Τα πρόσφατα γεγονότα στη Σουηδία, δίνουν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να διερευνήσουμε τέτοιες καταστάσεις καθώς και να καταγράψουμε απόψεις πάνω σε αυτές, από ένα ευρύ φάσμα αναρχικών. Ας δούμε αρχικά τα γεγονότα του συγκεκριμένου παραδείγματος. Ένας γηραιός μετανάστης επιτίθεται με μπαλτά εναντίον αστυνομικών με αποτέλεσμα εκείνοι να τον πυροβολήσουν και να τον σκοτώσουν. Άλλες αφηγήσεις φέρουν το μετανάστη ψυχικά διαταραγμένο, άλλες να έχει όμηρο μια γυναίκα. Στην προκειμένη ανάλυση η αλήθεια αυτών των αφηγήσεων δε μας ενδιαφέρει. Αποτέλεσμα του θανάτου του μετανάστη, είναι η να ξεσπάσουν συγκρούσεις μεταξύ μελών της μεταναστευτικής κοινότητας, αλλά και άλλων και των μπάτσων. Αυτό που έχει μεγάλο ενδιαφέρον είναι το πως ερμηνεύει ο καθένας το γεγονός σε συνάρτηση με το τι έχει στο κεφάλι του, είτε πρόκειται για τα πιστεύω του, είτε για ιδεολογήματα είτε για φαντασιακά.
Η σύγκρουση επέρχεται πάνω σε συγκεκριμένα σημεία όπως και στην περίπτωση του Λονδίνου, του Παρισιού και λιγότερο του Δεκέμβρη. Αρχικά ας αναφερθούμε στο ερώτημα αν πρόκειται για εξέγερση ή όχι. Το κριτίριο που χρεισιμοποιείται συνήθως είναι το κατα πόσο είναι πολιτικά τα κίνητρα ή οι πράξεις των ανθρώπων που συμμετέχουν στις συγκρούσεις. Θεωρώ πως αυτό είναι λάθος. Η εξέγερση είναι μια συνθήκη όπου μια μερίδα ανθρώπων ή ένα άτομο εναντιώνονται βίαια σε μια κατεστημένη κατάσταση. Και αυτό ισχύει και για τα τέσσερα παραδείγματα. Το αν τα κίνητρα των εξεγερμένων είναι πολιτικά ή όχι δεν καθορίζουν το γεγονός ότι δημιουργήθηκε βίαια ένα ρήγμα στην κανονικότητα της εκάστοτε μητρόπολης. Μεγάλο ρόλο παίζει η αντίληψη των αναρχικών για το τι εστί πολιτική. Πολιτική σημαίνει διαχείρηση. Μπορεί η διαχείρηση να εκφράζεται με τη διαμόρφωση αιτημάτων, μπορεί να εκφράζεται και με μια πιο συνολική αντίληψη διαχείρησης του υπάρχοντος ακόμα και αν οι φέροντες την τελευταία αντίληψη δεν το καταλαβαίνουν. Δυστυχώς ελάχιστοι αναρχικοί ξεφεύγουν από την πολιτική αντίληψη, γι\’αυτό παρατηρείται και το γεγονός ακόμα και οι υποστηρικτές τέτοιων εξεγέρσεων να προσπαθούν να επιβεβαιώσουν την πολιτική τους σημασία για να τις μπάσουν έτσι στο πεδίο της ανάλυσης τους. Το πρόβλημα λοιπόν με την πλειοψηφεία των υποκειμένων των εξεγέρσεων της Σουηδίας, του Λονδίνου και του Παρισιού δεν είναι το ότι εκείνα δεν εξεγέρθηκαν αλλά το ότι δεν αρνήθηκαν επί της ουσίας και πολλά. Αυτό όμως δε σημαίνει πως η εξέγερσή τους είναι κάτι αρνητικό ή θετικό. Εξαρτάται από τι θέλει ο καθένας να κάνει.
Άλλο μεγάλο σημείο που προκαλή τριβές και που δεν είναι ξεκομμένο από τα παραπάνω είναι οι ταυτότητες των υποκειμένων. Αρχικά η ταξική τους θέση ή καλύτερα η θέση τους μέσα στην προλεταριακή διαστρωμάτωση. Εδώ γίνεται μέγα πανηγύρι γιατί ο αναρχικός χώρος παρ\’όλο τον αυξανόμενο εργατισμό του, δεν έχει ξεκαθαρίσει πως αντιλαμβάνεται το προλεταριάτο. Οι εξεγερμένοι της Σουηδίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας είναι το λουμπεναριό των γκέτο. Και σύμφωνα με την κλασική ανάλυση είναι κομμάτι του προλεταριάτου και για την ακρίβεια το πιο υποτιμημένο, ο πάτος του. Το πρόβλημα το έχουν εκείνοι που φαντασιώνονται το προλεταριάτο, λούμπεν ή εργατικό, ως την αφρόκρεμα της επανάστασης. Παρατηρούμε δηλαδή το σχιζοφρενικό παράδοξο σύμφωνα με το οποίο ενώ όλοι παραδέχονται πως η γκετοποίηση, η φτώχεια, η αμάθεια και η κτηνώδεις εκμετάλλευση που υφίστανται τα προλεταριακά στρώματα (και με δική τους βέβαια ευθύνη) έχει ως αποτέλεσμα την αποκτήνωση τους, παράλληλα εξανίστανται όταν βλέπουν να δρουν ακριβώς όπως τους επιβάλλει αυτή η αποκτήνωση τους να δράσουν. Αρέσει δεν αρέσει σε κάποιους, αυτό είναι το αποτέλεσμα των μαζικών κοινωνιών σε όλο το ρου της ιστορίας και φτάνει στο χείριστο βαθμό στον υπεραναπτυγμένο σύγχρονο καπιταλισμό. Δεν είναι τυχαίο πως τέτοιες εξεγέρσεις συμβαίνουν στο κέντρο των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Μια από τις λίγες εργαλειακά χρήσιμες προλεταριακές αναλύσεις, εκείνη του μητροπολιτικού σχιζοειδούς βρίσκει σε αυτές τις περιπτώσεις την επιβεβαίωση της.
Και φτάνουμε έτσι και στις άλλες ταυτότητες στις οποίες είναι κομματιασμένος ο μαζάνθρωπος του αστικού περιβάλλοντος. Η ταξική ανάλυση τυφλώνει τη μεγάλη εικόνα με τη μονομέρια της και έτσι πολλά περνούν στα ψηλά. Εκτός από κομμάτι του προλεταριάτου οι εξεγερμένοι έχουν και άλλα χαρακτηριστικά που σε κάποιες περιπτώσεις υπερτερούν του ταξικού. Και στα τρία παραδείγματα τα υποκείμενα ήταν μετανάστες από \”τριτοκοσμικές\” χώρες ή πρώην αποικίες. Επίσης κάποιοι ήταν μουσουλμάνοι. Ακόμα κατά κύριο λόγο ήταν νεολαίοι. Ο κατάλογος των ταυτοτήτων είναι ατελείωτος. Καμιά ανάλυση δεν είναι επαρκής αν δε λάβει υπόψιν όσοα περισσότερα μπορεί. Τα σύνολα και τα υποσύνολα των εξεγερμένων διαλύονται και ανασυτίθενται πάνω σε διαφορετικές ταυτότητες ανάλογα με πια οπτική κοιτάει κανείς τα πράγματα. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μπαίνουν στο παιχνίδι και άλλα υποκείμενα όπως λευκοί που είνα ταυτόχρονα αναρχικοί ή γενικά αλληλέγγυοι, άθεοι, άνδρες και γυναίκες κλπ. Κάθε νέος παράγοντας αλλάζει τα επιμέρους στοιχεία της εξέγερσης κάνοντας την εξίσωση προοδευτικά πολυπλοκότερη. Θέλω να καταλήξω στο ότι κατά τη γνώμη μου οι μαζικού τύπου εξεγέρσεις στον ύστερο καπιταλισμό θα είναι τέτοιες κατά κανόνα. Μάταια ονειρεύονται κάποιοι αρματωμένα εργατικά τάγματα ή κλάσματα του τύπου οι οπλισμένες πανάγαθες κοινωνικές μάζες ενάντια στο κρατικό τέρας. Η κοινωνία του κράτους, του κεφαλαίου και του πολιτισμού είναι αντίστοιχή τους. Και οι εξεγέρσεις των μαζών της θα είναι χαοτικές, αιματοβαμένες και καταστροφικές.
Για να κάνω πιο σαφές αυτό που λέω θέλω να αντιπαραβάλλω δύο εξεγερσιακά παραδείγματα του ελληνικού χώρου, χωρίς να παραβλέπω τις διαφορές τους με τις εξεγέρσεις των γκέτο. Την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την εξέγερση του Δεκέμβρη. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια πολιτική εξέγερση στην οποία ενεπλάκησαν διάφορα υποκείμενα, με τις αστικοδημοκρατικές δυνάμεις όπως εκείνες εκφράστηκαν από τους φοιτητές, να υπερέχουν και να καθορίζουν την εξέλιξή της. Ο πολιτικός της χαρακτήρας που εκφράστηκε μέσα από τα αιτήματα των εξεγερμένων υπερσκέλησε τη βίας τους. Έτσι σήμερα εάν προσπαθήσουμε να αναφερθούμε στο γεγονός με όρους βίας θα αναφερθούμε κυρίως στη βία του χουντικού καθεστώτος και η κεντρική μας εικόνα θα είναι τα πτώματα των εκτελεσμένων, κυρίως φοιτητών, και το τανκς που εισβάλλει στο Πολυτεχνίο. Επίσης το γεγονός ότι οι αστικοδημοκρατικές αντιλήψεις κυριάρχησαν δε σημαίνει πως σε διάφορα στάδια της εξέγερσης δεν οδηγούσαν την κατάσταση άλλα υποκείμενα, όπως για παράδειγμα οι αρχικοί καταληψίες. Ακόμα και σε αυτήν την πολιτικού τύπου εξέγερση δεν είναι όλες οι πτυχές ευδιάκριτες. Επίσης πρέπει να επισημάνουμε πως η εργατική τάξη είχε ως τέτοια, τριτεύοντα ρόλο στην εξέγερση σε σημείο που ακόμα και οι στανιλοτσολιάδες του ΚΚΕ να μιλούν για λαική εξέγερση. Και τα συγκεκριμένα απολειφάδια ξέρουν να χρησιμοποιούν πολύ καλά τις λέξεις.
Αντίθετα στη περίπτωση του Δεκέμβρη, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Αυτό που κάνει εξαιρετικά χρήσιμο το παράδειγμα αυτής της εξέγερσης είναι πως η βασική διαφορά του με τις εξεγέρσεις που αναφέρθηκαν στο πρώτο κομμάτι του κείμένου είναι πως ξεκίνησε από τα λεγόμενα πολιτικά υποκείμενα. Ήταν οι αναρχικοί και γενικά ο ευρύτερος αντιεξουσιαστικός χώρος που άναψε τις πρώτες φωτιές και έστησε τα πρώτα οδοφράγματα στα στενά των Εξαρχείων. Όμως επειδή ο χωροχρόνος είναι τελείως διαφορετικός από την περίπτωση του Πολυτεχνείου, ο Δεκέμβρης δεν ήταν και ούτε θα μπορούσε ποτέ να είναι, μια πολιτική εξέγερση. Αίτημα και πολιτική πρόταση από τους περισσότερους εξεγερμένους δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, ειδικά όταν στην εξέγερση μπήκαν καταπιεσμένοι πιτσιρικάδες, γηπεδοχουλιγκάνοι, πρεζάκια, εξαθλιωμένοι μετανάστες και ένα σωρό απολίτικα υποκείμενα. Το σύνθημα της εποχής που αποτυπώνει καλύτερα την κατάσταση, είναι το \”Κάψτε, Σπάστε, Διασκεδάστε\”. Μάταια προσπαθούσαν τα αμφιθέατρα της ΑΣΟΕ, της Νομικής και το Γκίνη να πολιτικοποιήσουν τις συγκρούσεις, μάταια προσπαθούσε η αριστερά να καπελώσει ότι μπορεί με τα αιτήματά της, φτάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις σε γελοιότητες όπως η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να καταργηθούν τα ΜΑΤ, που δεν πίστευε ούτε ο Τσίπρας. Μάταια ακούγονταν φαντασιακές ενώσεις με τους ανύπαρκτους εργατικούς αγώνες, τα πεθαμένα φοιτητικά κινήματα και τα συναφή. Η εξέγερση είχε πάρει το δικό της δρόμο και μετατράπηκε σε μια χαοτική, μηδενιστική έκρηξη καταστροφής. Μεγάλη διαφορά βλέπουμε και στο τι φέρνουμε στο μυαλό μας όταν μιλάμε για τον Δεκέμβρη. Αντίθετα με τη περίπτωση του Πολυτεχνείου αυτό που μας έρχεται αντανακλαστικά στο μυαλό είναι η εξεγερτική βία, τα σπασμένα και λεηλατημένα μαγαζιά, οι καπνισμένοι δρόμοι και οι φευγάτοι μπάτσοι. Δεν υπάρχει πουθενά στον κορμό της εξέγερσης η \”ομορφιά\” του διαμαντένιου, \”ηρωικού\” πολιτικού αγώνα. Μόνο το χάος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο μοντέρνος \”ώριμος\” χώρος αρχίζει και κρατάει αποστάσεις από αυτό που παλαιότερα φορούσε για παράσημο. Όσο για την αριστερά αυτοί θα τη θυμούνται όπως το Πολυτεχνείο, δηλαδή μια ακόμα επέτειος από την οποία μπορούν να αντλήσουν μια ελάχιστη, αλλά χρήσιμη στην εποχή του μαζέματος κουκιών, πολιτική υπεραξία.
Κλείνοντας αυτό το κομμάτι το ζήτημα δεν είναι αν μια εξέγερση είναι καλή ή όχι και αν μπορούν να την εντάξουν οι αναρχικοί στο κοινωνικό σχέδιο τους. Οι εξεγέρσεις θα συμβαίνουν όσο μάζες ανθρώπων θα συνοστίζονται στις μητροπολιτικές φυλακές, κατακομματιασμένοι σε διαφορετικές και αντικρουόμενες ταυτότητες, ακρωτηριασμένοι συναισθηματικά και στερημένοι υλικά και πνευματικά. Και θα είναι πάντα όπως στη Σουηδία, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην Αθήνα, με το σχιζοειδές μητροπολιτικό υποκείμενο να δίνει τον τόνο. Οι εξεγέρσεις δεν είναι λοιπόν ούτε καλές, ούτε κακές. Είναι καταστάσεις που συμβαίνουν και αυτό που πρέπει να δούμε είναι πως μπορούμε να δράσουμε μέσα σε αυτές από τη δική μας μπάντα. Οι αναρχικοί που πιστεύουν ακόμα στις κοινωνικές και προλεταριακές επαναστάσεις θα προσπαθούν πάντα να εφαρμώσουν αυτό το φαντασιακό στην εξεγερσιακή πραγματικότητα. Στους μετανάστες που λεηλατούν κινητά για να τα πουλήσουν για να φάνε, θα βλέπουν πάντα την εξέγερση ενάντια στο ρατσισμό και τη φτώχεια. Στο χουλιγκάνο που κάνει το μόνο που ξέρει και γουστάρει να κάνει, ένα παραστρατημένο νεολαίο που τον έκαψε το σύστημα. Στο πρεζάκι που δε γουστάρει τους μπάτσους που τον τραμπουκίζουν και βρήκε την ευκαιρία να ξεσπάσει αλλά και να εξασφαλίσει, πουλώντας το πλιάτσικο, έναν \”ωραίο\” θάνατο, τον εξεγερμένο εξαθλιωμένο. Και όσο και αν ακυρώνει τα κλασσικά ερμηνευτικά τους εργαλεία, η περίπλεξη των παραπάνω ταυτοτήτων μεταξύ τους ή και με άλλες, θα συνεχίσουν ακάθεκτοι το ονειροπόλημα.
Η δική μου άποψη είναι πως τέτοιες καταστάσεις που δημιουργούν ρήγματα στην κανονικότητα και κενά νομιμότητας είναι τέλειες ευκαιρίες για να ξεδιπλώσουμε τα δικά μας πολεμικά σχέδια. Είναι πολλά αυτά που μπορείς να κάνεις σε μια πόλη που οι μπάτσοι είναι απασχολημένοι και έχουν να αντιμετωπίσουν μια μεγάλη βίαιη μάζα. Είναι επίσης πολύ σημαντικό το πλεονέκτημα πως η κρατική προπαγάνδα έχει ήδη αντικείμενο ενασχόλησης αλλά και ένοχο, επιτρέποντας στους αναρχικούς της πράξης να δρουν μέσα στο πλήθος σχετικά ανώνυμα, κάτι που δεν είχε π.χ. ο Δεκέμβρης, αλλά είχαν τα άλλα τρία παραδείγματα. Οι εξεγερμένες μάζες ποτέ δε θα συχρονιστούν συνειδησιακά μαζί μας όσο παραμένουν μάζες. Το να ψειρίζουμε τα υποκείμενα βάζοντας στη ζυγαριά τα καλά και τα κακά δε βοηθάει σε τίποτα. Οι εξεγέρσεις τους θα είναι προιόντα της διαλυμμένης προσωπικότητάς τους και δε θα προσεγγίζουν ποτέ το νόημα της διαρκούς αναρχικής εξέγερσης. Επομένως ή εκμεταλλευόμαστε το προνομιακό πεδίο που δημιουργεί το ξέσπασμά τους ή δεν έχουμε καμιά θέση ανάμεσά τους.
Parabellum
Νομίζω πως αυτή η εξέγερση, όπως και του Λονδίνου πριν κάνα δυο χρόνια, όπως και του Δεκέμβρη έχει ως χαρακτηριστικό το αντιμπατσικό μένος. Πάνω στο πρόσωπο του μπάτσου προβάλλονται καταπιέσεις, βίαιες επιβολές κανονικότητας, παραβιάσεις ατομικότητας, νομιμοποιημένοι φόνοι,προσωπικά αδιέξοδα, ένα ετερογενές, χαοτικό και πολυποίκιλο ως προς τη σύστασή του μείγμα. Αφανείς ζωές εισβάλλουν ορμητικά στο προσκήνιο, δίνοντας τόπο στην οργή, που όμως έχει τα χαρακτηριστικά του οργισμένου, ενώ χέρια οπλίστηκαν διαφορετικά, εκδήλωσαν ποικιλόμορφα την οργή, μέσα σ’ένα χάσμα καταστροφικού οίστρου, μια ανάσα που μύριζε καπνό, σκόνη και αναταραχή.
Και ο Δεκέμβρης είχε την παραδοξότητα που παρουσιάζουν οι μητροπολιτικές εξεγέρσεις , να συνενώνονται υποκείμενα με μόνη συνισταμένη τους την ύπαρξή τους στη μήτρα η οποία παρείχε ταυτόχρονα το δηλητήριό της μέσω του λώρου των εξαρτήσεων και των δικτύων της καταστολής και της οποίας τους δρόξους χρησιμοποίησαν για να πάρουν ένα βραχυπρόθεσμο αντίδοτο που προσωρινά το αδρανοποιούσε.
Όπως και συ και γω δεν είδα πουθενά τίποτε το ιδεολογικά στολισμένο, φορτισμένο πολιτικά και ηρωικό στον Δεκέμβρη, υπήρχαν διαφορετικά άτομα με διαφορετικές απαρχές, καθένας έφερνε ως υποκείμενο το τι ήταν ήδη μέχρι εκείνη τη στιγμή, τι κουβαλούσε βασικά, και υπήρχε όμως η αίσθηση της ζωτικότητας και της χαράς, μια ηδονή που έδινε η καταστροφή, αυτό το συναίσθημα περιγράφεται σε κάθε εξέγερση στην οποία καταργούνται τα προπαγανδισμένα ιδεώδη της κουλτούρας της βιτρίνας και του εμπορεύματος. Κι όμως, την ώρα εκείνη που η βιτρίνα σπάει, το χέρι μπορεί να εκδηλώσει και την πείνα του υποκειμένου για το εμπόρευμα, ουσιαστικά δηλαδή διττές ή και πολυσχιδείς εκφάνσεις της οργής που ναι μεν είχε “έναν” στόχο, αλλά εκεί ξεδιπλώνονταν πολλά άλλα πεδία και πολλές αναπαραστάσεις και επιθυμίες όχι μόνο διαφορετικές αλλά και άκρως αντιθετικές μεταξύ τους.
Το γεγονός ότι κάποια απολιθώματα βλέπουν παντού εργατικά υποκείμενα επαναστατημένα με χαρακτηριστικά γνώριμα και αρωματικά είναι γιατί υπάρχουν τα συγκεκριμένα ιδεολογικά γυαλιά που δωρίζουν στον φορέα τους το ανάλογο φόκους και τις ανάλογες αποχρώσεις επίσης.
Γιατί και το τι παρατηρεί κανείς και σε τι εστιάζει δηλωτικό είναι για το τι κουβαλάει στο μυαλό. Ανάλογες και οι αναλύσεις.
Όμως άσχετα από το πώς μπαίνει το υποκείμενο σε μία εξέγερση, ενδιαφέρον είναι το τι του αφήνει, αν αλλάζει κάτι μέσα στο υποκείμενο αυτό, με δεδομένο πως σίγουρα δεν μπαίνουν όλοι με συνείδηση από τα πριν, όμως η ίδια η συμμετοχή μπορεί να βαθύνει τη συνείδηση, να αλλάξει και τρόπο να βλέπει τα πράγματα και να τροποποιήσει επιθυμίες, κι άλλα.
Τώρα, αν μελετήσει κανείς τις ομοιότητες με τις εξεγέρσεις στην Αγγλία, πολλά υποκείμενα όχι μόνο δεν άλλαξαν συνειδησιακά, αλλά μετάνιωσαν για τη συμμετοχή τους, φτάνοντας στο σημείο να ζητάνε συγγνώμη για την καταστροφή της ιδιοκτησίας, ενώ άλλα να δηλώνουν ξεκάθαρα πως το κίνητρο δεν ήταν παρά η πείνα για χρήμα, ενώ η χαρά ήταν περισσότερο στο λήστεμα προιόντων παρά στη σύγκρουση με τα εξουσιαστικά ρομπότ. Ή άλλα να υποστηρίζουν πως ποτέ δε θα έκλεβαν αν είχαν μια δουλειά, ακριβώς όπως τα έγραψες. Η πολιτική διαχείριση επίσης υπάρχει στην Σουηδική εξέγερση, ομάδες που προσπαθούν να δώσουν χαρακτηριστικά ταξικής πάλης υπάρχουν κι εκεί, με συνθήματα Η εξουσία στο λαό, όλοι καταλαβαίνουμε πόσο μακριά είναι αυτά από όσες ιδεαλιστικές ματιές μπορεί σε κρίσεις που θολώνουν την όραση, να βλεπουν σκόπιμα και συνειδητά χτυπήματα/προθέσεις έστω ενάντια στο κράτος, την εξουσία όλο το σύστημα τελικά. Μα δεν είναι το ίδιον πιστών, να αναλύουν την πραγματικότητα όχι ως πραγματικότητα, ουδέτερα, δίχως ηθικά καλουπια, αλλά ως επιθυμία συγκεκριμένης πραγματικότητας, που πρέπει να υποδυθεί την πραγματικότητα. Η ίδια η πραγματικότητα ξεντύνεται, και της φοράει η κάθε πλευρά το δικό της ρούχο.
Συγνώμη για το απανωτό, στο σχόλιό σου για το άδραγμα ευκαιρίας από τον αντιπερισπασμό των κινήσεων της μάζας, όντως παρουσιάζονται ευκαιρίες, αλλά θέλει μελέτη και το τι μαθαίνουν από τις εξεγέρσεις αυτές και οι δυνάμεις καταστολής, τι μπορεί να παίρνουν απ’αυτές ως συμπεράσματα μαθήματα για μελλοντική χρήση, κάθε εμπόλεμη πλευρά φτάνει κάπου ανάλογα. Αυτό δεν το προσθέτω ως φόβητρο, συμφωνώ με την τελευταία παράγραφο για τα κίνητρα της μάζας ως τέτοιας, και την ανάλογη εργαλειοποίησή της. Αν μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω την ανάλυση που ανέφερες για το μητροπολιτικό σχιζοειδές, είναι μία συγκεκριμένη?
Έχεις δίκιο σ’αυτό και οι δύο πλευρές αντλούν διδάγματα. Η δική μου έμφαση έχει να κάνει με το γεγονός πως το αχανές μητροπολιτικό πεδίο είναι το ιδανικό πεδίο μάχης τόσο από τακτικής όσο και από θεωρητικής άποψης. Το μητροπολιτικό σχιζοειδές είναι θεώρηση που προέρχεται από την ιταλική εργατική αυτονομία. Δες αυτό Ρενάτο Κούρτσιο – Αλμπέρτο Φραντζεσκίνι, “Σταγόνες ήλιου στη στοιχειωμένη πόλη”, εκδόσεις επανοικειοποίηση.