Ο Φλομπέρ, στοιχειωμένος από το φάντασμα \” της ηλιθιότητας με τα χίλια πρόσωπα\” τη βρίσκει όπου και αν κοιτάξει. Βρίσκει, εναντίον της, καταφύγιο στις αγνές χαρές της τέχνης και της σκέψης. Είπε: \” Κατάλαβα κάτι σημαντικό: Για τους ανθρώπους της ράτσας μας η ευτυχία είναι μόνο στο χώρο των ιδεών και πουθενά αλλού.\” \”Από που προέρχεται η αδυναμία σου;\” έγραψε σε ένα φίλο του. \”Είναι επειδή γνωρίζεις τον άνθρωπο; Τι σημασία έχει; Δεν είναι αλήθεια. ότι μπορείς να ορίσεις μια εξαίρετη γραμμή εσωτερικής άμυνας που σε κρατάει έναν ωκεανό μακριά από το γείτονά σου;\”.
Σε κάποιον με τον οποίον αλληλογραφούσε και παραπονιόταν πως είναι ανήσυχος και αηδιασμένος από όλα γύρω του: \”Υπάρχει ένα συναίσθημα,\” γράφει, \” ή μάλλον μια συνήθεια που φαίνεται ότι σου λείπει· το να διανοείσαι, η αγάπη για τη σκέψη. Θεώρησε τη ζωή, τα πάθη και τον εαυτό σου υποκείμενα διανοητικών ασκήσεων.\” Και πάλι: ¨\” Ο σκεπτικισμός δεν θα έχει καμιά πικρία, για θα σου φαίνεται πως παρακολουθείς την κωμωδία της ανθρωπότητας και θα σου φαίνεται πως η ιστορία διατρέχει το χρόνο μόνο για σένα\”.
Ο Taine οδηγήθηκε από τη μισανθρωπική οπτική του για την ανθρωπότητα σε μια στωική και ασκητική αντίληψη για τη ζωή, το να θεωρεί τη διάνοια ως το καλύτερο άσυλο για να απομονωθεί, το να υπερασπίζεται τον εαυτό του από την παγκόσμια αισχρότητα, την παγκόσμια βλακεία και την παγκόσμια κοινοτοπία. Μία μοναδική αναλογία ενώνει τον Taine με το Φλομπέρ. Ο Taine ζητά από την επιστημονική έρευνα αυτό που ο Φλομπέρ ζητά από την τέχνη και τη σκέψη: ένα διανοητικό άλλοθι, ένα τρόπο διαφυγής από την πραγματικότητα της κοινωνίας.
Το συμπέρασμα είναι λογικό. Ο μισανθρωπικός πεσιμισμός υποθέτει ή προξενεί διανοητική απομόνωση. Για να απεχθάνεται κάποιος διανοητικά τους ανθρώπους πρέπει να ξεχωρίσει τον εαυτό του από αυτούς, να τους βλέπει από απόσταση. Πρέπει να έχει αφήσει το κοπάδι, να έχει φτάσει στην αντίληψη του Ντεκάρτ \” που ζει ανάμεσα στους ανθρώπους όπως ανάμεσα στα δέντρα στο δάσος\”. \”Είτε το θέλουμε είτε όχι, υπάρχει μια θεωρητική απομόνωση, ένα είδος διανοητικής αυτοκρατίας, η αδιαφορία ενός αριστοκράτη και ενός ερασιτέχνη \”που αποσπά τον εαυτό του από όλα, ώστε να μπορεί να περιπλανιέται παντού.\” (Taine)
Ας προσθέσουμε πως η καθαρή οπτική της μισανθρωπικής διανόησης, έχει μέσα της, κάτι το αριστοκρατικό. Το να αντιλαμβάνεται ως θέμα για την ειρωνεία της, τη συνηθισμένη και κοινή ανθρώπινη βλακεία σημαίνει να φέρεσαι χωρίς σεβασμό σε μια πρωταρχική κοινωνική αξία. Η βλακεία είναι η πρώτη ύλη των προκαταλήψεων χωρίς τις οποίες καμιά κοινωνική ζωή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Είναι το τσιμέντο του κοινωνικού οικοδομήματος. \”Η βλακεία\”, λέει ο δόκτορ Τρουμπλέ του Ανατόλ Φράνς, \” είναι το πρώτο καλό μιας εν τάξει κοινωνίας\”. Οι κοινωνικές συμβάσεις επιβιώνουν εξαιτίας μιας γενικευμένης βλακείας που τυλίγει, υποστηρίζει, εγγυάται, προστατεύει και καθαγιάζει τη βλακεία των ατόμων. Γι\’ αυτό το λόγο η κριτική, ειρωνική και πεσιμιστική ιδιοφυΐα είναι ένα κοινωνικό διαλυτικό. Είναι άσχετη με αυτό που είναι κοινωνικά σεβαστό: τη μετριότητα και τη βλακεία. Επιτίθεται στο σεβασμό και την ευπιστία, τα συντηρητικά συστατικά της κοινωνίας.
Κείμενο του Γάλλου ατομικιστή Georges Pallante, γραμμένο το 1914 στο Παρίσι.
Πηγή στα αγγλικά: Misanthropic Pessimism by Georges Pallante, Internet Archive of Individualist Anarchy
Μετάφραση στα ελληνικά: A-politiko/Parabellum
Μπορείτε να κατεβάσετε ολόκληρο το κείμενο εδώ.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τα κείμενα. Η διαφορά εντοπίζεται τόσο στην καρδιά του κινήτρου, όσο και στη χρήση του μετακυνισμού ως πολιτικού εργαλείου. Η διανοητική αποστασιοποίηση δε συνεπάγεται άμεσα την φυσική απόδραση από το κοινωνικό σανίδι. Όμως την εμπεριέχει στην “ψυχική” της διάσταση. Είναι ένα είδος αόρατου φράγματος που το υποκείμενο μπορεί ή δεν μπορεί να διακρίνει, το οποίο είναι πιθανόν συνειδητοποιημένο, αν και σπανιότερα όχι. Όσο για τον όρο πεσιμιστική ιδιοφυία, δεν είναι απαραίτητο πως ο πεσιμισμός αποτελεί γεννεσιουργό αιτία μίας αξιόλογης διανοητικής φύσης, μπορεί άνετα να είναι το ίδιο πρωτογονικός και ασμίλευτος από φαιά ουσία όπως το κυνήγι της δημοφιλίας και της κοινωνικής τριβής, ιδιαίτερα στην περίπτωση που το χιούμορ απουσιάζει από τη χαρακτηριολογική γκάμα.
Εξάλλου, η συνείδηση του φράγματος αυτού μπορεί να οδηγήσει και στην αντίθετη πλευρά, της έντονης επιθυμίας να νιώσει το υποκείμενο ξανά αγαπητό και επιθυμητό, την εσωτερική τάση για προσφυγή στη φαντασίωση μίας πιθανότητας επαναοικειοποίησης του “διαφορετικού”, σαν ένα συμπλήρωμα ενός “κενού” που υποδηλώνει την ανάγκη κάλυψής του. Έχει διάφορες ψυχολογικές συνιστώσες το θέμα που προσεγγίζει το κείμενο.
Στη συγκεκριμένη, ο συνειδητοποιημένος μισανθρωπισμός-πεσιμισμός είναι που κάνει τη διαφορά, καθώς αυτός ενσωματώνει τη δυνατότητα χρήσης του ως μίας αντιθετικής ισχυρής επίθεσης στα δεινά τα προερχόμενα από το είδος στο οποίο το ίδιο το υποκείμενο ταυτόχρονα ανήκει και αρνείται. Είναι ένας αρνητής της εξαναγκαστικής του φύσης ο μισάνθρωπος, υπό αυτή την έννοια είναι ένας αέναος αναχωρητής από τις καθεστηκυίες αξίες, καθώς τις αναγάγει σε αναλώσιμη κατηγορία.
Η αντικοινωνική ματιά και υπόσταση, μπορεί να έχει εναλλαγές μεταξύ των δύο καταστάσεων, και να μην είναι στατική ούτε ομοούσια. Ή να υπάρχουν μείξεις των δύο μισανθρωπικών τύπων που περιγράφονται, και να γίνεται η επιλογή ασυνείδητα ή συνειδητά αναλόγως των συνθηκών στη ζωή του ατόμου, που και αυτό δεν είναι μία στατική οντότητα, αλλά μεταλάσσεται διαρκώς από την εμπειρία, τις ευκαιρίες, τις συνθήκες, τις καταστάσεις.
Όσο για την αριστοκρατία που το κείμενο αναφέρει, ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στους φιλόσοφους ως μία ξεχωριστή τάξη που διακρίνεται για την μη ευπιστία, την έλλειψη σεβασμού, τη στοχευμένα σκληρή ειρωνεία απέναντι στις επιφάσεις, την απουσία εμπιστοσύνης ή την αυστηρά επιλεκτική, την αδιαφορία για την επικρότηση των άλλων ΜηΣημαντικών, καθώς και την ανηλεή πολλές φορές στάση απάθειας απέναντι στις κοινά λογίζουσες συμφορές του πλήθους.
Αυτά νομίζω πως είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός μισανθρωπικού τύπου, των οποίων στις πλέον δραματικές στροφές της ζωής μπορεί να είναι ένα άτομο του οποίου το μίσος στρέφεται παρόμοια κατά του ίδιου, ομόποσα με την περιφρόνηση ενάντια στο σύνολο που αρνείται.
Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να αναλυθεί ο παράγοντας της ενδεχόμενης οικοκεντρικής ματιάς του μισανθρωπικού υποκειμένου, που έχει ως χαρακτηριστικό όχι το απλό μένος ενάντια στην ανθρωπότητα λόγω χαρακτήρα, αλλά την αγάπη για το Όλο που μας περιέχει, ως μία αγάπη που γι αυτή ακριβώς την ύπαρξή της, μπορεί να γίνεται και μίσος. Όσο βαθύτερη η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη και η δυνατότητα για μίσος.
Ειδικά η παράμετρος που βάζεις στο τέλος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ο προβληματισμός γίνεται ξεκάθαρος όταν αναλύουμε το “ένστικτο του ανήκειν”. Από εκεί ξεπροβάλλουν πιο καθαρές οι διαφορές οπτικές και ακόμα και αν κάποιες συγκλίνουν είναι εμφανής η διακριτότητα τους. Πολύ καλή τροφή για σκέψη.