Η Έσχατη Βεβήλωση

Αναδημοσίευση από Έρεβος:

Μιλάει ένας γυμνοσοφιστής

«…το ιερό, είναι το γόνιμο έδαφος κάθε ιδεολογίας….» – Αλφρέντο Μ. Μπονάννο

Όταν ο άνθρωπος άρχισε να μιλάει στον εαυτό του, έκανε τα πρώτα του βήματα σε έναν καινούργιο κόσμο. Πλέον, η σκέψη του δεν ήταν αποκλειστικά δεμένη με την αισθητική του δραστηριότητα – απέκτησε δική της ζωή. Ένας «πνευματικός κόσμος», ένας «geistwelt», με νοητικές συλλήψεις για τα πλάσματά του, έστησε το σπίτι του στο κεφάλι του ανθρώπου και έμεινε εκεί.

Νομίζω πως ήταν ο λόγος[1] που απελευθέρωσε τη σκέψη. Ο λόγος δεν είναι απλά περιγραφικός, είναι δημιουργικός. Επομένως, δεν αποτυπώνουμε απλά, φαντασιωνόμαστε. Αποκόπτουμε τις ιδέες από τις ρίζες τους και τις χειραγωγούμε, μετατρέποντάς τες σε έργα τέχνης αποκλειστικά δικά μας.

Καθώς αυτή η ικανότητα ανθούσε μέσα στον άνθρωπο, εκείνος βρέθηκε περικυκλωμένος από το μυστήριο, τον πρώτο πυλώνα του ιερού. Κι έτσι, ξεκίνησε, μάλλον φυσικά, να γεμίζει τα κενά της κατανόησής του, εκείνα τα μέρη που η στοχαστική του ικανότητα δε μπορούσε να φτάσει, με τη φαντασία. Από κει και μετά, αρχίζει να δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ του ιδανικού και του πραγματικού. Όμως, ο άνθρωπος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, καθώς ο άκριτος νους του θεωρεί πως η φανταστική τάξη και η φυσική τάξη[2] βρίσκονται σε αντιστοιχία.

Μέσω μιας διαλεκτικής διαδικασίας μεταξύ του περιβάλλοντος και του μυστηριώδους κενού σκέψης, κάθε κοινότητα αναπτύσσει μια διακριτή κουλτούρα. Με αυτό, εννοούμε ένα σύνολο ιδεών, αντιλήψεων, πρακτικών και εθίμων, γύρω από το οποίο περιστρέφεται η κοινότητα και το οποίο αποτελεί γι’ αυτήν το δεύτερο πυλώνα του ιερού.

Όμως, τι είναι αυτό το «ιερό» για το οποίο μιλάω; Είναι ένα πνευματικό φάντασμα, που σηκώνει ένα παραπέτασμα ισχύος επί του αντικειμένου, που διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στο άτομο και στην, ας πούμε, «ιδιαιτερότητά»[3] του. Είναι «μια ιδέα που έχει θέσει τον άνθρωπο υπό το ζυγό της»[4], ένα πνεύμα που απαιτεί υποταγή, ένας μονάρχης εναντίον του οποίου κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να εξεγερθεί, πόσο μάλλον να διαπράξει τη μέγιστη εκ των ιεροσυλιών, να καταφύγει, δηλαδή, στο βλάσφημο απογυμνωμένο ατομικό εαυτό[5].

Ναι, απογύμνωση, είναι ο τέλειος ορισμός γι’ αυτό το οποίο λέω[6]. Η θέληση μου, η επιθυμία μου, η ανάγκη μου, τι μπορεί να είναι πάνω από αυτές; Δεν είμαι περιουσία της κουλτούρας και της ηθικής – αυτές είναι περιουσία μου και παίρνουν οποιαδήποτε μορφή και τις χρησιμοποιώ όπως εγώ θέλω, γιατί δεν υπάρχει κανένα «ιερό πνεύμα», κανένα μεταφυσικό «δικαίωμα», το οποίο οφείλω να προσκυνάω. Σωστή κουλτούρα, καλή ηθική, ανώτερος χαρακτήρας; Ανοησίες! Όπως ο «Θεός» και αυτές οι συλλήψεις βρίσκονται στον πνευματικό κόσμο της σκέψης. Κοιτάξτε τη φύση, βλέπετε καμιά ηθική στην οποία να συμμορφώνονται τα ζώα; Όχι, απλά ικανοποιούν τις ορέξεις τους όπως μπορούν, χωρίς να σκοτίζονται με αφηρημένες σκέψεις. Αυτές οι αξίες δεν είναι εγγενείς στη φύση, γι’ αυτό κάποιος μπορεί να βρει ελάχιστες αναφορές γι’ αυτές στην επιστήμη, η οποία ακολουθεί μια περιγραφική αρχή.

Επεκτείνοντας τη μεταφορά της απογύμνωσης, θα μπορούσαμε να πούμε πως όλοι οι ιδεολογικοί διαξιφισμοί είναι, τελικά, για το πώς θα ντύσουμε τον άνθρωπο. Όπως φαίνεται, το προφανές γεγονός πως τα ρούχα δε δημιουργούν τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος δημιουργεί τα ρούχα, παραβλέπεται σχεδόν καθολικά είτε γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο ηλίθιοι για να συνειδητοποιήσουν κάτι τόσο βασικό είτε γιατί δε μπορούν να αντέξουν την ιδέα του γυμνού εαυτού τους και έτσι, ντύνουν την οντολογική τους ταπεινοφροσύνη με ιδεολογικά φύλλα συκής.

Έτσι, ο όρθιος πίθηκος πορεύεται κατεχόμενος, εκπολιτισμένος, μπλεγμένος στο δικό του μύθο, πάντα πιστός στους πνευματικούς του αφέντες. Παπάδες κοσμούν κάθε γωνία, ο καθένας τους θέλει να μας σώσει από τους εαυτούς μας, να μας επιμορφώσει σύμφωνα με το ευαγγέλιό του – μια μεσσιανική πανούκλα μαστίζει τον πολιτισμό.

Αλλά, αρκετά με αυτές τις όμορφες φαντασιοπληξίες. Αυτό που προτάσσω εδώ είναι απλό: ο μηδενισμός. Ή για να το θέσω αλλιώς: την έσχατη βεβήλωση.

Ο μηδενισμός γίνεται αντιληπτός από πολλούς ως μια δαιμονική επιρροή. Είναι ο μαινόμενος ταύρος εν υαλοπωλείο, του οποίου η έξαψη δε σταματάει πριν γίνουν όλα σκόνη. Εν συντομία, είναι κάτι που εξισώνεται με το ριζοσπαστικό πεσιμισμό. Χωρίς αμφιβολία, δεν είμαι ο ιδανικός άνθρωπος για να τον υπερασπιστεί από αυτήν την κατηγορία, καθώς έχω ήδη ανενδοίαστα αποκαλύψει τις πεσιμιστικές μου θέσεις σε άλλα κείμενα. Όμως, αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε μια πλάνη, σύμφωνα με την οποία για να κάνω μια ενέργεια, μια επιλογή και να είναι αυτή δικαιολογημένη και άξια σημασίας, πρέπει να πατάει πάνω στο ιερό, σε κάποιου είδους απόλυτο, το οποίο προδιαγράφει τη θέλησή μου. Όσο και αν οι άνθρωποι συνεχώς φλυαρούν για την ελευθερία ως τον ύψιστο σκοπό τους, μόλις αναφέρεις το μηδενισμό, που πρακτικά βιωμένος είναι η ύψιστη έκφραση της ελευθερίας, καθώς αποφεύγει αντιλήψεις όπως την «υποχρέωση», το «καθήκον», την «αιτιολόγηση» κλπ, αντιμετωπίζεις κατηγορίες ασυγχώρητης ανταρσίας και απανθρωπιάς. Ναι, ο μηδενισμός είναι απάνθρωπος, όσο οι τρόποι με τους οποίους ορίζουμε την ανθρωπιά μας, με τους οποίους ξεχωρίζουμε τους εαυτούς μας από το ζωικό βασίλειο, αναφέρονται στο πνεύμα, δηλαδή στον κόσμο των ιδεών, στη φαντασμαγορία, η οποία είναι η θεμέλια λίθος του «πολιτισμού», όπως τον κατανοούμε εμείς. Όταν οι πολιτικοί και το σινάφι τους μιλούν για «ελευθερία», εννοούν την πίστη σε κάποιο ιδανικό. Ακόμα και οι πιο προοδευτικές από τις διαδεδομένες αντιλήψεις περί ελευθερίας είναι, απλά, πίστη στις ιερές αρχές «ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη».

Ίσως αυτό να εννούσε ο Νίτσε, όταν, με τη δική του αντίληψη περί μηδενισμού, μιλούσε για την ανάγκη του ανθρώπου να εξελιχθεί στον «υπεράνθρωπο», στον μετα-άνθρωπο. Μπορούμε, μάλλον, να πούμε σωστά πως ο μηδενισμός όντως είναι απειλή για τον άνθρωπο, εάν θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως εκείνο το πλάσμα, που βρίσκεται κατεχόμενο από υπερβατικά ιδανικά και που σκέφτεται με απόλυτους όρους. Η υιοθέτηση του μηδενισμού σημαίνει την εγκατάλειψη της «ανθρωπότητας», της «πνευματικότητας», του «υπερεγώ», πείτε το όπως θέλετε, και την επιστροφή, όπως λένε κάποιοι, ή την εξέλιξη, όπως λένε άλλοι, στην κατάσταση του απογυμνωμένου πάθους και του αυθεντικού εγωισμού.

Θα πρέπει να είναι, πλέον, κατανοητό το γιατί ο Στίρνερ άσκησε κριτική σε εκείνους τους περήφανους ανθρώπους, που υποστήριζαν πως είχαν ξεπεράσει τη θρησκευτικότητα, αποκυρήσσοντάς τους ως «θεοσεβούμενους άθεους». Ναι, σίγουρα, αρνούνται το «Θεό» και την «ψυχή», αλλά συνεχίζουν να ορκίζονται πίστη στο ιερό, πλέον στη μορφή της «ανθρωπότητας», της «κοινωνίας», της «αρετής» ή κάποιας άλλης αφηρημένης έννοιας και να επιδίδονται σε κεκαλυμμένη μεταφυσική.

«Όμως», πετάγεται μια φωνή, «ο μηδενισμός πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί γιατί ληστεύει από τη ζωή το νόημά της!». Λοιπόν, δεν είναι ποτέ εντελώς σαφές ποιο είναι αυτό το νόημα, θεωρώ, όμως, ότι βασικά εννοεί έναν προκαθορισμένο σκοπό ή/και μια υπερβατική δικαίωση. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η απουσία αυτών των πραγμάτων μας τρομοκρατεί τόσο πολύ, γιατί αξιώματα όπως «τίποτα δεν είναι ιερό», ή «το δικαίωμα πηγάζει από τη δύναμη» παρουσιάζονται υστερικά ως παραδείγματα τρέλας, ενώ στην πραγματικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο. Υποθέτω πως αν κάποιος πήγαινε σε ένα άσυλο και προσπαθούσε να πείσει τους τρόφιιμους με ένα λογικό τρόπο, θα αντιμετωπιζόταν σαν τον Αντίχριστο. Είναι σαν να εξαρτάται όλη η αυτοπεποίθηση του ανθρώπου από τη δουλοπρέπειά του, στο ρόλο του ως όργανο για κάτι «μεγαλύτερο». Ίσως γιατί στην πραγματικότητα, ανεξαρτησία σημαίνει μοναξιά. Αν υπάρχω μόνο εγώ, αν οι πράξεις μου είναι μόνο δικές μου, είμαι απομονωμένος από τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους, με έναν τρόπο προφανώςαποφασιστικά άγευστο για τον άνθρωπο ως «πλάσμα κοινωνικό». Ναι, αυτό πρέπει να είναι: ο μηδενισμός κόβει τους δεσμούς που θεωρούνται βασικοί για την ύπαρξή μας στον κόσμο. Βέβαια, μπορεί να διαλύσει μόνο ιδέες, καταδεικνύοντας πως αυτοί οι δεσμοί είναι και ήταν πάντα αποκυήματα της φαντασίας. Αν δεν ήταν έτσι, ποιος θα μπορούσε να θεωρήσει το μηδενισμό «επικίνδυνο»;Φυσικά, η αλήθεια έχει την ύπουλη συνήθεια να διαλύει το ψέμα και όταν κάποιος έχει προσαρμόσει τη ζωή του στο ψέμα, ό,τι τον εκτρέπει από αυτό, το θεωρεί δικαίως μια καταστροφική επιρροή.

Όταν πρωτοασχολήθηκα με τις πολιτικοκοινωνικές επιπτώσεις του μηδενισμού, υπέθεσα, όπως και ο Στίρνερ, ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ένα είδος αναρχισμού. Γιατί αναρχισμός σημαίνει «χωρίς αρχή» και ο μηδενισμός υπονομεύει την ιερή δικαίωση της κοινωνικής εξουσίας. Όμως, επικοινωνώντας με αναρχικούς, κατάλαβα πως και ο αναρχισμός πέφτει στην ίδια παγίδα με όλες τις ιδεολογίες. Η απόρριψη από μέρους του των ιεραρχικών συστημάτων δεν είναι ριζωμένη (στο 99% των περιπτώσεων) στην απόρριψη της πνευματικής ιδεολογίας, αλλά περισσότερο σε ένα ηθικό σύστημα ισότητας. Όταν οι αναρχικοί λένε πως επιθυμούν ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος, εννοούν πως επιθυμούν να δώσει όρκο στις προαναφερθείσες ιερές αντιλήψεις του τριπτύχου «ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη». Επομένως, αυτή η σπάνια ράτσα των «εγωιστών» αναρχικών απορρίπτεται γιατί αυτοί δε δίνουν όρκο σε κανέναν πέρα του εαυτού τους. Ακόμα, όμως, και όταν γίνονται αποδεκτοί, είναι λόγω της πεποίθησης ότι ο εγωισμός ως πρακτική μπορεί να βοηθήσει στη συνειδητοποίηση των στόχων της ιερής τελολογίας.

Όταν οι αναρχικούν μιλούν για τη θέληση να μην υπάρχει «αφέντης», αντιλαμβάνονται τον «αφέντη» μόνο ως κάποιον που περιφέρεται με στολή ή στρατιωτικά διακριτικά και που μοιάζει αυστηρός και σοβαρός. Έτσι, ενώ απορρίπτουν περήφανα την εξουσία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο εντός των κοινωνικών σχέσεων, παρ’ όλα αυτά, επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι να βρίσκονται υπό την εξουσία του αγίου πνεύματος τουαναρχικού ιδανικού και να είναι όλοι χαμερπείς κόλακες μπροστά στο βωμό του ενάρετου τρόπου.

Όλη αυτή η ιερότητα, που βρίσκεται προσκολλημένη στον αναρχισμό, τον καθιστά ανίκανο να συνδεθεί με το μηδενισμό και την ανιερότητά[1] του. Προφανώς, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Θα πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι στον όρο «κοινωνικός μηδενισμός».

Πώς θα τον ορίζαμε, ώστε να γίνει ξεκάθαρα κατανοητός;Είναι μια κοινωνική φιλοσοφία ριζοσπαστικής ελευθερίας, η οποία αφαιρεί την εξουσία της αξιολόγησης από την αφηρημένη ιδέα και τους φιλοσόφους της και τη θέτει στην υπηρεσία της παθιασμένης ατομικότητας. Η δημιουργική θέληση κάθε μοναδικού προσώπου δε μπορεί, πλέον, να αξιολογείται με βάση απόλυτες αντιλήψεις. Όλη η κοινωνική αλληλεπίδραση και δόμηση -η κουλτούρα και η πολιτική- δε θα γεννώνται από την υποχρέωση και το καθήκον σε ιερές ηθικές και στόχους, αλλά από τα σκέτα «ναι» και «όχι» της ατομικής θέλησης. Αυτή είναι η μέθοδος χωρίς μέθοδο, το σύστημα χωρίς σύστημα.

Σημαίνει αυτό, θα πουν οι ιδεαλιστές, την απόλυτη, ανηλεή καταστροφή της κοινωνίας; Δε βλέπω το λόγο να σημαίνει κάτι τέτοιο. Σημαίνει, απλά, πως ο άνθρωπος αποφασίζει μόνος του για τις πράξεις τους και δεν του υπαγορεύονται από τις σελίδες κάποιου ιερού βιβλίου. Σημαίνει αυτό, όπως με φόβο προφητεύεται, το τέλος κάθε νόμου και τάξης; Όχι, σημαίνει πως κάθε νόμος και τάξη θα είναι ριζωμένα αποκλειστικά στη θέληση και τη δύναμη των ατόμων. Δε θα αντλούν τη δικαίωσή τους από τη φύση, το Θεό ή κάποιο άλλο απόλυτο που βρίσκεται πέρα από το άτομο, αλλά από εμένα και το δικό μου. Κάθε δικαίωμα,που ίσως έχει ένας άνθρωπος, δεν είναι έμφυτο λόγω κάποιας κοσμικής αρχής ή νόρμας, αλλά κερδισμένο από αυτόν γιατί το θέλει. Κάθε αντιπαράθεση αποδομείται ως το επίπεδο της αντιπαράθεσης με βάση την προτίμηση, όχι το καλό ή το κακό, το σωστό ή το λάθος. Κανένας δεν έχει την εξουσία να αποφασίζει για μένα χωρίς να το επιλέξω εγώ, γιατί κανείς δεν καταπατά τη θέλησή μου.

Για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του Hume, ο κοινωνικός μηδενισμός είναι η φιλοσοφία που απορρίπτει το οφείλειν και αγκαλιάζει το είναι.

Όμως, αυτός είναι ο σκόπελος. Δε μπορώ να σας αναγκάσω να ακολουθήσετε αυτήν τη φιλοσοφία, γιατί δε μπορώ να ισχυριστώ ότι της οφείλει κανείς πίστη. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Μηδενισμός είναι μια «αδύναμη» φιλοσοφία, εφόσον έχει παραδώσει στην πυρά όλον εκείνον τον ιδεαλισμό, που άλλοι τρόποι σκέψεις θα χρησιμοποιούσαν για να ενδυναμωθούν. Ως ιδεολογία της αντι-ιδεολογίας, βοηθά με ειρωνικό τρόπο στην ήττα της.  Επομένως, το παπαδαριό αυτού του κόσμου δε χρειάζεται να ανησυχεί, οι προειδοποιήσεις του Νίτσε ήταν πρόωρες, ο μηδενισμός δεν πρόκειται σύντομα να καταλάβει τον κόσμο –όσοι νομίζουν ότι το έχει κάνει ήδη δεν τον καταλαβαίνουν- και αυτό το σύγγραμμα θα αγνοηθεί παντελώς από τον τύπο. Ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.

Lee Paxton


[1]Εδώ η λέξη λόγος χρησιμοποιείται με την έννοια της γλώσσας (language στο πρωτότυπο)

[2]«ordo imaginalis» και «ordo naturalis» στο πρωτότυπο

[3]«caprice» στο πρωτότυπο

[4]Max Stirner – «Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του», κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ

[5]«naked self-hood» στο πρωτότυπο

[6] ΣτΣ. «Οι υπαρξιστές προσέγγισαν αυτήν την αντίληψη, όταν έλεγαν πως ο άνθρωπος «είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος». Αντίθετα, όμως, με αυτούς, εγώ δεν αρνούμαι την πιθανή ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή συγκεκριμένων ψυχο-βιολογικών παρορμήσεων, που οδηγούν τον άνθρωπο σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Όμως, αυτές δε σχετίζονται με τη συζήτησή μας, καθώς όταν δε μπορούμε να παρέμβουμε σε αυτές, δεν έχει νόημα η φιλοσοφική αναζήτηση για εναλλακτικές και όταν μπορούμε, δεν είναι δεσμευτικές και τελικά, δε μπορούν να εμποδίσουν την ανθρώπινη «ελευθερία».

[7] ΣτΣ. Ίσως , αν ο όρος δεν είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τους περιπλανώμενους γυμνιστές μυστικιστές του παρελθόντος, η γυμνοσοφία θα ήταν ένας κατάλληλος ορισμός, αφού «gymno”, σημαίνει γυμνός στα αρχαία Ελληνικά.