Ασυνάρτητες σκέψεις με μπολιασμένα ίσως και πρέπει(θεωρητική περίοδος άμεσης δράσης Ι)

Από mail που στάλθηκε στο blog.

“Τα πρόσωπα τους αρχίζουν και σκοτεινιάζουν. “Τι κάναμε λάθος μ’ αυτά τα παιδιά;” , ουρλιάζουν υποκριτικά στα τηλε-παράθυρα. Μέσα τους ξέρουν, ότι ένα βλέμμα στον καθρέφτη τους αρκεί για να απαντήσει την ερώτησή τους. Μέσα τους ξέρουν τι κάνανε λάθος με αυτά τα “παιδιά”. Δεν τα ‘σωφρόνισαν’ αρκετά αυτά τα παιδιά. Δεν εθίστηκαν αρκετά στα γρήγορα αμάξια, στα clubs, στην τηλεόραση, στην καφετέρια, στην ομάδα ή στα ναρκωτικά. Τα παιδιά αυτά εθίστηκαν στην Ελευθερία. Το ξέρουν και το φοβούνται..”

Πάντα για το αδρανές και αχανές σήμερα

I. δεν πρέπει να έχεις θεωρία για την δράση σου αλλά για τον τύπο των επιθυμιών σου  διότι όταν βρεθείς αντιμέτωπος με τα εμπόδια για να πραγματώσεις τις επιθυμίες σου αυτά που αντιμετωπίζεις δεν έχουν ίδιες αξίες με τις αξίες των επιθυμιών σου

ΙΙ. Ανεύθυνη κίνηση προς τη δράση της εμπειρίας  Η αλλαγή θέλει βία  η σκέψη θέλει δράση οι υπολογισμοί καταστρέφονται από την εμπειρία και οι νέοι που προκύπτουν από την ήδη βιωμένη εμπειρία καταστρέφονται από την επερχόμενη εδώ που η κάθε πράξη προϋποθέτει την θεωρία – σκέψη ίσως να έπρεπε να φτιάχνουμε την θεωρία μόνο μέσα από την δράση εφόσον κατέχουμε ήδη τις θεμελιακές μας στιγμιαίες επιθυμίες  Το μόνο που πραγματικά υπάρχει σήμερα μέσα στο “υπάρχον ” είναι η αίσθηση μας γι αυτά που δεν θέλουμε , γι αυτά που δεν είμαστε . Αυτός λοιπόν είναι ο αρχικός στόχος , εμείς είμαστε τα βέλη .  Ας πετάξουμε λοιπόν !

ΙΙΙ. “Κοινωνικοί” αγώνες  Το τι επιτυγχάνεται σε αυτά τα πλαίσια δεν έχει καμία σχέση με το ζητούμενο αλλά αντίθετα δυστυχώς τίθεται μια διαρκής αλλαγής του θεμελιακού ζητούμενο μέσα από τις καθημερινές εξελίξεις ενός κόσμου που σε κανένα βαθμό δεν εμπεριέχει ούτε σπιθαμή από το αληθινό μας ζητούμενο – το πρωτύτερο  έτσι είναι απολύτως λογικό οι περισσότεροι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι αγωνίζονται μέσα από αυτά τα πλαίσια τείνουν να θυμίζουν μαγαζιά με διαρκείς εκπτώσεις  λόγω πιθανότητας χρεωκοπίας  εμπειρικά  αν ζητάς δουλειά για όλους ενώ ταυτόχρονα μπορείς να διακρίνεις τη φύση της εργασίας (και αν όχι τη φύση της εργασίας σαν “αιωρούμενη” έννοια αλλά σαν παραπροϊόν του σημερινού υπάρχον ) , τότε δεν είναι δυνατόν να μάχεσαι εναντίον του σήμερα “δουλειά για όλους , σαν αφίσα με κώλους “  -Προσπάθειες οικειοποίησης των μέσων του κυρίαρχου  Το εργοστάσιο που μόλυνε την οπτική και μετέτρεπε το σώμα σε τετραγωνισμένη γεωμετρία έγινε όμορφο  Του ζωγράφισαν ένα χαμόγελο πάνω στα γκρίζα παράθυρα του και του κρέμασαν μια πινακίδα από το πιο ψηλό του φουγάρο , έβγαζε ακόμα καπνό , που έγραφε “ αυτοδιαχείριση.

IV. Η προσπάθεια μη πλασματικής αντίδρασης   πρέπει να αφήσουμε τις δουλειές , τα πανεπιστήμια , τους συμβιβασμούς μας στην καθημερινότητα  όλοι αυτοί που θεωρούμε ότι μια ” επανάσταση” (κατεστραμμένος όρος ) ή ότι έστω αγωνιζόμαστε για μια ολική αλλαγή πρέπει να γίνουμε επαγγελματίες σε έναν δρόμο που δεν υπάρχει ούτε λιθαράκι του μέσα στην κυρίαρχη ιδεολογία πρέπει να γίνουμε επαγγελματίες επαναστάτες όσο γραφικός και να ακούγεται ο όρος για να υπάρξει λοιπόν η δυνατότητα να γίνουμε επαγγελματίες των επιθυμιών μας πρέπει να  απωλέσουμε όλα αυτά που μας συγκρατούν (καβατζώνουν ) στο κόσμο του σήμερα ώστε σε περίπτωση αποτυχίας των ” θέλω ” μας να μην υπάρχει δρόμος επιστροφής προς την κανονικότητα διότι ότι μας συγκρατεί στο υπάρχον κάνει ανέφικτο το αληθινά καινούργιο που επιθυμούμε και την οποιαδήποτε μορφή δράσης προς αυτό όταν θα είμαστε έτοιμοι να πετάξουμε μακρυά από αυτά τα δεσμά που προαναφέρθηκαν τότε θα έχουμε αποκτήσει μια αληθινή πίστη σε ότι ισχυριζόμασταν  ότι πιστεύουμε . Αυτά που πιστεύουμε δεν θα είναι αναγκαία απόλυτα αλλά τουλάχιστον θα έχουν απολέσει το πέπλο της πλασματικής αντικειμενικότητας του μεταμοντέρνου νεοφιλελευθερισμού (“everything goes “ ) Αυτό το “όλα παίζουν ” οδηγεί στην απώλεια κάθε απόλυτης αίσθησης ή επιθυμίας του ατόμου , σαν να το κατευθύνει στην αντίληψη του ερωτήματος “γιατί να κάνει οτιδήποτε που αντιτίθεται στο σήμερα” εφόσον αύριο θα έχει αλλάξει το ίδιο το άτομο . Έτσι δημιουργείται η εξής καθορισμένη διαδρομή που τίθεται με ερωτήματα και συμβουλές : μικρός είσαι μωρέ , θα μεγαλώσεις , θα αποκτήσεις περισσότερα κεκτημένα μέσα σε αυτό τον κόσμο που τώρα μπορεί να μην σ αρέσει αλλά αργότερα θα δεθείς πιο πολύ μαζί του , αφού θα έχεις περάσει μια ζωή μέσα σε αυτόν ,που για να επιβιώσεις θα πρέπει να ενστερνιστείς τις διαδικασίες του άρα και να τις αγαπήσεις ,εφόσον σε αφομοιωνόμαστε από τα πλαίσια που τοποθετούμαστε καθώς σαν ζώα μεταλλασσόμαστε σε σχέση με την ανάγκη του χώρου στον οποίο βρισκόμαστε  και στο τέλος καταλήγουμε να θέλουμε να αλλάξουμε μόνο το φωτιστικό στο σαλόνι καθώς πάλιωσε και η σοφία των τόσων χρόνων μας πλέον μας έχει αποδείξει ότι ακόμα και αυτό μπορεί να μας προκαλέσεις  μια μικρή ευτυχία . Είσαι πλέον τόσο μεγάλος και έχεις τόσα ιδιοκτησιακά και συναισθηματικά δεσμά που σε συνδέουν με αυτόν τον κόσμο που δεν έχεις ανάγκη να αλλάξεις τίποτα , καθώς έχεις πραγματικά προσπαθήσει και έχεις εργαστεί σκληρά προκειμένου να ζήσεις σε αυτό το κόσμο . Η προσπάθεια και η εργασία μέσα σε αυτόν σε έχει κάνει κτήμα του . αυτές οι μπερδεμένες και ασυνάρτητες σκέψεις προσπαθούν να δείξουν γιατί ένα άτομο που έχει βιώσει πολλά χρόνια μέσα στο υπάρχον δεν είναι δυνατόν να θέλει να αλλάξει τίποτα  αυτές οι μπερδεμένες και ασυνάρτητες σκέψεις προσπαθούν να δείξουν γιατί πρέπει να απομακρυνθούμε από την “κανονική ζωή” όσο πιο σύντομα μπορούμε  αυτές οι μπερδεμένες και ασυνάρτητες σκέψεις προσπαθούν να δείξουν ότι είναι ακριβώς μπερδεμένες , ασυνάρτητες και δεν εμπεριέχουν καμία σοφία χρόνων  τέλος δείχνουν ότι ο εκφραστής τους πρέπει να κινηθεί τώρα προς την υλοποίηση τους  γιατί σύντομα θα είναι αργά

Μ.Π.

Για την υπεράσπιση της άμεσης δράσης

Το κείμενο παρατίθεται γιατί δίνει τροφή για σκέψη πάνω στα ζητήματα της ανθρωπιστικής ηθικής, του ψευδούς εσωτερικού διαχωρισμού που παρατηρείται στα ριζοσπαστικά \”κινήματα\” σχετικά με το ζήτημα της βίας και για την πρόκληση που αποτελεί ανεξαρτήτως θεματικής η άμεση δράση. Ο Walter Bond παρά τα πολιτικά σκαμπανεβάσματα στις θέσεις του, στα οποία συνέβαλλαν η ψυχική καταστολή και οι εξοντωτικές συνθήκες κράτησης τις οποίες προσφέρει απλόχερα το αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα στους  μαχητές της ολικής απελευθέρωσης, παραμένει ένας αμετανόητος αντάρτης πόλης του ALF.

11/03/2011

Έχουμε πόλεμο. Κάθε δευτερόλεπτο σφάζονται 321 ζώα εκτροφής. Κάθε χρόνο 100 δισεκατομμύρια κιλά γάλα παράγονται από το βιασμό «γαλακτοπαραγωγικών» αγελάδων. 9 δισεκατομμύρια κότες δολοφονούνται κάθε χρόνο ώστε οι μπάσταρδοι κρεατοφάγοι να δειπνούν με μακελειό και βρωμιά. Πάρα πολύ συχνά φοβόμαστε αυτούς τους αριθμούς και τους διώχνουμε από το μυαλό μας.

Ήξερες ότι δε φτάνεις καν 1 δισεκατομμύριο δευτερόλεπτα σε ηλικία μέχρι σχεδόν τα 35 σου χρόνια; Είσαι ενήμερος ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή κάποιο ζώο βασανίζεται μέχρι θανάτου από δαίμονες με στολές εργαστηρίου για διασκέδαση, φαγητό, ρουχισμό, ζωοτομία και όποιο άλλο ασήμαντο και περιττό λόγο μπορείς να φανταστείς; Τα ζώα υποφέρουν και πεθαίνουν με θανάτους χειρότερους από ότι μπορεί να συλλάβει το μυαλό μας. Και εμείς τι κάνουμε; Καθόμαστε και κοιτάμε. Συζητάμε την εγκυρότητα τακτικών όπως ο εμπρησμός επειδή μπορεί να υπάρχουν αρουραίοι στον τοίχο. Πόσα έντομα, φίδια και νυχτόβια πλάσματα έχεις σκοτώσει με το μεταλλικό σου τέρας, εννοώ το αυτοκίνητό σου;

Εάν έβλεπες έναν άνθρωπο να γδέρνει μια γάτα σε ένα χωράφι για να πουλήσει το «τομάρι» της, δε θα έτρεχες να τον σταματήσεις επειδή μπορεί να πάταγες ένα ποντίκι που δε φαίνεται στο χορτάρι; Κάνε μου τη χάρη. Αν αυτοί είναι οι γελοίοι λόγοι σου για να μην υποστηρίζεις ή προσχωρείς στο Μέτωπο Απελευθέρωσης των Ζώων (Animal Liberation Front), τότε είσαι ένας υποκριτής φίλος των ζώων. Άσε με να μαντέψω, είσαι ειρηνιστής. Ναι καλά, αμφιβάλλω. Αν ήσουν μέσα σε ένα κλουβί, σε βίαζαν, σε χτυπούσαν, σε βασάνιζαν και σε σκότωναν βίαια, θα ήθελες κάποιος να σε απελευθερώσει, να σταματήσει το βασανιστή σου με ωμή βία και το κτίριο στο οποίο σε κρατούσαν να καεί ολοσχερώς. Είσαι ειρηνιστής μόνο όταν δεν είναι ο δικός σου λαιμός στη γκιλοτίνα. Στοιχηματίζω τη ζωή μου σε αυτό. Τι άλλο, α ναι, είσαι βίγκαν (vegan), κάνεις το καθήκον σου.

Το να μη συμμετέχεις στο κακό είναι προφανώς το πρώτο βήμα αλλά το ότι είμαστε βίγκαν δε σώζει ζωές. Ο ανθρώπινος πληθυσμός αυξάνεται, τη μέρα που εγώ ή εσύ γίναμε βίγκαν, έμαθαν σε 100.000 παιδιά να τρώνε σάρκα για φαγητό. Ο βιγκανισμός δε σε κάνει αυτόματα ακτιβιστή, μόνο το να είσαι ενεργός μπορεί να το κάνει αυτό. Παράδειγμα, δεν είμαι βιαστής, δεν ήμουν ποτέ και δε θα γίνω ποτέ. Αλλά δε θα ήταν ανέντιμο από μέρους μου να παρουσίαζα τον εαυτό μου ως ακτιβιστή ενάντια στο βιασμό; Απλά επειδή δεν ασκώ την εν λόγω συμπεριφορά. Λοιπόν, αν είναι τόσο εύκολο να είσαι ενεργός, τότε είμαι και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ανθρώπων, είμαι και ακτιβιστής ενάντια στην παιδική κακοποίηση, είμαι και ακτιβιστής ενάντια στην ενδοοικογενειακή βία. Πραγματικά, είναι τόσα τα κακά στα οποία δε συμμετέχω, που στην πραγματικότητα, λύνω τα προβλήματα όλου του κόσμου, χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα;

Χμμμ… Πόσο βολικά τεμπέλικο και απαθές. Στην πραγματικότητα, αν θεωρείς μια συμπεριφορά ή ένα σύστημα κακοποίησης αξιοθρήνητο, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να μη συμμετέχεις σε αυτό. Τότε, έχεις αυτούς που το παίζουν militant. Έχεις κάθε Earth Crisis (συγκρότημα) και σκληροπυρηνικό vegan album και μπλουζάκι που έχει φτιαχτεί ποτέ. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερα χρόνια το παίζεις έτσι, τόσο περισσότεροι στη σκηνή σε σέβονται. Και κάποτε, πας σε μια διαδήλωση για να τραβήξεις φωτογραφίες του εαυτού σου να μοιάζει με νίντζα μαχητή για τα δικαιώματα των ζώων. Κι αν σου την έλεγα για τις μαλακίες που λες, θα μου έλεγες κάτι του τύπου «Δεν έχεις ιδέα τι κάνω όταν δύει ο ήλιος». Ναι έχω, πηγαίνεις για ύπνο. Η μόνη φορά που θα έπρεπε να καλύψεις το πρόσωπό σου είναι αν καθαρίζεις ένα κοτέτσι σε ένα καταφύγιο ή αν πρόκειται να κόψεις κώλους για τα ζώα. Εάν πράττεις διαφορετικά, ντροπιάζεις το ριζοσπαστισμό και χλευάζεις τις θυσίες των πραγματικών πολεμιστών για την απελευθέρωση της γης και των ζώων.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να βοηθήσεις τα ζώα και το κίνημα για τη δική τους ολική απελευθέρωση. Ο πιο δυνατός τρόπος είναι η άμεση δράση. Αυτό σημαίνει να επικεντρώνεις τις πράξεις σου και τις τακτικές σου σε δράσεις που είτε κατευθείαν βοηθούν και σώζουν ζώα, είτε αντιμετωπίζουν απευθείας τους εκμεταλλευτές τους. Κάτι που μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις τα ζώα είναι η δουλειά σε ένα καταφύγιο ή να τα βοηθήσεις με μερικά δολάρια, μιας και το να νοιάζεσαι για τα ζώα μπορεί να κοστίζει. Ή μπορείς να κάνεις μια πορεία έξω από το σπίτι ενός εκμεταλλευτή ζώων, ώστε να γνωρίζει αυτός και οι γείτονές του ότι το να σκοτώνεις ζώα ή το να κερδίζεις από τα νεκρά τους σώματα είναι άρρωστο και λάθος και δεν είναι ανεκτό. Ή καλύτερα από όλα, μπορείς να μπεις στην παράνομη αντίσταση και να κάνεις τη μεγαλύτερη διαφορά.

Από το 1976 το Μέτωπο Απελευθέρωσης των Ζώων (A.L.F.) σώζει ζώα και κλείνει οριστικά μέρη εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Το A.L.F. έχει επίσης ενημερώσει τον κόσμο μέσα από εκατοντάδες ανακοινώσεις ότι όχι μόνο υπάρχει σκληρότητα στα παρασκήνια αλλά και ότι αυτή η σκληρότητα δε θα είναι ανεκτή. Δράσεις για τα ζώα γίνονται τα βράδια σε όλον τον κόσμο. Αλλά επίσης, υπάρχουν και άλλες παράνομες. Οι γενναίοι πολεμιστές του Animal Rights Militia και του Justice Department χρησιμοποιούν τις ίδιες τακτικές με το A.L.F. αλλά δεν περιορίζονται από τη φιλοσοφία της μη-βίας. Πιστεύω ότι αυτό είναι καταπληκτικό. Οτιδήποτε σταματάει την εκμετάλλευση των ζώων έχει αξία και οτιδήποτε επιτρέπει τη χρήση και την κατάχρηση των ζώων να συνεχίζεται είναι απαράδεκτο.

Ακόμα και όσο γράφω αυτά, μπορώ να ακούσω τις υστερίες των άστοχων ισχυρισμών των απαθών ακτιβιστών για τα δικαιώματα των ζώων. Πραγματικά, γιατί δεν αγανακτείτε για το γεγονός ότι οι αμερικάνοι στρατιώτες δολοφονούν άραβες στην έρημο αδιάκοπα εδώ και μια δεκαετία; Δεν εξοργίζεστε όταν η αστυνομία εκτελεί μαύρους μπροστά στις κάμερες και σε κοινή θέα; Πιστοί στην ειρηνιστική υποκρισία, δε συγκλονίζεστε από τη βία, συγκλονίζεστε από τη βία χωρίς κυρώσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή και πολλοί από τους δικούς μας ακτιβιστές είναι τόσο παρανοϊκοί όσο η κοινωνία που ζούνε. Αν φρικάρετε περισσότερο με τη δήλωση «δεν περιορίζονται από τη φιλοσοφία της μη-βίας» από ότι με τη φράση «κάθε δευτερόλεπτο σφάζονται 321 ζώα εκτροφής», τότε αυτή είναι η απόδειξη της προβληματικής σας ηθικής.

Τα θέματα της κακοποίησης και του θανάτου των ζώων είναι φοβερά σοβαρά για τα βιομηχανικά όντα που εμπλέκονται. Για αυτά είναι αφάνταστη η κακία. Ηθικά είναι η χειρότερη στέρηση. Γιατί δεν είναι μόνο ότι είναι ανώφελοι σκοτωμοί, είναι ο φόνος αθώων πλασμάτων που συνθέτει το κακό. Επίσης, κλιμακώνονται και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η αποψίλωση των δασών και η βοσκή για τα κοπάδια πάνε μαζί. 55% του πόσιμου νερού χρησιμοποιείται για να αναθρέψει αυτά τα «κοπάδια». Η ροή των αποβλήτων τους είναι ο σημαντικότερος λόγος ρύπανσης του υπόλοιπου 45% του πόσιμου νερού. Με όποιον τρόπο και να το δεις, δε μπορείς να οικοδομήσεις ένα δίκαιο σύστημα από τις πιο στυγνές αντικειμενοποιήσεις στην παγκόσμια ιστορία!

Συμπεριφερόμαστε στα ζώα χωρίς προσοχή επειδή έχουν τη μικρότερη δυνατότητα να αυτοπροστατευτούν με οργανωμένο τρόπο. Αυτή είναι η ιεραρχία της εκμετάλλευσης στην οποία χρησιμοποιείσαι και κακοποιείσαι σύμφωνα με την ανικανότητα σου να υπερασπιστείς τον εαυτό σου από μια επίθεση. Τι λυπηρό και άρρωστο οικοδόμημα. Υπάρχει κάτι που λέγεται αιτία και αποτέλεσμα. Οι πνευματιστές το λένε «κάρμα». Όπως και να το πεις, είναι αναπόφευκτο. Στην περίπτωση της απελευθέρωσης των ζώων, αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να παλέψεις και να πετύχεις ενάντια στο κακό που τα αδέλφια μας τα ζώα υπομένουν με το να τρως γιαούρτι σόγιας ή με το να ανάβεις κεριά. Οι βιομηχανίες που κερδίζουν δισεκατομμύρια δολάρια από συστηματικό φόνο δε σταματούν για λόγους ηθικής. Αν είχαν έστω και μια σταγόνα αξιοπρέπειας, δε θα ασχολούνταν με αυτήν τη βιομηχανία από την αρχή. Αυτοί σταματούν μόνο επειδή πολεμήθηκαν και επειδή έχασαν. Είναι η μόνο γλώσσα την οποία καταλαβαίνει οποιοσδήποτε νταής.

Δεν περιμένω κάθε βίγκαν να μπει στη δράση και να γίνει μαχητής για τα ζώα. Προφανώς, αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αλλά το να μιλάς άσχημα και να εναντιώνεσαι σε αυτούς που στην πραγματικότητα, σώζουν ζώα ή μεταφέρουν τη μάχη για την ελευθερία των ζώων στις εξώπορτες και στις επιχειρήσεις των εκμεταλλευτών είναι απαράδεκτο. Θα σας το πω εδώ και τώρα ότι με αηδιάζετε και ότι δεν έχετε ιδέα τι κινδύνους αντιμετωπίζουμε εμείς στην παρανομία. Και όλα αυτά που θυσιάζουμε για να είμαστε αυτοί που είμαστε. Μέχρι εσείς οι μαχητές του καναπέ να μπορέσετε να συνδυάσετε τις φοβερές αποψάρες σας με πράξεις, οι απόψεις αυτές θα είναι άκυρες. Αυτό είναι πόλεμος και η γη και τα ζώα δεν έχουν σχεδόν καθόλου ανθρώπινη αντίσταση με το μέρος τους. Όσο οι βίγκανς και οι αυτοαποκαλούμενοι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων υποκύπτουν σε συμπονετική απάθεια, τότε εμείς οι υπόλοιποι είμαστε υποχρεωμένοι να γίνουμε οι φανατικοί που ξερνάνε φωτιά. Δε μπορείς να ξεφύγεις την αιτία και το αποτέλεσμα.

Όταν με συνέλαβαν, είχα στο σακίδιο μου ένα αντίγραφο ενός μανιφέστου με τίτλο «Declaration of War» (Κήρυξη πολέμου) από τον Screaming Wolf (Λύκος που ουρλιάζει). Είναι το μοναδικό πιο δυναμικό και δυνατό γραπτό για την Απελευθέρωση των Ζώων που έχω διαβάσει ποτέ μου. Παρόλο που κάποια κομμάτια του περιορίζονται στο χρόνο που γράφτηκαν, οι αρχές και τα προγράμματα δράσεις του είναι διαχρονικά. Διάβασε το, ξαναδιάβασε το, άφησε τις αλήθειες του να σε δυναμώσουν και γίνε κι εσύ απελευθερωτής. Αν αυτό δεν είναι μέσα στις δυνατότητές σου, τότε ξεκίνησε μια ομάδα υποστήριξης του Animal Liberation Front. Βοήθα πραγματικά ένα ζώο, διαμαρτυρήσου επιθετικά, αν δεν είσαι βίγκαν, γίνε βίγκαν. Κάνε κάτι πέρα από το να κρύβεις τη δειλία σου με το να επιτίθεσαι στη γενναιότητα του άλλου!

Αυτή τη στιγμή στο Μεξικό, το A.L.F. και το E.L.F. (Earth Liberation Front) δείχνουν το δρόμο του ακτιβισμού και το κάνουν εδώ και χρόνια. Είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους εμάς να τους ακολουθήσουμε. Υποστηρίξτε αυτούς και τον φυλακισμένο σύντροφό μας Adrian που είναι βίγκαν μέσα σε μια τριτοκοσμική φυλακή και παραμένει αλύγιστος παρά τις αντιξοότητες. Μέχρι η κοινωνία να σταματήσει να εκμεταλλεύεται τα ζώα, θα έχουμε πόλεμο με την κοινωνία. Μέχρι να υπάρξει ένα τέλος στην καταστροφή του πλανήτη, δε θα υπάρχει τέλος στην καταστροφή της ιδιοκτησίας. Όσο υπάρχουν σκλαβωμένα ζώα και άνθρωποι που τα εκμεταλλεύονται, είτε για ευχαρίστηση είτε για κέρδος, τότε θα υπάρχει πάντα και κάποιος για να πάρει τη θέση ενός A.L.F. ακτιβιστή που φυλακίζεται.

Απελευθέρωση των Ζώων με κάθε κόστος!

Walter Bond (ALF \”Lone Wolf\”), Αιχμάλωτος πολέμου, φυλακές USP Marion

Πηγή στα αγγλικά: In Defense of the Underground

Μετάφραση στα ελληνικά: Antispe Riot

Αντικοινωνική κριτική και η ανάγκη ανάδυσης της νέας Αναρχίας

Η δημιουργία τάσεων

Τα τελευταία χρόνια, ο οξυδερκής παρατηρητής μπορεί να ξεχωρίσει σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στο εσωτερικό του αντιεξουσιαστικού-αναρχικού \”χώρου\”. Η λεγόμενη κρίση προκάλεσε προβληματισμούς και αναστοχασμούς σε μια μεγάλη μερίδα των αναρχικών. Για πρώτη ίσως φορά στην Ελλάδα τα διαφορά σκεπτικά και οι ποικίλες αναλύσεις σχετικά με την επανάσταση, \”αποδελτιώνονται\” σε διαφορετικές και διακριτές αναρχικές τάσεις. Επιτέλους γίνεται ορατό πως ο αναρχικός χώρος δεν είναι (ευτυχώς) ένα συμπαγές πολιτικό μόρφωμα αλλά ένα πολυτασικό και πολύμορφο μωσαϊκό απόψεων και στοχεύσεων.

Από αυτή τη διαδικασία έχουν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται εντός της αναρχίας διαφορετικοί πόλοι. Η πιο ξεκάθαρη τέτοια συγκρότηση είναι ο πόλος της κοινωνικής αναρχίας. Από το γενικόλογο σύνθημα της κοινωνικής επανάστασης που γράφονταν σχεδόν από τους πάντες τα προηγούμενα χρόνια, οι σύντροφοι που έχουν αυτό το σκεπτικό έχουν κάνει σημαντικά βήματα τόσο στο επίπεδο της δικής τους ανάλυσης όσο και στο επίπεδο της οργάνωσης, βασικό πρόβλημα αυτού του χώρου διαχρονικά. Θα προχωρήσουμε παρακάτω στην κριτική των κοινωνιστικών απόψεων· αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι να καταδείξουμε ότι παρ\’ όλες τις διαφωνίες είναι θετικό ότι επιτυγχάνεται μια αντιστοιχία λόγου και πράξης που αργότερα δεν υπήρχε. Και λέμε πως είναι θετικό γιατί οτιδήποτε είναι καλύτερο από των εγκλωβισμό στα καφενεία των Εξαρχείων.

Αντικοινωνική κριτική

Αυτό που πιστεύω πως λάμπει δια της απουσίας του από την κοινωνιστική ατζέντα είναι η κριτική στην κοινωνία. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους. Είναι κατανοητό πως η άσκηση κριτικής στο υποκείμενο που πιστεύεις ότι θα φέρει την επανάσταση, συνίσταται στην αποδόμηση ενός μεγάλου κομματιού της θεωρίας σου. Ιδιαίτερα λόγω της σημερινής κατάστασης στης κοινωνίας, μια ρεαλιστική κριτική δε μπορεί εκ των πραγμάτων να σταματήσει μέχρι να φτάσει στην εκμηδένιση του αντικειμένου της. Επίσης υπάρχει και η συγκυρία. Παραδοσιακά οι κρίσεις του καπιταλισμού θεωρούνται από τους επαναστάτες ως ευκαιρίες. Δηλαδή ακόμη και εκείνοι που αντιλαμβάνονται την αισχρή συνειδησιακή κατάσταση του κοινωνικού σώματος, τη βάζουν τακτικά κάτω από το χαλί ώστε να μη χαθεί ακόμα μια ευκαιρία. Στην επαναστατική διαδικασία που ελπίζουν να ακολουθήσει, θεωρούν πως υπάρχει χώρος να βελτιωθεί η κατάσταση.

Αντίθετα με ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως,  οι προβληματικές που ανακύπτουν από την μη κριτική στην κοινωνία δεν έχουν σχέση μόνο με τη μη ρεαλιστική αντίληψη της κατάστασης. Το πρόβλημα είναι ότι ο κοινωνισμός ως αντίληψη συσκοτίζει και αποκρύπτει σημαντικές πτυχές του εξουσιαστικού συμπλέγματος. Ο όρος κοινωνία αναλύεται εξαιρετικά επιφανειακά ως ένα άθροισμα ατόμων, μια συλλογική επιλογή διαβίωσης. Αυτή η θεώρηση είναι πλήρως διάτρητη. Η κοινωνία δεν ταυτίζεται με το συλλογική διαβίωση και το συλλογικό πράττειν. Επίσης εχθρεύεται εκ φύσεως το άτομο και λειτουργεί μόνο με την ύπαρξη μαζών. Οι κοινωνίες είναι μαζικά μορφώματα που δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετούν την εκάστοτε εξουσία και δεν είναι σε καμιά περίπτωση αποτέλεσμα μια φυσικής διαδικασίας ούτε βέβαια ελεύθερη επιλογή, όπως συχνά παρουσιάζεται. Η κοινωνία γεννά την παραγωγή και την οικονομία. Η κοινωνία γεννά τον πολιτισμό. Όλα αυτά συμπλέκονται σε ένα τερατώδες σύνολο που εξανδραποδίζει την ατομικότητα, τη φύση και την ελευθερία. Η κοινωνία είναι ένα σύνολο ταυτοτήτων και ρόλων που δημιουργούνται από τα πάνω και διαχέονται, αναπαράγονται και εξελίσσονται από τους υπηκόους συνειδητά ή ασυνείδητα. Η κοινωνία δε συνδυάζεται με την ατομική ελευθερία. Το άτομο οφείλει να επιτελεί τους κοινωνικούς του ρόλους σε οποιαδήποτε κατάσταση το εντάσσει σε μαζικό κοινωνικό σύστημα. Ως επακόλουθο και η συλλογική ελευθερία, η οποία βασίζεται στη σύμπραξη ανεξάρτητων και δυνατών ατόμων, εχθρεύεται την κοινωνική συγκρότηση. Η εξουσία δεν είναι απλά το κράτος και το κεφάλαιο. Η εξουσία είναι και σύστημα σχέσεων και όσο οι επαναστάτες επιμένουν να στοχεύουν σε μαζικές κοινωνικές χίμαιρες αυτό το σύστημα σχέσεων δεν πεθαίνει αλλά μεταλλάσσεται σε κάτι ισχυρότερο και ανθεκτικότερο ακριβώς όπως οι ιοί.

Επομένως η κοινωνική κριτική ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο για την αναρχική επίθεση που στοχεύει πλέον της ιερές αγελάδες των παλιών επαναστατών, όπως η ίδια η κοινωνία, ο πολιτισμός, η παραγωγή και η οικονομία. Παράλληλα ξεπηδούν νέα μέτωπα όπως η επίθεση στην επιστήμη ως χειραγώγηση της γνώσης και ως εξουσιαστική δύναμη, η επιθετικές αναλύσεις σχετικά με το ιδεολόγημα της προόδου σε συνάρτηση με το φυσικό κόσμο και η αποδόμηση του ανθρωποκεντρισμού και της ίδιας της έννοιας της ανθρωπότητας ως φαντασιακή και εξουσιαστική κοινότητα, κληροδοτήματα και τα δύο των αστικών επαναστάσεων του παρελθόντος και του Διαφωτισμού. Παραβιάζοντας την πύλη του ιερού άβατου της κοινωνίας ως αντικείμενο κριτικής και επίθεσης, βρίσκουμε μερικά από τα πιο καλά κρυμμένα και τα πιο αποκρουστικά εργαλεία της κυριαρχίας διαχρονικά και όχι μόνο μέσα στους αιώνες που βασιλεύει ο καπιταλισμός.

Αναρχικός ρεφορμισμός

Η κριτική στην κοινωνία προσφέρει επίσης την ευκαιρία στην αναρχία να δημιουργήσει επιτέλους τις δικές της, αυτόνομες αναλύσεις μακριά από το δύσοσμο κουφάρι του μαρξισμού. Η αναπαραγωγή της μαρξιστικής \”επαναστατικής\” εξίσωσης βγάζοντας απλά έξω τη μεταβλητή της εξουσίας δεν οδηγεί στην ελευθερία. Πρώτον γιατί η εξουσία όπως είπαμε παραπάνω δεν είναι μονοδιάστατη έννοια και δε συνοψίζεται στον αστικό ή σοσιαλιστικό κρατισμό. Δεύτερον γιατί ο στείρος οικονομισμός και εργατισμός του μαρξισμού δε μπορούν να ερμηνεύσουν τις σύγχρονες κοινωνίες εκτρώματα στις οποίες αναθέτουν την επανάσταση. Η υιοθέτηση με αντιεξουσιαστικό λούστρο των εργατίστικων προταγμάτων και της παραγωγικής εμμονής οδηγεί ακόμα και συνεπέστατους αναρχικούς στα μονοπάτια του κομμουνιστικού ρεφορμισμού. Η εκκωφαντική απουσία της ουσιαστικής ατομικής ελευθερίας από τον αναρχικό λόγο οδηγεί σε μια, κομμουνιστική πλέον, μαζοποίηση, δηλαδή σε νέα δεσμά. Η ελευθερία μετατίθεται για ακόμα μια φορά στις καλένδες. Προς το παρών ας παράγουμε, αυτοδιαχειριζόμενοι τη μιζέρια μας.

Η ρεφορμιστική στροφή λόγω της κοινωνιστικής εμμονής γίνεται ορατή όλο και περισσότερο. Σήμερα στον αναρχικό λόγο κυριαρχεί  ένας αριστερίστικου τύπου οικονομισμός που εγκλωβίζεται στο πεδίο της ταξικής πάλης. Παράλληλα επιστρέφει η λογική της περιούσιας τάξης που θα κληρονομήσει τον κόσμο. Πολλοί αναρχικοί τρέχουν πίσω από κάθε εργατικό αγώνα που ζητά ψίχουλα και τη διατήρηση του καπιταλιστικού παραγωγικού ιστού. Φαντασιακά άγριων απεργιών προβάλλονται πάνω στα εργατικά υποκείμενα όταν τα ίδια δεν έχουν καμία τέτοια διάθεση, όπως στην περίπτωση των απεργών του μετρό. Πλέον σπάνια διαβάζει ή ακούει κανείς μια κριτική στην ίδια την παραγωγή και την οικονομία. Αυτή η λογική οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε διαχειριστικές λογικές. Ο έλεγχος των μέσων παραγωγής δε έχει τίποτα το επαναστατικό. Η αριστερά το γνωρίζει αυτό και γι\’ αυτό το λόγο την αβαντάρει. Η οικονομία λειτουργεί περίφημα όποιος και να διαχειρίζεται τις μηχανές της. Η αυτοοργάνωση της παραγωγής είναι μια εναλλακτική εκδοχή των οικονομικών μαζικών κοινωνιών και δεν έχει καμιά σχέση με την ελευθερία και την αναρχία.

Η νέα Αναρχία

Υπάρχει λοιπόν ένας πόλος που κομμουνιστικοποιεί την αναρχία. Αυτή η αριστερή στροφή ενός κομματιού του χώρου όμως, αφήνει πίσω της ένα τεράστιο κενό. Είναι λοιπόν απαραίτητο να αναδυθούν νέες, αυθεντικά αναρχικές, αναλύσεις που θα συσπειρώσουν εκείνους τους συντρόφους που δε θεωρούν τους εαυτούς τους μια αντιεξουσιαστική συνιστώσα της Αριστεράς. Αναλύσεις που από διαφορετικές βάσεις θα επιτίθενται ευθέως στο κοινωνικό τερατούργημα, στον πολιτισμό, την ανθρωπιστική ηθική, στην επιστήμη και την τεχνολογία, στην παραγωγή και την οικονομία. Αυτές οι αναλύσεις ανοίγουν περάσματα όπου μπορεί να συναντηθεί μια μεγάλη γκάμα αναρχικών από οικοαναρχικούς και αντιπολιτισμικούς, μέχρι μη κομμουνιστές εξεγερσιακούς και ατομικιστές. Η κάθε αντίληψη πρέπει να διεκδικήσει αυτόνομα το χώρο της καλύπτοντας το κενό που περιγράψαμε πριν. Είναι απαραίτητη η ανάδυση ενός νέου αυθεντικά αναρχικού πόλου που θα σηκώσει το βάρος της επίθεσης στο υπάρχον, στο θέατρο του διεξαγόμενου πολέμου.

Δε μιλάω σε καμιά περίπτωση για τη δημιουργία άλλης μιας κεντρικής οργάνωσης. Μιλάω για την \”εκμετάλλευση\” του κενού ώστε αυτό να συμπληρωθεί από την αυθεντική και επιθετική Αναρχία. Δε μιλάω για τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού πόλου προς στους κοινωνιστές αλλά για τη δημιουργία ενός αντίπαλου δέους του κράτους και της εξουσίας. Δε μιλάω για μια φαντασιακή ενότητα αλλά για ένα πολύπλευρο επιθετικό ρεύμα που τα κομμάτια του θα συμπράττουν άτυπα και κατά το δοκούν.

Ο Μηδενισμός

Η μηδενιστική τάση μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα σε αυτή τη διαδικασία. Η αιχμηρή μηδενιστική κριτική έχει διαλύσει προ πολλού τα φαντάσματα της κοινωνίας και του πολιτισμού. Ο μηδενιστικός λόγος, φύσει πολεμικός, αποδομεί το σύνολο της εξουσίας και αποτελεί μια λυσσαλέα επίθεση στο υπάρχον. Είναι απαραίτητο αυτός ο λόγος να εμπλουτίζεται διαρκώς, να ανακαλύπτει συνέχεια νέα αναλυτικά εργαλεία και να διαχέεται σαν γάγγραινα στο κοινωνικό σώμα. Όχι για να πείσει, αλλά για να δηλώσει πως υπάρχει μια χούφτα ανθρώπων που αρνούνται να ζήσουν σαν αριθμοί. Που αρνούνται να δεχθούν οποιαδήποτε αντιδραστική η επαναστατική εξουσιαστική αλλαγή στο όνομα της πανανθρώπινης ευτυχίας. Που προτιμούν να πεθάνουν μαχόμενοι μέχρι το τέλος παρά να ανεχθούν τα σύγχρονα κοινωνικά κάτεργα ή να συμπορευθούν με τους αριστερούς και \”αντιεξουσιαστές\” δήμιους της ελευθερίας. Αυτή η μαχόμενη μειοψηφία,  κατασυκοφαντημένη σχεδόν από όλους και σταμπαρισμένη από τον εχθρό, πρέπει να συμβάλλει στη δημιουργία ενός επιθετικού αναρχικού μετώπου, σε πλήρη ρήξη με ότι συνιστά το υπάρχον. Μια σύμπραξη διαφορετικών συντρόφων που τους ενώνει το μίσος για την εξουσία και τους υποτακτικούς της και η αγάπη για γεμάτη ουσία ζωή. Οι μηδενιστές θα φέρουμε πάντα περήφανα το λάβαρο της διαρκούς αναρχικής εξέγερσης. Μέχρι την Ανατολή του Μηδενός…

Ενάντια στην αναρχία ως κοινωνική πρόνοια

Μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, είναι σχετικά εύκολο να παρατηρήσει κανείς  μια κοινωνιστική στροφή του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου. Βασισμένοι σε μια ανάλυση της εξέγερσης που έλεγε πως ο τερματισμός της οφειλόταν στο μη άνοιγμα του λόγου της στο προλεταριάτο και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, πολλοί αναρχικοί στράφηκαν σε μια όλο και πιο εξωστρεφή δράση με σκοπό τη διάχυση του λόγου στην κοινωνία. Είδαμε λοιπόν τις περίφημες λαϊκές συνελεύσεις, τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα αναρχικών, αριστερών και παρατρεχάμενων, τα αυτόνομα σχήματα στα πανεπιστήμια κλπ.

Με τον ερχομό της \”κρίσης\” αυτή η κοινωνιστική \”δυναμική\” βρήκε νέο πεδίο δράσης στην κάλυψη του κενού που άφησε η στρατηγική διάλυση, από τη μεριά της εξουσίας, του κοινωνικού κράτους. Βέβαια η συγκεκριμένη νοοτροπία υπήρχε και πριν την εξέγερση στο θέμα της αλληλεγγύης στους μετανάστες. Είτε λόγω ενός αισθήματος \”ταξικής αδελφοσύνης\”, είτε από απλή φιλανθρωπία πολλοί ασχολήθηκαν με τις άμεσες υλικές ανάγκες των μεταναστών καθώς και με την ανάγκη νομιμοποίησης έστω κάποιον πτυχών της ύπαρξης τους στην Ελλάδα (π.χ. προσωρινές άδειες παραμονής, άδειες εργασίας και ταξιδιωτικά έγγραφα).

Σε περιβάλλον κρίσης λοιπόν αυτή η σταυροφορία ανθρωπιάς γιγαντώθηκε. Συλλογικές κουζίνες ανέργων, ανταλλακτικά παζάρια, εμπόριο χωρίς μεσάζοντες, στέγαση, d.i.y. μαθήματα χειροτεχνίας και άλλων, παιδικοί \”σταθμοί\”, λαϊκές πολιτιστικές εκδηλώσεις, είναι μόνο μερικές από τις δομές που στήθηκαν για να καλύψουν τις υλικές και δευτερευόντως κάποιες πνευματικές ανάγκες του εξαθλιωμένου πληθυσμού.

Πριν περάσουμε στην ουσία αυτής της πρακτικής ας προσπαθήσουμε να δούμε την οπτική του κράτους. Είναι ελπίζω γενικά αποδεκτό πως το κράτος αντιμετωπίζει τους πολίτες του ως υποτελείς του και πως το κεφάλαιο βλέπει μόνο παραγωγικές μονάδες και καταναλωτές. Λίγο ενδιαφέρει το κράτος και το κεφάλαιο αν το υποκείμενο είναι μετανάστης, γυναίκα, ανήλικος, άνδρας, νέος ή γέρος κλπ. Εννοώ δεν τον ενδιαφέρουν ως τέτοιοι. Το κράτος αντίθετα με τους σκλάβους του δεν είναι ούτε φύσει ρατσιστικό, ούτε φύσει πατριαρχικό, ούτε βέβαια φύσει πατριωτικό, ούτε τίποτα. Χρησιμοποιεί όμως αυτά τα ιδεολογήματα όταν τα χρειαστεί. Έτσι σήμερα που υπάρχει πλεονάζον εργατικό δυναμικό φοράει η μάσκα του ρατσιστή και του διώκτη των απόκληρων όπως με την ίδια ευκολία είχε φορέσει το προσωπείο του κοσμοπολίτη όταν χρειαζόταν φθηνά εργατικά χέρια τη δεκαετία του 90. Δεν μπορεί σήμερα να ανεχτεί μια μάζα πεινασμένων να διακόπτει την ομαλότητα της οικονομίας με πολιτικές ή παραβατικές συμπεριφορές. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζει πως δε μπορεί απλά να εξολοθρεύσει σωματικά όσους του περισσεύουν. Επομένως μεταχειρίζεται άλλες πλάγιες στρατηγικές όπως τη συνεργασία σε κάποια επίπεδα με τους ναζί, την εξώθηση στο έγκλημα και μετά στη φυλακή-αποθήκη, την επιμήκυνση της στρατιωτικής θητείας, τις αυτοκτονίες κλπ. Το κράτος ενδιαφέρεται να διατηρήσει την εξουσία του. Προσπαθεί πάντα να βρει την ισορροπία μεταξύ πολιτικού κόστους και αποτελεσματικότητας. Εδώ λοιπόν έρχεται η αναρχική φιλανθρωπία που άθελα της το συνδράμει.

Γιατί, τι ενοχλεί πιστεύεται το κράτος π.χ. μια συλλογική κουζίνα;  Ταΐζει τους υποτελείς που δεν συμφέρει οικονομικά να ταΐζει το ίδιο και επιπλέον οι τελευταίοι ως χορτασμένοι είναι πιο διαχειρίσιμοι. Το κράτος δε χρειάζεται ούτε να ξοδέψει για τους περισσευούμενος ούτε να διακινδυνεύει να φθαρεί πολιτικά μέσω μιας άγριας καταστολής. Βέβαια η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας από μεριάς αναρχικών προϋποθέτει την απόρριψη του ανθρωπισμού, αυτού του αστικού κατάλοιπου του Διαφωτισμού που επιμένει να κουβαλάει. Όσο οι αναρχικοί βλέπουν τους εαυτούς τους ως ταπεινούς σωτήρες της ανθρωπότητας θα φανερώνουν μια ευμεγέθη αχίλλειο φτέρνα στην οποία θα στοχεύει η εξουσία. Επιπλέον η συνθήκη της φιλανθρωπίας είναι άκρως εξαχρειωτική και για τις δύο πλευρές. Ο φιλάνθρωπος αναγκάζεται υποσυνείδητα να έχει μια σχέση ευθύνης προς τους κοινωνικά απόβλητους λες και η εξαθλίωση τους είναι δικό του έργο. Ο δέκτης της φιλανθρωπίας αποκτά σχέση εξάρτησης με το φιλάνθρωπο και επιβεβαιώνεται η αδυναμία της ατομικότητας του να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Ο εξεγερμένος γίνεται παραμάνα και ο σκλάβος παραμένει σκλάβος.

Οι αναρχικοί όμως δε χρησιμοποιούν μόνο το επιχείρημα της \”κοινωνικής αλληλεγγύης\”, της λεκτικά κεκαλυμμένης δηλαδή, φιλανθρωπίας. Υποστηρίζουν πως αυτές οι δομές προβάλλουν έναν άλλον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Θα μπορούσαμε να πούμε εδώ πως αυτός ο ρεφορμιστικός στόχος δεν είναι δουλειά των αναρχικών αλλά ακόμα και αυτός σπάνια επιτυγχάνεται. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει τα κοινωνικά υποκείμενα που εμπλέκονται να θέλουν κάτι τέτοιο. Άσχετα με τα φαντασιακά των συντρόφων που οργανώνουν αυτά τα εγχειρήματα, τα υποκείμενα έρχονται για έναν ειλικρινέστατο και προφανή λόγο: για να τραφούν να ντυθούν και να ψυχαγωγηθούν τσάμπα. Θα μπορούσαν να είναι ακριβώς οι ίδιοι που χτες έτρωγαν στο συσσίτιο της ενορίας ή έμειναν στο ξενώνα μιας Μ.Κ.Ο. Ελάχιστα τους ενδιαφέρει η κοινωνική αυτοοργάνωση με βάση τα αναρχοκομμουνιστικά προτάγματα, όπως και ελάχιστα τους ενδιαφέρει η κατάλυση των εμπορευματικών σχέσεων. Αν μπορούσαν να εξασφαλίσουν πχ. ένα προνοιακό επίδομα θα προτιμούσαν αυτό και αν κάποιοι ελάχιστοι γύριζαν στις αυτοοργανωμένες ή όχι δομές θα το έκαναν με το ρόλο πλέον του φιλάνθρωπου.

Με αυτόν λοιπόν το κοινωνιστικό, φιλανθρωπικό προσανατολισμό είναι αδύνατη η κοινωνική κριτική. Κανείς δε μιλάει πια για τις ευθύνες των υποκειμένων. Ούτε για τους μετανάστες που βρίσκονται για δεκαετίες στην Ελλάδα και το μόνο που έφτιαξαν ήταν διακοσμητικές μεταναστευτικές οργανώσεις και δεν άγγιζαν τους φασίστες ακόμα και πριν την κρίση που δε γέμιζαν ούτε ταξί, ούτε για τη μικροαστοικοποίηση πολλών εξ αυτών, ούτε για την σχεδόν καθολικά αδιαμαρτύρητη ανοχή στις αστυνομικές παρενοχλήσεις και το ντόπιο ρατσισμό. Ούτε για του ελληνάρες που θεωρούσαν την υλική φτωχιά αμαρτία αφού οι ίδιοι ήταν ματωμένοι νοικοκυραίοι,  που στήριζαν το σύστημα που τους έτρεφε για δεκαετίες και σαν ζόμπι κατανάλωναν και παρήγαν ότι πρόσταζαν τα αφεντικά και που η μόνη πράξη \”κοινωνικής ανυπακοής\” που κατάφεραν να κάνουν μαζικά, ήταν ο αγανακτισμένος βόθρος.

Διατηρούμε λοιπόν τα σκατά που έχει η πλέμπα στο κεφάλι της γιατί τώρα η προτεραιότητα είναι να γεμίσει την κοιλιά της ώστε να μπορούμε να της δείξουμε το δρόμο για την επανάσταση και τη βασιλεία των ουρανών. Τι σημασία έχει αν το μόνο που θέλει είναι δουλειά για να μπορεί ξανά να καταναλώνει όπως πριν, τι σημασία έχει που συναινούσε και συναινεί στην καταστολή των αναρχικών, τι σημασία έχει που εκτός από τους πατροπαράδοτους νταβατζήδες της, τώρα στηρίζει και τους νεοναζί αλλά και τη ρεφορμιστική αριστερά της διαχείρισης. Τι σημασία έχει εν τέλει αν δε θέλει επανάσταση. Πρέπει να την κάνει με το ζόρι.

Δυστυχώς ο ρεαλισμός είναι σπάνια αναλυτικό εργαλείο των αναρχικών. Σήμερα όμως που η εξολόθρευση μας είναι κεντρική επιλογή των εξουσιαστών, δεν έχουμε περιθώρια να φαντασιωνόμαστε λαϊκούς ξεσηκωμούς. Και αν τελικά ηττηθούμε, η αντικοινωνική κριτική που θα ακολουθήσει  θα είναι απλά ένα κενό παράπονο. Εμείς θα φταίμε και όχι οι μάζες.

Saul Newman Πόλεμος στο κράτος: Ο αναρχισμός του Στίρνερ και του Ντελέζ

Αναδημοσίευση από Rebelnet

Συχνά η επιρροή του Μαξ Στίρνερ στη σύγχρονη πολιτική θεωρία παραβλέπεται. Ωστόσο, στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ μπορεί να βρεθεί μια εκπληκτική σύγκλιση με τη μεταδομιστική θεωρία, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της εξουσίας. Ο Andrew Koch, για παράδειγμα, βλέπει τον Στίρνερ ως στοχαστή που ξεπερνά τη χεγκελιανή παράδοση, στην οποία τοποθετείται συνήθως, υποστηρίζοντας ότι το έργο του είναι ένας προάγγελος των μεταδομιστικών ιδεών για τα θεμέλια της γνώσης και της αλήθειας (Koch, 1997). Ο Koch υποστηρίζει ότι η ατομικιστική πρόκληση του Στίρνερ στις φιλοσοφικές βάσεις του κράτους πηγαίνει πέρα από τα όρια της παραδοσιακής δυτικής φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας μια πρόκληση για την μεταφυσική της επιστημολογίας. Από το πρίσμα αυτό μεταξύ Στίρνερ και μεταδομιστικής επιστημολογίας, που τέθηκε από τον Koch, θα εξετάσω τη σύγκλιση του Στίρνερ με ένα συγκεκριμένο μεταδομιστή στοχαστή, τον Ζιλ Ντελέζ, όσον αφορά το θέμα της κρατικής και της πολιτικής εξουσίας. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί παραλληλισμοί μεταξύ αυτών στοχαστών, και οι δύο μπορούν να παρουσιαστούν, με διαφορετικούς τρόπους, ως αντι-κρατιστές, αντιεξουσιαστές φιλόσοφοι. Θέλω να δείξω τον τρόπο με τον οποίο η κριτική του Στίρνερ στο Κράτος προεξοφλεί τη μεταδομιστική απόρριψη από τον Ντελέζ της σκέψης του κράτους, και το πιο σημαντικό, τους τρόπους με τους οποίους ο αντι-ουσιοκρατικός, μετά-ανθρωπιστικός αναρχισμός των δύο στοχαστών υπερβαίνει και, επομένως, αντικατοπτρίζει, τα όρια του κλασικού αναρχισμού. Το κείμενο εξετάζει τoυς δεσμούς μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας, της επιθυμίας και της εξουσίας που διαμορφώνουν τις βάσεις της κρατικής εξουσίας. Έτσι, ενώ Κοχ εστιάζει στην απόρριψη του Στίρνερ των επιστημολογικών θεμέλιων του Κράτους, η έμφαση του κειμένου είναι στη ριζοσπαστική οντολογία του Στίρνερ- το ξεσκέπασμα των λεπτών συνδέσεων μεταξύ ανθρωπισμού, επιθυμίας και εξουσίας. Θα ήθελα επίσης να υποστηρίξω ότι αυτή η κριτική της ανθρωπιστικής εξουσίας, με την οποία τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ ασχολούνται μπορεί να μας παρέχουν σύγχρονες στρατηγικές για την αντίσταση στην κυριαρχία του κράτους.

 Πρέπει να γίνει κατανοητό, ωστόσο, ότι ενώ υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του Στίρνερ και του Ντελέζ, υπάρχουν επίσης πολλές διαφορές, και, για πολλούς λόγους, μπορεί να μοιάζει ασυνήθιστη η προσέγγιση να φέρουμε κοντά τους δύο στοχαστές. Για παράδειγμα, ο Στίρνερ ήταν, μαζί με τον Μαρξ, ένας από τους νεαρούς Χεγκελιανούς, των οποίων το έργο αναδείχθηκε ως μία εξαιρετικά ατομιστική κριτική του γερμανικού ιδεαλισμού, ιδιαίτερα του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ. Ο Ντελέζ, από την άλλη πλευρά, ήταν ένας φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, ο οποίος, μαζί με τον Φουκώ και τον Ντεριντά, θεωρείται ως ένα από τους κύριους “μεταδομιστές” στοχαστές. Ενώ το έργο του Ντελέζ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια επίθεση στο χεγκελιανισμό, ακολουθεί διαφορετικά και πιο ποικίλα μονοπάτια, από την πολιτική και την ψυχανάλυση, ως τη λογοτεχνία και τη θεωρία του κινηματογράφου. Ο Στίρνερ δεν θεωρείται γενικά ως \”μεταδομιστής\”, και, εκτός από το πρωτοποριακό άρθρο του Koch (Koch 1997) και το έργο του Ντεριντά για τον Μαρξ (Ντεριντά 1994), δεν έχει λάβει ουσιαστικά καμία προσοχή, υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας. Ωστόσο, και αυτό είναι ίσως το πρόβλημα με ετικέτες όπως ο \”μεταδομισμός\”, υπάρχουν πολλά κρίσιμα επίπεδα σύγκλισης μεταξύ των δύο αυτών φιλοσόφων – ιδιαίτερα στην κριτική της πολιτικής κυριαρχίας και της εξουσίας – στα οποία μπορεί κάποιος να δώσει έμφαση, και η οποία θα μπορούσε να αμφισβητηθεί αν κάποιος κολλήσει σε αυτές τις ετικέτες. Είναι ακριβώς αυτή η απόρριψη της τυραννίας των «ετικετών», των ουσιοκρατικών ταυτοτήτων, των αφαιρέσεων και των «συμπαγών ιδεών» – αυτή η επίθεση στις εξουσιαστικές αντιλήψεις που περιορίζουν τη σκέψη – στις οποίες ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πέτυχαν κάποιο κοινό έδαφος. Αυτό δεν σημαίνει να αγνοήσουμε τις διαφορές μεταξύ τους, αλλά αντίθετα, να δείξουμε πώς αυτές οι διαφορές συντονίζονται μαζί σε απρόβλεπτους και ενδεχόμενους τρόπους για να σχηματίσουν, με τα λόγια του Ντελέζ, “επίπεδα συνοχής” από τα οποία μπορεί να δημιουργηθούν νέες πολιτικές έννοιες.

  1. Κριτική του Κράτους

Τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ βλέπουν το Κράτος ως μια αφαίρεση που υπερβαίνει τις διαφορετικές συγκεκριμένες εκδηλώσεις του, αν και ακριβώς την ίδια στιγμή λειτουργεί μέσω αυτών. Το Κράτος είναι κάτι περισσότερο από ένα συγκεκριμένο θεσμό που υπάρχει σε ένα συγκεκριμένη ιστορική στάδιο. Το Κράτος είναι μία αφηρημένη αρχή της εξουσίας [ως δύναμης/power] και της εξουσίας [ως αρχής/authority] που έχει πάντα υπάρξει με διάφορες μορφές, κι ακόμα είναι “κάτι περισσότερο” από αυτές τις συγκεκριμένες ενεργοποιήσεις (actualisations). Η κριτική του Στίρνερ του Κράτους αποδεικνύει αυτό το κρίσιμο σημείο. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι ουσιαστικά ένας θεσμός καταπίεσης. Ωστόσο, η απόρριψη του Στίρνερ του Κράτος πηγαίνει πέρα από μια κριτική των συγκεκριμένων κρατών – όπως το φιλελεύθερο κράτος ή το σοσιαλιστικό κράτος. Αντίθετα μάλλον, αποτελεί μια επίθεση στο Κράτος καθεαυτό- την ίδια την κατηγορία της κρατικής εξουσίας, όχι μόνο στις διάφορες μορφές που παίρνει. Αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, είναι η ίδια η ιδέα της κρατικής εξουσίας η ίδια – η αρχή της διακυβέρνησης (ruling principle) (Στίρνερ 1993:226). O Στίρνερ ως εκ τούτου είναι σε αντίθεση με επαναστατικά προγράμματα όπως ο μαρξισμός, τα οποία έχουν ως στόχο τους την κατάκτηση, παρά την καταστροφή, της Κρατικής εξουσίας. Το Κράτος των εργαζομένων του Μαρξ θα είναι απλώς μια επαναβεβαίωση του κράτους με διαφορετική μορφή -. μια “αλλαγή των κυρίων” (Στίρνερ 1993:229) Ο Στίρνερ προτείνει στη συνέχεια ότι:

 . . . ο πόλεμος δε θα μπορούσε παρά να κυρηχθεί κατά του ίδιου του θεσμού, του Κράτους, όχι ενός συγκεκριμένου κράτους, όχι σε μία οποιοδήποτε απλή κατάσταση του κράτους σε μία στιγμή· δεν υπάρχει ένα άλλο Κράτος (όπως ένα \”Κράτος του λαού”), που οι άνδρες έχουν ως στόχο . . . (Στίρνερ 1993:224)

 Η επαναστατική δράση έχει συλληφθεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, από το παράδειγμα του Κράτους. Έχει παραμείνει παγιδευμένη μέσα στη διαλεκτική της εξουσίας. Οι επαναστάσεις έχουν μόνο καταφέρει να αντικαταστήσουν μια μορφή εξουσίας με μία άλλη. Αυτό συμβαίνει επειδή η επαναστατική θεωρία δεν έχει ποτέ αμφισβητήσει την ίδια τη συνθήκη, την ιδέα, της Κρατικής εξουσίας, και ως εκ τούτου παραμένει στο χέρι του: “κανένας ενδοιασμός δεν έμεινε για την εξέγερση ενάντια στο υπάρχον Κράτος ή την ανατροπή των υπάρχοντων νόμων, αλλά το να αμαρτήσει κάποιος ενάντια στην ιδέα του Κράτους, να μην υποταχθεί στην ιδέα του δικαίου, ποιος θα το τολμούσε αυτό;” (Στίρνερ 1993:87). Το Kράτος δεν μπορεί ποτέ να μεταρρυθμιστεί, διότι δε μπορεί να ποτέ να είναι έμπιστο. Ο Στίρνερ απορρίπτει την έννοια ενός δημοκρατικού Κράτους του Μπρούνο Μπάουερ, το οποίο αναπτύσσεται από τη “δύναμη του λαού” και το οποίο είναι πάντα υποταγμένο στη “Θέληση του λαού”. Για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί ποτέ να τεθεί υπό τον έλεγχο του λαού. Έχει πάντα τη δική του λογική, τη δική του ατζέντα την οποία πληροί ανελέητα, και που σύντομα στρέφεται ενάντια στη θέληση του λαού που επρόκειτο να εκπροσωπήσει (Στίρνερ 1993:228).

 Η σύλληψη του Στίρνερ του Κράτους ως ανεξάρτητης οντότητας τον φέρνει σε σύγκρουση με το μαρξισμό, ιδίως στη θεώρηση του κράτους σε σχέση με την οικονομική εξουσία. Ο Στίρνερ ενδιαφέρεται για τις μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας στην κοινωνία και πιστεύει ότι το Κράτος, αν είναι να γίνει πλήρως κατανοητό, πρέπει να εξεταστεί χωριστά από τις οικονομικές ρυθμίσεις. Η δύναμη της γραφειοκρατίας, για παράδειγμα, συνιστά μια μη-οικονομική μορφή καταπίεσης: η λειτουργία της οποίας δεν μπορεί να αναχθεί στις εργασίες της οικονομίας (Harrison 1983:62). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, η οποία γενικά ανάγει το κράτος στις εργασίες της καπιταλιστικής οικονομίας και το υποτάσσει στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ο Στίρνερ προτείνει ότι ενώ το Κράτος προστατεύει την ιδιωτική περιουσία και τα συμφέροντα της αστικής τάξης, βρίσκεται επίσης από πάνω και κυριαρχεί σε αυτές τις δυνάμεις (Στίρνερ 1993:115). Για τον Στίρνερ η πολιτική εξουσία που κατοχυρώνεται ευλαβικά στο Κράτος έχει υπεροχή έναντι της οικονομικής εξουσίας και των συναφών ταξικών συμφερόντων. Το Κράτος είναι η πρωταρχική πηγή κυριαρχίας στην κοινωνία.

 Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους – η προσπάθεια να αναλυθεί η κρατική εξουσία στη δική της ιδιαιτερότητα – μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του αναρχικού επιχειρήματος. Αναρχικοί όπως ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πέτρος Κροπότκιν ισχυρίστηκαν πολύ πιο πριν από έναν αιώνα, ότι ο μαρξιστικός οικονομικός αναγωγισμός παραμέλησε τη σημασία της κρατικής εξουσίας. Το Κράτος, σύμφωνα με τους αναρχικούς, έχει τη δική του καταπιεστική λογική της αυτο-διαιώνισης και αυτό το έκανε, σε μεγάλο βαθμό, αυτόνομο από τις οικονομικές σχέσεις και τα ταξικά συμφέροντα. Ο Μπακούνιν υποστήριξε ότι ο μαρξισμός δίνει πολύ μεγάλη προσοχή στις μορφές της κρατικής εξουσίας, ενώ δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον τον τρόπο με τον οποίο η Κρατική εξουσία λειτουργεί: “Αυτοί (οι μαρξιστές), δεν γνωρίζουν ότι ο δεσποτισμός δεν έγκειται τόσο πολύ στη τη μορφή του Κράτους, αλλά στην ίδια την αρχή του Κράτους και της πολιτικής του εξουσίας” (Μπακούνιν 1984:221). Ο Κροπότκιν, επίσης, υποστηρίζει ότι πρέπει κανείς να κοιτάξει πέρα από την παρούσα μορφή του κράτους: “Και υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι, όπως εμείς, βλέπουν στο Κράτος, όχι μόνο στην ενεργή του μορφή και σε όλες τις μορφές της κυριαρχίας που ενδέχεται να αναλάβει, αλλά στην ίδια του την ουσία, ένα εμπόδιο για την κοινωνική επανάσταση. . .” (Κροπότκιν 1943:9). Η καταπίεση και ο δεσποτισμός υπάρχουν, με άλλα λόγια, στην ίδια τη δομή και το συμβολισμό του Κράτους – δεν είναι απλώς ένα παράγωγο της ταξικής εξουσίας. Η παραμέληση αυτής της αυτονομίας και η χρησιμοποίηση του κράτους ως εργαλείου της επαναστατικής τάξης, όπως προτείνουν οι μαρξιστές, είναι επομένως επικίνδυνη. Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι έτσι θα καταλήξουν μόνο στη διαιώνιση της κρατικής εξουσίας σε άπειρα πιο αυταρχικούς τρόπους. Έτσι, η ανάλυση του Στίρνερ του κράτους πέραν του κράτους, όπως θεσμίζεται ως a priori κυριαρχία πέρα από τα οικονομικά και ταξικά συμφέροντα, μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της αναρχικής κριτικής των φιλοσοφιών του κράτους όπως ο Μαρξισμός.

 Ο Ντελέζ επίσης τονίζει την εννοιολογική αυτονομία του Κράτους. Ενώ η έννοια του Kράτους στον Ντελέζ λειτουργεί σε πολλά διαφορετικά εννοιολογικά επίπεδα, παρ\’ όλα αυτά μοιράζεται με τον Στίρνερ και τους αναρχικούς την ιδέα ότι το Κράτος είναι μια αφηρημένη μορφή της εξουσίας, που δεν ταυτίζεται πλήρως με τις ιδιαίτερες συγκεκριμένες πραγματώσεις της. Ο Ντελέζ αναφέρεται σε ένα “Κράτος-μορφή” – ένα αφηρημένο μοντέλο εξουσίας:

 . . . ο μηχανισμός του κράτους είναι μια συγκεκριμένη συναρμογή που πραγματώνει τη μηχανή της υπερκωδικοποίησης μιας κοινωνίας. . . Αυτή η μηχανή με τη σειρά της, δεν είναι επομένως το ίδιο το κράτος, είναι η αφηρημένη μηχανή που οργανώνει τις κυρίαρχες εκφράσεις και την καθεστηκυία τάξη της κοινωνίας, τις κυρίαρχες γλώσσες και τη γνώση, τις κομφορμιστικές δράσεις και τα συναισθήματα, τους τομείς που επικρατούν έναντι των υπολοίπων. (Ντελέζ 1987:129)

 Για τον Ντελέζ το Κράτος είναι μία αφηρημένη μηχανή μάλλον και όχι ένας συγκεκριμένος θεσμός, η οποία ουσιαστικά “κυβερνά” μέσω πιο λεπτών θεσμών και πρακτικών κυριαρχίας. Το Κράτος υπερκωδικοποιεί και ρυθμίζει αυτές τις ελάχιστες κυριαρχίες, σφραγίζοντας τες με τη σφραγίδα του. Αυτό που είναι σημαντικό για αυτήν την αφηρημένη μηχανή δεν είναι η μορφή υπό την οποία εμφανίζεται, αλλά μάλλον η λειτουργία της, η οποία είναι η σύσταση ενός τομέα της εσωτερικότητας στην οποία η πολιτική κυριαρχία μπορεί να ασκηθεί. Το Κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία της σύλληψης (capture) (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:436-437).

Ομοίως με τον Στίρνερ, ο Ντελέζ έρχεται σε ρήξη με τη μαρξιστική ανάλυση του Kράτους. H λειτουργία και η προέλευση του Κράτους δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από την οικονομική ανάλυση. Το Kράτος είναι ένας μηχανισμός που κωδικοποιεί τις οικονομικές ροές και τις ροές παραγωγής, οργανώνοντας τη λειτουργία τους. Αυτός ο μηχανισμός δεν αναδύεται ως αποτέλεσμα ενός αγροτικού τρόπου παραγωγής, όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστερος, και προϋποτίθεται από, αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για τον Ντελέζ και μάλιστα για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο παραγωγής. Στρέφοντας αυτή την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση στο κεφάλι της, προτείνουν ότι ο τρόπος παραγωγής μπορεί στην πραγματικότητα να προέρχεται από το Κράτος. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Δεν είναι το κράτος που προϋποθέτει ένα τρόπο παραγωγής· ακριβώς το αντίθετο, είναι το Κράτος που κάνει την παραγωγή ένα “τρόπο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:429). Για τον Ντελέζ υπήρξε πάντα ένα Κράτος – τοUrstaat, ένα αιώνιο κράτος το οποίο σχηματίζεται ως πλήρη ύπαρξη, με ένα χτύπημα (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:437). Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους ανοίγει ένα ριζοσπαστικό φιλοσοφικό έδαφος όπου η εξουσία θεωρείται η ίδια ως είναι.

 Ενώ η σύλληψη του Στίρνερ και Ντελέζ του Kράτους ως αυτόνομου από τις οικονομικές ρυθμίσεις έρχεται σε ρήξη με το μαρξισμό, η απόρριψή των θεωριών του κοινωνικού συμβόλαιου για την προέλευση του Κράτους αποτελεί, επίσης, μια απόκλιση από τη φιλελεύθερη θεωρία. Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι η κυριαρχία του Κράτους βασίζεται σε φιλοσοφίες όπως η φιλελεύθερη θεωρία του κοινωνικού συμβόλαιου. Αυτή η μορφή θεώρησης του Κράτους νομιμοποιεί την κρατική εξουσία μέσα από τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι παραδίδουν οικειοθελώς μέρος της ελευθερίας τους, σε μια αφηρημένη δύναμη εκτός αυτών, με αντάλλαγμα την ασφάλεια, κατασκευάζοντας έτσι το Κράτος ως απαραίτητο και αναπόφευκτο. Ο Ντελέζ αποφεύγει επίσης την εγελιανή \”θεολογική\” θεώρηση του Κράτους που βασίζεται στη διαλεκτική της συμφιλίωσης. Κι ο Στίρνερ απορρίπτει επίσης τις φιλελεύθερες θεωρίες του Κράτους. Ισχυρίζεται ότι ο φιλελευθερισμός είναι μια φιλοσοφία που, στο όνομα της παροχής της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, στην πραγματικότητα υποτάσσει περαιτέρω το άτομο στο κράτος και τους νόμους του. Έτσι, αντί να απελευθερώνει το άτομο από το Κράτος, ο φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα απελευθερώνει το άτομο από άλλους δεσμούς όπως η θρησκεία, έτσι που αυτός ή αυτή μπορεί να κυριαρχείται πιο αποτελεσματικά από το Κράτος: “Πολιτική ελευθερία σημαίνει ότι η πόλη, το Κράτος, είναι ελεύθερο. Αυτό δεν αφορά την ελευθερία μου, αλλά την ελευθερία της εξουσίας που με κυβερνά και με υποδουλώνει” (Στίρνερ 1993:107). Ο Στίρνερ επιτίθεται στην υποκρισία του φιλελευθερισμού· είναι μια φιλοσοφία που παρέχει όλα τα είδη των τυπικών ελευθεριών αλλά αρνείται την ελευθερία να αμφισβητήσει αυτή την ίδια την τάξη, τους νόμους της, κ.λ.π. (Στίρνερ 1993:108). Αυτή η αποκήρυξη των φιλελεύθερων θεωριών του Κράτους και του κοινωνικού συμβολαίου έχει πολλές ομοιότητες με τον αναρχισμό, που επίσης απορρίπτει αυτές τις φιλοσοφίες αιτιολόγησης του κράτους. Ωστόσο, όπως θα υποστηρίξω, είναι ακριβώς σε αυτή την κριτική της φιλοσοφίας του κράτους που ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πάνε πέρα από τα εννοιολογικά όρια του παραδοσιακού αναρχισμού και αναπτύσσουν μια μετά-ανθρωπιστική, αντι-ουσιοκρατική πρόκληση του Κράτους.

  1. Η σκέψη του Κράτους

Για τον Στίρνερ, λόγοι όπως η ηθική και η ορθολογικότητα είναι έμμονες ιδέες ήφαντάσματα. Είναι φαντάσματα, ιδεολογικές αφαιρέσεις που παρόλα αυτά έχουν πραγματικά πολιτικά αποτελέσματα – παρέχουν στο κράτος την τυπική δικαιολογία για την κυριαρχία του. Ο Κοch υποστηρίζει ότι η επίθεση του Στίρνερ στις έμμονες ιδέες αντιπροσωπεύει μία αποφασιστική ρήξη με τη μεταφυσική της δυτικής σκέψης, εκθέτοντας τη δύναμη πίσω από αυτές τις κυρίαρχες ιδέες και τις “υπερβατικές μάσκες” (Κοch 1997:101). Αυτή η δύναμη έχει αντληθεί από το άτομο και κρατιέται από πάνω του. Η κυριαρχία της ηθικής, για παράδειγμα, συνδέεται στενά με την πολιτική εξουσία, διατηρώντας τη συνεχόμενη ύπαρξη του κράτους της αστυνομίας (Στίρνερ 1993:241). Για τον Στίρνερ η ηθική δεν είναι μόνο μία μυθοπλασία που προέρχενται από το χριστιανικό ιδεαλισμό, αλλά επίσης ένας λόγος που καταπιέζει το άτομο. Βασίζεται στη βεβήλωση της ατομικής βούλησης – του Εγώ. Η Ηθική είναι απλώς το περίσσευμα του Χριστιανισμού, μόνο με μια νέα ανθρωπιστική ενδυμασία: “Η ηθική πίστη είναι εξίσου φανατική με τη θρησκευτική πίστη!” (Στίρνερ 1993:46). Η ηθική έχει γίνει η νέα θρησκεία – μια κοσμική θρησκεία – απαιτώντας την ίδια τυφλή υπακοή. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι η νέα Εκκλησία – η νέα ηθική και ορθολογική αρχή που ασκείται πάνω στο άτομο (Στίρνερ 1993:23). Ομοίως η ορθολογικότητα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένας λόγος που διαιωνίζει την κρατική εξουσία. Οι ορθολογικές αλήθειες πάντα κατέχονται πάνω από τις ατομικές προοπτικές και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος υποταγής του ατομικού Εγώ σε μια αφηρημένη δύναμη πάνω από αυτόν ή αυτήν. Όπως με την ηθική, η ορθολογική αλήθεια έχει γίνει ιερή, απόλυτη, και αφαιρέθηκε από το άτομο (Στίρνερ 1993:353). Έτσι για το Στίρνερ, η ηθική και η ορθολογικότητα είναι λόγοι του Κράτους, και η λειτουργία τους, αντί να μας απελευθερώνει από την κυριαρχία, χρησιμεύει στο να προωθήσει παραπέρα την υποταγή του ατόμου στην εξουσία του Κράτους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Στίρνερ, προκειμένου κάποιος να διεξάγει πόλεμο με το κράτος πρέπει να διεξάγει, επίσης, και πόλεμο,, στις αρχές που παρέχουν στην πολιτική εξουσία μια ηθική και ορθολογική βάση.

 Ο Ντελέζ επίσης ξεσκεπάζει τις μορφές και τις δομές σκέψης που επιβεβαιώνουν την Κρατική εξουσία. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ θεωρεί ότι η σκέψη είναι συνένοχη στην κυριαρχία του Κράτους, παρέχοντας του ένα νόμιμο έδαφος και συναίνεση: “Μόνο η σκέψη είναι σε θέση να επινοήσει τη φαντασία του Κράτους που είναι καθολική λόγω δικαίου, η ανύψωση του Κράτους σε μία de jure οικουμενικότητα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:375). Η ορθολογικότητα είναι ένα παράδειγμα της σκέψης του Κράτους. Ο Ντελέζ πάει ένα βήμα παραπέρα από τον Στίρνερ: αντί να βλέπει ορισμένες μορφές σκέψης να δανείζουν απλά ορθολογική και ηθική εξουσία στο Κράτος, υποστηρίζει ότι ο ορθολογικός και ηθικός λόγος στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Το Κράτος δεν είναι μόνο μια σειρά από πολιτικούς θεσμούς, και πρακτικές, αλλά περιλαμβάνει επίσης μια πολλαπλότητα κανόνων, τεχνολογιών, λόγων, πρακτικών, μορφών σκέψης, και γλωσσικών δομών. Δεν είναι μόνο ότι αυτοί οι λόγοι που παράσχουν μια δικαιολογία για το Κράτος – είναι οι ίδιοι εκδηλώσεις της κρατικής μορφής στη σκέψη. Το Κράτος είναι εμμενές στη σκέψη, δίνοντας το έδαφος, το λόγο – παρέχοντας του ένα μοντέλο που καθορίζει “το στόχο, τα μονοπάτια, τους αγωγούς, τα κανάλια, τα όργανα. . ..” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:434). Το Κράτος έχει διεισδύσει και κωδικοποιήσει τη σκέψη, ιδίως την ορθολογική σκέψη. Εξαρτάται τόσο από τους ορθολογικούς λόγους για τη νομιμοποίηση και τη λειτουργία του, αλλά και με τη σειρά του καθιστά αυτούς τους λόγους δυνατούς. Η ορθολογική σκέψη είναι η φιλοσοφία του Κράτους: “Η κοινή λογική, η ενότητα όλων των σχολών στο κέντρο της Cogito, είναι η συναίνεση του κράτους εγειρόμενη ως απόλυτη” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:376). Είναι μόνο με την απελευθέρωση της σκέψης από αυτό τον ηθικό και λογικό αυταρχισμό που μπορούμε να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από το Κράτος (Ντελέζ 1987:23).

Για τον Ντελέζ το μοντέλο της σκέψης του Κράτους είναι ότι αποκαλεί δεντρώδης (aborescent) λογική (Ντελέζ 1987:25). Η δεντρώδης λογική είναι ένα εννοιολογικό μοντέλο ή μία “εικόνα” που προκαθορίζει τη σκέψη σε μια ορθολογιστική βάση. Βασίζεται στο σύστημα της ρίζας και του δέντρου: υπάρχει μία κεντρική μονάδα, αλήθεια ή ουσία – όπως η ορθολογικότητα – η οποία είναι η ρίζα, και η οποία καθορίζει την ανάπτυξη των “κλαδιών”. Ο Ντελέζ λέει:

 . . . τα δέντρα δεν είναι μια μεταφορά, αλλά μια εικόνα της σκέψης, μια λειτουργία, ένας ολόκληρος μηχανισμός που φυτεύεται στη σκέψη για να την κάνει να πορευτεί σε μια ευθεία γραμμή και να παράγει διάσημες σωστές ιδέες. Υπάρχουν όλα τα είδη των χαρακτηριστικών στο δέντρο: υπάρχει ένα σημείο προέλευσης, ο σπόρος ή το κέντρο· είναι μια δυαδική μηχανή ή αρχή της διχοτόμησης, η οποία συνεχώς διαιρείται και αναπαράγεται σε διακλαδώσεις, τα σημεία του δεντρώματος της·” (Ντελέζ 1987:25)

 Η σκέψη είναι παγιδευμένη σε δυαδικές ταυτότητες όπως μαύρο / άσπρο, αρσενικό / θηλυκό, ετερο / ομοφυλόφιλο. Η σκέψη πρέπει πάντοτε να ξεδιπλώνεται σύμφωνα με μια διαλεκτική λογική και είναι έτσι παγιδευμένα σε δυαδικές διαιρέσεις που αρνούνται τη διαφορά και την πολλαπλότητα (Ντελέζ 1987:128). Για τον Ντελέζ το μοντέλο αυτό της σκέψης είναι επίσης το μοντέλο της πολιτικής εξουσίας – ο αυταρχισμός του ενός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αυταρχισμό της άλλης: “Η εξουσία είναι πάντα ριζωματική/δενδρώδης” (Ντελέζ 1987:25).

 Έτσι, αντί αυτού του εξουσιαστικού μοντέλου της σκέψης, ο Ντελέζ προτείνει ένα ριζωματικό (rhizomatic) μοντέλο που αποφεύγει τις ουσίες, τις ενότητες και τη δυαδική λογική, και αναζητά τις πολλαπλότητες, τις πληθυντικότητες και το γίγνεσθαι (becomings). Το ρίζωμα είναι μια εναλλακτική, μη εξουσιαστική “εικόνα” της σκέψης, βασισμένη στη μεταφορά του χόρτου, το οποίο μεγαλώνει τυχαία και αδιόρατα, σε αντίθεση με την ομαλή ανάπτυξη του δεντρώδους συστήματος. Ο σκοπός του ριζώματος είναι να επιτρέψει στη σκέψη “να αποτινάξει το μοντέλο της, να κάνει το γρασίδι της να μεγαλώνει – ακόμα και σε τοπικό επίπεδο στο περιθώριο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24). Το ρίζωμα, υπό την έννοια αυτή, αψηφά την ίδια την ιδέα ενός μοντέλου: είναι μια ατελείωτη, τυχαία πολλαπλότητα των συνδέσεων, η οποία δεν κυριαρχείται από ένα ενιαίο κέντρο ή τόπο, αλλά είναι αποκεντρωμένη και πληθυντική. Περιλαμβάνει τέσσερα χαρακτηριστικά: σύνδεση, ετερογένεια, πολλαπλότητα και ρήξη (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:7). Απορρίπτει τις δυαδικές διαιρέσεις και ιεραρχίες, και δεν διακυβερνάται από μια εκτυλισσόμενη, διαλεκτική λογική. Έτσι ανακρίνει τις αφαιρέσεις που κυβερνούν τη σκέψη, που αποτελούν τη βάση των διαφόρων λόγων της γνώσης και ορθολογισμού. Με άλλα λόγια, η ριζωματική σκέψη είναι η σκέψη που αψηφά την εξουσία, αρνείται να περιορίζεται από αυτήν – η ριζωματική “δεν θα αφήσει σε κανέναν, σε οποιαδήποτε δύναμη, να “θέσει” ερωτήσεις ή να “ορίσει” προβλήματα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24).

 Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει εδώ πως η επίθεση του Στίρνερ στις αφαιρέσεις, τις ουσίες, και τις έμμονες ιδέες, είναι ένα παράδειγμα της ριζωματικής σκέψης. Όπως και ο Ντελέζ, κι ο Στίρνερ ψάχνουν για πολλαπλότητες και ατομικές διαφορές, αντί για αφαιρέσεις και ενότητες. Οι αφαιρέσεις, όπως η αλήθεια, η λογική, η ανθρώπινη ουσία, είναι εικόνες οι οποίες, για αυτούς τους στοχαστές, αρνούνται την πληθυντικότητα και παραμορφώνουν τη διαφορά σε ομοιότητα. Ο Koch σχολιάζει την περιφρόνηση τους Στίρνερ για υπερβατικές έμμονες ιδέες. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ εδώ εφευρίσκει μια νέα μορφή σκέψης που δίνει έμφαση στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα την ατομικότητα πάνω από την καθολικότητα και την υπερβατικότητα. Αυτή η αντι-ουσιοκρατική, αντι-καθολική σκέψη προβλέπει την προσέγγιση του Ντελέζ. Επιπλέον, αυτό το αντι-ουσιοκρατικό, αντι-θεμελιωτικό (foundationalist) ύφος της σκέψης έχει ριζοσπαστικές συνέπειες για την πολιτική φιλοσοφία. Ο πολιτικός στίβος δεν μπορεί πλέον να συντάσσεται σύμφωνα με τις παλιές γραμμές μάχης του Κράτους και του αυτόνομου, λογικού υποκείμενο που αντιστέκεται. Αυτό επειδή μια επανάσταση μπορεί να σχηματίζει πολλαπλές συνδέσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων με την ίδια δύναμη που θεωρητικά αντιτίθεται: “Αυτές οι γραμμές δένονται η μία στην άλλη. Αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν μπορεί κάποιος να θέσει ένα δυισμό ή μια διχοτόμηση, ακόμη και στην στοιχειώδη μορφή του καλού και του κακού” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9). Έτσι, σύμφωνα με την κριτική των ορθολογικών και ηθικών λόγων, τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ θα δούν τις πολιτικές θεωρίες που βασίζονται σε μια ορθολογική κριτική του Κράτους, να είναι μορφές σκέψης που στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν, παρά αντιστέκονται, στην Κρατική εξουσία. Τέτοιες θεωρίες, επειδή δεν αμφισβητούν την ουσιοκρατική διάκριση μεταξύ ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας, και επειδή βλέπουν το κράτος ως θεμελιωδώς ανορθολογικό, παραμελούν το γεγονός ότι το Κράτος έχει ήδη καταλάβει τον ίδιο τον ορθολογικό λόγο. Με άλλα λόγια, το να αμφισβητήσουμε την ορθολογική βάση του Κράτους, να πούμε ότι η Κράτική εξουσία είναι “παράλογη” ή “ανήθικη”, δεν αποτελεί απαραίτητα μια υπονόμευση του Κράτους, αλλά αντ \’αυτού μπορεί να είναι μια επιβεβαίωση της δύναμής του. Αφήνει την κρατική εξουσία άθικτη υποβάλλοντας την επαναστατική δράση στις ορθολογικές και ηθικές διαταγές που τη διοχετεύουν σε κρατικές φόρμες. Εάν το Κράτος οφείλει να ξεπεραστεί πρέπει κανείς να εφεύρει νέες μορφές πολιτικής που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να συλληφθούν από τη λογική: “η πολιτική είναι ενεργός πειραματισμός εφόσον δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τον τρόπο που μία γραμμή πρόκειται να στρίψει”(Deleuze 1987:137). Θα ασχοληθώ με το ζήτημα της αντίστασης αργότερα.

 Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ μια φιλοσοφία όπως ο αναρχισμός, η οποία θέτει μια κριτική της εξουσίας [ως αρχής] του Κράτους, που βασίζεται σε ηθικές και ορθολογικές αρχές, θα επιβεβαιώσει την Κρατική εξουσία [ως δύναμη]. Ο παραδοσιακός αναρχισμός βλέπει το Κράτος ως βαθύτατα ανήθικο και ανορθολογικό, και κατασκευάζει μια μανιχαϊστική διχοτόμηση ανάμεσα στο Κράτος και το ουσιοκρατικά ηθικό, ορθολογικό υποκείμενο που αντιστέκεται σε αυτή την εξουσία (Μπακούνιν 1984:212). Όπως έχω υποστηρίξει, όμως, η αντι-κρατική σκέψη των Ντελέζ και Στίρνερ πηγαίνει πέρα από τις κατηγορίες του παραδοσιακού αναρχισμού ακριβώς στο σημείο αυτό. Για τους δύο αυτούς στοχαστές οι ίδιες οι ιδέες της ουσίας, του κέντρου, και των ορθολογικών και ηθικών βάσεων – οι αρχές στις οποίες βασίζεται η αναρχική κριτική της εξουσίας – είναι οι ίδιες εξουσιαστικές δομές που προσφέρονται καθεαυτές για πολιτική κυριαρχία. Με άλλα λόγια, ο Στίρνερ και ο Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, έχουν προχωρήσει πέρα από τα όρια της αναρχικής κριτικής της εξουσίας, που γυρίζει πίσω στον εαυτό της. Έχουν φέρει την κριτική της κρατικής εξουσίας σε μια αρένα στην οποία οι αναρχικοί δεν μπορούσαν να πάνε – αυτή της καθεαυτού ορθολογικής σκέψης, ερχόμενοι σε ρήξη με τις κατηγορίες του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού που δεσμεύουν τον αναρχισμό. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς, ο Ντελέζ και ο Στίρνερ δεν μας επιτρέπουν το προνόμιο αυτής της αυστηρής αντίθεσης μεταξύ της ανορθολογικής, ανήθικης, διαφθαρμένης εξουσίας του Κράτους, και της ορθολογικής, ηθικής ουσίας του ανθρώπινου υποκειμένου. Δεν επιτρέπουν, με άλλα λόγια, το αμόλυντο σημείο αναχώρησης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που βρίσκεται στο κέντρο της αναρχικής κριτικής της εξουσίας.

  1. Το υποκείμενο της Επιθυμίας

Η κριτική του Στίρνερ και Ντελέζ του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που ενημερώνει τον αναρχισμό μπορεί να ειδωθεί πιο καθαρά στην αποδόμηση της έννοιας του ουσιοκρατικού υποκειμένου. Το έργο του Στίρνερ είναι η απόρριψη της ιδέας μίας ουσιοκρατικής ανθρώπινης υποκειμενικότητας, μιας ανθρώπινης ουσίας που δεν επηρεάζεται από την εξουσία. Όπως υποστήριξε ο Koch, η ρήξη του Στίρνερ με τον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού αποτελούσε ένα νέο θεωρητικό έδαφος πέρα από τον κλασσικό αναρχισμό – ένα πεδίο που προέβλεψε τον μεταδομισμό. Η σκέψη του Στίρνερ αναπτύχθηκε ως κριτική του ανθρωπισμού του Φόυερμπαχ. Ο Λουντβιχ Φόιερμπαχ πίστευε ότι η θρησκεία αποξενώνει, διότι απαίτησε ο Άνθρωπος να παραιτηθεί από τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του μέσω της προβολής τους σε έναν αφηρημένο σχήμα του Θεού, επομένως εκτοπίζοντας τον ουσιαστικό εαυτό του, αφήνοντας τον να αποξενωθεί και να υποτιμηθεί (Φόιερμπαχ 1957:27-28). Ο Φόιερμπαχ βλέπει τη βούληση, την καλοσύνη και την ορθολογική σκέψη, ως τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που έχουν αφαιρεθεί από τον Άνθρωπο· τα κατηγορήματα του Θεού ήταν στην πραγματικότητα μόνο τα κατηγορήματα του Ανθρώπου ως είδος. Έτσι, ισχυριζόμενος ότι οι ιδιότητες που έχουμε αποδώσει στον Θεό ή στο Απόλυτο είναι πραγματικά οι ιδιότητες του Ανθρώπου, ο Φόιερμπαχ έχει κάνει τον Άνθρωπο μια πανίσχυρη οντότητα καθεαυτή. Ο Φόυερμπαχ ενσαρκώνει το ανθρωπιστικό έργο του Διαφωτισμού για την αποκατάσταση του Ανθρώπου στη δικαιωματική του θέση στο κέντρο του σύμπαντος – για να κάνει το “ανθρώπινο, θείο, το πεπερασμένο άπειρο.”

 Ωστόσο, αυτή ακριβώς την προσπάθεια να αντικαταστήσει τον Θεό με τον Άνθρωπο καταδικάζει ο Στίρνερ. Σύμφωνα με τον Στίρνερ, ο Φόιερμπαχ, ενώ ισχυρίζεται ότι έχει ανατρέψει τη θρησκεία, απλώς αντιστρέφει τη σειρά του υποκειμένου και του κατηγορήματος, χωρίς να υπονομεύεται η ίδια η κατηγορία της θρησκευτικής αρχής (Στίρνερ 1993:58). Η αλλοτριωτική κατηγορία του Θεού διατηρείται και στερεοποιείται εδραιώνοντας την στον Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος γίνεται, με άλλα λόγια, το υποκατάστατο της Χριστιανικής ψευδαίσθησης. Ο Φόυερμπαχ, υποστηρίζει ο Στίρνερ, είναι ο αρχιερέας μιας νέας θρησκείας – του ανθρωπισμού: “Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ θρησκεία είναι μόνο η τελευταία μεταμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας” (Στίρνερ 1993:176). Με την παραγωγή ορισμένων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που είναι ουσιαστικά στον άνθρωπο, ο Φόιερμπαχ έχει αποξενώσει αυτούς στους οποίους δεν βρίσκονται αυτές οι ιδιότητες. Το άτομο βρίσκει τον εαυτό του να υποτάσσεται σε μία νέα σειρά απόλυτων – τον Άνθρωπο και την Ανθρώπινη ουσία. Για τον Στίρνερ, ο Άνθρωπος είναι εξίσου καταπιεσμένος όπως κι ο Θεός: “ο Φόιερμπαχ πιστεύει, ότι αν εξανθρωπίσει το θείο, θα έχει βρει την αλήθεια. Όχι, αν ο Θεός μας έχει δώσει τον πόνο, ο “Άνθρωπος” είναι σε θέση να μας τσιμπήσει ακόμα πιο βασανιστικά” (Στίρνερ 1993:174). Ακριβώς όπως ο Θεός ήταν μια δύναμη που καταπίεζε το ατομικό εγώ, τώρα είναι η ανθρώπινη ουσία, και “ο φόβος του Ανθρώπου είναι απλώς μια τροποποιημένη μορφή του φόβου του Θεού” (Στίρνερ 1993:185). Για τον Στίρνερ η ανθρώπινη ουσία είναι η νέα νόρμα που καταδικάζει τη διαφορά. Ο ανθρωπισμός, είναι ένας λόγος της κυριαρχίας – έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τα λόγια του Στίρνερ, “μια νέα φεουδαρχία, υπό την επικυριαρχία του “Άνθρωπου” (Στίρνερ 1993:341). Ο Άνθρωπος και η ανθρωπότητα κατασκευάστηκαν στον ανθρωπιστικό λόγο ως βασικές νόρμες με τις οποίες τα άτομα πρέπει να συμμορφώνονται, και σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά περιθωριοποιείται:

Όρισα τι είναι ο “Άνθρωπος\” και αυτό που ενεργεί “πραγματικά με ανθρώπινο” τρόπο, και εγώ απαιτώ από τον καθένα ότι αυτός ο νόμος θα γίνει κανόνας και ιδανικό για να τον ίδιο·διαφορετικά θα εκτεθεί ο ίδιος ως “αμαρτωλός και εγκληματίας”. (Στίρνερ 1993:204)

 O Στίρνερ χάραξε μια νέα λειτουργία της εξουσίας που ξέφυγε από τις κλασικές φιλοσοφίες του Διαφωτισμού όπως ο αναρχισμός. Περιγράφει μια διαδικασία υποκειμενοποίησης, στην οποία η εξουσία λειτουργεί, όχι με την καταστολή του Ανθρώπου, αλλά με την κατασκευή του ως πολιτικού υποκειμένου και τη διακυβέρνηση μέσω αυτής. Ο Άνθρωπος συνίσταται ως τόπος της εξουσίας, μία πολιτική ενότητα μέσω της οποίας το κράτος κυριαρχεί στο άτομο (Στίρνερ 1993:180). Το Κράτος απαιτεί ότι το άτομο συμορφώνεται με μια συγκεκριμένη ουσιοκρατική ταυτότητα ώστε μπορεί να γίνει μέρος της κοινωνίας του Κράτους, ως εκ τούτου, κυριαρχούμενης: “Έτσι το Κράτος προδίδει την έχθρα του για μένα, απαιτώντας να είμαι Άνθρωπος. . . επιβάλλει το να είμαι Άνθρωπος πάνω μου σαν καθήκον”(Στίρνερ 1993:179). Ο Στίρνερ έχει έρθει σε ρήξη με την παραδοσιακή ανθρωπιστική οντολογία που έβλεπε το ατομικό εγώ και την ανθρώπινη ουσία ως ξεχωριστές και σε αντίθεση οντότητες. Η ανθρωπότητα δεν είναι μια υπερβατική ουσία που δημιουργείται από φυσικούς νόμους που η εξουσία έρχεται να καταπιέσει, όπως πίστευαν οι αναρχικοί. Μάλλον πρόκειται για ένα κατασκεύασμα της εξουσίας ή, τουλάχιστον, μία κατασκευή λόγου που μπορεί να γίνει για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εξουσίας.

 Είναι αυτή η υπονόμευση της οντολογίας του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που επιτρέπει στους μετα-δομιστές όπως ο Ντελέζ να δούν την πολιτική με έναν εντελώς νέο τρόπο. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ βλέπει το ανθρώπινο υποκείμενο να είναι ένα αποτέλεσμα της εξουσίας και όχι μία ουσιαστική και αυτόνομη ταυτότητα. Η υποκειμενικότητα είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που η επιθυμία της γίνεται η επιθυμία για το κράτος. Σύμφωνα με τον Ντελέζ, το Κράτος, όπου κάποτε λειτουργούσε μέσω ενός ογκώδους κατασταλτικού μηχανισμού, τώρα δεν το χρειάζεται πλέον – λειτουργεί μέσω της αυτο-κυριαρχίας του υποκειμένου. Το υποκείμενο γίνεται ο δικός του νομοθέτης:

 . . . όσο περισσότερο υπακούς στις δηλώσεις της κυρίαρχης πραγματικότητας, τόσο περισσότερο θα διατάσσεις ως ομιλών υποκείμενο μέσα στη διανοητική πραγματικότητα, γιατί τελικά “μόνο υπακούς τον εαυτό σου. . . Μια νέα μορφή δουλείας έχει εφευρεθεί, να είναι κάποιος δούλος για τον εαυτό του. . . (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:162)

 Για τον Ντελέζ η επιθυμία διοχετεύεται προς το κράτος μέσω της πρόθυμης υποταγής μας στην Οιδιπόδεια εκπροσώπηση. Ο Οιδίποδας είναι η άμυνα του Κράτους ενάντια στην ανεμπόδιστη επιθυμία (Ντελέζ 1987:88). Στην πραγματικότητα, ο Ντελέζ θεωρεί την ψυχανάλυση ως τη νέα εκκλησία, το νέο βωμό πάνω στον οποίο εμείς οι ίδιοι θυσιάζουμε τον εαυτό μας, όχι πλέον στον Θεό, αλλά στον Οιδίποδα. Οι ψυχαναλυτές είναι “οι τελευταίοι ιερείς” (Ντελέζ 1987:81). Έτσι, ενώ για το Στίρνερ η θρησκεία του κράτους είναι ο ανθρωπισμός και ο ανθρωπιστής Άνθρωπος, για τον Ντελέζ η θρησκεία του κράτους είναι ο Οιδίποδας. Η Οιδιπόδεια εκπροσώπηση δεν καταστέλλει την επιθυμία ως τέτοια, αλλά μάλλον την κατασκευάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύει ότι πρέπει να καταστέλλεται, να βασίζεται στην αρνητικότητα, την ενοχή και την απουσία (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Έτσι η οιδιπόδεια καταστολή είναι απλώς η μάσκα για την πραγματική κυριαρχία της επιθυμίας. Η Επιθυμία “καταπιέζεται” με αυτόν τον τρόπο, επειδή αδέσμευτη αποτελεί απειλή για το Κράτος – είναι ουσιαστικά επαναστατική: “. . . δεν υπάρχει, μια επιθυμητική μηχανή ικανή να συναρμολογηθεί χωρίς να κατεδαφίσει ολόκληρους κοινωνικούς τομείς” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι ο Οιδίποδας εξατομικεύει αυτή την επιθυμία αποκόπτοντας την από από τις πιθανές συνδέσεις και φυλακίζοντας την, μέσα στο ατομικό υποκείμενο. Με τον ίδιο τρόπο ο Στίρνερ θεωρεί ότι το ουσιοκρατικό ανθρώπινο υποκείμενο φυλακίζει το εγώ, προσπαθώντας να συλλάβει τις πολλαπλότητες και τα τις ροές σε μία απλή έννοια.

 Το ζήτημα της επιθυμίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκέψη τόσο του Ντελέζ όσο και του Στίρνερ, και θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη ριζοσπαστική προσέγγιση τους στην πολιτική χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτή η έννοια. Για τους στοχαστές αυτούς εμείς οι ίδιοι μπορούμε να επιθυμούμε τη δική μας κυριαρχία, όπως ακριβώς μπορούμε να επιθυμούμε την ελευθερία μας . Ο Ντελέζ λέει:

Στην ερώτηση “Πώς η επιθυμία μπορεί να επιθυμεί την δική της καταπίεση, πώς μπορεί να επιθυμεί τη δουλεία της;” απαντάμε ότι οι εξουσίες που συντρίβουν την επιθυμία, ή που την υποτάσσουν, οι ίδιες αποτελούν ήδη μέρος των συναρμογών της επιθυμίας:. . . (Ντελέζ
1987:133)

 Παρόμοια για τον Στίρνερ, η επιθυμία δεν καταπιέζεται ή απορρίπτεται – μάλλον διοχετεύεται προς το Κράτος: “Το ίδιο το κράτος προσπαθεί να δαμάσει τον Άνθρωπο που επιθυμεί· με άλλα λόγια, αποσκοπεί στο να κατευθύνει την επιθυμία του αυτή στο κράτος μόνο, και να περιέχει αυτή την επιθυμία με ότι αυτό προσφέρει” (Στίρνερ 1993:312). Έτσι, η επιθυμία για τον Στίρνερ συνίσταται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται επιθυμία για το Κράτος. Με αυτόν τον τρόπο η κυριαρχία του Κράτους γίνεται δυνατή μέσω της συνενοχής μας – με τηνεπιθυμία μας για την εξουσία (Στίρνερ 1993:312). Όπως και ο Ντελέζ, ο Στίρνερ δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την ίδια την εξουσία, αλλά για τους λόγους που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να κυριαρχούνται από την εξουσία. Θέλει να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμμετέχουμε στη δική μας καταπίεση, και να δείξει ότι η εξουσία δεν αφορά μόνο οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα – είναι, επίσης, ριζωμένη, σε ψυχολογικές ανάγκες. Έχει ενσωματώσει την ίδια, τη μορφή των αφηρημένων ιδεών, όπως το Κράτος, την ανθρώπινη ουσία και την ηθική, βαθιά μέσα στη συνείδηση μας. Η κυριαρχία του Κράτους, ο Στίρνερ υποστηρίζει, εξαρτάται από την προθυμία μας να το αφήσουμε να μας κυριαρχήσει:

 Το Κράτος δεν είναι νοητό χωρίς την αρχοντιά και την υποτέλεια (υποταγή)· Για το Κράτος θα πρέπει να θέλει να είναι άρχοντας όλων όσων αγκαλιάζει, και αυτή η θέληση καλείται η “θέληση του Κράτους”. “Αυτός που, για να κρατήσει το δικό του, πρέπει να υπολογίζει στην απουσία βούλησης σε άλλους είναι ένα πράγμα που πραγματοποιείται από αυτούς τους άλλους, όπως ο κύριος είναι ένα πράγμα που φτιάχνεται από τους υπηρέτες του. Εάν η υποτακτικότητα σταματούσε, θα τελείωναν όλα με την εξοχότητα. (Στίρνερ 1993:195-6)

 Ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι το ίδιο το Κράτος είναι ουσιαστικά μια αφαίρεση: υπάρχει μόνο επειδή επιτρέπουμε να υπάρχει και γιατί εγκαταλείπουμε σε αυτό την εξουσία μας, με τον ίδιο τρόπο που εμείς δημιουργούμε το Θεό εγκαταλείποντας την εξουσία μας στη διάθεση του, και την τοποθετούμε έξω από τον εαυτό μας. Αυτό που είναι πιο σημαντικό από τον φορέα του Κράτους είναι η «Κυβερνώσα αρχή\” – είναι η ιδέα του Κράτους που μας καταπιέζει (Στίρνερ 1993:226). Η εξουσία του Κράτους βασίζεται πραγματικά πάνω στη δύναμη μας. Θα είναι το Κράτος κυρίαρχο αν κάποιος αρνηθεί να υπακούσει, αν αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία του σε αυτό; Δεν είναι αναμφισβήτητο ότι κάθε είδους κυβέρνησης εξαρτάται από την προθυμία μας να την αφήσουμε να μας κυβερνήσει; Η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στον καταναγκασμό. Χρειάζεται τη βοήθειά μας, τη βούλησή μας να υπακούσουμε. Είναι μόνο και μόνο για το λόγο ότι το άτομο δεν έχει αναγνωρίσει αυτή τη δύναμη, επειδή ταπεινώνεται το ίδιο μπροστά στο ιερό,μπροστά στην εξουσία, που το κράτος εξακολουθεί να υπάρχει (Στίρνερ 1993:284).

 Έτσι, τόσο για το Στίρνερ όσο και τον Ντελέζ το κράτος θα πρέπει να ξεπεραστεί ως ιδέα πριν μπορέσουμε να το υπερβούμε στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι ένα νέο Κράτος δεν θα ξεφυτρώσει στη θέση του παλιού. Αυτό ήταν και το βασικό μέλημα του αναρχισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, ο κλασικός αναρχισμός αποτυχαίνει να θεωρήσει επαρκώς το πρόβλημα της εξουσίας, της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας. Δεδομένου όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, ότι όχι μόνο η Κρατική εξουσία συνδέεται με τους ηθικούς και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά επίσης, συνδέεται κατά κύριο λόγο με την ιδέα του αυτόνομου ανθρωπιστικού υποκειμένου – τον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής σκέψης. Αυτό που οι κλασικοί αναρχικοί δεν προβλέψαν ήταν η λεπτή συνενοχή μεταξύ του επιθυμητικού υποκείμενου και της εξουσία που τον/την καταπιέζει. Αυτό είναι το φάντασμα που στοιχειώνει την επαναστατική θεωρία. Έτσι, ο Στίρνερ κι ο Ντελέζ υπερβαίνουν την προβληματική του κλασικού αναρχισμού από την αποκάλυψη των δεσμών μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας και της εξουσίας, και από την αναγνώριση των αυταρχικών δυνατοτήτων της επιθυμίας. Είναι σαφές λοιπόν ότι η αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, πρέπει να εργαστεί σε διαφορετικές γραμμές από εκείνες που προβλέπονται από τους κλασικούς αναρχικούς.

  1. Αντίσταση

Έτσι, τόσο για τον Στίρνερ όσο και για τον Ντελέζ, η κυριαρχία του Κράτους λειτουργεί, όχι μόνο μέσω των κοινωνικών θεωριών του συμβολαίου, την ηθική και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά πιο ουσιαστικά μέσω της ίδιας της ανθρωπιστικής επιθυμίας. Το ερώτημα πρέπει να είνα είναι πώς, αν είμαστε τόσο περίπλοκα συνδεδεμένοι με το Κράτος, θα αντισταθούμε στην κυριαρχία του; Για τον Στίρνερ και τον Ντελέζ, η αντίσταση στο κράτος πρέπει να λαμβάνει χώρα στο επίπεδο των σκέψεων, των ιδεών μας και πιο ριζικά των επιθυμιών μας. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε πέρα από το παράδειγμα του Κράτους. Η επαναστατική δράση στο παρελθόν απέτυχε επειδή παρέμεινε παγιδευμένη μέσα σε αυτό το παράδειγμα. Ακόμα και επαναστατικές φιλοσοφίες όπως ο αναρχισμός, που έχουν ως στόχος τους, την καταστροφή της κρατικής εξουσίας, έχουν παραμείνει παγιδευμένη μέσα σε ουσιοκρατικές έννοιες και δομές και μανιχαϊστικές δομές που, όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, συχνά καταλήγουν να επιβεβαιώνουν την εξουσία [ως αρχή]. Ίσως η ίδια η ιδέα της επανάστασης πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ίσως η πολιτική πρέπει να είναι μία διαφυγή από τις ουσιοκρατικές δομές και τις ταυτότητες. Ο Στίρνερ υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι η αντίσταση κατά του Κράτους θα πρέπει να πάρει τη μορφή, όχι της επανάστασης, αλλά της “εξέγερσης”:

 Η επανάσταση και η εξέγερση δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως συνώνυμες. Η πρώτη συνίσταται σε μία ανατροπή των συνθηκών, της καθεστηκυίας κατάστασης ή του στάτους,του Κράτος ή της κοινωνίας, και είναι κατά συνέπεια μια πολιτική ή κοινωνική πράξη· η εξέγερση έχει πράγματι για απόφευκτη συνέπεια της το μετασχηματισμό των συνθηκών, ακόμα κι αν δεν ξεκινά από αυτό, αλλά από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τον εαυτό τους, δεν είναι μια ένοπλη έγερση, αλλά μία έγερση ατόμων, ένας ξεσηκωμός χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διευθετήσεις που πηγάζουν από αυτήν. Η Επανάσταση στοχεύει σε νέες διευθετήσεις· η εξέγερση μας οδηγεί πλέον στο να μην επιτρέψουμε άλλο στους εαυτούς μας να διευθετούνται, αλλά να διευθετήσουμε τους εαυτούς μας, και δεν θέτει καμιά λαμπερή ελπίδα στους “θεσμούς”. Δεν είναι ένας αγώνας ενάντια στο καθεστηκυίο, δεδομένου ότι, αν ευημερεί (η εξέγερση), το καθεστηκυίο καταρρέει από μόνο του· είναι μόνο ένα έργο εμπρός μου έξω από το καθεστώς. (Στίρνερ 1993:316)

 Η εξέγερση, μπορεί να υποστηριχθεί, αρχίζει με την άρνηση του ατόμου της επιβαλόμενης ταυτότητας, το “εγώ”, μέσω του οποίου λειτουργεί η εξουσία: ξεκινά “από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τους εαυτούς τους” Επιπλέον ο Στίρνερ λέει ότι η εξέγερση δεν έχει ως στόχο την ανατροπή των πολιτικών θεσμών. Απευθύνεται στην ατομική ανατροπή της δικής μου ταυτότητας – το αποτέλεσμα της οποίας είναι, ωστόσο, μια αλλαγή στις πολιτικές διευθετήσεις. Η εξέγερση κατά συνέπεια, δεν είναι για να γίνει κάποιος, ό,τι “είναι”, σύμφωνα με τον ανθρωπισμό – να γίνεις ανθρώπινος, να γίνει Άνθρωπος – αλλά για να γίνει αυτό που δεν είναι. Η έννοια του Στίρνερ της εξέγερσης περιλαμβάνει μία διαδικασία γίγνεσθαι – πρόκειται για τη διαρκή ανακάλυψη του εαυτού. Ο εαυτός δεν είναι μία ουσία, ένα ορισμένο σύνολο χαρακτηριστικών, αλλά μάλλον ένα κενό, ένα “δημιουργικό τίποτα \”, και είναι πάνω στο άτομο να δημιουργήσει κάτι από αυτό και να μην περιορίζεται από τις ουσίες (Στίρνερ 1993:150).

 Ο Ντελέζ, όπως έχουμε δει επίσης απορρίπτει την ενότητα και την ουσιοκρατία του υποκειμένου, θεωρώντας ότι αυτό είναι μια δομή που περιορίζει την επιθυμία. Επίσης βλέπει το γίγνεσθαι – να γίνει άλλος από Άνθρωπος, άλλος από το ανθρώπινο – ως μια μορφή αντίστασης. Προτείνει μία έννοια της υποκειμενικότητας που εστιάζει στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα και τη διαφορά πέρα από την ενότητα, και τη ροή πέρα από τη σταθερότητα και την ουσιοκρατία της ταυτότητας. Η ενότητα του υποκειμένου αναλύεται σε μια σειρά ροών, συνδέσεων, και των συναρμογών ετερογενών μερών (Bogue 1989:94). Κανείς δεν μπορεί να σκέφτεται ακόμη και το σώμα ενοποιημένο: αποτελούμαστε από διάφορα μέρη που μπορούν να λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα. Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι το υποκείμενο ή τα διάφορα συστατικά του καθεαυτά, αλλά μάλλον ό,τι συμβαίνει μεταξύ των στοιχείων: των συνδέσεων, των ροών, κλπ (Bogue 1989:91).

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, η αντίσταση κατά του Κράτους πρέπει να περιλαμβάνει μια απόρριψη των ενιαίων και ουσιοκρατικών ταυτοτήτων – τις ταυτότητες που δεσμεύουν την επιθυμία, τη γλώσσα και τη σκέψη στο κράτος. Η ρήξη τους από την ενότητα στην πολλαπλότητα, τη διαφορά και το γίγνεσθαι μπορεί να θεωρηθεί ως μια άσκηση στην αντιεξουσιαστική, αντι-κρατική σκέψη. Μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια να κινηθούμε πέρα από τις υπάρχουσες πολιτικές κατηγορίες και να εφεύρουμε νέες – να επεκτείνουμε το πεδίο της πολιτικής πέρα από τα παροντικά όριά του μέσω της αποκάλυψης των συνδέσεων, που μπορεί να σχηματιστούν ανάμεσα στην αντίσταση και την εξουσία στις οποία αντιστάθηκαν. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Μπορείτε να κάνετε μια ρήξη, να σχεδιάσετε μια γραμμή φυγής, αλλά ακόμα εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα επαναστρωματώστε (restratify) τα πάντα, σχηματισμούς που θα επαναφέρουν την εξουσία σε ένα σημαίνον. . .” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9).

 Ίσως ένας τρόπος να σκεφτούμε πέρα από αυτή τη δυαδική, ουσιοκρατική λογική είναι μέσω της έννοιας του πολέμου. Οι Στίρνερ και Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, θεωρητικοποιούν μη-ουσιοκρατικές μορφές αντίστασης εναντίον του Κράτους όσον αφορά τον πόλεμο. Ο Στίρνερ καλεί για ένα πόλεμο σε κάθε αρχή και θεσμό του Κράτους. Επιπλέον, βλέπει την κοινωνία όσον αφορά έναν πόλεμο των εγώ, ένα είδος πολέμου του Hobbes “όλοι εναντίον όλων” στον οποίο δεν υπάρχει καμία έκκληση προς κάθε έννοια συλλογικότητας ή ενότητας (Clark 1976:93). Για αυτό έχει συχνά κατηγορηθεί ότι υποστηρίζει ένα εγωιστικό και ακραίο ατομικισμό στον οποίο “θα μπορούσε να είναι σωστό” και το άτομο έχει το δικαίωμα σε όλα όσα έχει τη δύναμη να πετύχει. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ δεν μιλάει εδώ για ένα πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον μια μάχη στο επίπεδο των αναπαραστάσεων που δημιουργούν ριζοσπαστικά θεωρητικά ανοίγματα και στις οποίες όλες οι ουσιοκρατικές ενότητες και συλλογικότητες ριγνύονται. Ο πόλεμος για τον Στίρνερ δεν είναι ένα Κράτος της φύσης ή ένα ουσιοκρατικό χαρακτηριστικό. Μάλλον είναι ένας τρόπος σκέψης που υπονομεύει την ουσία.

 Είναι στο ίδιο πνεύμα που ο Ντελέζ μιλά για τη “μηχανή πολέμου” ως σχήμα της αντίστασης ενάντια στο Κράτος. Η μηχανή πολέμου αποτελεί κάτι έξω από το Κράτος. Ενώ το Κράτος χαρακτηρίζεται από εσωτερικότητα, η μηχανή πολέμου χαρακτηρίζεται από μία απόλυτηεξωτερικότητα. Ενώ το Κράτος είναι, όπως είδαμε, ένα κωδικοποιημένο εννοιολογικό επίπεδο που περιορίζεται εντός των δυαδικών δομών σκέψης, η μηχανή πολέμου είναι καθαρά νομαδική κίνηση, μη-γραμμωτή και ακωδικοποίητη. Είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από πλυθηντικότητες, πολλαπλότητες, και διαφορά, η οποία ξεφεύγει από την κωδικοποίηση του Κράτους αποφεύγοντας τις δυαδικές δομές (Deleuze 1987:141). Η μηχανή πολέμου είναι το Έξω του Κράτους – ό,τι διαφεύγει τη σύλληψη από το κράτος: “όπως ακριβώς Χομπς είδε ξεκάθαρα ότι το Κράτος ήταν κατά του πολέμου, οπότε ο πόλεμος είναι ενάντια στο Κράτος και το καθιστά αδύνατο”(Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:359). Είναι η εννοιολογική απουσία της ουσίας και της κεντρικής εξουσίας [ως αρχής]. Πάλι θα έλεγα ότι στον Ντελέζ, όπως και στην περίπτωση του Στίρνερ, δεν μιλάμε για πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον για ένα θεωρητικό έδαφος που χαρακτηρίζεται από ενοιολογική ανοιχτότητα στην πληθυντικότητα και την διαφορά, η οποία αποφεύγει τις σταθερές ταυτότητες, τις ουσίες και τις εννοιολογικές ενότητες που αποτελούν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Η ιδέα του πολέμου ως μια ριζική εξάρθρωση και ένα συστατικό κενό μπορεί να αναπτυχθεί με τον τρόπο αυτό, ως εργαλείο της αντίστασης ενάντια στην Κρατική εξουσία [ως δύναμη] και την αρχή του.

 Όπως είδαμε, η αντίσταση είναι μια επικίνδυνη επιχείρηση: μπορεί πάντα να αποικίζεται από τη εξουσία στην οποία αντιτίθεται. Δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως η ανατροπή της Κρατικής εξουσίας από ένα ουσιοκρατικό επαναστατικό υποκείμενο. Η αντίσταση μπορεί τώρα να ειδωθεί από την άποψη του πολέμου: ως ένα πεδίο πολλαπλών αγώνων, στρατηγικών, τοπικών τακτικών, προσωρινών αποτυχιών και προδοσιών – ένας συνεχής ανταγωνισμός χωρίς την υπόσχεση της τελικής νίκης. Όπως λέει ο Ντελέζ: “. . . ο κόσμος και τα Κράτη του δεν είναι πλέον οι Κύριοι των επιπέδων τους από όσο οι επαναστάτες καταδικάστηκαν σε παραμόρφωση των δικών τους. Όλα παίζονται σε αβέβαια παιχνίδια. . . »(Ντελέζ 1987:147).

 Πώς αυτή η έννοια της αντίστασης ως πόλεμος, ως ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται μεταξύ συλλογικοτήτων ατόμων, και εξουσίας [ως αρχής] διαφέρει από την αναρχική ιδέα της επανάστασης; Για τους κλασικούς αναρχικούς η επανάσταση ήταν μια μεγάλη, διαλεκτική ανατροπή της κοινωνίας, στην οποία οι δομές της εξουσίας και της αρχής θα πρέπει να ανατραπεί ώστε και το τελευταίο εμπόδιο για την πλήρη υλοποίηση της υποκειμενικής ανθρωπότητας να αφαιρεθεί. Για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, από την άλλη πλευρά, η αντίσταση δεν έχει ένα συμπέρασμα ή τέλος, υπό αυτή την έννοια. Η αντίσταση θεωρείται ως μια συνεχής αντιπαράθεση ένας διαρκής πόλεμος φθοράς κατά την οποία οι γραμμές της αντιπαράθεσης ποτέ δεν σημειώνονται εκ των προτέρων, αλλά είναι μάλλον συνεχώς επαναδιαπραγματεύσιμες και προς διεκδίκηση (fought over). H αντίσταση ενάντια στο Κράτος είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι, ακριβώς επειδή η Κρατική εξουσία δεν μπορεί πλέον να περιορισθεί σε ένα μόνο θεσμό, αλλά μάλλον είναι κάτι που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό, που αποτελείται, όπως είδαμε, από τις επιθυμίες, ουσίες και ορθολογικές αρχές. Η ίδια η έννοια του ηθικού και του ορθολογικού ανθρώπινου υποκειμένου το οποίο ανταγωνίζεται ενάντια στην εξουσία του Κράτους στο αναρχικό λόγο, έχει κατασκευαστεί, ή τουλάχιστον έχει διεισδύσει σε αυτό η εξουσία που υποτίθεται ότι αντιτίθεται. Έτσι, η αντίσταση είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται από άτομα και ομάδες που συμπλέκονται σε αγώνες από μέρα σε μέρα με τις πολλαπλές μορφές κυριαρχίας.

Συμπέρασμα

Η Αντι-κρατική σκέψη του Στίρνερ και του Ντελέζ μπορεί να μας επιτρέψει να αντιληφθούμε και να αναπτύξουμε μορφές αντίστασης που αποφεύγουν την παγίδα του κράτους που έχει για εμάς – πώς από την απόλυτη προσήλωση μας στις ορθολογικές δομές σκέψης, και τους ουσιοκρατικούς τρόπους της επιθυμίας, καταλήγουμε να επιβεβαιώνουμε, παρά να υπερβαίνουμε την κυριαρχία. Κάποιος πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτεί πέρα από το ερώτημα του ποιος θεσμόςποια μορφή κυριαρχίας, είναι να αντικαταστήσει αυτή που έχουμε ανατρέψει. Η Αντι-κρατική σκέψη του Ντελέζ και του Στίρνερ μπορεί να μας δώσει ίσως και το εννοιολογικό οπλοστάσιο για την απελευθέρωση της πολιτικής από τον εκβιασμό αυτού του αιώνιου ερωτήματος. Εδώ θα ήθελα, επίσης, να υποστηρίξω ότι παρόλο που η ανάλυση του Στίρνερ και του Ντελέζ της κρατικής εξουσίας διαφέρει με πολλούς τρόπους από τον παραδοσιακό αναρχισμό, είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που είναι πιο κοντά στον αναρχισμό. Και οι δύο μοιράζονται με τον αναρχισμό μια αμείλικτη κριτική όλων των μορφών εξουσίας, και ιδιαίτερα την απόρριψη της ιδέας ότι ορισμένες μορφές εξουσίας μπορεί να είναι απελευθερωτικές. Η διαφορά είναι ότι ο Στίρνερ και ο Ντελέζ εκθέτουν τόπους δυνητικής κυριαρχίας σε χώρους όπου ο κλασικός αναρχισμός δεν κοίταξε – στους ηθικούς και ορθολογικούς λόγους, τις ανθρώπινες ουσίες και την επιθυμία. Με άλλα λόγια, έχουν επεκτείνει απλώς την κριτική της δύναμης και της εξουσίας που ξεκίνησε με τον κλασσικό αναρχισμό. Υπό αυτή την έννοια η κριτική του Ντελέζ και του Στίρνερ του Κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή του αναρχισμού. Αλλά είναι ένας αναρχισμός χωρίς τις ουσίες και τις εγγυήσεις της ηθικής και της ορθολογικής εξουσίας [ως αρχής]. Ίσως με αυτόν τον τρόπο η αντι-κρατική φιλοσοφία των Ντελέζ και Στίρνερ μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μετα-αναρχισμός – μια σειρά από εννοιολογικές στρατηγικές οι οποίες μπορούν μόνο να προωθήσουν τον αναρχισμό, καθιστώντας τον πιο σχετικό με τους σύγχρονους αγώνες κατά της αρχής.

 Έχω υποστηρίξει, επομένως, ότι υπάρχει μια εκπληκτική και ανεξερεύνητη σύγκλιση μεταξύ των Στίρνερ και Ντελέζ για το ζήτημα του Κράτους. Επιπλέον, η εξερεύνηση αυτής της σύγκλισης μπορεί να μας επιτρέψει να θεωρητικοποιήσουμε μία μη-ουσιοκρατική πολιτική αντίστασης στην κυριαρχία του Κράτους. Και οι δύο στοχαστές βλέπουν το Κράτος ως μια αφηρημένη αρχή της εξουσίας και της κυριαρχίας η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε συγκεκριμένες μορφές της. Αναπτύσσουν μια θεωρία του Κράτους που πάει πέρα τον μαρξισμό βλέποντας το Κράτος ως αυτόνομο από οικονομικές διευθετήσεις, και πέρα από τον αναρχισμό που βλέπει το Κράτος να λειτουργεί μέσω των ίδιων των ηθικών και ορθολογικών λόγων που χρησιμοποιήθηκαν για να το καταδικάσει. Με αυτόν τον τρόπο έρχονται σε ρήξη με το παράδειγμα του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού, αποκαλύπτουν τους δεσμούς μεταξύ της εξουσίας και της ανθρώπινης ουσίας και δείχνουν ότι η επιθυμία μερικές φορές επιθυμεί τη δική της καταστολή. Στη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι, οι Στίρνερ και Ντελέζ καταλαμβάνουν μια παρόμοια αντιεξουσιαστική φιλοσοφική και πολιτική τροχιά – που κηρύττει τον εννοιολογικό πόλεμο στο Κράτος, των οποίων οι σημαντικές θεωρητικές επιπτώσεις για τον αναρχισμό, πρέπει να υπολογίζονται μαζί.

Αναφορές

Bakunin, Mikhail 1984. Political Philosophy: scientific anarchism. (ed.) G.P Maximoff. London: Free Press of Glencoe.

Bogue, Ronald 1989. Deleuze & Guattari. London: Roultedge.

Clark, John 1976. Max Stirner’s Egoism. London: Freedom Press.

Deleuze, Gilles & Felix Guattari 1977. Anti-Oedipus: Capitalism & Schizophrenia. New York: Viking Press.

Deleuze, Gilles 1987. Dialogues. (trans.) Hugh Tomlinson. New York: Columbia University Press.

Deleuze, Gilles and Felix Guattari 1988. A Thousand Plateaus: Capitalism & Schizophrenia. (trans.) Brian Massumi. London: Althone Press.

Derrida, Jacques 1994. Spectres of Marx: The State of Debt, the Work of Mourning & the New International. (trans.) Peggy Kamuf, New York: Routledge.

Feuerbach, Ludwig 1957. The Essence of Christianity, (trans.) George Eliot. New York: Harper

Harrison, Frank 1983. The Modern State: An Anarchist Analysis. Montreal: Black Rose Books.

Koch, Andrew 1997. Max Stirner: The Last Hegelian or the First Poststructuralist. Anarchist Studies 5:95–107.

Kropotkin, Peter 1943. The State: Its Historic Role. London: Freedom Press.

Stirner, Max 1993. The Ego and Its Own. (trans.) Steven Byington. London: Rebel Press.

Προτεινόμενη ανάγνωση

Για μια καλή συμπληρωματική εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Ντελέζ, θα ήθελα επίσης, να προτείνω τα ακόλουθα:

Goodchild, Philip 1996. Deleuze and Guattari: an introduction to the politics of desire. London: SAGE Publications.

Massumi, Brian 1992. A User’s Guide to Capitalism and Schizophrenia: deviations from Deleuze and Guattari. Cambridge, Mass: MIT Press.

Patton, Paul 1984. ‘Conceptual Politics and the War-Machine in Mille Plateaux’, Substance. 44/45, 61–80.

Perez, Rolando 1990. On An(archy) and Schizoanalysis. Autonomedia: USA.

Schrift, Alan 1992. ‘Between Church and State: Nietzsche, Deleuze and the Genealogy of Psychoanalysis’, International Studies in Philosophy, 24(2), 41–52.

Θα πρότεινα επίσης τον προβληματισμό του Ντελέζ πάνω στον Φουκώ στην έννοια της εξουσίας και της αντίστασης.

Deleuze, Gilles 1988. Foucault. (trans.) Se’n Hand. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μία καλή εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ θα πρότεινα:

Carroll, John 1974. Break-Out from the Crystal Palace. The anarcho-psychological critique: Stirner, Nietzsche, Dostoyevsky. London: Routledge & Kegan Paul.

Ferguson, Kathy. E 1982. ‘Saint Max Revisited: A Reconsideration of Max

Stirner’, Idealistic Studies. 12(3), 276–292.

Μία διερεύνηση των δεσμών ανάμεσα στον αναρχισμό και τον μεταδομισμό μπορεί να βρεθεί στο:

May, Todd 1994. The Political Philosophy of Poststructuralist Anarchism. University Park, Pa.: Pennsylvania State University Press.

May, Todd 1989. ‘Is poststructuralist political theory anarchist?’ Philosophy & Social Criticism. 15(2), 167–181.

Για μία εισαγωγή στη μετανεωτερική πολιτική θα πρότεινα:

Ross, Andrew (ed.) 1988. Universal Abandon: The Politics of Post-Modernism. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μια ενδιαφέρουσα ματιά στο σύγχρονο αναρχισμό θα πρότεινα:

Clark, John 1984. The Anarchist Moment: Reflections on Culture, Nature & Power. Black Rose Books: Montreal.

Ehrlich, Howard J. (ed.) 1996. Reinventing Anarchy, Again. San Francisco, CA:

AK Press.

Η λογική του μέτρου

Πολλά είναι τα πράγματα που δε μπορούν να μετρηθούν, άλλα τίποτα δεν είναι πιο αμέτρητο από τον άνθρωπο. (Σοφοκλής)

Το νόημα του μέτρου. Είναι μια περίφραξη, που είναι ταυτόχρονα μια αμφισβήτηση και μια διαχείριση της ζωής, μια φυλακή που κάνει την ανθρώπινη ύπαρξη να ισοδυναμεί με το μηδέν*.

Και όμως, όπως είπε ο Πρωταγόρας, ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Η διάνοια του είναι το μέρος όπου εκείνα συνδέονται μεταξύ τους. Αν ο άνθρωπος καθεαυτόν είναι αυτό το μέτρο, αυτό το κατώφλι, τότε δεν υπάρχει στο χώρο, το σπίτι του είναι η ατοπία.

Η επιβολή του μέτρου και της τιμωρίας για αυτούς που αλαζονικά το ξεπερνούν, έχει σημασία μόνο όταν προσφέρει ένα όριο, μια πατρίδα για την ανθρώπινη ζωή. Και αυτή η πατρίδα δεν είναι τίποτα περισσότερο από το καθορισμό ενός χώρου, φτιαγμένου μέσα σε όρια, μέσα στον οποίον κάποιος προσπαθεί να περιορίσει αυτό που είναι εξ\’ ορισμού απεριόριστο· τη μοναδικότητα.

Όμως, πραγματικά ο ρόλος του μέτρου είναι να δημιουργεί την παραβίαση και να αυτοεπιβεβαιώνεται ως όριο μέσω της τιμωρίας.

Errare divinum est (το σφάλλειν είναι θεϊκό), είπε ο Σαβίνος. Μόνο όταν θέτουμε το μέτρο των ατόμων ως κάτι που τα υπερβαίνει, έχουν βάση το έγκλημα και η τιμωρία. Το \”σφάλλειν\” ανήκει στους θεούς. Αν η αυτοκρατορία τους, το μέτρο τους καταρρεύσει, τα όρια που δημιουργήθηκαν κατ\’ εικόνα και κατ\’ ομοίωση τους, καταρρέουν επίσης. Ο άνθρωπος δε μπορεί παρά να ξεπεράσει τα όρια, αφού είναι καθεαυτόν το όριο, το απεριόριστο κατώφλι. Επομένως, μόνο μέσω αυτής της αυθάδειας, αυτής της αλαζονείας έχει τη δυνατότητα να αυτοεπιβεβαιωθεί σαν άτομο.

Όπως σωστά κατανόησε ο Χέλντερλιν σχετικά με τον Οιδίποδα του Σοφοκλή, ο άνθρωπος αμφισβητεί και ζει \”δίχως μέτρο\”. Το να μεταθέτει την ατομικότητα του στο πεδίο του νόμου, θα δημιουργεί πάντα παρεκκλίσεις, επειδή στην παρέκκλιση βρίσκεται η θέση της ατομικότητας. Στο βαθμό που το άτομο είναι το δικό του μέτρο, επιτυγχάνει στο να μη θυσιάζει την ατοπία του, με το να ριζώνει στην απουσία τόπου.

Η απουσία τόπου είναι απόλυτος παραλογισμός για τη φιλοσοφία. Γι\’ αυτό και πάντα συμβούλευε μετριοπάθεια, την αλήθεια που βρίσκεται στη μέση. Όμως αυτή η μέση μετατρέπει τον άνθρωπο σε μαριονέτα του θεού (ή όποιας άλλης εξουσίας), ένα αποτέλεσμα αλαζονείας και δύναμης, ένα λάθος που χρειάζεται διόρθωση.

Το μέτρο είναι θεϊκό, κρατικό, κοινωνικό. Όλες οι προσπάθειες εναρμόνισης, ανοχής της διαφορετικότητας αναφέρονται σε ένα μέτρο που είναι πάντα συλλογικό. Το αν το όριο είναι η μία και μοναδική αλήθεια ή μια ποικιλία από αλήθειες, έχει μικρή σημασία. Αν οι αλήθειες περιορίζονται στο να συνθέτουν ένα κοινωνικό σύνολο του οποίου καταλήγουν να είναι μέρος, τότε δεν υπάρχει χώρος για μοναδικότητα αλλά μόνο για διαφορετικές εκτιμήσεις με σεβασμό σε αυτές τις τεχνικές που διατηρούν τα τείχη, τα οποία κάποιος δε θα μπορούσε να θέλει να καταστρέψει. Ο καθένας μπορεί με τον τρόπο του μόνο να είναι σκλάβος. Το κοινωνικό σύνολο – το ίδιο το νόημα του μέτρου- πρέπει κάποιος να το λαμβάνει υπόψιν μόνο ως \”κάτι που πρέπει να καταστραφεί\”.

Η μοναδικότητα του καθενός από μας δε μπορεί να είναι στοιχείο κάποιου άλλου πράγματος γιατί ο κοινός τόπος είναι η διαφορετικότητα. Ο μόνος τόπος για τη διαφορετικότητα είναι η απουσία τόπου. Η ατομικότητα πρέπει να υπεραμύνεται της διαφορετικότητάς της και να θέλει η διαφορετικότητα των άλλων να υπάρχει επίσης. Η διαφορετικότητα μου εμφανίζεται επειδή υπάρχει και εκείνη των άλλων.

Η εξουσία, αντίθετα, είναι η εγκαθίδρυση ενός τόπου ταυτότητας και μέτρου, ένας τόπος από τον οποίο είναι αδύνατο να ξεφύγεις χωρίς να καταστρέψεις την κοινότητα αυτών που εξισώθηκαν με το μηδέν (εκείνων που ο Michelstaedter αποκάλεσε \”αισχρή κλίκα\”) και να φτιάξεις την κοινή διαφορετικότητα.

Νομίζω πως το να επιβεβαιώνει κάποιος τη μοναδικότητα του είναι το ακριβώς αντίθετο από την αμυντική θωράκιση του εαυτού του, αυτήν την περίφραξη-φυλακή από την οποία (όπως ορίζει η σκεπτικιστική \”αντίδραση\” στη θρησκεία του κοινού καλού και της θυσίας) ελέγχει τον κόσμο με τη δυσφορία της αμφιβολίας. Η διαφορετικότητα δεν είναι μια σχισμή από την οποία κάποιος κατασκοπεύει τις κινήσεις των άλλων, με το φόβο πως ίσως εκείνοι το παρατραβήξουν ζώντας με τον τρόπο τους και ταράξουν την ηρεμία του. Δεν υπάρχει κάποιος κήπος να καλλιεργήσουμε, όπως πίστευε ο Βολτέρος. Η δυσπιστία, ο φόβος για τον άλλο που μας κάνει να φεύγουμε μακριά όταν αγγίζουμε ένα περίεργο σώμα, είναι ένας φιλντισένιος πύργος υπό πολιορκία. Η άνευ μέτρου διάσταση, μέσα στην οποία είναι δυνατό να ζήσουμε μαζί χωρίς κυριαρχία και εκμετάλλευση και άρα και χωρίς το αντίθετο τους, την Αρμονία, δε μπορεί να \”εγκατασταθεί\” σε κανένα μέρος.

Η μοναδικότητα δεν έχει πατρίδα γιατί πατρίδα σημαίνει εξουσία.

Η εξεγερμένη ατομικότητα  είναι ένας \”ακούραστος τόπος μεταξύ της νύχτας και του φωτός\”, μεταξύ της καταστροφή και της δημιουργίας. Το ίδιο το φως είναι σκοτάδι, αφού ο Φάνης** \” κατοικεί μέσα στο καταφύγιο της νύχτας\”. Αλλά ούτε ακόμα και η ρευστότητα της διαλεκτικής που μεταμορφώνει πάντα το αρνητικό σε θετικό, καταστρέφοντας το,  δεν είναι ικανή να γίνει θέσφατο. Αν έπρεπε να ψάξουμε για το μέτρο, στο οποίο είμαστε ενάντια και του οποίου είμαστε εκτός, μέσα στο καταφύγιο της νύχτας θα καταλήγαμε ιεροκήρυκες της καταστροφής, απόμαχοι της εξέγερσης.

Μέσα στις ατελείωτες αψιμαχίες της, η Λογική φαντάζει ακλόνητη. Και όμως η άκαμπτη μορφή της δε μπορεί να αντισταθεί σε αυτόν που θέλει να ζήσει χωρίς όριο.

Για ακόμα μια φορά, δε πρόκειται για ένα σχέδιο αλλά πιο πολύ για ένα ζήτημα του να ξέρεις να ζεις.

Υποσημειώσεις:

1. Η έμφαση με πλάγια γραφή είναι έργο του συγγραφέα

2. Ο θεός Φάνης ήταν κατά την Ορφική παράδοση ο πρωτό-πλαστος, το πρώτο δημιούργημα του χάους και μεταξύ άλλων και ο δημιουργός της ημέρας.

Το κείμενο είναι άρθρο του εξεγερσιακού αναρχικού Massimo Passmani και κυκλοφόρησε στην περιοδική έκδοση Canenero.

Πηγή στα αγγλικά: The Logic of Measure, Anarchy in Italy

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Σώμα και Εξέγερση

Ολόκληρη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού μπορεί να διαβαστεί ως μια συστηματική προσπάθεια αποκλεισμού και απομόνωσης του σώματος. Από τον Πλάτωνα και μετά, έχει σε διάφορα χρονικά διαστήματα ιδωθεί, ως κάτι άμυαλο που πρέπει να ελεγχθεί, ως μια παρόρμηση  που πρέπει να κατασταλλεί, ως εργατική δύναμη που πρέπει να αξιοποιηθεί ή ως ασυνείδητο που πρέπει να ψυχαναλυθεί.

Ο πλατωνικός διαχωρισμός σώματος και νου, ένας διαχωρισμός που γίνεται με συντριπτικό πλεονέκτημα προς τον τελευταίο, (\”το σώμα είναι ο τάφος του νου\”) υπάρχει ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις της σκέψης.

Τώρα, αυτή η θέση υποστηρίζεται σε σημαντικό αριθμό φιλοσοφικών κειμένων, σχεδόν σε όλα εκτός από εκείνα που είναι ξένα στην αποστειρωμένη και ανθυγιεινή ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων. Η ανάγνωση του Νίτσε και συγγραφέων όπως η Hannah Arendt βρήκε την κατάλληλη, σχολαστική συστηματοποίηση της (φαινομενολογική ψυχολογία, η ιδέα της διαφοράς και ένα τρόπο  να μπει στο ράφι, να λησμονηθεί). Παρ\’ όλα αυτά, ή μάλλον ακριβώς γι\’ αυτό το λόγο, μου φαίνεται πως αυτό το πρόβλημα, του οποίου οι επιπτώσεις είναι πολλές και γοητευτικές, δεν έχει ερευνηθεί σε βάθος.

Μια βαθιά απελευθέρωση των ατόμων συνεπάγεται μια εξίσου βαθιά μετατροπή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το σώμα, τα συναισθήματα του και τις σχέσεις του.

Εξαιτίας μιας δοκιμασμένης χριστιανικής κληρονομιάς, έχουμε οδηγηθεί να πιστεύουμε πως η κυριαρχία ελέγχει και αλλοτριώνει ένα μέρος του ανθρώπου χωρίς ωστόσο να κάνει ζημιά στον εσωτερικό του κόσμο ( και υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν σχετικά με το διχασμό ενός υποτιθέμενου εσωτερικού κόσμου και των εξωτερικών σχέσεων). Βέβαια οι καπιταλιστικές σχέσεις και οι κρατικές επιβολές νοθεύουν και μολύνουν τη ζωή, αλλά νομίζουμε ότι οι τρόποι που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας και των κόσμο μένουν απαράλλαχτοι. Έτσι, ακόμα και όταν φανταζόμαστε μια ριζοσπαστική αποκοπή από το υπάρχον, είμαστε σίγουροι πως αυτό θα γίνει από το σώμα μας όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε.

Αντίθετα πιστεύω πως το σώμα μας υπέφερε και συνεχίζει να υποφέρει από έναν τρομερό ακρωτηριασμό. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο εξαιτίας των εμφανών πτυχών ελέγχου και αποξένωσης της τεχνολογίας. (Το ότι τα σώματα έχουν υποβαθμιστεί σε αποθήκες οργάνων προς χρήση, φαίνεται ξεκάθαρα από το θρίαμβο της επιστήμης των μεταμοσχεύσεων, που περιγράφεται με έναν ύπουλο ευφημισμό ως \”πρωτοπόρα στο χώρο της ιατρικής\”. Αλλά εμένα μου φαίνεται πως η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη από εκείνη  την πραγματικότητα του ξεχωριστού και δυνατού σώματος που εμφανίζουν η φαρμακευτική κερδοφορία και η δικτατορία της ιατρικής.) Το φαγητό που τρώμε, ο αέρας που αναπνέουμε και οι καθημερινές μας σχέσεις έχουν ατροφήσει τις αισθήσεις μας. Η αναισθησία της εργασίας, η καταναγκαστική κοινωνικότητα και η θλιβερή υλικότητα των ασήμαντων συζητήσεων πειθαρχούν και το σώμα και το μυαλό, αφού ο διαχωρισμός μεταξύ τους είναι αδύνατος.

Η πειθήνια τήρηση του νόμου,  τα δεσμευτικά κανάλια στα οποία οι, από την τόση αιχμαλωσία μεταμορφωμένες σε φαντάσματα του εαυτού τους, επιθυμίες έχουν φυλακιστεί αποδυναμώνουν τον οργανισμό όσο και η μόλυνση ή καταναγκαστική ιατρική φροντίδα.

\”Η ηθική είναι εξουθένωση\”, είχε πει ο Νίτσε.

Η αυτοεπιβεβαίωση της ζωής κάποιου, η άφθονη ζωντάνια που απαιτείται να δοθεί, συνεπάγεται ένα μετασχηματισμό των αισθήσεων όχι λιγότερο σημαντικό από εκείνον των ιδεών και των σχέσεων.

Συχνά μου έχει συμβεί να θεωρήσω όμορφους κάποιους ανθρώπους, ακόμα και εξωτερικά, που μου είχαν φανεί σχεδόν ασήμαντοι λίγη ώρα πιο πριν. Όταν προβάλλεις τη ζωή σου και δοκιμάζεις τον εαυτό σου μαζί με άλλους σε μια πιθανή εξέγερση, βλέπεις στους συμπαίκτες σου  όμορφες ατομικότητες και όχι πια  λυπημένα πρόσωπα και σώματα που σβήνουν το φως τους από συνήθεια ή καταναγκασμό. Πιστεύω ότι γίνονται πραγματικά όμορφοι (και όχι ότι εγώ τους βλέπω έτσι) τη στιγμή που εκφράζουν τις επιθυμίες τους και ζουν τις ιδέες τους.

Η ηθική αποφασιστικότητα εκείνου που εγκαταλείπει και επιτίθεται στις δομές της εξουσίας είναι μια αντίληψη, μια στιγμή στην οποία εκείνος γεύεται  την ομορφιά των συντρόφων του και την αθλιότητα της υποχρέωσης και της υποταγής. \”Εξεγείρομαι, άρα υπάρχω\”, είναι μια φράση του Καμί που ποτέ δε σταματά να με γοητεύει, με ένα τρόπο που μόνο ένας λόγος για να ζήσω θα μπορούσε.

Σε ένα κόσμο που παρουσιάζει την ηθική ως ένα χώρο της εξουσίας και του νόμου, νομίζω πως δεν υπάρχει άλλη ηθική διάσταση από την εξέγερση, το ρίσκο, το όνειρο. Η επιβίωση στην οποία είμαστε φυλακισμένοι, είναι άδικη επειδή κακοποιεί και ασχημαίνει.

Μόνο ένα διαφορετικό σώμα μπορεί να συνειδητοποιήσει εκείνη την αντίληψη ζωής που ανοίγεται στην επιθυμία και την αμοιβαιότητα και μόνο μια απόπειρα προς την ομορφιά και προς το άγνωστο μπορεί να ελευθερώσει τα δεσμευμένα σώματά μας.

Αυτό είναι ένα άρθρο του Ιταλού εξεγερσιακού αναρχικού Massimo Passamani που κυκλοφόρησε στις σελίδες του περιοδικού Canenero.

Πηγή στα αγγλικά: The Body and Revolt, Anarchy in Italy

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Κάποιες σκέψεις για τον πολιτισμό και την κοινωνία

Κοινωνία

Η μαζική κοινωνία είναι μια αναγκαστική συνθήκη που, επιβλήθηκε στα άτομα και τις ομαδοποιήσεις τους, ώστε να είναι εφικτή η ύπαρξη ιεραρχημένων συγκεντρωτικών εξουσιαστικών δομών. Αυτή η επιβολή είναι κατ\’ ουσίαν βίαια, είτε είναι αποτέλεσμα ενός πολέμου είτε είναι αποτέλεσμα αναγκαστικής ενσωμάτωσης για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες διαβίωσης.

Η καινοτομία του καπιταλισμού είναι το γεγονός ότι δημιούργησε ένα αχανές πλέγμα κοινωνικών ρόλων και ταυτοτήτων, διαποτισμένο πέρα ως πέρα με το εξουσιαστικό δηλητήριο, δένοντας με σχέσεις εξάρτησης όλους τους υπηκόους του. Αυτό το πλέγμα αποτελεί τη θλιβερή σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Είναι εξαιρετικά απλοϊκό να θεωρούμε κοινωνία απλά τη συνύπαρξη ανθρώπων στο ίδιο μέρος χωρίς να μελετούμε ποιο είναι το συνθετικό υλικό  που τους κρατάει \”ενωμένους\”. Αυτό το μόρφωμα εξυπηρετεί τους σκοπούς της εκάστοτε κυριαρχίας. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο καπιταλισμός με τους αιώνες δημιούργησε την κοινωνία με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες του. Οι συμπεριφορές, οι ρόλοι, τα ιδεολογήματα, οι αντιλήψεις και οι ταυτότητες  της εξουσίας είναι τα οικοδομικά της υλικά. Στο κοινωνικό πλαίσιο, η έννοια της ολοκληρωμένης ατομικότητας είναι ανύπαρκτη. Το άτομο ακόμα και αν καταφέρει να δημιουργήσει, με όπλο την άρνηση, μια ως ένα βαθμό ανεξάρτητη συνείδηση, αδυνατεί να προχωρήσει αυτή τη διαδικασία ως το τέρμα της καθώς βρίσκει μπροστά του τα πολλαπλά εμπόδια των προαναφερόμενων κοινωνικών θεσμίσεων. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την κοινωνία με μια εργοστασιακή γραμμή παραγωγής. Στην αφετηρία της βρίσκεται ένα τεράστιο χωνευτήριο, στο οποίο εισάγεται ο άνθρωπος κατά τη γέννηση του και μέσα από μια διαδικασία που περιλαμβάνει την οικογένεια, την εκπαίδευση, τη διαφόρων μορφών κοινωνικοποίηση κλπ. απογυμνώνεται από οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί \”δικό του\” και εντάσσεται στα διάφορα κουτάκια που έχει προετοιμάσει το σύστημα για αυτόν. Και αυτή η γραμμή παραγωγής του κοινωνικού εργοστασίου δεν έχει τέλος. Το άτομο-προϊόν προστίθεται στη μηχανή ως εξάρτημα και συμμετέχει στην αναπαραγωγή του κοινωνικού τέρατος μέχρι να είναι πλέον άχρηστο ή μέχρι το ίδιο να απαρνηθεί τη θέση του και να κινηθεί εναντίον της μηχανής. Θεωρώ λοιπόν πως η άρνηση και η μετατροπή επιμέρους χαρακτηριστικών της κοινωνίας συνιστά επιμέρους άρνηση και μεταρρύθμιση του κρατικοκαπιταλιστικού συμπλέγματος.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο έγκειται η διαφωνία με αρκετές από τις άλλες αναρχικές τάσεις. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι η κοινωνία έχει δημιουργηθεί για να λειτουργεί με αυτούς τους όρους. Το \”να φτιάξουμε μια άλλη κοινωνία\” είναι ουσιαστικά ταυτόσημο με τη μαρξιστική χίμαιρα περί της οικοδόμησης ενός \”άλλου εργατικού κράτους\”. Η αναρχία, ως μήτρα απόλυτης ελευθερίας, είναι αντικοινωνική κατάσταση. Οι εκάστοτε κοινωνικοί νόμοι,  κανόνες και θεσμοί (επίσημοι ή άτυποι) καταπιέζουν το άτομο, επομένως η αναρχία ως βίωμα εντός της κοινωνίας είναι αδύνατη. Τα άτομα αδυνατούν να διαμορφώσουν και να διαλύσουν συλλογικότητες κατά βούληση αφού οποιαδήποτε συλλογικοποίηση εντός  κοινωνίας δένει τους συμμετέχοντες με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω. Ένα κομμουνιστικοποιημένο εργοστάσιο, παραμένει εργοστάσιο. Όσο και να μεταρρυθμίσει την εσωτερική του λειτουργία έχει φτιαχτεί αφενός για να λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο και αφετέρου για να συνδέεται με την υπόλοιπη κοινωνία με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να αναπαράγεται αναγκαστικά ο ρόλος του εργάτη και του καταναλωτή. Επομένως η αναρχική αντικοινωνική κριτική συνιστά μια διακήρυξη ανεξαρτησίας της εξεγερμένης ατομικότητας από τα δεσμά της κοινωνίας. Δεν είναι ένα σχέδιο αλλά μια κήρυξη πολέμου. Δε στοχεύει μια άλλη κοινωνία, αλλά τη καταστροφή της και το \”άνοιγμα\” της δυνατότητας, στο τώρα και στο μέλλον, της αυτοπραγμάτωσης των ελεύθερων ατόμων και του πειραματισμού τους με σχέσεις βασισμένες στις επιλογές και τις επιθυμίες τους, με μόνο όριο τις δυνατότητες τους.

Πόλη

Η πόλη είναι το \”κτίριο\” που στεγάζεται το κοινωνικό εργοστάσιο. Έχει κατασκευαστεί ως μια απέραντη φυλακή, μια αχανής αποθήκη γραναζιών της κοινωνικής μηχανής. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας τόπος και τρόπος συλλογικής διαβίωσης στον οποίον αναγκαστικά θα έφταναν οι άνθρωποι ούτως ή άλλως, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι κάθε είδους ντεντερμινιστές. Είναι φτιαγμένη στα πρότυπα κάλυψης των αναγκών της παραγωγής, της κατανάλωσης και της επιτήρησης της μαζικής κοινωνίας. Κάθε προσπάθεια εξωραϊσμού της εικόνας της αποτελεί μεταρρυθμιστικό (άρα όχι επαναστατικό) στόχο. Ένα πάρκο στην τσιμεντούπολη μοιάζει με ένα πάρκο στο προαύλιο των φυλακών. Μπορεί ο κρατούμενος να νιώθει καλύτερα αλλά συνεχίζει να είναι κρατούμενος, η αίσθηση του για την πραγματικότητα θολώνει, απομακρύνοντάς τον από τη συνειδητοποίησης της πραγματικής του κατάστασης.

Κανένα στοιχείο της πόλης δεν ανήκει στην εξεγερμένη ατομικότητα. Κάθε στενό, κάθε τοίχος, κάθε πλατεία είναι υπενθύμιση ότι είναι ένα άγριο ζώο φυλακισμένο σε κλουβί. Και λίγη σημασία έχει για το αγρίμι αν αποφασίζει το ίδιο για τη διαρρύθμιση ή την καθαριότητα του κλουβιού του ή κάποιος άλλος. Μια κατάληψη  πρέπει να νοείται μονάχα ως ένα μέρος που προπαρασκευάζεται πολύμορφα η επίθεση στο υπάρχον, ένα καταφύγιο των εξεγερμένων, όχι το \”σπίτι\” τους. Μια επιθετική διαδήλωση μπορεί να νοείται μονάχα ως μια καταιγίδα φωτιάς και όχι ως \”πάρσιμο των δρόμων\”. Όπως μέσα στην κοινωνία έτσι και μέσα στην πόλη, ο Εξεγερμένος ζει μονάχα για να την καταστρέψει και όχι για να τη μετασχηματίσει ή να την κάνει δική του.

Πολιτισμός: Επιστήμη, Βιομηχανία, Τεχνολογία

Υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το τι εστί πολιτισμός. Λαμβάνοντας ως βάση και αφετηρία του συλλογισμού μου τον ορισμό του πολιτισμού ως το σύνολο των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων που ο άνθρωπος διαμόρφωσε από τη στιγμή που άρχισε να συμβιώνει στα πλαίσια μαζικών κοινωνιών και εντός των πόλεων, κάνω μια απόπειρα αποδόμησης του και ένταξής του στο στόχαστρο της διαρκούς αναρχικής εξέγερσης.

Η κριτική στον πολιτισμό είναι ουσιαστικά η κριτική στο ιδεολόγημα της προόδου. Θα θεωρούσε κανείς πως μετά από τόσους αιώνες επιστημονικής και τεχνολογικής \”εξέλιξης\”, τουλάχιστον οι αναρχικοί θα είχαν καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Είναι αφελές να θεωρεί κάποιος πως η σύγχρονη επιστήμη και  τεχνολογία ακολουθούν μια ανεξάρτητη πορεία προς τη γνώση και προς το συμφέρον του ανθρώπου. Πρώτον, επειδή η ανθρωπότητα ως σύνολο είναι κάτι τελείως επίπλαστο, επομένως τα \”κοινά\” χαρακτηριστικά και άρα και οι \”κοινές\” ανάγκες, που μοιράζονται οι άνθρωποι, με εξαίρεση τα βιολογικά χαρακτηριστικά, είναι κατασκευασμένα. Όλως τυχαίως η επιστήμη και η τεχνολογία είναι αποκλειστικό προϊόν του δυτικού κόσμου και επιβάλλεται στους \”υποανάπτυκτους\”  δια πυρός και σιδήρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός πως η αγορά κινητής τηλεφωνίας είναι πλέον προσανατολισμένη στις χώρες της Αφρικής και όχι στην κορεσμένη Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Αποφάσισαν οι Αφρικανοί πως εν μέσω λοιμών, ξηρασίας και εμφυλίων πολέμων χρειάζονται κινητά; Μάλλον όχι. Πρέπει όμως να χωρέσουν στην πολιτισμένη ανθρωπότητα γιατί έτσι βολεύει τους εταιρικούς κολοσσούς. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί το εξής απλό: Πόσα από τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα που γνωρίζουμε θα υπήρχαν χωρίς τη λογική του κέρδους και τη λογική της διατήρησης της μαζικής κοινωνίας ως πηγής κέρδους και εξουσίας;

Ακόμα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως δε γεννούν οι πραγματικές μας ανάγκες τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα αλλά το αντίστροφο. Τα προϊόντα αυτής της διαδικασίας πρέπει να πωληθούν για να έχει νόημα η παραγωγή τους. Επομένως, οι υποτιθέμενες ανάγκες μας, είναι ουσιαστικά απάτη, τίποτα άλλο από μια κατασκευασμένη αγορά στην οποία ο καπιταλισμός διοχετεύει τα προϊόντα του και οι σκλάβοι τα καταναλώνουν νομίζοντας ότι είναι και κερδισμένοι, όπως οι ηλίθιες φάτσες που  χαμογελούν στις διαφημίσεις.

Εκτός από το οικονομικό σκέλος, αυτό που συχνά παραβλέπεται είναι η συστημική αξία της επιστήμης και της τεχνολογίας στο πεδίο της εξουσίας. Η επιστημονικοποίηση της γνώσης την κατατεμαχίζει και απομονώνει τα κομμάτια της από το όλον. Η ικανοποίηση της περιέργειας του ανθρώπου σχετικά με τον κόσμο που τον περιβάλλει αντί να είναι ένα παιχνίδι αλληλεπίδρασης με τη φύση και τη νόηση, είναι μια ανιαρή και μεθοδευμένη \”επιστημονική έρευνα\”, μια στείρα καταγραφή στοιχείων και μια βαρετή επανάληψη πειραμάτων σε υπόγεια εργαστήρια, με στόχο την κωδικοποίηση της γνώσης με τρόπο που να βολεύει την εξουσία και να ενισχύει τον τεχνολογικό της βραχίονα. Δεν υπάρχει ούτε ένας επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος, από την κοινωνιολογία και την ιατρική μέχρι την πληροφορική και τη νανοτεχνολογία, που να μην αναπτύσσεται στη λογική της κερδοφορίας, της επιτήρησης και της καταστολής. Δεν είναι τυχαίο που οι \”μεγάλες¨ ανακαλύψεις γίνονται από επιστήμονες που χρηματοδοτούνται από μεγάλες εταιρίες και από το στρατό.

Όσο για τη βιομηχανία, εκεί τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Η βιομηχανία είναι απαραίτητη για τη μαζική παραγωγή των καπιταλιστικών εμπορευμάτων και έχει δομηθεί αποκλειστικά με αυτόν το στόχο. Εντός της αναπαράγεται όλη η λογική του κεφαλαίου και της εξουσίας. Ιεραρχία, πειθαρχεία, εκμηδένιση της ατομικότητας, καταμερισμός της εργασίας, ανία, εργατική ηθική. Παράλληλα, απαιτείται η πραγμοποίηση της φύσης και η μετατροπή της σε μια αποθήκη έμψυχων και άψυχων πρώτων υλών. Το άτομο υποβαθμίζεται σε εργάτη, ένα εξάρτημα της βιομηχανικής μηχανής που σε αρκετές περιπτώσεις έχει λιγότερη αξία από το προϊόν που παράγει. Έτσι, μια πανάκριβη γούνα έχει μεγαλύτερη αξία από τα εκατοντάδες σφαγμένα άγρια ζώα που απαιτούνται για την κατασκευή της και από τους εργάτες* που εργάζονται για να παραχθεί. Ένα αυτοκίνητο έχει μεγαλύτερη αξία από το φυσικό τοπίο που καταστρέφουν τα ορυχεία μετάλλου και από τους σκλάβους στα κάτεργα των αυτοκινητοβιομηχανιών. Να σημειώσω εδώ πως είναι απορίας άξιον πως κάποιοι σύντροφοι απαιτούν να αντλείται \”ταξική περηφάνια\” από αυτήν την εξαχρειωτική και εξευτελιστική κατάσταση στην οποία φέρνει το άτομο ο βιομηχανικός πολιτισμός.

Η αναρχική εμπλοκή

Αυτό το τερατούργημα, λοιπόν, που δημιουργείται από τη σύνθεση της επιστήμης, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας καλούμαστε να το αυτοδιαχειριστούμε, να βρούμε την \”καλή\” του πλευρά, να το \”στρέψουμε προς το συμφέρον των μαζών\”. Χίμαιρα και έγκλημα μαζί.

Είναι παντελώς αδύνατο να χειριστείς αυτό το σύμπλεγμα απελευθερωτικά, όπως είναι αδύνατο να καρφώσεις ένα καρφί με κατσαβίδι. Κοιτώντας τα πράγματα ψύχραιμα, χωρίς τις εξάρσεις που προκαλούνται από τα ακατανόητα flash-back εικόνων από την Ισπανία του \’36, μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας πως στο σήμερα (αν όχι διαχρονικά) η διατήρηση ενός από τα στοιχεία του κρατικοκαπιταλιστικού συμπλέγματος σημαίνει την αποδοχή του όλου.

Το σύστημα έχει διαρθρωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε το ένα του κομμάτι να συμπληρώνει το άλλο. Δεν υπάρχει βιομηχανία χωρίς εργάτες, χωρίς τεχνολογία και χωρίς βιασμό της φύσης. Δεν υπάρχει τεχνολογία χωρίς επιστήμη και δεν υπάρχει επιστήμη χωρίς κωδικοποιημένη γνώση και ψυχρή ωφελιμιστική ηθική. Χωρίς μαζική βιομηχανική παραγωγή δεν υπάρχει μαζική κατανάλωση και εργασία και χωρίς αυτά δεν υπάρχει μαζική κοινωνία. Τέλος χωρίς μαζική κοινωνία δεν υπάρχει κράτος και καπιταλισμός. Προκαλώ οποιονδήποτε να φέρει ένα παράδειγμα που μπορεί να απομονώσει το ένα από τα άλλα διατηρώντας παράλληλα τα πλαίσια της μαζικής κοινωνίας και που ταυτόχρονα κινείται σε μια απελευθερωτική αναρχική οπτική. Κανένα μοντέλο από το αναρχοκομμουνιστικό των Μαχνοβιτών και των οπαδών του Κροπότκιν, μέχρι τον κολεκτιβισμό στην Ισπανία και τον \”σε ισορροπία με τη φύση\” κομμουναλισμό του Μπούκτσιν δε μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα.

Η αναρχική μηδενιστική οπτική

Και φτάνουμε στη γνωστή ερώτηση: Που μας οδηγεί και τι προτείνει αυτός ο μηδενισμός; Τίποτα δεν προτείνει. Ο αναρχικός μηδενισμός δεν κινείται σε αυτήν τη λογική ούτε θέλει να γίνει \”κυρίαρχη τάση\”, προσφέροντας μια \”ρεαλιστική\” εναλλακτική. Είναι μια ολιστική άρνηση του υπάρχοντος χωρίς εκπτώσεις, που αφαιρεί τις παρωπίδες που αναγκαστικά μας φοράει η λογική της \”κοινωνικής αλλαγής\” και μας κάνει να κοιτάζουμε κατάματα ολόκληρο το τέρας. Ως εκ τούτου, ο μηδενιστής δε νιώθει την ανάγκη να προτείνει ένα μελλοντικό παράδεισο ευημερίας. Το ζήτημα δεν είναι η χάραξη ενός προγράμματος για το αύριο αλλά η εμπέδωση μιας λογικής για το πώς μπορεί να υπάρξει το παρόν και το μέλλον με αναρχικούς όρους. Για μένα, ο αναρχικός ατομικισμός και μηδενισμός είναι έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες και αδιαχώριστες επομένως, το σήμερα και το αύριο είναι ένα παιχνίδι στο οποίο η εξεγερμένη ατομικότητα πειραματίζεται με βάση το μηδέν, χωρίς συνταγές και έτοιμες λύσεις. Ο μηδενιστής δεν είναι επιστήμονας. Τον ενδιαφέρει το πείραμα και όχι το αποτέλεσμα. Ο αναρχικός μηδενισμός είναι πάνω από όλα άρνηση κάθε σταθεράς και ένα πρόταγμα επίθεσης στο τώρα εναντίον όλων αυτών που συνιστούν την κυριαρχία.

 Αντί επιλόγου

Στο περιθώριο αυτής της ανάλυσης, θέλω να απαντήσω σε ένα βλακώδες ερώτημα που διαισθάνομαι πως θα τεθεί για ακόμα μια φορά, λόγω της έλλειψης ουσιαστικών αντεπιχειρημάτων. Γιατί οι αρνητές του πολιτισμού και της κοινωνίας χρησιμοποιούν τα προϊόντα του πρώτου και ζουν στη συνθήκη της δεύτερης.

Θα μπορούσα να το αντιστρέψω και να διερωτηθώ π.χ. γιατί οι πολέμιοι της μισθωτής εργασίας εργάζονται αλλά σαν επιχείρημα θα ήταν εξίσου βλακώδες. Ως μηδενιστής, λοιπόν, προτίθεμαι να χρησιμοποιήσω τον τελειότερο ηλεκτρονικό υπολογιστή αν με βοηθάει να διατυπώσω το λόγο μου, το πιο εξελιγμένο όπλο αν με διευκολύνει στο στόχο μου, το τελειότερο φάρμακο αν μπορεί να με διατηρήσει ή να με επαναφέρει σε κατάσταση που μπορώ να είμαι ικανός να πολεμήσω. Επίσης, θα ζήσω και στη χειρότερη βρωμότρυπα της μητρόπολης αν με διευκολύνει στη μάχη μου, θα συναναστραφώ και το χειρότερο σκουπίδι αν μπορώ να αποσπάσω κάτι χρήσιμο από αυτό. Το μόνο όριο που βάζω στον εαυτό μου είναι το δικό μου όριο και η πραγματοποίηση του στόχου μου. Ως ατομικιστής, με ενδιαφέρει να πραγματώνω ταυτόχρονα όσο καλύτερα το Εγώ μου, πράγμα που είναι και η αφετηρία της δράσης μου. Και πάνω σε αυτό, οι ηθικές επιταγές της μάζας και των αφεντικών της μου είναι παγερά αδιάφορες, όπως αδιάφορες μου είναι και οι δήθεν \”συντροφικές\” συμβουλές.

Υποσημειώσεις:

1. Βρίσκομαι έτη φωτός μακριά από τη λογική που δικαιολογεί κάθε πράξη που γίνεται στο πλαίσιο της εργασίας. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ολοκληρωμένο ον, δεν είναι άλλος με τα ρούχα της δουλειάς και άλλος με τις παντόφλες στο σπίτι. Οποιοσδήποτε δέχεται να εξαχρειώνεται και να καταπιέζει για \”να βγαίνει το μεροκάματο\” πρέπει να λαμβάνει εκτός από το μεροκάματο, και ό,τι άλλο αναλογεί στο σιχαμερό είδος του. Αυτό το σχόλιο αφορά και την πρόσφατη περίπτωση που ο θάνατος ενός \”φουκαρά\” σεκιουριτά συμψηφίστηκε από κάποιους με τις υπόλοιπες εργατικές δολοφονίες…

Αναρχικοί – Ληστές*

Την περασμένη εβδομάδα ο ημερήσιος τύπος αναφέρθηκε λεπτομερώς σε ένα τραγικό γεγονός του κοινωνικού αγώνα. Στα προάστια του Λονδίνου (στο Τότενναμ), δύο Ρώσσοι σύντροφοί μας επιτέθηκαν στο λογιστήριο ενός εργοστασίου και καταδιωκόμενοι από το πλήθος και την αστυνομία επιδόθηκαν σε έναν απεγνωσμένο αγώνα που ακόμα και η αφήγηση του φέρνει ανατριχίλα…

 Μετά από σχεδόν δύο ώρες αντίστασης, έχοντας εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους και έχοντας τραυματίσει 22 ανθρώπους, εκ των οποίων τους τρεις θανάσιμα, κράτησαν τις τελευταίες σφαίρες για τους εαυτούς τους**. Ο ένας, ο σύντροφος Ζοζέφ Λαπιντύ (αδελφός του τερροριστή Stryge, που σκοτώθηκε στο Παρίσι, στο δάσος Vincennes το 1906) αυτοκτόνησε· ο άλλος συνελήφθη βαριά τραυματισμένος.

Οι λέξεις φαίνονται ανίσχυρες να περιγράψουν το θαυμασμό ή την καταδίκη για τον άγριο ηρωισμό τους. Τα χείλια είναι σφραγισμένα, η πέννα δεν είναι αρκετά δυνατή, αρκετά βροντώδης.

Παρ\’ όλα αυτά, θα υπάρξουν στις τάξεις***μας εκείνοι οι δειλοί και οι φοβητσιάρηδες που θα αποκηρύξουν την πράξη τους. Αλλά εμείς από τη μεριά μας, επιμένουμε να δηλώνουμε μεγαλόφωνα την αλληλεγγύη μας.

Είμαστε περήφανοι που υπάρχουν μεταξύ μας άνθρωποι όπως ο Ντυβάλ, ο Πινί και ο Ζακόμπ****. Εμείς σήμερα επιμένουμε να λέμε δυνατά και καθαρά: Οι \”ληστές\” του Λονδίνου ήταν ένα μαζί μας!

Ας γίνει γνωστό. Ας γίνει επιτέλους κατανοητό ότι στη σημερινή κοινωνία είμαστε η εμπροσθοφυλακή ενός βάρβαρου στρατού. Ότι δεν σεβόμαστε καθόλου όλα εκείνα που συνιστούν την αρετή, την ηθική, την τιμιότητα, ότι είμαστε έξω από νόμους και κανονισμούς. Μας καταπιέζουν, μας διώκουν, μας κυνηγούν.  Οι εξεγερμένοι βρίσκουν συνεχώς τους εαυτούς τους προ μιας θλιβερής εναλλακτικής: να υποταχθούν, δηλαδή να καταργήσουν τη θέληση τους και να επιστρέψουν στο ελεεινό κοπάδι των εκμεταλλευομένων ή να δεχτούν τη μάχη ενάντια σε ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό.

Προτιμούμε τη μάχη. Εναντίον μας , όλα τα όπλα είναι καλά· βρισκόμαστε σε ένα εχθρικό στρατόπεδο, περικυκλωμένοι, παρενοχλημένοι. Τα αφεντικά, οι δικαστές, οι στρατιώτες, οι μπάτσοι ενώνονται για να μας καταβάλλουν.  Αμυνόμαστε – όχι με όλα τα μέσα γιατί η πιο ανένδοτη απάντηση που μπορούμε να τους δώσουμε είναι ότι είμαστε καλύτεροι από αυτούς – αλλά με μια βαθιά περιφρόνηση για τους κώδικες τους, τα ηθικά τους αξιώματα, τις προκαταλήψεις τους.

Με το να μας αρνείται την ελεύθερη εργασία, η κοινωνία μας δίνει το δικαίωμα να κλέβουμε. Με το να παίρνουν στην κατοχή τους τον πλούτο του κόσμου, οι αστοί μας δίνουν το δικαίωμα να παίρνουμε πίσω, με όποιο τρόπο μπορούμε, ότι χρειαζόμαστε για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Ως αντιεξουσιαστές, έχουμε τη φλογερή αποφασιστικότητα να ζήσουμε ελεύθεροι χωρίς να καταπιέζουμε κανέναν, χωρίς να μας καταπιέζει κανένας. Η τωρινή κοινωνία, βασισμένη στον παράλογο εγωισμό του δυνατότερου, στην ανισότητα και στην εκμετάλλευση, μας το αρνείται.  Για να μην πεθάνουμε από την πείνα  αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε διάφορα μέσα: να δεχτούμε την αποβλακωμένη και εξαχρειωμένη ύπαρξη του μισθωτού και να εργαστούμε ή την επικίνδυνη ύπαρξη του παρανόμου, δηλαδή να κλέβουμε, να ξεμπλέκουμε από το χάλι μέσω τρόπων που κινούνται στο περιθώριο του νόμου.

Ας γίνει γνωστό! Προκειμένου να υπάρχουμε, η εργασία – δηλαδή το να υποταχθούμε στη σκλαβιά του εργοστασίου – είναι όσο μέσο είναι και η κλοπή. Όσο δεν έχουμε κατακτήσει την άφθονη και μεγάλη ζωή για την οποία αγωνιζόμαστε, τα διάφορα μέσα τα οποία η κοινωνική οργάνωση θα μας αναγκάσει να καταφύγουμε δε θα είναι για εμάς τίποτα άλλο από ένα έσχατο καταφύγιο. Έτσι διαλέγουμε, ώστε να είμαστε σύμφωνοι με τις ιδιοσυγκρασίες μας και τις συγκυρίες, τα μέσα που είναι καταλληλότερα για μας.

Οι κώδικες σας, οι νόμοι σας, η \”τιμιότητά\” σας: δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο τα χλευάζουμε!

Γι\’ αυτό, μπροστά στα μούτρα των οργισμένων αστών, αυτών που δικάζουν, των τίμιων κτηνών, των πόρνων της δημοσιογραφίας, εμείς επιμένουμε να φωνάζουμε: \”Οι \”ληστές\” του Λονδίνου είναι δικοί μας!\”

Είναι επίσης, παρεμπιπτόντως, ευγενείς ληστές και μπορούμε να είμαστε περήφανοι για αυτούς. Δε θα πούμε μάταια λόγια μετάνοιας, δε θα κλάψουμε μάταια για αυτούς. Όχι! Άλλα είθε οι θάνατοι τους να είναι παράδειγμα και να να χαραχτεί στις μνήμες μας το υψηλό σύνθημα των Ρώσων συντρόφων: \” Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται ποτέ!\”

Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται! Ούτε κάτω από τους πυροβολισμούς των μπάτσων, ούτε μπροστά στις κραυγές  του πλήθους ή στην καταδίκη αυτών που κρίνουν! Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται!

Αποφασισμένοι να ζήσουν εξεγερμένοι να αμυνθούν ανηλεώς μέχρι το πικρό τέλος, ξέρουν. όταν είναι απαραίτητο, να δέχονται το χαρακτηρισμό των \”ληστών\”.

Μπορώ να μαντέψω, αγαπητέ αναγνώστη, τη συναισθηματική αντίρρηση που βρίσκεται στα χείλη σου: Μα οι 22 κακομοίρηδες που τραυματίστηκαν από τις σφαίρες των συντρόφων σας ήταν αθώοι! Δεν έχετε καμιά τύψη;

Όχι! Γιατί αυτοί που τους κατεδίωξαν δε θα μπορούσαν να είναι τίποτα άλλο από \”τίμιοι\” πολίτες πιστοί στο κράτος και την εξουσία. Ίσως καταπιεσμένοι, αλλά καταπιεσμένοι που με την εγκληματική αδυναμία τους, διαιωνίζουν την καταπίεση. Εχθροί!

Απερίσκεπτοι, θα απαντήσετε. Ναι, αλλά και οι άγριοι αστοί είναι απερίσκεπτοι. Για μας, εχθρός είναι όποιος μας εμποδίζει να ζήσουμε. Δεχόμαστε επίθεση και θα αμυνθούμε.

Και δεν έχουμε να πούμε λόγια καταδίκης για τους τολμηρούς συντρόφους μας που έπεσαν στο Τότενναμ, αλλά θαυμασμό για την απαράμιλλη ανδρεία τους και μεγάλη θλίψη γιατί απόψε χάσαμε, πάνω στο άνθος της ρώμης τους, άνδρες με εξαιρετικό κουράγιο και ενέργεια.

Υποσημειώσεις:

1. Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη \”bandits\” που διαφέρει από π.χ. τη λέξη \”robbers\” ακριβώς επειδή αποτυπώνει μια γενικότερα ιλλεγκαλιστική θεώρηση των υποκειμένων που περιγράφει.

2. Κάποιες πληροφορίες του άρθρου που θα διαβάσετε παρακάτω, είναι ανακριβείς. Το κείμενο αναφέρεται στους συντρόφους Πωλ \”Ελέφαντας\” Χέφελντ και Ζακόμπ Λεπιντύ, ναύτες από τη Ρίγα της Λιθουανίας, οι οποίοι ανήκαν σε έναν πυρήνα του παράνομου επαναστατικού δικτύου ¨Φλόγα\”. Είχαν απαλλοτριώσει τα χρήματα της μισθοδοσία από μια εταιρία στο Τόττεναμ και στο κυνηγητό που ακολούθησε για πολλά μίλια, πυροβόλησαν 22 από τους διώκτες τους, εκ των οποίων τρεις πέθαναν (μεταξύ των οποίων και ένα δεκάχρονο αγόρι). Οι δύο άνδρες αυτοκτόνησαν, αφού όμως κατάφεραν να δώσουν τα λάφυρα τους σε ένα συνεργάτη τους που τους περίμενε ο οποίος δε συνελήφθη ποτέ.

3. Εννοεί στους αναρχικούς κύκλους.

4.  Κλεμάν Ντυβάλ (1850-1935): Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, μέλος της διαβόητης ομάδας \”Οι Πάνθηρες του Μπατινιόλ\”, Πινί: Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, οπαδός της \” ατομικής επανάκτησης\”, Μαριούς Ζακόμπ: (1879-1954): Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, μέλος της επίσης διαβόητης αναρχικής ομάδας ληστών \”Οι Εργάτες της Νύχτας\”.

Το κείμενο είναι ένα άρθρο του Βίκτορ-Ναπολεόν Λβόβιτς Κιμπάλτσις , που αργότερα έγινε ο γνωστός φιλομπολσεβίκος και αντισταλινικός Βίκτορ Σερζ, από τα νεανικά χρόνια του φλογερού αναρχοατομικισμού του. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Révolté (ο Εξεγερμένος) στο τεύχος 36, στις 6 Φλεβάρη του 1909.

Πηγή στα αγγλικά: Anarchists – Bandits, The Anarchist Library

Βιβλιογραφία: \”Η συμμορία Μπονό, η ιστορία των Γάλλων ιλλεγκαλιστών\”, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος και \”οι εργάτες της νύχτας\”, εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου.

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Η μετάφραση αυτού του κειμένου αφιερώνεται στο σύντροφο Θεόφιλο Μαυρόπουλο.

Μηδενισμός και Οργάνωση

Αναδημοσίευση από το indymedia 

Μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, η κραυγή του λύκου από την υψηλότερη κορυφή της Άρνησης σπάει εκκωφαντικά τη γαλήνη του κοπαδιού στον κάμπο. Μη βιαστείτε να εφησυχαστείτε, η κραυγή δεν ήταν απλώς μια αναλαμπή Ζωής μέσα στην ησυχία της σήψης. Οι λύκοι ενεδρεύουν.

   Ο Μηδενισμός, η πέννα και το μαχαίρι, σηματοδοτεί το Θάνατο του Θεού, το σπάσιμο κάθε αλυσίδας και την αρχή ενός ταξιδιού στις παρθένες πεδιάδες του Ενστίκτου και της Καταστροφής. Ενσαρκώνει την πιο παθιασμένη κραυγή και την πιο ψυχρή ειλικρίνεια του εξεγερμένου, του προσώπου που δε φέρει την Άρνηση, αλλά την ενσαρκώνει, την κάνει κτήμα του και ορμάει με το μαχαίρι στα δόντια ενάντια σε κάθε φάντασμα, ενάντια σε κάθε φενάκη.

Μην πιστέψετε ποτέ, όμως, πως θα μπορούσε η ορμή μιας τέτοιας Άρνησης να χωρέσει στα στενά πλαίσια ενός συστήματος. Όχι, ο Μηδενισμός δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι προκατασκευασμένο εγχειρίδιο ζωής, δε θα μπορούσε να είναι. Διότι είναι η επίθεση ενάντια στην ιδεολογία, ενάντια σε κάθε δογματισμό και προκαθορισμένη συνάντηση με το ντετερμινισμό.

Πόσοι και πόσοι είναι εκείνοι που αγκάλιασαν τη Φωτιά και συνωμότησαν ενάντια στο υπάρχουν ; Πόσοι έμπηξαν το μαχαίρι σε κάθε φάντασμα, όσο ιερό και όσιο και αν φάνταζε, όσο απειλητικό και αν φαινόταν στους περισσότερους το δίπλωμα και ο σπασμός κάτω απ\’ τον καυτό Ήλιο ! Εκείνοι που γελούσαν με το ίδιο ιερόσυλο γέλιο, εκείνοι που προτίμησαν τη Ζωή και τον Πόνο από τη σήψη, εκείνοι μόνο είναι οι ζωντανοί.

Μπορεί άραγε η ιστορία να εκλαμβάνεται ως ένα προκαθορισμένο ταξίδι ; Είναι δυνατόν να οριοθετήσει και να καθορίσει κανείς τον τρελό χορό του Χάους ; Πόσοι και πόσοι ήταν εκείνοι που πίστεψαν αυτή την ανοησία ! Μα όχι. Η ιστορία δεν είναι και δεν μπορεί να είναι προκαθορισμένη. Στη θέση ενός σχεδόν μοιρολατρικού ντετερμινισμού, Εγώ αντιτάσσω το Χάος. Την πορεία προς το Άγνωστο, το βίαιο ταξίδι προς το Τίποτα. Δεν υπάρχει στόχος, ούτε τέλος. Η Βία, ο Πόλεμος και η Δύναμη την κινούν, όχι οι μάζες και οι τάξεις.

Η τάξη ! Πόσο αδύναμο φάντασμα μπροστά στις επιθέσεις των Μοναδικών, μα και πόσο ισχυρός δυνάστης για όσους παγιδεύονται στις αλυσίδες της. Αγκαλιάζει τη μάζα με τον ίδιο τρόπο που το κάνει το Έθνος και η Πατρίδα. Και πόσοι είναι εκείνοι που μέμφονται τον ταξικό προδότη, αναγνωρίζοντας παράλληλα στους ίδιους την προδοσία της Πατρίδας και του Έθνους. Το μόνο που καταφέρνουν μέσα στην αδυναμία τους είναι να αντικαταστήσουν μία αλυσίδα με μία ισχυρότερη. Η τάξη, η εργατική ιδιαίτερα καμώνεται κιόλας πως είναι απελευθερωτική, την ίδια στιγμή που στραγγαλίζει τον Εγωισμό και την ανεξάρτητη υπόσταση του προσώπου χάριν του συλλογικού συμφέροντος και της μάζας.

Φυσικά, το ίδιο συμβαίνει με το Έθνος και την Πατρίδα. Και οι τρεις τους κοινωνικές κατασκευές, παγίδες για ανόητους ή εθελοτυφλούντες. Η Πατρίδα, η Τάξη και το Έθνος είναι φαντάσματα και μη-σώματα, αποκούμπι για κάθε αδύναμο ανθρωπάκι που αποζητά στήριγμα και μαζισμό. Αυτό είναι λοιπόν, χωνευτήρι αδυναμίας και σήψης.

 

Στο μεσαιωνικό αγώνα εναντίον του Εαυτού, σε αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια της κοινωνίας και της εξουσίας να εξαλείψει τον εγωισμό, βρήκε εύφορο έδαφος το Έθνος και η Πατρίδα. Οι αστικές επαναστάσεις, αυτές που πήραν φωτιά από την εύφλεκτη ύλη της ιδιοκτησίας, εδραίωσαν τον πολιτικό φιλελευθερισμό, την αίσθηση του \”ανήκειν\” σε μια ομάδα και γεννήθηκε το Κράτος και την αίσθηση των \”ημών που ανήκουμε\” και γεννήθηκε το Έθνος. Οι αστικές επαναστάσεις εκθρόνισαν το Θεό των παπάδων και επάνω από το φρεσκοχτισμένο τάφο του έσκουξαν: Ζήτω ο \”Άνθρωπος\” !

 

\”Μόνο το ορθολογικό υπάρχει και αφού το πνεύμα είναι το μόνο ορθολογικό, μόνο το πνεύμα υπάρχει\”. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του ανθρωπισμού και του Διαφωτισμού. Η χριστιανική περιφρόνηση του κόσμου κορυφώνεται μέσω της καθαγίασης. \”Στα πάντα υπάρχει λογικό, δηλαδή Άγιο Πνεύμα\”. Η καθολικισμός, ως απαιτών την καθαγίαση των κοσμικών σχέσεων, αντικαθίσταται από την προτεσταντική λογική, όχι μόνο σε θρησκευτικό επίπεδο, δε θα μπορούσε άλλωστε, τη λογική ότι οι κοσμικές σχέσεις είναι αυτές καθαυτές ιερές.

 

Ο αστισμός υποβίβασε τον Εγωισμό σε ιδιωτική υπόθεση, ο \”Άνθρωπος\” είναι ο κληροδότης των δικαιωμάτων και το Έθνος ο φορέας τους. Στον πολιτικό φιλελευθερισμό ο πολίτης είναι ελεύθερος, το άτομο ως κοινωνικός πυρήνας και όχι το πρόσωπο. Και η συνείδηση είναι βαθιά πολιτική και όχι προσωπική. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος του Έθνους, ως πολίτη και όχι ως αυτόβουλο δρώντα. Ο μαζισμός περικλείει κάθε έκφανση της Ζωής, ακρωτηριάζοντας την ύπαρξη από τη Δύναμη, η οποία ποδοπατείται από το πνεύμα.

Οι αστικές επαναστάσεις δεν ανατρέπουν τη μοναρχία, μεταβάλλουν απλώς το χαρακτήρα της και την ισχυροποιούν. Η επιβολή παύει να είναι προσωπική, μετατρέπεται σε απρόσωπη, άρα πολύ ισχυρότερη. Δεν υπάρχει πια ο μονάρχης, υπάρχει το Κράτος. Η επανάσταση ενάντια στην περιορισμένη (προσωπική) μοναρχία, τη μετασχηματίζει σε απόλυτη (απρόσωπη) μοναρχία. Η επανάσταση εναντίον των μικρών μοναρχιών των νομοκατεστημένων τάξεων, θέτει την \”αριστοκρατία της αξίας\” (αστική τάξη), στη θέση της \”τεμπέλικης αριστοκρατίας\” (κληροδοτούμενης). Το άτομο είναι πια πολιτικός προτεστάντης, έχοντας άμεση σχέση με το Θεό-Κράτος, χωρίς να χρειάζεται τη μεσολάβηση του καθολικισμού (σχέση υπηκόου-μονάρχη).

Η επιβολή υφίσταται μόνο μέσω του πράγματος σε προσωπικό επίπεδο. Το Κράτος κατέχει το μονοπώλιο της Βίας. Ένας νέος Θεός υψώνεται, ο Νόμος. Η επανάσταση δεν είναι για μένα τίποτα άλλο από μια μεταρρύθμιση. Διότι η καταστροφή ενός κόσμου και των αξιών, των κοινωνικών σχέσεων και της Ηθικής που τον περιβάλλει, οδηγεί σε στην ανοικοδόμηση ενός νέου κόσμου, με νέες αξίες και Ηθική.

Κάθε ιδεολογία που βασίζεται στο μαζισμό είναι παιδί του Διαφωτισμού, αλυσίδα για κάθε πρόσωπο και στόχος για κάθε εξεγερμένο. Φασισμός , Κομμουνισμός, Αναρχισμός είναι στο επίπεδο των ηθικών αξιών ίσοι με τη διαφορά ότι ο πρώτος προτάσσει την ωμή βία και ο δεύτερος διέπεται από το δουλικό πνεύμα του χριστιανισμού. Την ίδια ώρα που ο φασισμός είναι θάνατος του πνεύματος, ο σοσιαλισμός είναι θάνατος της δύναμης.

Και η κοινωνία δεν παίρνει θέση, γι\’ αυτό ακριβώς είναι τέτοια. Φάντασμα, σώμα μη-σώμα, τίποτα παραπάνω από ένα κοπάδι ανδρεικέλων. Και περιμένετε από τον κοινωνικό βάλτο συνδρομή… Μα ζητάτε από την κοινωνία να εξεγερθεί εναντίον του ίδιου της του εαυτού ! Εναντίον της ίδιας της της φύσης, εκείνης της βαθιά φασιστικής φύσης.

Θεωρείτε πως είναι δυνατή η μεταστροφή ; Μα τότε τι παραπάνω επιδιώκετε πέρα από την καθοδήγηση (κοινωνική, ηθική, αξιακή, στρατηγική δεν έχει σημασία) του κοπαδιού ; Βοσκοί επιδιώκετε να γίνετε κοινωνικοί.

Ο φασισμός είναι πρωτίστως ένα δυνατό και βίαιο χαστούκι στο πρόσωπο του \”επαναστάτη\” που στο πρόσωπο φαντασμάτων όπως η κοινωνία και η τάξη αναγνωρίζει επαναστατικά υποκείμενα και ορέγεται εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Και πόσο υποκριτικό είναι πράγματι να σκούζουν περί αντιφασισμού οι κοινωνικοί αναρχικοί ! Γιατί ουσιαστικά ο πόλεμός τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα αδιάκοπο κυνηγητό με σκιές… Δεν αντιλαμβάνονται, βέβαια, πόσο υποκριτικές είναι οι διακηρύξεις για κοινωνικό αντιφασισμό, ουσιαστικά πρόκειται για πόλεμο ενάντια στην ουσία τους. Γιατί ποια άλλη είναι η γενεσιουργός αιτία του φασισμού πέρα από τη μάζα ;

Διότι ο φασισμός δεν είναι αντικοινωνική πανούκλα, είναι εγγενές στοιχείο της κοινωνίας. Σάρκα από τη σάρκα του φαντάσματος που έχει αλυσοδέσει εκατομμύρια ζωές είναι η μαζοποίηση και η λογική του όχλου, η ανάγκη του \”ανήκειν\”, σάρκα από τη σάρκα της και η ιδέα της υπεροχής αυτής της μάζας. Και πόσο πράγματι συμβάλλων προς αυτήν την κατεύθυνση είναι ο κακόμοιρος \”επαναστάτης\”, ο οποίος καιόμενος από τη φλόγα της κοινωνικής εξέγερσης και τα οράματα για δικαιοσύνη και ισότητα (ασήκωτες αλυσίδες ακόμα και για ειλικρινείς \”συντρόφους\”), μπολιάζει τις μάζες με ταξική συνείδηση και εργατισμό ; Είναι άραγε διαφορετική η πρακτική από αυτή του κράτους που εμβολιάζει τους υπηκόους με εθνικισμό και πατρίδες ; Φυσικά, κάθε μηδενιστής δεν μπορεί παρά να γελά δυνατά και ξεδιάντροπα μπροστά σ\’ αυτή τη φρικτή ανοησία.

Θεωρούν οι κοινωνιστές ότι ο φασισμός έριξε την κοινωνία στο κρεβάτι την ώρα που η τελευταία απλώς αυνανίζεται. Και αντί να επιτεθούν με λύσσα εναντίον της, τη χρησιμοποιούν ως πρόταγμα, ως προσδιορισμό του \”αγώνα\” τους.

Και δεν είναι μήπως οι ίδιοι κοινωνιστές που ορέγονται σοσιαλιστικές/κομμουνιστικές κοινωνίες ; Όσο και να καταριέστε και να εθελοτυφλείτε, η αλήθεια είναι μπροστά σας.

Είναι άραγε ο αντιφασισμός υπόθεση των μαζών ; Ποιος θα μπορούσε να συμφωνήσει έχοντας παράλληλα στο νου ότι ο αντιφασισμός είναι βαθιά αντικρατικός, αντιπολιτικός και αντικοινωνικός ; Πόσο ανόητα ακούγονται τώρα όλα αυτά στους κοινωνιστές ! Είναι άραγε ή δεν είναι προαπαιτούμενο για τον αντιφασισμό, τον ουσιαστικό και όχι αυτιστικό αντιφασισμό, η αποπολιτικοποίηση του δρώντα ; Διότι, δεν είναι μήπως η πολιτική που διαμορφώνει τους πολίτες ; Φυσικά είναι αυτή. Για μένα κάθε άνθρωπος εμποτισμένος με πολιτική συνείδηση, παύει να είναι πρόσωπο, αυτόβουλος εγωιστής και ατομικιστής και μετατρέπεται σε πολίτη με την έννοια του ατόμου, του κοινωνικού πυρήνα. Είναι ποτέ δυνατόν ο ελεεινός αρλεκίνος, ο νοικοκύρης να δρα αντιφασιστικά ; Την ίδια ώρα που ο ίδιος δεν είναι μόνο φορέας, αλλά και πηγή φασισμού…

Το ίδιο ισχύει και για τους αριστερούς (λες και διαφέρουν, όντας πολίτες) και τους κοινωνικούς αναρχικούς, όσο ελιτίστικο και ισοπεδωτικό και αν ακούγεται. Διότι όταν απουσιάζει ο ατομικισμός και το άτομο -πια- κυριαρχείται από την ανάγκη της κοινωνικής απέυθυνσης ή του \”ανήκειν\”, τότε το ίδιο σηματοδοτεί τη γέννηση ενός νέου -ισμού (με την έννοια του συστήματος, της ιδεολογικοποιημένης σκέψης) και κατ\’ επέκταση την ουσία του φασισμού, το μαζοποιημένο κοπάδι.

Εσείς που αποστρέφεστε την ουσία της Ζωής, το Έγκλημα και τη Βία, εγκωμιάζετε συνεχώς την αδυναμία της μάζας. Μα Εγώ φτύνω κάθε σας ένσταση και καταδίκη, και ψύχραιμα σας λέω: Οι αδύναμοι πρέπει να τσακιστούν. \”Η τάξη είναι η αρετή των μετριοτήτων\”, όπως έγραψε και ο μεγάλος Γερμανός εξεγερμένος Φ. Νίτσε.

Πόσο κατώτερα συναισθήματα είναι ο οίκτος και η συμπόνια ! Καταδικάστε την ουσία της Ζωής, καταδικάστε το Έγκλημα και τον Πόλεμο για να χαρείτε τη μιζέρια σας… Αλλά την Αναρχία αφήστε την ήσυχη. Καμιά σχέση δεν έχετε εσείς με την αυτοκυριότητα, με το απόλυτο Μηδέν και τη φωτιά της Εξέγερσης. Ονειρευτείτε επαναστάσεις και κοιμηθείτε ήσυχοι, νανουρισμένοι με τα παραμύθια της Δικαιοσύνης.

Αλλά Εγώ θα συνεχίσω να γελάω με τα όνειρά σας, θα συνεχίσω να χλευάζω τις αξίες και τα ιδανικά σας, την επαναστατική ή και “αναρχική” σας Ηθική. Θα φτύνω τις χριστιανικές σας δοξασίες για Έλεος, Βοήθεια, Αλληλεγγύη, Αγάπη και Σεβασμό. Επιμένετε να συντάσσεστε με την αδυναμία και την ασχήμια. Ας είναι. Μην απαιτείτε, όμως, να μένουν οι επιθέσεις σας στην Αναρχία (γιατί αυτό κάνετε ουσιαστικά) αναπάντητες.

Θα είμαι ειλικρινής. Δε συμμερίζομαι κανένα όνειρο κοινωνική επανάστασης, κανένα επαναστατικό όνειρο γενικά. Στόχος μου η υψηλότερη Κορυφή και η βαθύτερη Άβυσσος. Ο Μηδενισμός ως καθαρή και απόλυτη τάση δε χρειάζεται καμμία απολύτως υπεράσπιση απέναντι στους ιδεολογικούς -ισμούς σας.

 

Ο Μηδενισμός και η Αναρχία θα συντροφεύουν για πάντα τους μηδενιστές στο δρόμο της Φωτιάς και της Άρνησης.

   Και το βλέμμα μου δεν είναι στραμμένο σε δανεικά όνειρα και μετεπαναστατικούς παραδείσους. Ονειρευτείτε εσείς σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ουτοπίες, Εγώ θα συνεχίσω να πορεύομαι προς το απόλυτο Τίποτα, όχι περιτρυγιρισμένος από σκουπίδια και “νοικοκυραίους”, αλλά από την Οργή και τη Λύσσα της Καταστροφής.

Κρατήστε το αλφάδι σας, δεν το διεκδίκησα ποτέ. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, η Αναρχία να φυλακιστεί σε μια τόσο αξιολύπητη φράση ; “Η Αναρχία είναι Τάξη”… Κρατήστε τη Δημοκρατία σας και τις οργανώσεις σας, το Μηδέν δε συνδιαλέγεται με την Αδυναμία. Και τα μαυροκόκκινα σημαιάκια σας μαζί με τη θηλιά του εργατισμού.

 

Τα λάβαρα των μηδενιστών ήταν και θα είναι Μαύρα. Πλαισιωμένα από το χορό του Θανάτου και τον Αντίχριστο που γεννιέται από τη Φωτιά και το Αίμα.

    Γιατί είμαστε μηδενιστές ; Μήπως για να εξυπηρετήσουμε κάποιο ανώτερο ιδανικό ; Ή μήπως από αλτρουισμό ; Όχι! Αδιαφορώ για την Ανθρωπότητα και την Κοινωνία, σιχαίνομαι κάθε ηλίθιο φιλισταίο ανθρωπάκι, είμαι Μηδενιστής και επιδιώκω την ολική Καταστροφή του υπάρχοντος, είμαι Αναρχικός και επιτίθεμαι ενάντια στην Εξουσία, την Κοινωνία και το Κράτος.

   Υπάρχει χώρος για οργάνωση ανάμεσα στους αναρχικούς ; Οργάνωση με την έννοια της πολιτικής συγκρότησης δε θα ήταν παρά μια αυτιστική σύμπραξη προς ρεφορμιστική και γραφειοκρατική πορεία. Η Αναρχία ως βαθιά αντιπολιτική δε θα μπορούσε να αποτελεί μέρος καμμιάς πολιτικής εξίσωσης, και εάν το έπραττε θα κατέληγε να αποβάλει από τους κόλπους της κάθε τι εξεγερσιακό και να μεταβληθεί σε ακόμα ένα πολιτικό μόρφωμα.

Ως μηδενιστής, θεωρώ πως το μόνο έδαφος για οργάνωση βρίσκεται στην ανάπτυξη άτυπων δομών και δικτύων με εμφανή και υπόγεια εξεγερσιακή δράση. Διότι μόνο μέσα από την ανάπτυξη άτυπων ομάδων ανεξάρτητων μεταξύ τους και δομημένων στη βάση της μη-δέσμευσης των μελών τους θα μπορούσε η μηδενιστική/χαοτική Αναρχία να βυθίσει το πυρωμένο μαχαίρι στο στήθος των κρατιστών.

Υπάρχει μήπως άλλος τρόπος πέρα από τα κλειστά άτυπα δίκτυα ώστε να διασφαλιστεί η μυστικότητα των εγχειρημάτων και η αποτελεσματικότητα των δράσεων, από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη ; Οποιαδήποτε \”αναρχική\” πολιτική οργάνωση δεν μπορεί παρά να δρα υπό το φόβο της παρείσφρησης σε αυτή μπάτσων και ασφαλιτών και ως εκ τούτου κάθε δράση της θα είναι δυνάμει ελεγχόμενη από το Κράτος. Είναι, λοιπόν, ξκάθαρο πως η αναρχική δράση περιορίζεται τόσο από τις αντιθέσεις μιας τέτοιας οργάνωσης εξαιτίας της πολυμορφικότητας αυτού που ανόητα ονομάζεται αναρχικός \”χώρος\” (διότι χώρος δεν υπάρχει), αλλά και από τη διαρκή επιτήρηση των εξουσιαστών.

Στον αντίποδα, θεωρώ ως μηδενιστής ότι ο καταλληλότερος τρόπος άτυπης οργάνωσης είναι οι κλειστές, άτυπες ομάδες που αναπτύσσονται μεταξύ ατόμων με τις ίδιες ακριβώς επιδιώξεις γύρω από ένα συγκεκριμένο ζήτημα και παύουν όταν τα μέλη τους το αποφασίσουν, χωρίς δεσμεύσεις και μανιφέστα, χωρίς αλλοτρίωση του προσώπου από το μέσο ή αντιπροσώπευση.

Τάσσομαι ξεκάθαρα εναντίον της οργάνωσης, αφού εκπροσωπεί μια πολιτική αντίληψη, βαθιά ρεφορμιστική, γύρω από την Αναρχία, μετατρέποντάς τη σε κοινωνικό αλκοόλ.

Στεκόμαστε εδώ, οπλισμένοι με Μίσος και Θέληση για Καταστροφή, έτοιμοι να συμμετάσχουμε στον προαιώνιο χορό του Χάους και της διαρκούς Εξέγερσης. Έτοιμοι να πραγματώσουμε κάθε συνωμοτική σκέψη μας. Είμαστε οι προάγγελοι του Χάους και της Φωτιάς. Και είμαστε εδώ, είτε σας αρέσει είτε όχι.

 

  Η Αναρχία, είναι για μένα το μέσο για να φτάσουμε στην ατομικότητα, και όχι το άτομο ένα μέσο για να φτάσουμε στην Αναρχία. Μια τέτοια αναρχία δεν θα ‘ταν παρά μια ακόμα πλάνη. Εάν οι αδύναμοι φαντασιώνονται την Αναρχία σαν έναν κοινωνικό σκοπό, οι δυνατοί πραγματώνουν την Αναρχία σαν το μέσο ανίχνευσης του απείρου της ατομικότητας. Μήπως οι αδύναμοι δεν είναι που δίνουν ζωή – τη ζωή τους – σ αυτήν την κοινωνία που με τη σειρά της γεννά την ιδέα του νόμου; Μα όποιος κάνει την Αναρχία πράξη εχθρεύεται τον νόμο και ζει σε πόλεμο με την κοινωνία. Κι ο πόλεμος αυτός είναι ατέρμονος καθώς με την πτώση του Τσάρου ενθρονίζεται ο Λένιν, με την διάλυση της αυτοκρατορικής φρουράς έρχεται η κόκκινη φρουρά… Ο αναρχισμός σαν μια κληρονομιά ηθική και πνευματική, θα ‘ναι πάντοτε υπόθεση μιας ευγενικής ολιγάριθμης φάλαγγας, και όχι των μαζών ή του λαού. Ο αναρχισμός είναι θησαυρός και ιδιοκτησία μοναδική αυτών των λίγων που αισθάνονται σ’ όλο της το βάθος, να αντηχεί μέσα τους η κραυγή μιας αδιαπραγμάτευτης και απόλυτης άρνησης!

Ρ. Νοβατόρε

 

Για την Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία

 

Λύσσα και Συνείδηση,

Άρνηση και Βία

 

Βασίλης

 

\"\"