δυαδικών δομών σκέψης, η μηχανή πολέμου είναι καθαρά νομαδική κίνηση, μη-γραμμωτή και ακωδικοποίητη. Είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από πλυθηντικότητες, πολλαπλότητες, και διαφορά, η οποία ξεφεύγει από την κωδικοποίηση του Κράτους αποφεύγοντας τις δυαδικές δομές (Deleuze 1987:141). Η μηχανή πολέμου είναι το Έξω του Κράτους – ό,τι διαφεύγει τη σύλληψη από το κράτος: “όπως ακριβώς Χομπς είδε ξεκάθαρα ότι το Κράτος ήταν κατά του πολέμου, οπότε ο πόλεμος είναι ενάντια στο Κράτος και το καθιστά αδύνατο”(Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:359). Είναι η εννοιολογική απουσία της ουσίας και της κεντρικής εξουσίας [ως αρχής]. Πάλι θα έλεγα ότι στον Ντελέζ, όπως και στην περίπτωση του Στίρνερ, δεν μιλάμε για πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον για ένα θεωρητικό έδαφος που χαρακτηρίζεται από ενοιολογική ανοιχτότητα στην πληθυντικότητα και την διαφορά, η οποία αποφεύγει τις σταθερές ταυτότητες, τις ουσίες και τις εννοιολογικές ενότητες που αποτελούν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Η ιδέα του πολέμου ως μια ριζική εξάρθρωση και ένα συστατικό κενό μπορεί να αναπτυχθεί με τον τρόπο αυτό, ως εργαλείο της αντίστασης ενάντια στην Κρατική εξουσία [ως δύναμη] και την αρχή του.

 Όπως είδαμε, η αντίσταση είναι μια επικίνδυνη επιχείρηση: μπορεί πάντα να αποικίζεται από τη εξουσία στην οποία αντιτίθεται. Δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως η ανατροπή της Κρατικής εξουσίας από ένα ουσιοκρατικό επαναστατικό υποκείμενο. Η αντίσταση μπορεί τώρα να ειδωθεί από την άποψη του πολέμου: ως ένα πεδίο πολλαπλών αγώνων, στρατηγικών, τοπικών τακτικών, προσωρινών αποτυχιών και προδοσιών – ένας συνεχής ανταγωνισμός χωρίς την υπόσχεση της τελικής νίκης. Όπως λέει ο Ντελέζ: “. . . ο κόσμος και τα Κράτη του δεν είναι πλέον οι Κύριοι των επιπέδων τους από όσο οι επαναστάτες καταδικάστηκαν σε παραμόρφωση των δικών τους. Όλα παίζονται σε αβέβαια παιχνίδια. . . »(Ντελέζ 1987:147).

 Πώς αυτή η έννοια της αντίστασης ως πόλεμος, ως ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται μεταξύ συλλογικοτήτων ατόμων, και εξουσίας [ως αρχής] διαφέρει από την αναρχική ιδέα της επανάστασης; Για τους κλασικούς αναρχικούς η επανάσταση ήταν μια μεγάλη, διαλεκτική ανατροπή της κοινωνίας, στην οποία οι δομές της εξουσίας και της αρχής θα πρέπει να ανατραπεί ώστε και το τελευταίο εμπόδιο για την πλήρη υλοποίηση της υποκειμενικής ανθρωπότητας να αφαιρεθεί. Για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, από την άλλη πλευρά, η αντίσταση δεν έχει ένα συμπέρασμα ή τέλος, υπό αυτή την έννοια. Η αντίσταση θεωρείται ως μια συνεχής αντιπαράθεση ένας διαρκής πόλεμος φθοράς κατά την οποία οι γραμμές της αντιπαράθεσης ποτέ δεν σημειώνονται εκ των προτέρων, αλλά είναι μάλλον συνεχώς επαναδιαπραγματεύσιμες και προς διεκδίκηση (fought over). H αντίσταση ενάντια στο Κράτος είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι, ακριβώς επειδή η Κρατική εξουσία δεν μπορεί πλέον να περιορισθεί σε ένα μόνο θεσμό, αλλά μάλλον είναι κάτι που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό, που αποτελείται, όπως είδαμε, από τις επιθυμίες, ουσίες και ορθολογικές αρχές. Η ίδια η έννοια του ηθικού και του ορθολογικού ανθρώπινου υποκειμένου το οποίο ανταγωνίζεται ενάντια στην εξουσία του Κράτους στο αναρχικό λόγο, έχει κατασκευαστεί, ή τουλάχιστον έχει διεισδύσει σε αυτό η εξουσία που υποτίθεται ότι αντιτίθεται. Έτσι, η αντίσταση είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται από άτομα και ομάδες που συμπλέκονται σε αγώνες από μέρα σε μέρα με τις πολλαπλές μορφές κυριαρχίας.

Συμπέρασμα

Η Αντι-κρατική σκέψη του Στίρνερ και του Ντελέζ μπορεί να μας επιτρέψει να αντιληφθούμε και να αναπτύξουμε μορφές αντίστασης που αποφεύγουν την παγίδα του κράτους που έχει για εμάς – πώς από την απόλυτη προσήλωση μας στις ορθολογικές δομές σκέψης, και τους ουσιοκρατικούς τρόπους της επιθυμίας, καταλήγουμε να επιβεβαιώνουμε, παρά να υπερβαίνουμε την κυριαρχία. Κάποιος πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτεί πέρα από το ερώτημα του ποιος θεσμόςποια μορφή κυριαρχίας, είναι να αντικαταστήσει αυτή που έχουμε ανατρέψει. Η Αντι-κρατική σκέψη του Ντελέζ και του Στίρνερ μπορεί να μας δώσει ίσως και το εννοιολογικό οπλοστάσιο για την απελευθέρωση της πολιτικής από τον εκβιασμό αυτού του αιώνιου ερωτήματος. Εδώ θα ήθελα, επίσης, να υποστηρίξω ότι παρόλο που η ανάλυση του Στίρνερ και του Ντελέζ της κρατικής εξουσίας διαφέρει με πολλούς τρόπους από τον παραδοσιακό αναρχισμό, είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που είναι πιο κοντά στον αναρχισμό. Και οι δύο μοιράζονται με τον αναρχισμό μια αμείλικτη κριτική όλων των μορφών εξουσίας, και ιδιαίτερα την απόρριψη της ιδέας ότι ορισμένες μορφές εξουσίας μπορεί να είναι απελευθερωτικές. Η διαφορά είναι ότι ο Στίρνερ και ο Ντελέζ εκθέτουν τόπους δυνητικής κυριαρχίας σε χώρους όπου ο κλασικός αναρχισμός δεν κοίταξε – στους ηθικούς και ορθολογικούς λόγους, τις ανθρώπινες ουσίες και την επιθυμία. Με άλλα λόγια, έχουν επεκτείνει απλώς την κριτική της δύναμης και της εξουσίας που ξεκίνησε με τον κλασσικό αναρχισμό. Υπό αυτή την έννοια η κριτική του Ντελέζ και του Στίρνερ του Κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή του αναρχισμού. Αλλά είναι ένας αναρχισμός χωρίς τις ουσίες και τις εγγυήσεις της ηθικής και της ορθολογικής εξουσίας [ως αρχής]. Ίσως με αυτόν τον τρόπο η αντι-κρατική φιλοσοφία των Ντελέζ και Στίρνερ μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μετα-αναρχισμός – μια σειρά από εννοιολογικές στρατηγικές οι οποίες μπορούν μόνο να προωθήσουν τον αναρχισμό, καθιστώντας τον πιο σχετικό με τους σύγχρονους αγώνες κατά της αρχής.

 Έχω υποστηρίξει, επομένως, ότι υπάρχει μια εκπληκτική και ανεξερεύνητη σύγκλιση μεταξύ των Στίρνερ και Ντελέζ για το ζήτημα του Κράτους. Επιπλέον, η εξερεύνηση αυτής της σύγκλισης μπορεί να μας επιτρέψει να θεωρητικοποιήσουμε μία μη-ουσιοκρατική πολιτική αντίστασης στην κυριαρχία του Κράτους. Και οι δύο στοχαστές βλέπουν το Κράτος ως μια αφηρημένη αρχή της εξουσίας και της κυριαρχίας η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε συγκεκριμένες μορφές της. Αναπτύσσουν μια θεωρία του Κράτους που πάει πέρα τον μαρξισμό βλέποντας το Κράτος ως αυτόνομο από οικονομικές διευθετήσεις, και πέρα από τον αναρχισμό που βλέπει το Κράτος να λειτουργεί μέσω των ίδιων των ηθικών και ορθολογικών λόγων που χρησιμοποιήθηκαν για να το καταδικάσει. Με αυτόν τον τρόπο έρχονται σε ρήξη με το παράδειγμα του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού, αποκαλύπτουν τους δεσμούς μεταξύ της εξουσίας και της ανθρώπινης ουσίας και δείχνουν ότι η επιθυμία μερικές φορές επιθυμεί τη δική της καταστολή. Στη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι, οι Στίρνερ και Ντελέζ καταλαμβάνουν μια παρόμοια αντιεξουσιαστική φιλοσοφική και πολιτική τροχιά – που κηρύττει τον εννοιολογικό πόλεμο στο Κράτος, των οποίων οι σημαντικές θεωρητικές επιπτώσεις για τον αναρχισμό, πρέπει να υπολογίζονται μαζί.

Αναφορές

Bakunin, Mikhail 1984. Political Philosophy: scientific anarchism. (ed.) G.P Maximoff. London: Free Press of Glencoe.

Bogue, Ronald 1989. Deleuze & Guattari. London: Roultedge.

Clark, John 1976. Max Stirner’s Egoism. London: Freedom Press.

Deleuze, Gilles & Felix Guattari 1977. Anti-Oedipus: Capitalism & Schizophrenia. New York: Viking Press.

Deleuze, Gilles 1987. Dialogues. (trans.) Hugh Tomlinson. New York: Columbia University Press.

Deleuze, Gilles and Felix Guattari 1988. A Thousand Plateaus: Capitalism & Schizophrenia. (trans.) Brian Massumi. London: Althone Press.

Derrida, Jacques 1994. Spectres of Marx: The State of Debt, the Work of Mourning & the New International. (trans.) Peggy Kamuf, New York: Routledge.

Feuerbach, Ludwig 1957. The Essence of Christianity, (trans.) George Eliot. New York: Harper

Harrison, Frank 1983. The Modern State: An Anarchist Analysis. Montreal: Black Rose Books.

Koch, Andrew 1997. Max Stirner: The Last Hegelian or the First Poststructuralist. Anarchist Studies 5:95–107.

Kropotkin, Peter 1943. The State: Its Historic Role. London: Freedom Press.

Stirner, Max 1993. The Ego and Its Own. (trans.) Steven Byington. London: Rebel Press.

Προτεινόμενη ανάγνωση

Για μια καλή συμπληρωματική εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Ντελέζ, θα ήθελα επίσης, να προτείνω τα ακόλουθα:

Goodchild, Philip 1996. Deleuze and Guattari: an introduction to the politics of desire. London: SAGE Publications.

Massumi, Brian 1992. A User’s Guide to Capitalism and Schizophrenia: deviations from Deleuze and Guattari. Cambridge, Mass: MIT Press.

Patton, Paul 1984. ‘Conceptual Politics and the War-Machine in Mille Plateaux’, Substance. 44/45, 61–80.

Perez, Rolando 1990. On An(archy) and Schizoanalysis. Autonomedia: USA.

Schrift, Alan 1992. ‘Between Church and State: Nietzsche, Deleuze and the Genealogy of Psychoanalysis’, International Studies in Philosophy, 24(2), 41–52.

Θα πρότεινα επίσης τον προβληματισμό του Ντελέζ πάνω στον Φουκώ στην έννοια της εξουσίας και της αντίστασης.

Deleuze, Gilles 1988. Foucault. (trans.) Se’n Hand. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μία καλή εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ θα πρότεινα:

Carroll, John 1974. Break-Out from the Crystal Palace. The anarcho-psychological critique: Stirner, Nietzsche, Dostoyevsky. London: Routledge & Kegan Paul.

Ferguson, Kathy. E 1982. ‘Saint Max Revisited: A Reconsideration of Max

Stirner’, Idealistic Studies. 12(3), 276–292.

Μία διερεύνηση των δεσμών ανάμεσα στον αναρχισμό και τον μεταδομισμό μπορεί να βρεθεί στο:

May, Todd 1994. The Political Philosophy of Poststructuralist Anarchism. University Park, Pa.: Pennsylvania State University Press.

May, Todd 1989. ‘Is poststructuralist political theory anarchist?’ Philosophy & Social Criticism. 15(2), 167–181.

Για μία εισαγωγή στη μετανεωτερική πολιτική θα πρότεινα:

Ross, Andrew (ed.) 1988. Universal Abandon: The Politics of Post-Modernism. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μια ενδιαφέρουσα ματιά στο σύγχρονο αναρχισμό θα πρότεινα:

Clark, John 1984. The Anarchist Moment: Reflections on Culture, Nature & Power. Black Rose Books: Montreal.

Ehrlich, Howard J. (ed.) 1996. Reinventing Anarchy, Again. San Francisco, CA:

AK Press.

Ενάντια στη φιλανθρωπία

Σε πολλές πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, κάποιοι αναρχικοί οργάνωσαν συσσίτια με το όνομα \”Φαγητό όχι Βόμβες\”. Οι διοργανωτές αυτών των συσσιτίων θα εξηγήσουν ότι η πρόσβαση στην τροφή πρέπει να είναι ελεύθερη, ότι κανένας ποτέ δεν πρέπει να πεινάσει. Σίγουρα ένα θαυμάσια συναίσθημα…στο οποίο οι αναρχικοί απαντούν λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο που απαντούν οι χριστιανοί, οι χίπηδες ή οι αριστεροί φιλελεύθεροι** – κάνοντας φιλανθρωπία.

Θα μας πουν βέβαια, η καμπάνια \”Φαγητό όχι Βόμβες\” είναι κάτι διαφορετικό. Ο τρόπος λήψης αποφάσεων των διοργανωτών είναι αντιιεραρχικός. Δε λαμβάνουν κανένα κυβερνητικό ή εταιρικό κονδύλι. Σε πολλές πόλεις, σερβίρουν τα γεύματα τους, ως μια μορφή κοινωνικής ανυπακοής ρισκάροντας τη σύλληψη τους. Προφανώς, το \”Φαγητό όχι Βόμβες\” δεν είναι μια μεγάλης κλίμακας φιλανθρωπική γραφειοκρατία· στην πραγματικότητα είναι συνήθως  μια κακοφτιαγμένη* προσπάθεια…. αλλά είναι φιλανθρωπία και αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν εκ των διοργανωτών.

Η φιλανθρωπία είναι ένα απαραίτητο κομμάτι της οικονομίας κάθε κοινωνικού συστήματος. Η σπάνη που επιβάλλεται από την οικονομία δημιουργεί  μια κατάσταση στην οποία κάποιοι άνθρωποι αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες με τους κανονικούς τρόπους. Ακόμα και σε κράτη με υψηλής ποιότητας κοινωνικά προγράμματα,  υπάρχουν εκείνοι  δεν καλύπτονται από το αυτό το δίκτυο. Οι φιλανθρωπίες αντικαθιστούν τα κρατικά κοινωνικά προγράμματα εκεί που αυτά δε μπορούν ή δε θέλουν να βοηθήσουν. Ομάδες όπως η \”Φαγητό όχι Βόμβες\”, είναι επομένως ένα εθελοντικό εργατικό δυναμικό που βοηθούν να διατηρείται η κοινωνική τάξη με το να ενισχύουν την εξάρτηση των φτωχών από προγράμματα και όχι από τη δική τους δημιουργία.

Άσχετα με το πόσο αντιιεραρχικός είναι ο τρόπος λήψης αποφάσεων η σχέση είναι πάντα εξουσιαστική. Οι ευεργετούμενοι της φιλανθρωπίας είναι στο έλεος των οργανωτών του προγράμματος και έτσι δεν είναι ελεύθεροι να δράσουν με τους δικούς τους όρους μέσα σε αυτήν τη σχέση. Αυτό είναι εμφανές στον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίον λαμβάνεται η φιλανθρωπία. Τα φιλανθρωπικά συσσίτια όπως το \”Φαγητό όχι Βόμβες\” απαιτούν από τους ευεργετούμενους  να έρθουν μια συγκεκριμένη ώρα που δε διαλέγουν οι ίδιοι ώστε να σταθούν στην ουρά για να πάρουν φαγητό που δεν έχουν επιλέξει (και συνήθως κακοφτιαγμένο) σε ποσότητα περιορισμένη από κάποιον εθελοντή που θέλει να είναι σίγουρος ότι θα πάρουν όλοι ίσες μερίδες. Φυσικά, είναι καλύτερο από να μείνεις πεινασμένος αλλά ο εξευτελισμό είναι τουλάχιστον ισάξιος με το να περιμένεις στην ουρά του μπακάλικου για να πληρώσεις για φαγητό που τουλάχιστον μπορείς να φας όποτε θέλεις. Η αναισθησία που αναπτύσσουμε σε έναν τέτοιον εξευτελισμό, μια αναισθησία που γίνετε εμφανής στις περιπτώσεις που συγκεκριμένοι αναρχικοί επιλέγουν να τρέφονται σε φιλανθρωπίες ενώ μπορούν να κάνουν αλλιώς, δείχνει την έκταση, στην οποία η κοινωνία μας είναι διαποτισμένοι με τέτοιες εξευτελιστικές αντιδράσεις. Κάποιος θα νόμιζε πως οι αναρχικοί θα αρνούνταν όσο περνάει από το χέρι τους τέτοιες αντιδράσεις και θα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν αντιδράσεις διαφορετικού είδους με σκοπό  να καταστρέψουν τον εξευτελισμό που επιβάλλεται από την κοινωνία. Αντίθετα, πολλοί δημιουργούν προγράμματα που ενισχύουν αυτόν τον εξευτελισμό.

Και η αλληλεγγύη που νιώθει κάποιος για κάποιον που υποφέρει από φτώχεια επειδή και αυτός ξέρει πως είναι; και η επιθυμία να μοιραστείς φαγητό με άλλους ανθρώπους; Προγράμματα σαν το\” Φαγητό όχι Βόμβες\” δεν εκφράζουν αλληλεγγύη αλλά οίκτο. Το να μοιράζεις μερίδες φαγητού δεν σημαίνει ότι μοιράζεσαι· είναι μια απρόσωπη, ιεραρχημένη  σχέση μεταξύ του κοινωνικού ρόλου του \”ευεργέτη\” και του κοινωνικού ρόλου του \”ευεργετούμενου\”. Η έλλειψη φαντασίας έχει οδηγήσει πολλούς αναρχικούς να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της πείνας (το οποίο είναι ένα αφηρημένο ερώτημα για πολλούς) με τον ίδιο τρόπο που το αντιμετωπίζουν οι χριστιανοί ή οι φιλελεύθεροι, δημιουργώντας δομές παράλληλες στις ήδη υπάρχουσες. Όπως είναι αναμενόμενο όταν οι αναρχικοί προσπαθούν να αναλάβουν ένα εγγενώς εξουσιαστικό καθήκον, κάνουν χάλια δουλειά… Γιατί να μην αφήσουμε τη φιλανθρωπία σε αυτούς που δεν έχουν αυταπάτες για αυτήν;  Καλύτερα οι αναρχικοί να βρουν τρόπους  να μοιράζονται ατομικά εάν συγκινούνται τόσο, τρόπους που να ενθαρρύνουν τον αυτοκαθορισμό και όχι την εξάρτηση, την αλληλεγγύη και όχι τον οίκτο.

Δεν υπάρχει τίποτα το αναρχικό στο \”Φαγητό όχι Βόμβες\”. Ακόμα και το όνομα είναι ένα αίτημα προς τις αρχές. Γι\’ αυτό και οι διοργανωτές του συχνά χρησιμοποιούν μεθόδους κοινωνικής ανυπακοής ως μια προσπάθεια να κάνουν έκκληση στο συναίσθημα των κρατούντων για να ταΐσουν και να στεγάσουν τους φτωχούς. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό το πρόγραμμα που να ενθαρρύνει τον αυτοκαθορισμό. Δεν υπάρχει τίποτα που να ενθαρρύνει τους ευεργετούμενους να αρνηθούν το ρόλο τους και πάρουν αυτό που χρειάζονται χωρίς να ακολουθούν τους κανόνες. Το \”Φαγητό όχι Βόμβες\”, όπως κάθε φιλανθρωπία, ενθαρρύνει αυτούς που ευεργετούνται από αυτήν να παραμείνουν παθητικοί δέκτες παρά να γίνουν δημιουργοί των ζωών τους. Η φιλανθρωπία πρέπει να αναγνωρίζεται ως αυτό που είναι: μια ακόμα όψη του θεσμοθετημένου εξευτελισμού, εγγενή στην οικονομική μας ύπαρξη, που πρέπει να καταστρέψουμε για να ζήσουμε στο έπακρο.

 1. Εδώ εννοείται κακώς οργανωμένη.

2. Οι φιλελεύθεροι στο κείμενο εννοούνται όχι με την οικονομική άλλα τη \”φιλοσοφική\” έννοια.

Άρθρο του Feral Faun από μια συλλογή άρθρων του συγγραφέα, που έστησε το εγχείρημα The Anarchist Library

Πηγή στα αγγλικά: Against Charity, The Anarchist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum