«Ας μην αιθεροβατούμε, παρακαλώ»

Αναδημοσίευση από Contra Info:

Αν προσυπογράφεις την ιδέα της καταστροφής της εργασίας, πάντοτε θα βρεις κάποιον, ακόμη και μεταξύ αναρχικών, που θα πει: «Κι αύριο; Αν δε δουλέψουμε, τι θα φάμε αύριο;»

Αν λοιπόν πάρεις μια τέτοια απάντηση, σημαίνει ότι μιλάς σ’ έναν πραγματιστή αναρχικό ή μάλλον σε κάποιον που πατάει τα πόδια του γερά στο έδαφος· σ’ έναν απ’ αυτούς τους τύπους που, μόλις τον ρωτήσεις αν εξακολουθεί να θεωρεί το ρόλο της εργατικής τάξης σημαντικό στη σύγκρουση μεταξύ κυριαρχημένων και κυριάρχων, θα σου πει «Εννοείται!»

Μην πάρεις όμως το ρίσκο να τον ρωτήσεις τι σημαίνει να ’ναι κανείς ρεαλιστής ή πραγματιστής. Η απάντησή του μπορεί να διαταράξει τα όνειρά σου για πολύ καιρό.

Θα σου πει ότι χρειάζεται να σέβεσαι τις συνθήκες της ταξικής πάλης, αντί να τοποθετείς τον εαυτό σου ιδεολογικά πάνω απ’ τα μυαλά των γύρω σου, ώστε να μη γίνεις μια πρωτοπορία του προλεταριάτου – προσθέτοντας εκεί αρκετά πειστικά πως αυτό δεν το κάνεις από μια ανάγκη να έχεις αποδοτικότητα στον αγώνα ή να πάρεις άμεσα αποτελέσματα, αλλά επειδή είναι απαραίτητο να συνεχίσεις να στηρίζεις τους εκμεταλλευομένους στο μέρος όπου δείχνουν τη μεγαλύτερη δυνατή ικανότητα να ανταπαντήσουν στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, δηλαδή στο χώρο εργασίας.

Βέβαια, εσένα θα σου ’ρθει να πεις (που σε συμβουλεύω να το κρατήσεις για τον εαυτό σου): «Μα αυτό δεν είναι καμουφλαρισμένη ιδεολογία, μ’ άλλα λόγια ιδέες που έχουν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα;» Και θα θελήσεις να πεις πως η εργατική τάξη δεν υπάρχει πλέον, ότι έχει διαλυθεί απ’ την ιστορική συνάντηση του Κεφαλαίου με τις νέες τεχνολογίες, κι έτσι κάθε ρεφορμιστική πρακτική, όπως η υποβολή αιτημάτων ή η προάσπιση κεκτημένων, απλώς στηρίζει αυτήν τη στρατηγική της κυριαρχίας και του αφανισμού. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν άσκοπο να μιλήσεις. Ο ρεαλισμός, ή ο πολιτικός πραγματισμός, είναι αρρώστια που δεν παλεύεται. Υπαινίσσεται την πρακτική εκείνων που βλέπουν τα πράγματα μονάχα υπό αιτιώδεις, σχηματικούς όρους. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από τέτοια προαπαιτούμενα. Για να λέμε την αλήθεια, ο γκραντουαλισμός μπορεί να είναι εξαιρετικά πειστικός. Η θεωρία του βαθμιαίου δίνει έστω μια παρηγοριά ως προς τι θα μπορούσε να συμβεί βραχυπρόθεσμα, καταστέλλοντας το φόβο του μέλλοντος.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό που μας λέει ο ρεαλιστής, πραγματιστής μας σύντροφος είναι ότι ένα ουσιαστικό σημείο της πάλης είναι να διασφαλίσουμε πως δε θα επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Ποτέ ξανά φασισμός! Κι ανατρέχοντας στις παλιότερες μορφές του φασισμού παραλείπουν να δούνε τις καινούργιες, που σε καμία περίπτωση δεν προσομοιάζουν μ’ αυτές του παρελθόντος, αλλά ενδεχομένως είναι κι ακόμα χειρότερες. Ο σύντροφος αυτός σκοπίμως σου πετάει πως αν δε δουλέψεις δε θα ’χεις να φας, για να σε αποστομώσει, και πως είναι επικίνδυνο και μη ρεαλιστικό να επιμένεις ως προς την καταστροφή της δουλειάς, αφού υποστηρίζει μια θέση που παραμένει αγκιστρωμένη στην πραγματικότητα του παρόντος, την οποία και καταλήγει να δικαιολογεί χωρίς καν να το συνειδητοποιεί. Δεν τον ενδιαφέρει να κουβεντιάσει ιδέες ή ζητήματα μεθόδου. Το μόνο που θέλει να ξέρει είναι τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα, τα οποία είναι σε θέση να υπολογίζει μόνο από ποσοτική άποψη: να προσμετρώνται άνθρωποι και πράγματα, να συμπίπτουν δεδομένα της πραγματικότητας με εγχειρήματα, να γίνεται κατανοητή η κοινωνική δυναμική. Αυτές είναι οι ιδέες και οι μέθοδοι που απέδωσαν καρπούς στο παρελθόν. Δεν παίζει τώρα να υπάρχει κάτι σαν κριτική σκέψη ή κάτι που θα μπορούσε να τις θέσει υπό αμφισβήτηση.

Πρέπει να απομονωθεί κάθε ιδέα που θα μπορούσε ν’ απειλήσει την αναζήτησή του για τη συναίνεση των εκμεταλλευομένων ή που θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να παρουσιάσει τους αναρχικούς επαναστάτες ως υπονομευτές της συντεταγμένης τάξης, συμπεριλαμβανομένης της θεμιτής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής· γιατί, αν δεν αποκλειστεί κάθε παρόμοια ιδέα, έχετε γεια, απαλλοτρίωση και ειρηνική μετάβαση στην ελεύθερη κοινωνία του μέλλοντος. Πειραματισμοί μπορούν να διεξαχθούν μονάχα ανά μικρές ομάδες, θα πει αυτός ο σύντροφος με το φωτισμένο, πραγματιστικό όραμα που ’χει για τον αγώνα, και τούτες είναι ασήμαντες απ’ τη σκοπιά της ταξικής πάλης.

Αυτή η νοοτροπία έχει μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά. Πρώτον, ανταποκρίνεται σε μια αντίληψη της πραγματικότητας η οποία εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις, μια εξέλιξη την οποία κάποιος βοηθά παρέχοντας απλώς ευκαιρίες για βελτιώσεις. Η λειτουργία τού απολύτως άλλου δε λαμβάνεται υπόψη. Ό,τι ξεκίνησε ως μία άποψη των πραγμάτων δε θ’ αργήσει να γίνει καταδίκη και να αποστασιοποιηθεί μόλις ο πειραματισμός που γίνεται προς αυτή την κατεύθυνση αποκτήσει κάποια σημαντική μορφή και συνέπεια. Δεύτερον, η ίδια νοοτροπία αποδέχεται την τεχνολογία ως το κύριο στοιχείο που ενυπάρχει σε οποιαδήποτε αστική συμβίωση, έτσι δύναται μονάχα να φανταστεί τη μελλοντική κοινωνία ως ορμώμενη από μια εναλλακτική χρήση της σημερινής τεχνολογίας. Τρίτον, δε δύναται ν’ απαλλαγεί απ’ το δικό της θεσμικό καθήκον, αυτό του εξορκισμού κάθε φόβου μπροστά στο άγνωστο. Οποιαδήποτε απόπειρα να επιταχυνθεί αυτός ο γκραντουαλισμός αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα προβλήματα, κάνοντας το άγνωστο να φαντάζει σαν εχθρός και το γνωστό (δηλαδή τη διατήρηση του υπάρχοντος) σαν κάτι που πρέπει να προστατεύεται μην τυχόν και πέσει στα χέρια των βαρβάρων.

Συχνά, ακόμα και το ν’ απαντήσεις σε αυτούς τους τύπους μέσα από τις δικές μας θέσεις για το απολύτως άλλο είναι πλήρες χάσιμο χρόνου. Η βαριά σκιά των γραφειοκρατών έχει περάσει πάνω από κάθε εποχή, ήδη από τις σκοτεινές απαρχές της ιστορίας. Κάτι άλλο χρειάζεται να γίνει.

Αλφρέντο Μαρία Μπονάννο