Ενάντια στην αναρχία ως κοινωνική πρόνοια

Μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, είναι σχετικά εύκολο να παρατηρήσει κανείς  μια κοινωνιστική στροφή του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου. Βασισμένοι σε μια ανάλυση της εξέγερσης που έλεγε πως ο τερματισμός της οφειλόταν στο μη άνοιγμα του λόγου της στο προλεταριάτο και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, πολλοί αναρχικοί στράφηκαν σε μια όλο και πιο εξωστρεφή δράση με σκοπό τη διάχυση του λόγου στην κοινωνία. Είδαμε λοιπόν τις περίφημες λαϊκές συνελεύσεις, τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα αναρχικών, αριστερών και παρατρεχάμενων, τα αυτόνομα σχήματα στα πανεπιστήμια κλπ.

Με τον ερχομό της \”κρίσης\” αυτή η κοινωνιστική \”δυναμική\” βρήκε νέο πεδίο δράσης στην κάλυψη του κενού που άφησε η στρατηγική διάλυση, από τη μεριά της εξουσίας, του κοινωνικού κράτους. Βέβαια η συγκεκριμένη νοοτροπία υπήρχε και πριν την εξέγερση στο θέμα της αλληλεγγύης στους μετανάστες. Είτε λόγω ενός αισθήματος \”ταξικής αδελφοσύνης\”, είτε από απλή φιλανθρωπία πολλοί ασχολήθηκαν με τις άμεσες υλικές ανάγκες των μεταναστών καθώς και με την ανάγκη νομιμοποίησης έστω κάποιον πτυχών της ύπαρξης τους στην Ελλάδα (π.χ. προσωρινές άδειες παραμονής, άδειες εργασίας και ταξιδιωτικά έγγραφα).

Σε περιβάλλον κρίσης λοιπόν αυτή η σταυροφορία ανθρωπιάς γιγαντώθηκε. Συλλογικές κουζίνες ανέργων, ανταλλακτικά παζάρια, εμπόριο χωρίς μεσάζοντες, στέγαση, d.i.y. μαθήματα χειροτεχνίας και άλλων, παιδικοί \”σταθμοί\”, λαϊκές πολιτιστικές εκδηλώσεις, είναι μόνο μερικές από τις δομές που στήθηκαν για να καλύψουν τις υλικές και δευτερευόντως κάποιες πνευματικές ανάγκες του εξαθλιωμένου πληθυσμού.

Πριν περάσουμε στην ουσία αυτής της πρακτικής ας προσπαθήσουμε να δούμε την οπτική του κράτους. Είναι ελπίζω γενικά αποδεκτό πως το κράτος αντιμετωπίζει τους πολίτες του ως υποτελείς του και πως το κεφάλαιο βλέπει μόνο παραγωγικές μονάδες και καταναλωτές. Λίγο ενδιαφέρει το κράτος και το κεφάλαιο αν το υποκείμενο είναι μετανάστης, γυναίκα, ανήλικος, άνδρας, νέος ή γέρος κλπ. Εννοώ δεν τον ενδιαφέρουν ως τέτοιοι. Το κράτος αντίθετα με τους σκλάβους του δεν είναι ούτε φύσει ρατσιστικό, ούτε φύσει πατριαρχικό, ούτε βέβαια φύσει πατριωτικό, ούτε τίποτα. Χρησιμοποιεί όμως αυτά τα ιδεολογήματα όταν τα χρειαστεί. Έτσι σήμερα που υπάρχει πλεονάζον εργατικό δυναμικό φοράει η μάσκα του ρατσιστή και του διώκτη των απόκληρων όπως με την ίδια ευκολία είχε φορέσει το προσωπείο του κοσμοπολίτη όταν χρειαζόταν φθηνά εργατικά χέρια τη δεκαετία του 90. Δεν μπορεί σήμερα να ανεχτεί μια μάζα πεινασμένων να διακόπτει την ομαλότητα της οικονομίας με πολιτικές ή παραβατικές συμπεριφορές. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζει πως δε μπορεί απλά να εξολοθρεύσει σωματικά όσους του περισσεύουν. Επομένως μεταχειρίζεται άλλες πλάγιες στρατηγικές όπως τη συνεργασία σε κάποια επίπεδα με τους ναζί, την εξώθηση στο έγκλημα και μετά στη φυλακή-αποθήκη, την επιμήκυνση της στρατιωτικής θητείας, τις αυτοκτονίες κλπ. Το κράτος ενδιαφέρεται να διατηρήσει την εξουσία του. Προσπαθεί πάντα να βρει την ισορροπία μεταξύ πολιτικού κόστους και αποτελεσματικότητας. Εδώ λοιπόν έρχεται η αναρχική φιλανθρωπία που άθελα της το συνδράμει.

Γιατί, τι ενοχλεί πιστεύεται το κράτος π.χ. μια συλλογική κουζίνα;  Ταΐζει τους υποτελείς που δεν συμφέρει οικονομικά να ταΐζει το ίδιο και επιπλέον οι τελευταίοι ως χορτασμένοι είναι πιο διαχειρίσιμοι. Το κράτος δε χρειάζεται ούτε να ξοδέψει για τους περισσευούμενος ούτε να διακινδυνεύει να φθαρεί πολιτικά μέσω μιας άγριας καταστολής. Βέβαια η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας από μεριάς αναρχικών προϋποθέτει την απόρριψη του ανθρωπισμού, αυτού του αστικού κατάλοιπου του Διαφωτισμού που επιμένει να κουβαλάει. Όσο οι αναρχικοί βλέπουν τους εαυτούς τους ως ταπεινούς σωτήρες της ανθρωπότητας θα φανερώνουν μια ευμεγέθη αχίλλειο φτέρνα στην οποία θα στοχεύει η εξουσία. Επιπλέον η συνθήκη της φιλανθρωπίας είναι άκρως εξαχρειωτική και για τις δύο πλευρές. Ο φιλάνθρωπος αναγκάζεται υποσυνείδητα να έχει μια σχέση ευθύνης προς τους κοινωνικά απόβλητους λες και η εξαθλίωση τους είναι δικό του έργο. Ο δέκτης της φιλανθρωπίας αποκτά σχέση εξάρτησης με το φιλάνθρωπο και επιβεβαιώνεται η αδυναμία της ατομικότητας του να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Ο εξεγερμένος γίνεται παραμάνα και ο σκλάβος παραμένει σκλάβος.

Οι αναρχικοί όμως δε χρησιμοποιούν μόνο το επιχείρημα της \”κοινωνικής αλληλεγγύης\”, της λεκτικά κεκαλυμμένης δηλαδή, φιλανθρωπίας. Υποστηρίζουν πως αυτές οι δομές προβάλλουν έναν άλλον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Θα μπορούσαμε να πούμε εδώ πως αυτός ο ρεφορμιστικός στόχος δεν είναι δουλειά των αναρχικών αλλά ακόμα και αυτός σπάνια επιτυγχάνεται. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει τα κοινωνικά υποκείμενα που εμπλέκονται να θέλουν κάτι τέτοιο. Άσχετα με τα φαντασιακά των συντρόφων που οργανώνουν αυτά τα εγχειρήματα, τα υποκείμενα έρχονται για έναν ειλικρινέστατο και προφανή λόγο: για να τραφούν να ντυθούν και να ψυχαγωγηθούν τσάμπα. Θα μπορούσαν να είναι ακριβώς οι ίδιοι που χτες έτρωγαν στο συσσίτιο της ενορίας ή έμειναν στο ξενώνα μιας Μ.Κ.Ο. Ελάχιστα τους ενδιαφέρει η κοινωνική αυτοοργάνωση με βάση τα αναρχοκομμουνιστικά προτάγματα, όπως και ελάχιστα τους ενδιαφέρει η κατάλυση των εμπορευματικών σχέσεων. Αν μπορούσαν να εξασφαλίσουν πχ. ένα προνοιακό επίδομα θα προτιμούσαν αυτό και αν κάποιοι ελάχιστοι γύριζαν στις αυτοοργανωμένες ή όχι δομές θα το έκαναν με το ρόλο πλέον του φιλάνθρωπου.

Με αυτόν λοιπόν το κοινωνιστικό, φιλανθρωπικό προσανατολισμό είναι αδύνατη η κοινωνική κριτική. Κανείς δε μιλάει πια για τις ευθύνες των υποκειμένων. Ούτε για τους μετανάστες που βρίσκονται για δεκαετίες στην Ελλάδα και το μόνο που έφτιαξαν ήταν διακοσμητικές μεταναστευτικές οργανώσεις και δεν άγγιζαν τους φασίστες ακόμα και πριν την κρίση που δε γέμιζαν ούτε ταξί, ούτε για τη μικροαστοικοποίηση πολλών εξ αυτών, ούτε για την σχεδόν καθολικά αδιαμαρτύρητη ανοχή στις αστυνομικές παρενοχλήσεις και το ντόπιο ρατσισμό. Ούτε για του ελληνάρες που θεωρούσαν την υλική φτωχιά αμαρτία αφού οι ίδιοι ήταν ματωμένοι νοικοκυραίοι,  που στήριζαν το σύστημα που τους έτρεφε για δεκαετίες και σαν ζόμπι κατανάλωναν και παρήγαν ότι πρόσταζαν τα αφεντικά και που η μόνη πράξη \”κοινωνικής ανυπακοής\” που κατάφεραν να κάνουν μαζικά, ήταν ο αγανακτισμένος βόθρος.

Διατηρούμε λοιπόν τα σκατά που έχει η πλέμπα στο κεφάλι της γιατί τώρα η προτεραιότητα είναι να γεμίσει την κοιλιά της ώστε να μπορούμε να της δείξουμε το δρόμο για την επανάσταση και τη βασιλεία των ουρανών. Τι σημασία έχει αν το μόνο που θέλει είναι δουλειά για να μπορεί ξανά να καταναλώνει όπως πριν, τι σημασία έχει που συναινούσε και συναινεί στην καταστολή των αναρχικών, τι σημασία έχει που εκτός από τους πατροπαράδοτους νταβατζήδες της, τώρα στηρίζει και τους νεοναζί αλλά και τη ρεφορμιστική αριστερά της διαχείρισης. Τι σημασία έχει εν τέλει αν δε θέλει επανάσταση. Πρέπει να την κάνει με το ζόρι.

Δυστυχώς ο ρεαλισμός είναι σπάνια αναλυτικό εργαλείο των αναρχικών. Σήμερα όμως που η εξολόθρευση μας είναι κεντρική επιλογή των εξουσιαστών, δεν έχουμε περιθώρια να φαντασιωνόμαστε λαϊκούς ξεσηκωμούς. Και αν τελικά ηττηθούμε, η αντικοινωνική κριτική που θα ακολουθήσει  θα είναι απλά ένα κενό παράπονο. Εμείς θα φταίμε και όχι οι μάζες.

Saul Newman Πόλεμος στο κράτος: Ο αναρχισμός του Στίρνερ και του Ντελέζ

Αναδημοσίευση από Rebelnet

Συχνά η επιρροή του Μαξ Στίρνερ στη σύγχρονη πολιτική θεωρία παραβλέπεται. Ωστόσο, στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ μπορεί να βρεθεί μια εκπληκτική σύγκλιση με τη μεταδομιστική θεωρία, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της εξουσίας. Ο Andrew Koch, για παράδειγμα, βλέπει τον Στίρνερ ως στοχαστή που ξεπερνά τη χεγκελιανή παράδοση, στην οποία τοποθετείται συνήθως, υποστηρίζοντας ότι το έργο του είναι ένας προάγγελος των μεταδομιστικών ιδεών για τα θεμέλια της γνώσης και της αλήθειας (Koch, 1997). Ο Koch υποστηρίζει ότι η ατομικιστική πρόκληση του Στίρνερ στις φιλοσοφικές βάσεις του κράτους πηγαίνει πέρα από τα όρια της παραδοσιακής δυτικής φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας μια πρόκληση για την μεταφυσική της επιστημολογίας. Από το πρίσμα αυτό μεταξύ Στίρνερ και μεταδομιστικής επιστημολογίας, που τέθηκε από τον Koch, θα εξετάσω τη σύγκλιση του Στίρνερ με ένα συγκεκριμένο μεταδομιστή στοχαστή, τον Ζιλ Ντελέζ, όσον αφορά το θέμα της κρατικής και της πολιτικής εξουσίας. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί παραλληλισμοί μεταξύ αυτών στοχαστών, και οι δύο μπορούν να παρουσιαστούν, με διαφορετικούς τρόπους, ως αντι-κρατιστές, αντιεξουσιαστές φιλόσοφοι. Θέλω να δείξω τον τρόπο με τον οποίο η κριτική του Στίρνερ στο Κράτος προεξοφλεί τη μεταδομιστική απόρριψη από τον Ντελέζ της σκέψης του κράτους, και το πιο σημαντικό, τους τρόπους με τους οποίους ο αντι-ουσιοκρατικός, μετά-ανθρωπιστικός αναρχισμός των δύο στοχαστών υπερβαίνει και, επομένως, αντικατοπτρίζει, τα όρια του κλασικού αναρχισμού. Το κείμενο εξετάζει τoυς δεσμούς μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας, της επιθυμίας και της εξουσίας που διαμορφώνουν τις βάσεις της κρατικής εξουσίας. Έτσι, ενώ Κοχ εστιάζει στην απόρριψη του Στίρνερ των επιστημολογικών θεμέλιων του Κράτους, η έμφαση του κειμένου είναι στη ριζοσπαστική οντολογία του Στίρνερ- το ξεσκέπασμα των λεπτών συνδέσεων μεταξύ ανθρωπισμού, επιθυμίας και εξουσίας. Θα ήθελα επίσης να υποστηρίξω ότι αυτή η κριτική της ανθρωπιστικής εξουσίας, με την οποία τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ ασχολούνται μπορεί να μας παρέχουν σύγχρονες στρατηγικές για την αντίσταση στην κυριαρχία του κράτους.

 Πρέπει να γίνει κατανοητό, ωστόσο, ότι ενώ υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του Στίρνερ και του Ντελέζ, υπάρχουν επίσης πολλές διαφορές, και, για πολλούς λόγους, μπορεί να μοιάζει ασυνήθιστη η προσέγγιση να φέρουμε κοντά τους δύο στοχαστές. Για παράδειγμα, ο Στίρνερ ήταν, μαζί με τον Μαρξ, ένας από τους νεαρούς Χεγκελιανούς, των οποίων το έργο αναδείχθηκε ως μία εξαιρετικά ατομιστική κριτική του γερμανικού ιδεαλισμού, ιδιαίτερα του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ. Ο Ντελέζ, από την άλλη πλευρά, ήταν ένας φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, ο οποίος, μαζί με τον Φουκώ και τον Ντεριντά, θεωρείται ως ένα από τους κύριους “μεταδομιστές” στοχαστές. Ενώ το έργο του Ντελέζ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια επίθεση στο χεγκελιανισμό, ακολουθεί διαφορετικά και πιο ποικίλα μονοπάτια, από την πολιτική και την ψυχανάλυση, ως τη λογοτεχνία και τη θεωρία του κινηματογράφου. Ο Στίρνερ δεν θεωρείται γενικά ως \”μεταδομιστής\”, και, εκτός από το πρωτοποριακό άρθρο του Koch (Koch 1997) και το έργο του Ντεριντά για τον Μαρξ (Ντεριντά 1994), δεν έχει λάβει ουσιαστικά καμία προσοχή, υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας. Ωστόσο, και αυτό είναι ίσως το πρόβλημα με ετικέτες όπως ο \”μεταδομισμός\”, υπάρχουν πολλά κρίσιμα επίπεδα σύγκλισης μεταξύ των δύο αυτών φιλοσόφων – ιδιαίτερα στην κριτική της πολιτικής κυριαρχίας και της εξουσίας – στα οποία μπορεί κάποιος να δώσει έμφαση, και η οποία θα μπορούσε να αμφισβητηθεί αν κάποιος κολλήσει σε αυτές τις ετικέτες. Είναι ακριβώς αυτή η απόρριψη της τυραννίας των «ετικετών», των ουσιοκρατικών ταυτοτήτων, των αφαιρέσεων και των «συμπαγών ιδεών» – αυτή η επίθεση στις εξουσιαστικές αντιλήψεις που περιορίζουν τη σκέψη – στις οποίες ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πέτυχαν κάποιο κοινό έδαφος. Αυτό δεν σημαίνει να αγνοήσουμε τις διαφορές μεταξύ τους, αλλά αντίθετα, να δείξουμε πώς αυτές οι διαφορές συντονίζονται μαζί σε απρόβλεπτους και ενδεχόμενους τρόπους για να σχηματίσουν, με τα λόγια του Ντελέζ, “επίπεδα συνοχής” από τα οποία μπορεί να δημιουργηθούν νέες πολιτικές έννοιες.

  1. Κριτική του Κράτους

Τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ βλέπουν το Κράτος ως μια αφαίρεση που υπερβαίνει τις διαφορετικές συγκεκριμένες εκδηλώσεις του, αν και ακριβώς την ίδια στιγμή λειτουργεί μέσω αυτών. Το Κράτος είναι κάτι περισσότερο από ένα συγκεκριμένο θεσμό που υπάρχει σε ένα συγκεκριμένη ιστορική στάδιο. Το Κράτος είναι μία αφηρημένη αρχή της εξουσίας [ως δύναμης/power] και της εξουσίας [ως αρχής/authority] που έχει πάντα υπάρξει με διάφορες μορφές, κι ακόμα είναι “κάτι περισσότερο” από αυτές τις συγκεκριμένες ενεργοποιήσεις (actualisations). Η κριτική του Στίρνερ του Κράτους αποδεικνύει αυτό το κρίσιμο σημείο. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι ουσιαστικά ένας θεσμός καταπίεσης. Ωστόσο, η απόρριψη του Στίρνερ του Κράτος πηγαίνει πέρα από μια κριτική των συγκεκριμένων κρατών – όπως το φιλελεύθερο κράτος ή το σοσιαλιστικό κράτος. Αντίθετα μάλλον, αποτελεί μια επίθεση στο Κράτος καθεαυτό- την ίδια την κατηγορία της κρατικής εξουσίας, όχι μόνο στις διάφορες μορφές που παίρνει. Αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, είναι η ίδια η ιδέα της κρατικής εξουσίας η ίδια – η αρχή της διακυβέρνησης (ruling principle) (Στίρνερ 1993:226). O Στίρνερ ως εκ τούτου είναι σε αντίθεση με επαναστατικά προγράμματα όπως ο μαρξισμός, τα οποία έχουν ως στόχο τους την κατάκτηση, παρά την καταστροφή, της Κρατικής εξουσίας. Το Κράτος των εργαζομένων του Μαρξ θα είναι απλώς μια επαναβεβαίωση του κράτους με διαφορετική μορφή -. μια “αλλαγή των κυρίων” (Στίρνερ 1993:229) Ο Στίρνερ προτείνει στη συνέχεια ότι:

 . . . ο πόλεμος δε θα μπορούσε παρά να κυρηχθεί κατά του ίδιου του θεσμού, του Κράτους, όχι ενός συγκεκριμένου κράτους, όχι σε μία οποιοδήποτε απλή κατάσταση του κράτους σε μία στιγμή· δεν υπάρχει ένα άλλο Κράτος (όπως ένα \”Κράτος του λαού”), που οι άνδρες έχουν ως στόχο . . . (Στίρνερ 1993:224)

 Η επαναστατική δράση έχει συλληφθεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, από το παράδειγμα του Κράτους. Έχει παραμείνει παγιδευμένη μέσα στη διαλεκτική της εξουσίας. Οι επαναστάσεις έχουν μόνο καταφέρει να αντικαταστήσουν μια μορφή εξουσίας με μία άλλη. Αυτό συμβαίνει επειδή η επαναστατική θεωρία δεν έχει ποτέ αμφισβητήσει την ίδια τη συνθήκη, την ιδέα, της Κρατικής εξουσίας, και ως εκ τούτου παραμένει στο χέρι του: “κανένας ενδοιασμός δεν έμεινε για την εξέγερση ενάντια στο υπάρχον Κράτος ή την ανατροπή των υπάρχοντων νόμων, αλλά το να αμαρτήσει κάποιος ενάντια στην ιδέα του Κράτους, να μην υποταχθεί στην ιδέα του δικαίου, ποιος θα το τολμούσε αυτό;” (Στίρνερ 1993:87). Το Kράτος δεν μπορεί ποτέ να μεταρρυθμιστεί, διότι δε μπορεί να ποτέ να είναι έμπιστο. Ο Στίρνερ απορρίπτει την έννοια ενός δημοκρατικού Κράτους του Μπρούνο Μπάουερ, το οποίο αναπτύσσεται από τη “δύναμη του λαού” και το οποίο είναι πάντα υποταγμένο στη “Θέληση του λαού”. Για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί ποτέ να τεθεί υπό τον έλεγχο του λαού. Έχει πάντα τη δική του λογική, τη δική του ατζέντα την οποία πληροί ανελέητα, και που σύντομα στρέφεται ενάντια στη θέληση του λαού που επρόκειτο να εκπροσωπήσει (Στίρνερ 1993:228).

 Η σύλληψη του Στίρνερ του Κράτους ως ανεξάρτητης οντότητας τον φέρνει σε σύγκρουση με το μαρξισμό, ιδίως στη θεώρηση του κράτους σε σχέση με την οικονομική εξουσία. Ο Στίρνερ ενδιαφέρεται για τις μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας στην κοινωνία και πιστεύει ότι το Κράτος, αν είναι να γίνει πλήρως κατανοητό, πρέπει να εξεταστεί χωριστά από τις οικονομικές ρυθμίσεις. Η δύναμη της γραφειοκρατίας, για παράδειγμα, συνιστά μια μη-οικονομική μορφή καταπίεσης: η λειτουργία της οποίας δεν μπορεί να αναχθεί στις εργασίες της οικονομίας (Harrison 1983:62). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, η οποία γενικά ανάγει το κράτος στις εργασίες της καπιταλιστικής οικονομίας και το υποτάσσει στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ο Στίρνερ προτείνει ότι ενώ το Κράτος προστατεύει την ιδιωτική περιουσία και τα συμφέροντα της αστικής τάξης, βρίσκεται επίσης από πάνω και κυριαρχεί σε αυτές τις δυνάμεις (Στίρνερ 1993:115). Για τον Στίρνερ η πολιτική εξουσία που κατοχυρώνεται ευλαβικά στο Κράτος έχει υπεροχή έναντι της οικονομικής εξουσίας και των συναφών ταξικών συμφερόντων. Το Κράτος είναι η πρωταρχική πηγή κυριαρχίας στην κοινωνία.

 Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους – η προσπάθεια να αναλυθεί η κρατική εξουσία στη δική της ιδιαιτερότητα – μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του αναρχικού επιχειρήματος. Αναρχικοί όπως ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πέτρος Κροπότκιν ισχυρίστηκαν πολύ πιο πριν από έναν αιώνα, ότι ο μαρξιστικός οικονομικός αναγωγισμός παραμέλησε τη σημασία της κρατικής εξουσίας. Το Κράτος, σύμφωνα με τους αναρχικούς, έχει τη δική του καταπιεστική λογική της αυτο-διαιώνισης και αυτό το έκανε, σε μεγάλο βαθμό, αυτόνομο από τις οικονομικές σχέσεις και τα ταξικά συμφέροντα. Ο Μπακούνιν υποστήριξε ότι ο μαρξισμός δίνει πολύ μεγάλη προσοχή στις μορφές της κρατικής εξουσίας, ενώ δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον τον τρόπο με τον οποίο η Κρατική εξουσία λειτουργεί: “Αυτοί (οι μαρξιστές), δεν γνωρίζουν ότι ο δεσποτισμός δεν έγκειται τόσο πολύ στη τη μορφή του Κράτους, αλλά στην ίδια την αρχή του Κράτους και της πολιτικής του εξουσίας” (Μπακούνιν 1984:221). Ο Κροπότκιν, επίσης, υποστηρίζει ότι πρέπει κανείς να κοιτάξει πέρα από την παρούσα μορφή του κράτους: “Και υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι, όπως εμείς, βλέπουν στο Κράτος, όχι μόνο στην ενεργή του μορφή και σε όλες τις μορφές της κυριαρχίας που ενδέχεται να αναλάβει, αλλά στην ίδια του την ουσία, ένα εμπόδιο για την κοινωνική επανάσταση. . .” (Κροπότκιν 1943:9). Η καταπίεση και ο δεσποτισμός υπάρχουν, με άλλα λόγια, στην ίδια τη δομή και το συμβολισμό του Κράτους – δεν είναι απλώς ένα παράγωγο της ταξικής εξουσίας. Η παραμέληση αυτής της αυτονομίας και η χρησιμοποίηση του κράτους ως εργαλείου της επαναστατικής τάξης, όπως προτείνουν οι μαρξιστές, είναι επομένως επικίνδυνη. Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι έτσι θα καταλήξουν μόνο στη διαιώνιση της κρατικής εξουσίας σε άπειρα πιο αυταρχικούς τρόπους. Έτσι, η ανάλυση του Στίρνερ του κράτους πέραν του κράτους, όπως θεσμίζεται ως a priori κυριαρχία πέρα από τα οικονομικά και ταξικά συμφέροντα, μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της αναρχικής κριτικής των φιλοσοφιών του κράτους όπως ο Μαρξισμός.

 Ο Ντελέζ επίσης τονίζει την εννοιολογική αυτονομία του Κράτους. Ενώ η έννοια του Kράτους στον Ντελέζ λειτουργεί σε πολλά διαφορετικά εννοιολογικά επίπεδα, παρ\’ όλα αυτά μοιράζεται με τον Στίρνερ και τους αναρχικούς την ιδέα ότι το Κράτος είναι μια αφηρημένη μορφή της εξουσίας, που δεν ταυτίζεται πλήρως με τις ιδιαίτερες συγκεκριμένες πραγματώσεις της. Ο Ντελέζ αναφέρεται σε ένα “Κράτος-μορφή” – ένα αφηρημένο μοντέλο εξουσίας:

 . . . ο μηχανισμός του κράτους είναι μια συγκεκριμένη συναρμογή που πραγματώνει τη μηχανή της υπερκωδικοποίησης μιας κοινωνίας. . . Αυτή η μηχανή με τη σειρά της, δεν είναι επομένως το ίδιο το κράτος, είναι η αφηρημένη μηχανή που οργανώνει τις κυρίαρχες εκφράσεις και την καθεστηκυία τάξη της κοινωνίας, τις κυρίαρχες γλώσσες και τη γνώση, τις κομφορμιστικές δράσεις και τα συναισθήματα, τους τομείς που επικρατούν έναντι των υπολοίπων. (Ντελέζ 1987:129)

 Για τον Ντελέζ το Κράτος είναι μία αφηρημένη μηχανή μάλλον και όχι ένας συγκεκριμένος θεσμός, η οποία ουσιαστικά “κυβερνά” μέσω πιο λεπτών θεσμών και πρακτικών κυριαρχίας. Το Κράτος υπερκωδικοποιεί και ρυθμίζει αυτές τις ελάχιστες κυριαρχίες, σφραγίζοντας τες με τη σφραγίδα του. Αυτό που είναι σημαντικό για αυτήν την αφηρημένη μηχανή δεν είναι η μορφή υπό την οποία εμφανίζεται, αλλά μάλλον η λειτουργία της, η οποία είναι η σύσταση ενός τομέα της εσωτερικότητας στην οποία η πολιτική κυριαρχία μπορεί να ασκηθεί. Το Κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία της σύλληψης (capture) (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:436-437).

Ομοίως με τον Στίρνερ, ο Ντελέζ έρχεται σε ρήξη με τη μαρξιστική ανάλυση του Kράτους. H λειτουργία και η προέλευση του Κράτους δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από την οικονομική ανάλυση. Το Kράτος είναι ένας μηχανισμός που κωδικοποιεί τις οικονομικές ροές και τις ροές παραγωγής, οργανώνοντας τη λειτουργία τους. Αυτός ο μηχανισμός δεν αναδύεται ως αποτέλεσμα ενός αγροτικού τρόπου παραγωγής, όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστερος, και προϋποτίθεται από, αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για τον Ντελέζ και μάλιστα για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο παραγωγής. Στρέφοντας αυτή την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση στο κεφάλι της, προτείνουν ότι ο τρόπος παραγωγής μπορεί στην πραγματικότητα να προέρχεται από το Κράτος. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Δεν είναι το κράτος που προϋποθέτει ένα τρόπο παραγωγής· ακριβώς το αντίθετο, είναι το Κράτος που κάνει την παραγωγή ένα “τρόπο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:429). Για τον Ντελέζ υπήρξε πάντα ένα Κράτος – τοUrstaat, ένα αιώνιο κράτος το οποίο σχηματίζεται ως πλήρη ύπαρξη, με ένα χτύπημα (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:437). Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους ανοίγει ένα ριζοσπαστικό φιλοσοφικό έδαφος όπου η εξουσία θεωρείται η ίδια ως είναι.

 Ενώ η σύλληψη του Στίρνερ και Ντελέζ του Kράτους ως αυτόνομου από τις οικονομικές ρυθμίσεις έρχεται σε ρήξη με το μαρξισμό, η απόρριψή των θεωριών του κοινωνικού συμβόλαιου για την προέλευση του Κράτους αποτελεί, επίσης, μια απόκλιση από τη φιλελεύθερη θεωρία. Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι η κυριαρχία του Κράτους βασίζεται σε φιλοσοφίες όπως η φιλελεύθερη θεωρία του κοινωνικού συμβόλαιου. Αυτή η μορφή θεώρησης του Κράτους νομιμοποιεί την κρατική εξουσία μέσα από τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι παραδίδουν οικειοθελώς μέρος της ελευθερίας τους, σε μια αφηρημένη δύναμη εκτός αυτών, με αντάλλαγμα την ασφάλεια, κατασκευάζοντας έτσι το Κράτος ως απαραίτητο και αναπόφευκτο. Ο Ντελέζ αποφεύγει επίσης την εγελιανή \”θεολογική\” θεώρηση του Κράτους που βασίζεται στη διαλεκτική της συμφιλίωσης. Κι ο Στίρνερ απορρίπτει επίσης τις φιλελεύθερες θεωρίες του Κράτους. Ισχυρίζεται ότι ο φιλελευθερισμός είναι μια φιλοσοφία που, στο όνομα της παροχής της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, στην πραγματικότητα υποτάσσει περαιτέρω το άτομο στο κράτος και τους νόμους του. Έτσι, αντί να απελευθερώνει το άτομο από το Κράτος, ο φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα απελευθερώνει το άτομο από άλλους δεσμούς όπως η θρησκεία, έτσι που αυτός ή αυτή μπορεί να κυριαρχείται πιο αποτελεσματικά από το Κράτος: “Πολιτική ελευθερία σημαίνει ότι η πόλη, το Κράτος, είναι ελεύθερο. Αυτό δεν αφορά την ελευθερία μου, αλλά την ελευθερία της εξουσίας που με κυβερνά και με υποδουλώνει” (Στίρνερ 1993:107). Ο Στίρνερ επιτίθεται στην υποκρισία του φιλελευθερισμού· είναι μια φιλοσοφία που παρέχει όλα τα είδη των τυπικών ελευθεριών αλλά αρνείται την ελευθερία να αμφισβητήσει αυτή την ίδια την τάξη, τους νόμους της, κ.λ.π. (Στίρνερ 1993:108). Αυτή η αποκήρυξη των φιλελεύθερων θεωριών του Κράτους και του κοινωνικού συμβολαίου έχει πολλές ομοιότητες με τον αναρχισμό, που επίσης απορρίπτει αυτές τις φιλοσοφίες αιτιολόγησης του κράτους. Ωστόσο, όπως θα υποστηρίξω, είναι ακριβώς σε αυτή την κριτική της φιλοσοφίας του κράτους που ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πάνε πέρα από τα εννοιολογικά όρια του παραδοσιακού αναρχισμού και αναπτύσσουν μια μετά-ανθρωπιστική, αντι-ουσιοκρατική πρόκληση του Κράτους.

  1. Η σκέψη του Κράτους

Για τον Στίρνερ, λόγοι όπως η ηθική και η ορθολογικότητα είναι έμμονες ιδέες ήφαντάσματα. Είναι φαντάσματα, ιδεολογικές αφαιρέσεις που παρόλα αυτά έχουν πραγματικά πολιτικά αποτελέσματα – παρέχουν στο κράτος την τυπική δικαιολογία για την κυριαρχία του. Ο Κοch υποστηρίζει ότι η επίθεση του Στίρνερ στις έμμονες ιδέες αντιπροσωπεύει μία αποφασιστική ρήξη με τη μεταφυσική της δυτικής σκέψης, εκθέτοντας τη δύναμη πίσω από αυτές τις κυρίαρχες ιδέες και τις “υπερβατικές μάσκες” (Κοch 1997:101). Αυτή η δύναμη έχει αντληθεί από το άτομο και κρατιέται από πάνω του. Η κυριαρχία της ηθικής, για παράδειγμα, συνδέεται στενά με την πολιτική εξουσία, διατηρώντας τη συνεχόμενη ύπαρξη του κράτους της αστυνομίας (Στίρνερ 1993:241). Για τον Στίρνερ η ηθική δεν είναι μόνο μία μυθοπλασία που προέρχενται από το χριστιανικό ιδεαλισμό, αλλά επίσης ένας λόγος που καταπιέζει το άτομο. Βασίζεται στη βεβήλωση της ατομικής βούλησης – του Εγώ. Η Ηθική είναι απλώς το περίσσευμα του Χριστιανισμού, μόνο με μια νέα ανθρωπιστική ενδυμασία: “Η ηθική πίστη είναι εξίσου φανατική με τη θρησκευτική πίστη!” (Στίρνερ 1993:46). Η ηθική έχει γίνει η νέα θρησκεία – μια κοσμική θρησκεία – απαιτώντας την ίδια τυφλή υπακοή. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι η νέα Εκκλησία – η νέα ηθική και ορθολογική αρχή που ασκείται πάνω στο άτομο (Στίρνερ 1993:23). Ομοίως η ορθολογικότητα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένας λόγος που διαιωνίζει την κρατική εξουσία. Οι ορθολογικές αλήθειες πάντα κατέχονται πάνω από τις ατομικές προοπτικές και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος υποταγής του ατομικού Εγώ σε μια αφηρημένη δύναμη πάνω από αυτόν ή αυτήν. Όπως με την ηθική, η ορθολογική αλήθεια έχει γίνει ιερή, απόλυτη, και αφαιρέθηκε από το άτομο (Στίρνερ 1993:353). Έτσι για το Στίρνερ, η ηθική και η ορθολογικότητα είναι λόγοι του Κράτους, και η λειτουργία τους, αντί να μας απελευθερώνει από την κυριαρχία, χρησιμεύει στο να προωθήσει παραπέρα την υποταγή του ατόμου στην εξουσία του Κράτους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Στίρνερ, προκειμένου κάποιος να διεξάγει πόλεμο με το κράτος πρέπει να διεξάγει, επίσης, και πόλεμο,, στις αρχές που παρέχουν στην πολιτική εξουσία μια ηθική και ορθολογική βάση.

 Ο Ντελέζ επίσης ξεσκεπάζει τις μορφές και τις δομές σκέψης που επιβεβαιώνουν την Κρατική εξουσία. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ θεωρεί ότι η σκέψη είναι συνένοχη στην κυριαρχία του Κράτους, παρέχοντας του ένα νόμιμο έδαφος και συναίνεση: “Μόνο η σκέψη είναι σε θέση να επινοήσει τη φαντασία του Κράτους που είναι καθολική λόγω δικαίου, η ανύψωση του Κράτους σε μία de jure οικουμενικότητα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:375). Η ορθολογικότητα είναι ένα παράδειγμα της σκέψης του Κράτους. Ο Ντελέζ πάει ένα βήμα παραπέρα από τον Στίρνερ: αντί να βλέπει ορισμένες μορφές σκέψης να δανείζουν απλά ορθολογική και ηθική εξουσία στο Κράτος, υποστηρίζει ότι ο ορθολογικός και ηθικός λόγος στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Το Κράτος δεν είναι μόνο μια σειρά από πολιτικούς θεσμούς, και πρακτικές, αλλά περιλαμβάνει επίσης μια πολλαπλότητα κανόνων, τεχνολογιών, λόγων, πρακτικών, μορφών σκέψης, και γλωσσικών δομών. Δεν είναι μόνο ότι αυτοί οι λόγοι που παράσχουν μια δικαιολογία για το Κράτος – είναι οι ίδιοι εκδηλώσεις της κρατικής μορφής στη σκέψη. Το Κράτος είναι εμμενές στη σκέψη, δίνοντας το έδαφος, το λόγο – παρέχοντας του ένα μοντέλο που καθορίζει “το στόχο, τα μονοπάτια, τους αγωγούς, τα κανάλια, τα όργανα. . ..” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:434). Το Κράτος έχει διεισδύσει και κωδικοποιήσει τη σκέψη, ιδίως την ορθολογική σκέψη. Εξαρτάται τόσο από τους ορθολογικούς λόγους για τη νομιμοποίηση και τη λειτουργία του, αλλά και με τη σειρά του καθιστά αυτούς τους λόγους δυνατούς. Η ορθολογική σκέψη είναι η φιλοσοφία του Κράτους: “Η κοινή λογική, η ενότητα όλων των σχολών στο κέντρο της Cogito, είναι η συναίνεση του κράτους εγειρόμενη ως απόλυτη” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:376). Είναι μόνο με την απελευθέρωση της σκέψης από αυτό τον ηθικό και λογικό αυταρχισμό που μπορούμε να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από το Κράτος (Ντελέζ 1987:23).

Για τον Ντελέζ το μοντέλο της σκέψης του Κράτους είναι ότι αποκαλεί δεντρώδης (aborescent) λογική (Ντελέζ 1987:25). Η δεντρώδης λογική είναι ένα εννοιολογικό μοντέλο ή μία “εικόνα” που προκαθορίζει τη σκέψη σε μια ορθολογιστική βάση. Βασίζεται στο σύστημα της ρίζας και του δέντρου: υπάρχει μία κεντρική μονάδα, αλήθεια ή ουσία – όπως η ορθολογικότητα – η οποία είναι η ρίζα, και η οποία καθορίζει την ανάπτυξη των “κλαδιών”. Ο Ντελέζ λέει:

 . . . τα δέντρα δεν είναι μια μεταφορά, αλλά μια εικόνα της σκέψης, μια λειτουργία, ένας ολόκληρος μηχανισμός που φυτεύεται στη σκέψη για να την κάνει να πορευτεί σε μια ευθεία γραμμή και να παράγει διάσημες σωστές ιδέες. Υπάρχουν όλα τα είδη των χαρακτηριστικών στο δέντρο: υπάρχει ένα σημείο προέλευσης, ο σπόρος ή το κέντρο· είναι μια δυαδική μηχανή ή αρχή της διχοτόμησης, η οποία συνεχώς διαιρείται και αναπαράγεται σε διακλαδώσεις, τα σημεία του δεντρώματος της·” (Ντελέζ 1987:25)

 Η σκέψη είναι παγιδευμένη σε δυαδικές ταυτότητες όπως μαύρο / άσπρο, αρσενικό / θηλυκό, ετερο / ομοφυλόφιλο. Η σκέψη πρέπει πάντοτε να ξεδιπλώνεται σύμφωνα με μια διαλεκτική λογική και είναι έτσι παγιδευμένα σε δυαδικές διαιρέσεις που αρνούνται τη διαφορά και την πολλαπλότητα (Ντελέζ 1987:128). Για τον Ντελέζ το μοντέλο αυτό της σκέψης είναι επίσης το μοντέλο της πολιτικής εξουσίας – ο αυταρχισμός του ενός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αυταρχισμό της άλλης: “Η εξουσία είναι πάντα ριζωματική/δενδρώδης” (Ντελέζ 1987:25).

 Έτσι, αντί αυτού του εξουσιαστικού μοντέλου της σκέψης, ο Ντελέζ προτείνει ένα ριζωματικό (rhizomatic) μοντέλο που αποφεύγει τις ουσίες, τις ενότητες και τη δυαδική λογική, και αναζητά τις πολλαπλότητες, τις πληθυντικότητες και το γίγνεσθαι (becomings). Το ρίζωμα είναι μια εναλλακτική, μη εξουσιαστική “εικόνα” της σκέψης, βασισμένη στη μεταφορά του χόρτου, το οποίο μεγαλώνει τυχαία και αδιόρατα, σε αντίθεση με την ομαλή ανάπτυξη του δεντρώδους συστήματος. Ο σκοπός του ριζώματος είναι να επιτρέψει στη σκέψη “να αποτινάξει το μοντέλο της, να κάνει το γρασίδι της να μεγαλώνει – ακόμα και σε τοπικό επίπεδο στο περιθώριο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24). Το ρίζωμα, υπό την έννοια αυτή, αψηφά την ίδια την ιδέα ενός μοντέλου: είναι μια ατελείωτη, τυχαία πολλαπλότητα των συνδέσεων, η οποία δεν κυριαρχείται από ένα ενιαίο κέντρο ή τόπο, αλλά είναι αποκεντρωμένη και πληθυντική. Περιλαμβάνει τέσσερα χαρακτηριστικά: σύνδεση, ετερογένεια, πολλαπλότητα και ρήξη (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:7). Απορρίπτει τις δυαδικές διαιρέσεις και ιεραρχίες, και δεν διακυβερνάται από μια εκτυλισσόμενη, διαλεκτική λογική. Έτσι ανακρίνει τις αφαιρέσεις που κυβερνούν τη σκέψη, που αποτελούν τη βάση των διαφόρων λόγων της γνώσης και ορθολογισμού. Με άλλα λόγια, η ριζωματική σκέψη είναι η σκέψη που αψηφά την εξουσία, αρνείται να περιορίζεται από αυτήν – η ριζωματική “δεν θα αφήσει σε κανέναν, σε οποιαδήποτε δύναμη, να “θέσει” ερωτήσεις ή να “ορίσει” προβλήματα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24).

 Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει εδώ πως η επίθεση του Στίρνερ στις αφαιρέσεις, τις ουσίες, και τις έμμονες ιδέες, είναι ένα παράδειγμα της ριζωματικής σκέψης. Όπως και ο Ντελέζ, κι ο Στίρνερ ψάχνουν για πολλαπλότητες και ατομικές διαφορές, αντί για αφαιρέσεις και ενότητες. Οι αφαιρέσεις, όπως η αλήθεια, η λογική, η ανθρώπινη ουσία, είναι εικόνες οι οποίες, για αυτούς τους στοχαστές, αρνούνται την πληθυντικότητα και παραμορφώνουν τη διαφορά σε ομοιότητα. Ο Koch σχολιάζει την περιφρόνηση τους Στίρνερ για υπερβατικές έμμονες ιδέες. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ εδώ εφευρίσκει μια νέα μορφή σκέψης που δίνει έμφαση στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα την ατομικότητα πάνω από την καθολικότητα και την υπερβατικότητα. Αυτή η αντι-ουσιοκρατική, αντι-καθολική σκέψη προβλέπει την προσέγγιση του Ντελέζ. Επιπλέον, αυτό το αντι-ουσιοκρατικό, αντι-θεμελιωτικό (foundationalist) ύφος της σκέψης έχει ριζοσπαστικές συνέπειες για την πολιτική φιλοσοφία. Ο πολιτικός στίβος δεν μπορεί πλέον να συντάσσεται σύμφωνα με τις παλιές γραμμές μάχης του Κράτους και του αυτόνομου, λογικού υποκείμενο που αντιστέκεται. Αυτό επειδή μια επανάσταση μπορεί να σχηματίζει πολλαπλές συνδέσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων με την ίδια δύναμη που θεωρητικά αντιτίθεται: “Αυτές οι γραμμές δένονται η μία στην άλλη. Αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν μπορεί κάποιος να θέσει ένα δυισμό ή μια διχοτόμηση, ακόμη και στην στοιχειώδη μορφή του καλού και του κακού” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9). Έτσι, σύμφωνα με την κριτική των ορθολογικών και ηθικών λόγων, τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ θα δούν τις πολιτικές θεωρίες που βασίζονται σε μια ορθολογική κριτική του Κράτους, να είναι μορφές σκέψης που στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν, παρά αντιστέκονται, στην Κρατική εξουσία. Τέτοιες θεωρίες, επειδή δεν αμφισβητούν την ουσιοκρατική διάκριση μεταξύ ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας, και επειδή βλέπουν το κράτος ως θεμελιωδώς ανορθολογικό, παραμελούν το γεγονός ότι το Κράτος έχει ήδη καταλάβει τον ίδιο τον ορθολογικό λόγο. Με άλλα λόγια, το να αμφισβητήσουμε την ορθολογική βάση του Κράτους, να πούμε ότι η Κράτική εξουσία είναι “παράλογη” ή “ανήθικη”, δεν αποτελεί απαραίτητα μια υπονόμευση του Κράτους, αλλά αντ \’αυτού μπορεί να είναι μια επιβεβαίωση της δύναμής του. Αφήνει την κρατική εξουσία άθικτη υποβάλλοντας την επαναστατική δράση στις ορθολογικές και ηθικές διαταγές που τη διοχετεύουν σε κρατικές φόρμες. Εάν το Κράτος οφείλει να ξεπεραστεί πρέπει κανείς να εφεύρει νέες μορφές πολιτικής που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να συλληφθούν από τη λογική: “η πολιτική είναι ενεργός πειραματισμός εφόσον δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τον τρόπο που μία γραμμή πρόκειται να στρίψει”(Deleuze 1987:137). Θα ασχοληθώ με το ζήτημα της αντίστασης αργότερα.

 Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ μια φιλοσοφία όπως ο αναρχισμός, η οποία θέτει μια κριτική της εξουσίας [ως αρχής] του Κράτους, που βασίζεται σε ηθικές και ορθολογικές αρχές, θα επιβεβαιώσει την Κρατική εξουσία [ως δύναμη]. Ο παραδοσιακός αναρχισμός βλέπει το Κράτος ως βαθύτατα ανήθικο και ανορθολογικό, και κατασκευάζει μια μανιχαϊστική διχοτόμηση ανάμεσα στο Κράτος και το ουσιοκρατικά ηθικό, ορθολογικό υποκείμενο που αντιστέκεται σε αυτή την εξουσία (Μπακούνιν 1984:212). Όπως έχω υποστηρίξει, όμως, η αντι-κρατική σκέψη των Ντελέζ και Στίρνερ πηγαίνει πέρα από τις κατηγορίες του παραδοσιακού αναρχισμού ακριβώς στο σημείο αυτό. Για τους δύο αυτούς στοχαστές οι ίδιες οι ιδέες της ουσίας, του κέντρου, και των ορθολογικών και ηθικών βάσεων – οι αρχές στις οποίες βασίζεται η αναρχική κριτική της εξουσίας – είναι οι ίδιες εξουσιαστικές δομές που προσφέρονται καθεαυτές για πολιτική κυριαρχία. Με άλλα λόγια, ο Στίρνερ και ο Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, έχουν προχωρήσει πέρα από τα όρια της αναρχικής κριτικής της εξουσίας, που γυρίζει πίσω στον εαυτό της. Έχουν φέρει την κριτική της κρατικής εξουσίας σε μια αρένα στην οποία οι αναρχικοί δεν μπορούσαν να πάνε – αυτή της καθεαυτού ορθολογικής σκέψης, ερχόμενοι σε ρήξη με τις κατηγορίες του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού που δεσμεύουν τον αναρχισμό. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς, ο Ντελέζ και ο Στίρνερ δεν μας επιτρέπουν το προνόμιο αυτής της αυστηρής αντίθεσης μεταξύ της ανορθολογικής, ανήθικης, διαφθαρμένης εξουσίας του Κράτους, και της ορθολογικής, ηθικής ουσίας του ανθρώπινου υποκειμένου. Δεν επιτρέπουν, με άλλα λόγια, το αμόλυντο σημείο αναχώρησης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που βρίσκεται στο κέντρο της αναρχικής κριτικής της εξουσίας.

  1. Το υποκείμενο της Επιθυμίας

Η κριτική του Στίρνερ και Ντελέζ του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που ενημερώνει τον αναρχισμό μπορεί να ειδωθεί πιο καθαρά στην αποδόμηση της έννοιας του ουσιοκρατικού υποκειμένου. Το έργο του Στίρνερ είναι η απόρριψη της ιδέας μίας ουσιοκρατικής ανθρώπινης υποκειμενικότητας, μιας ανθρώπινης ουσίας που δεν επηρεάζεται από την εξουσία. Όπως υποστήριξε ο Koch, η ρήξη του Στίρνερ με τον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού αποτελούσε ένα νέο θεωρητικό έδαφος πέρα από τον κλασσικό αναρχισμό – ένα πεδίο που προέβλεψε τον μεταδομισμό. Η σκέψη του Στίρνερ αναπτύχθηκε ως κριτική του ανθρωπισμού του Φόυερμπαχ. Ο Λουντβιχ Φόιερμπαχ πίστευε ότι η θρησκεία αποξενώνει, διότι απαίτησε ο Άνθρωπος να παραιτηθεί από τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του μέσω της προβολής τους σε έναν αφηρημένο σχήμα του Θεού, επομένως εκτοπίζοντας τον ουσιαστικό εαυτό του, αφήνοντας τον να αποξενωθεί και να υποτιμηθεί (Φόιερμπαχ 1957:27-28). Ο Φόιερμπαχ βλέπει τη βούληση, την καλοσύνη και την ορθολογική σκέψη, ως τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που έχουν αφαιρεθεί από τον Άνθρωπο· τα κατηγορήματα του Θεού ήταν στην πραγματικότητα μόνο τα κατηγορήματα του Ανθρώπου ως είδος. Έτσι, ισχυριζόμενος ότι οι ιδιότητες που έχουμε αποδώσει στον Θεό ή στο Απόλυτο είναι πραγματικά οι ιδιότητες του Ανθρώπου, ο Φόιερμπαχ έχει κάνει τον Άνθρωπο μια πανίσχυρη οντότητα καθεαυτή. Ο Φόυερμπαχ ενσαρκώνει το ανθρωπιστικό έργο του Διαφωτισμού για την αποκατάσταση του Ανθρώπου στη δικαιωματική του θέση στο κέντρο του σύμπαντος – για να κάνει το “ανθρώπινο, θείο, το πεπερασμένο άπειρο.”

 Ωστόσο, αυτή ακριβώς την προσπάθεια να αντικαταστήσει τον Θεό με τον Άνθρωπο καταδικάζει ο Στίρνερ. Σύμφωνα με τον Στίρνερ, ο Φόιερμπαχ, ενώ ισχυρίζεται ότι έχει ανατρέψει τη θρησκεία, απλώς αντιστρέφει τη σειρά του υποκειμένου και του κατηγορήματος, χωρίς να υπονομεύεται η ίδια η κατηγορία της θρησκευτικής αρχής (Στίρνερ 1993:58). Η αλλοτριωτική κατηγορία του Θεού διατηρείται και στερεοποιείται εδραιώνοντας την στον Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος γίνεται, με άλλα λόγια, το υποκατάστατο της Χριστιανικής ψευδαίσθησης. Ο Φόυερμπαχ, υποστηρίζει ο Στίρνερ, είναι ο αρχιερέας μιας νέας θρησκείας – του ανθρωπισμού: “Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ θρησκεία είναι μόνο η τελευταία μεταμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας” (Στίρνερ 1993:176). Με την παραγωγή ορισμένων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που είναι ουσιαστικά στον άνθρωπο, ο Φόιερμπαχ έχει αποξενώσει αυτούς στους οποίους δεν βρίσκονται αυτές οι ιδιότητες. Το άτομο βρίσκει τον εαυτό του να υποτάσσεται σε μία νέα σειρά απόλυτων – τον Άνθρωπο και την Ανθρώπινη ουσία. Για τον Στίρνερ, ο Άνθρωπος είναι εξίσου καταπιεσμένος όπως κι ο Θεός: “ο Φόιερμπαχ πιστεύει, ότι αν εξανθρωπίσει το θείο, θα έχει βρει την αλήθεια. Όχι, αν ο Θεός μας έχει δώσει τον πόνο, ο “Άνθρωπος” είναι σε θέση να μας τσιμπήσει ακόμα πιο βασανιστικά” (Στίρνερ 1993:174). Ακριβώς όπως ο Θεός ήταν μια δύναμη που καταπίεζε το ατομικό εγώ, τώρα είναι η ανθρώπινη ουσία, και “ο φόβος του Ανθρώπου είναι απλώς μια τροποποιημένη μορφή του φόβου του Θεού” (Στίρνερ 1993:185). Για τον Στίρνερ η ανθρώπινη ουσία είναι η νέα νόρμα που καταδικάζει τη διαφορά. Ο ανθρωπισμός, είναι ένας λόγος της κυριαρχίας – έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τα λόγια του Στίρνερ, “μια νέα φεουδαρχία, υπό την επικυριαρχία του “Άνθρωπου” (Στίρνερ 1993:341). Ο Άνθρωπος και η ανθρωπότητα κατασκευάστηκαν στον ανθρωπιστικό λόγο ως βασικές νόρμες με τις οποίες τα άτομα πρέπει να συμμορφώνονται, και σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά περιθωριοποιείται:

Όρισα τι είναι ο “Άνθρωπος\” και αυτό που ενεργεί “πραγματικά με ανθρώπινο” τρόπο, και εγώ απαιτώ από τον καθένα ότι αυτός ο νόμος θα γίνει κανόνας και ιδανικό για να τον ίδιο·διαφορετικά θα εκτεθεί ο ίδιος ως “αμαρτωλός και εγκληματίας”. (Στίρνερ 1993:204)

 O Στίρνερ χάραξε μια νέα λειτουργία της εξουσίας που ξέφυγε από τις κλασικές φιλοσοφίες του Διαφωτισμού όπως ο αναρχισμός. Περιγράφει μια διαδικασία υποκειμενοποίησης, στην οποία η εξουσία λειτουργεί, όχι με την καταστολή του Ανθρώπου, αλλά με την κατασκευή του ως πολιτικού υποκειμένου και τη διακυβέρνηση μέσω αυτής. Ο Άνθρωπος συνίσταται ως τόπος της εξουσίας, μία πολιτική ενότητα μέσω της οποίας το κράτος κυριαρχεί στο άτομο (Στίρνερ 1993:180). Το Κράτος απαιτεί ότι το άτομο συμορφώνεται με μια συγκεκριμένη ουσιοκρατική ταυτότητα ώστε μπορεί να γίνει μέρος της κοινωνίας του Κράτους, ως εκ τούτου, κυριαρχούμενης: “Έτσι το Κράτος προδίδει την έχθρα του για μένα, απαιτώντας να είμαι Άνθρωπος. . . επιβάλλει το να είμαι Άνθρωπος πάνω μου σαν καθήκον”(Στίρνερ 1993:179). Ο Στίρνερ έχει έρθει σε ρήξη με την παραδοσιακή ανθρωπιστική οντολογία που έβλεπε το ατομικό εγώ και την ανθρώπινη ουσία ως ξεχωριστές και σε αντίθεση οντότητες. Η ανθρωπότητα δεν είναι μια υπερβατική ουσία που δημιουργείται από φυσικούς νόμους που η εξουσία έρχεται να καταπιέσει, όπως πίστευαν οι αναρχικοί. Μάλλον πρόκειται για ένα κατασκεύασμα της εξουσίας ή, τουλάχιστον, μία κατασκευή λόγου που μπορεί να γίνει για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εξουσίας.

 Είναι αυτή η υπονόμευση της οντολογίας του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που επιτρέπει στους μετα-δομιστές όπως ο Ντελέζ να δούν την πολιτική με έναν εντελώς νέο τρόπο. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ βλέπει το ανθρώπινο υποκείμενο να είναι ένα αποτέλεσμα της εξουσίας και όχι μία ουσιαστική και αυτόνομη ταυτότητα. Η υποκειμενικότητα είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που η επιθυμία της γίνεται η επιθυμία για το κράτος. Σύμφωνα με τον Ντελέζ, το Κράτος, όπου κάποτε λειτουργούσε μέσω ενός ογκώδους κατασταλτικού μηχανισμού, τώρα δεν το χρειάζεται πλέον – λειτουργεί μέσω της αυτο-κυριαρχίας του υποκειμένου. Το υποκείμενο γίνεται ο δικός του νομοθέτης:

 . . . όσο περισσότερο υπακούς στις δηλώσεις της κυρίαρχης πραγματικότητας, τόσο περισσότερο θα διατάσσεις ως ομιλών υποκείμενο μέσα στη διανοητική πραγματικότητα, γιατί τελικά “μόνο υπακούς τον εαυτό σου. . . Μια νέα μορφή δουλείας έχει εφευρεθεί, να είναι κάποιος δούλος για τον εαυτό του. . . (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:162)

 Για τον Ντελέζ η επιθυμία διοχετεύεται προς το κράτος μέσω της πρόθυμης υποταγής μας στην Οιδιπόδεια εκπροσώπηση. Ο Οιδίποδας είναι η άμυνα του Κράτους ενάντια στην ανεμπόδιστη επιθυμία (Ντελέζ 1987:88). Στην πραγματικότητα, ο Ντελέζ θεωρεί την ψυχανάλυση ως τη νέα εκκλησία, το νέο βωμό πάνω στον οποίο εμείς οι ίδιοι θυσιάζουμε τον εαυτό μας, όχι πλέον στον Θεό, αλλά στον Οιδίποδα. Οι ψυχαναλυτές είναι “οι τελευταίοι ιερείς” (Ντελέζ 1987:81). Έτσι, ενώ για το Στίρνερ η θρησκεία του κράτους είναι ο ανθρωπισμός και ο ανθρωπιστής Άνθρωπος, για τον Ντελέζ η θρησκεία του κράτους είναι ο Οιδίποδας. Η Οιδιπόδεια εκπροσώπηση δεν καταστέλλει την επιθυμία ως τέτοια, αλλά μάλλον την κατασκευάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύει ότι πρέπει να καταστέλλεται, να βασίζεται στην αρνητικότητα, την ενοχή και την απουσία (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Έτσι η οιδιπόδεια καταστολή είναι απλώς η μάσκα για την πραγματική κυριαρχία της επιθυμίας. Η Επιθυμία “καταπιέζεται” με αυτόν τον τρόπο, επειδή αδέσμευτη αποτελεί απειλή για το Κράτος – είναι ουσιαστικά επαναστατική: “. . . δεν υπάρχει, μια επιθυμητική μηχανή ικανή να συναρμολογηθεί χωρίς να κατεδαφίσει ολόκληρους κοινωνικούς τομείς” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι ο Οιδίποδας εξατομικεύει αυτή την επιθυμία αποκόπτοντας την από από τις πιθανές συνδέσεις και φυλακίζοντας την, μέσα στο ατομικό υποκείμενο. Με τον ίδιο τρόπο ο Στίρνερ θεωρεί ότι το ουσιοκρατικό ανθρώπινο υποκείμενο φυλακίζει το εγώ, προσπαθώντας να συλλάβει τις πολλαπλότητες και τα τις ροές σε μία απλή έννοια.

 Το ζήτημα της επιθυμίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκέψη τόσο του Ντελέζ όσο και του Στίρνερ, και θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη ριζοσπαστική προσέγγιση τους στην πολιτική χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτή η έννοια. Για τους στοχαστές αυτούς εμείς οι ίδιοι μπορούμε να επιθυμούμε τη δική μας κυριαρχία, όπως ακριβώς μπορούμε να επιθυμούμε την ελευθερία μας . Ο Ντελέζ λέει:

Στην ερώτηση “Πώς η επιθυμία μπορεί να επιθυμεί την δική της καταπίεση, πώς μπορεί να επιθυμεί τη δουλεία της;” απαντάμε ότι οι εξουσίες που συντρίβουν την επιθυμία, ή που την υποτάσσουν, οι ίδιες αποτελούν ήδη μέρος των συναρμογών της επιθυμίας:. . . (Ντελέζ
1987:133)

 Παρόμοια για τον Στίρνερ, η επιθυμία δεν καταπιέζεται ή απορρίπτεται – μάλλον διοχετεύεται προς το Κράτος: “Το ίδιο το κράτος προσπαθεί να δαμάσει τον Άνθρωπο που επιθυμεί· με άλλα λόγια, αποσκοπεί στο να κατευθύνει την επιθυμία του αυτή στο κράτος μόνο, και να περιέχει αυτή την επιθυμία με ότι αυτό προσφέρει” (Στίρνερ 1993:312). Έτσι, η επιθυμία για τον Στίρνερ συνίσταται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται επιθυμία για το Κράτος. Με αυτόν τον τρόπο η κυριαρχία του Κράτους γίνεται δυνατή μέσω της συνενοχής μας – με τηνεπιθυμία μας για την εξουσία (Στίρνερ 1993:312). Όπως και ο Ντελέζ, ο Στίρνερ δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την ίδια την εξουσία, αλλά για τους λόγους που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να κυριαρχούνται από την εξουσία. Θέλει να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμμετέχουμε στη δική μας καταπίεση, και να δείξει ότι η εξουσία δεν αφορά μόνο οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα – είναι, επίσης, ριζωμένη, σε ψυχολογικές ανάγκες. Έχει ενσωματώσει την ίδια, τη μορφή των αφηρημένων ιδεών, όπως το Κράτος, την ανθρώπινη ουσία και την ηθική, βαθιά μέσα στη συνείδηση μας. Η κυριαρχία του Κράτους, ο Στίρνερ υποστηρίζει, εξαρτάται από την προθυμία μας να το αφήσουμε να μας κυριαρχήσει:

 Το Κράτος δεν είναι νοητό χωρίς την αρχοντιά και την υποτέλεια (υποταγή)· Για το Κράτος θα πρέπει να θέλει να είναι άρχοντας όλων όσων αγκαλιάζει, και αυτή η θέληση καλείται η “θέληση του Κράτους”. “Αυτός που, για να κρατήσει το δικό του, πρέπει να υπολογίζει στην απουσία βούλησης σε άλλους είναι ένα πράγμα που πραγματοποιείται από αυτούς τους άλλους, όπως ο κύριος είναι ένα πράγμα που φτιάχνεται από τους υπηρέτες του. Εάν η υποτακτικότητα σταματούσε, θα τελείωναν όλα με την εξοχότητα. (Στίρνερ 1993:195-6)

 Ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι το ίδιο το Κράτος είναι ουσιαστικά μια αφαίρεση: υπάρχει μόνο επειδή επιτρέπουμε να υπάρχει και γιατί εγκαταλείπουμε σε αυτό την εξουσία μας, με τον ίδιο τρόπο που εμείς δημιουργούμε το Θεό εγκαταλείποντας την εξουσία μας στη διάθεση του, και την τοποθετούμε έξω από τον εαυτό μας. Αυτό που είναι πιο σημαντικό από τον φορέα του Κράτους είναι η «Κυβερνώσα αρχή\” – είναι η ιδέα του Κράτους που μας καταπιέζει (Στίρνερ 1993:226). Η εξουσία του Κράτους βασίζεται πραγματικά πάνω στη δύναμη μας. Θα είναι το Κράτος κυρίαρχο αν κάποιος αρνηθεί να υπακούσει, αν αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία του σε αυτό; Δεν είναι αναμφισβήτητο ότι κάθε είδους κυβέρνησης εξαρτάται από την προθυμία μας να την αφήσουμε να μας κυβερνήσει; Η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στον καταναγκασμό. Χρειάζεται τη βοήθειά μας, τη βούλησή μας να υπακούσουμε. Είναι μόνο και μόνο για το λόγο ότι το άτομο δεν έχει αναγνωρίσει αυτή τη δύναμη, επειδή ταπεινώνεται το ίδιο μπροστά στο ιερό,μπροστά στην εξουσία, που το κράτος εξακολουθεί να υπάρχει (Στίρνερ 1993:284).

 Έτσι, τόσο για το Στίρνερ όσο και τον Ντελέζ το κράτος θα πρέπει να ξεπεραστεί ως ιδέα πριν μπορέσουμε να το υπερβούμε στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι ένα νέο Κράτος δεν θα ξεφυτρώσει στη θέση του παλιού. Αυτό ήταν και το βασικό μέλημα του αναρχισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, ο κλασικός αναρχισμός αποτυχαίνει να θεωρήσει επαρκώς το πρόβλημα της εξουσίας, της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας. Δεδομένου όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, ότι όχι μόνο η Κρατική εξουσία συνδέεται με τους ηθικούς και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά επίσης, συνδέεται κατά κύριο λόγο με την ιδέα του αυτόνομου ανθρωπιστικού υποκειμένου – τον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής σκέψης. Αυτό που οι κλασικοί αναρχικοί δεν προβλέψαν ήταν η λεπτή συνενοχή μεταξύ του επιθυμητικού υποκείμενου και της εξουσία που τον/την καταπιέζει. Αυτό είναι το φάντασμα που στοιχειώνει την επαναστατική θεωρία. Έτσι, ο Στίρνερ κι ο Ντελέζ υπερβαίνουν την προβληματική του κλασικού αναρχισμού από την αποκάλυψη των δεσμών μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας και της εξουσίας, και από την αναγνώριση των αυταρχικών δυνατοτήτων της επιθυμίας. Είναι σαφές λοιπόν ότι η αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, πρέπει να εργαστεί σε διαφορετικές γραμμές από εκείνες που προβλέπονται από τους κλασικούς αναρχικούς.

  1. Αντίσταση

Έτσι, τόσο για τον Στίρνερ όσο και για τον Ντελέζ, η κυριαρχία του Κράτους λειτουργεί, όχι μόνο μέσω των κοινωνικών θεωριών του συμβολαίου, την ηθική και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά πιο ουσιαστικά μέσω της ίδιας της ανθρωπιστικής επιθυμίας. Το ερώτημα πρέπει να είνα είναι πώς, αν είμαστε τόσο περίπλοκα συνδεδεμένοι με το Κράτος, θα αντισταθούμε στην κυριαρχία του; Για τον Στίρνερ και τον Ντελέζ, η αντίσταση στο κράτος πρέπει να λαμβάνει χώρα στο επίπεδο των σκέψεων, των ιδεών μας και πιο ριζικά των επιθυμιών μας. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε πέρα από το παράδειγμα του Κράτους. Η επαναστατική δράση στο παρελθόν απέτυχε επειδή παρέμεινε παγιδευμένη μέσα σε αυτό το παράδειγμα. Ακόμα και επαναστατικές φιλοσοφίες όπως ο αναρχισμός, που έχουν ως στόχος τους, την καταστροφή της κρατικής εξουσίας, έχουν παραμείνει παγιδευμένη μέσα σε ουσιοκρατικές έννοιες και δομές και μανιχαϊστικές δομές που, όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, συχνά καταλήγουν να επιβεβαιώνουν την εξουσία [ως αρχή]. Ίσως η ίδια η ιδέα της επανάστασης πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ίσως η πολιτική πρέπει να είναι μία διαφυγή από τις ουσιοκρατικές δομές και τις ταυτότητες. Ο Στίρνερ υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι η αντίσταση κατά του Κράτους θα πρέπει να πάρει τη μορφή, όχι της επανάστασης, αλλά της “εξέγερσης”:

 Η επανάσταση και η εξέγερση δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως συνώνυμες. Η πρώτη συνίσταται σε μία ανατροπή των συνθηκών, της καθεστηκυίας κατάστασης ή του στάτους,του Κράτος ή της κοινωνίας, και είναι κατά συνέπεια μια πολιτική ή κοινωνική πράξη· η εξέγερση έχει πράγματι για απόφευκτη συνέπεια της το μετασχηματισμό των συνθηκών, ακόμα κι αν δεν ξεκινά από αυτό, αλλά από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τον εαυτό τους, δεν είναι μια ένοπλη έγερση, αλλά μία έγερση ατόμων, ένας ξεσηκωμός χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διευθετήσεις που πηγάζουν από αυτήν. Η Επανάσταση στοχεύει σε νέες διευθετήσεις· η εξέγερση μας οδηγεί πλέον στο να μην επιτρέψουμε άλλο στους εαυτούς μας να διευθετούνται, αλλά να διευθετήσουμε τους εαυτούς μας, και δεν θέτει καμιά λαμπερή ελπίδα στους “θεσμούς”. Δεν είναι ένας αγώνας ενάντια στο καθεστηκυίο, δεδομένου ότι, αν ευημερεί (η εξέγερση), το καθεστηκυίο καταρρέει από μόνο του· είναι μόνο ένα έργο εμπρός μου έξω από το καθεστώς. (Στίρνερ 1993:316)

 Η εξέγερση, μπορεί να υποστηριχθεί, αρχίζει με την άρνηση του ατόμου της επιβαλόμενης ταυτότητας, το “εγώ”, μέσω του οποίου λειτουργεί η εξουσία: ξεκινά “από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τους εαυτούς τους” Επιπλέον ο Στίρνερ λέει ότι η εξέγερση δεν έχει ως στόχο την ανατροπή των πολιτικών θεσμών. Απευθύνεται στην ατομική ανατροπή της δικής μου ταυτότητας – το αποτέλεσμα της οποίας είναι, ωστόσο, μια αλλαγή στις πολιτικές διευθετήσεις. Η εξέγερση κατά συνέπεια, δεν είναι για να γίνει κάποιος, ό,τι “είναι”, σύμφωνα με τον ανθρωπισμό – να γίνεις ανθρώπινος, να γίνει Άνθρωπος – αλλά για να γίνει αυτό που δεν είναι. Η έννοια του Στίρνερ της εξέγερσης περιλαμβάνει μία διαδικασία γίγνεσθαι – πρόκειται για τη διαρκή ανακάλυψη του εαυτού. Ο εαυτός δεν είναι μία ουσία, ένα ορισμένο σύνολο χαρακτηριστικών, αλλά μάλλον ένα κενό, ένα “δημιουργικό τίποτα \”, και είναι πάνω στο άτομο να δημιουργήσει κάτι από αυτό και να μην περιορίζεται από τις ουσίες (Στίρνερ 1993:150).

 Ο Ντελέζ, όπως έχουμε δει επίσης απορρίπτει την ενότητα και την ουσιοκρατία του υποκειμένου, θεωρώντας ότι αυτό είναι μια δομή που περιορίζει την επιθυμία. Επίσης βλέπει το γίγνεσθαι – να γίνει άλλος από Άνθρωπος, άλλος από το ανθρώπινο – ως μια μορφή αντίστασης. Προτείνει μία έννοια της υποκειμενικότητας που εστιάζει στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα και τη διαφορά πέρα από την ενότητα, και τη ροή πέρα από τη σταθερότητα και την ουσιοκρατία της ταυτότητας. Η ενότητα του υποκειμένου αναλύεται σε μια σειρά ροών, συνδέσεων, και των συναρμογών ετερογενών μερών (Bogue 1989:94). Κανείς δεν μπορεί να σκέφτεται ακόμη και το σώμα ενοποιημένο: αποτελούμαστε από διάφορα μέρη που μπορούν να λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα. Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι το υποκείμενο ή τα διάφορα συστατικά του καθεαυτά, αλλά μάλλον ό,τι συμβαίνει μεταξύ των στοιχείων: των συνδέσεων, των ροών, κλπ (Bogue 1989:91).

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, η αντίσταση κατά του Κράτους πρέπει να περιλαμβάνει μια απόρριψη των ενιαίων και ουσιοκρατικών ταυτοτήτων – τις ταυτότητες που δεσμεύουν την επιθυμία, τη γλώσσα και τη σκέψη στο κράτος. Η ρήξη τους από την ενότητα στην πολλαπλότητα, τη διαφορά και το γίγνεσθαι μπορεί να θεωρηθεί ως μια άσκηση στην αντιεξουσιαστική, αντι-κρατική σκέψη. Μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια να κινηθούμε πέρα από τις υπάρχουσες πολιτικές κατηγορίες και να εφεύρουμε νέες – να επεκτείνουμε το πεδίο της πολιτικής πέρα από τα παροντικά όριά του μέσω της αποκάλυψης των συνδέσεων, που μπορεί να σχηματιστούν ανάμεσα στην αντίσταση και την εξουσία στις οποία αντιστάθηκαν. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Μπορείτε να κάνετε μια ρήξη, να σχεδιάσετε μια γραμμή φυγής, αλλά ακόμα εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα επαναστρωματώστε (restratify) τα πάντα, σχηματισμούς που θα επαναφέρουν την εξουσία σε ένα σημαίνον. . .” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9).

 Ίσως ένας τρόπος να σκεφτούμε πέρα από αυτή τη δυαδική, ουσιοκρατική λογική είναι μέσω της έννοιας του πολέμου. Οι Στίρνερ και Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, θεωρητικοποιούν μη-ουσιοκρατικές μορφές αντίστασης εναντίον του Κράτους όσον αφορά τον πόλεμο. Ο Στίρνερ καλεί για ένα πόλεμο σε κάθε αρχή και θεσμό του Κράτους. Επιπλέον, βλέπει την κοινωνία όσον αφορά έναν πόλεμο των εγώ, ένα είδος πολέμου του Hobbes “όλοι εναντίον όλων” στον οποίο δεν υπάρχει καμία έκκληση προς κάθε έννοια συλλογικότητας ή ενότητας (Clark 1976:93). Για αυτό έχει συχνά κατηγορηθεί ότι υποστηρίζει ένα εγωιστικό και ακραίο ατομικισμό στον οποίο “θα μπορούσε να είναι σωστό” και το άτομο έχει το δικαίωμα σε όλα όσα έχει τη δύναμη να πετύχει. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ δεν μιλάει εδώ για ένα πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον μια μάχη στο επίπεδο των αναπαραστάσεων που δημιουργούν ριζοσπαστικά θεωρητικά ανοίγματα και στις οποίες όλες οι ουσιοκρατικές ενότητες και συλλογικότητες ριγνύονται. Ο πόλεμος για τον Στίρνερ δεν είναι ένα Κράτος της φύσης ή ένα ουσιοκρατικό χαρακτηριστικό. Μάλλον είναι ένας τρόπος σκέψης που υπονομεύει την ουσία.

 Είναι στο ίδιο πνεύμα που ο Ντελέζ μιλά για τη “μηχανή πολέμου” ως σχήμα της αντίστασης ενάντια στο Κράτος. Η μηχανή πολέμου αποτελεί κάτι έξω από το Κράτος. Ενώ το Κράτος χαρακτηρίζεται από εσωτερικότητα, η μηχανή πολέμου χαρακτηρίζεται από μία απόλυτηεξωτερικότητα. Ενώ το Κράτος είναι, όπως είδαμε, ένα κωδικοποιημένο εννοιολογικό επίπεδο που περιορίζεται εντός των δυαδικών δομών σκέψης, η μηχανή πολέμου είναι καθαρά νομαδική κίνηση, μη-γραμμωτή και ακωδικοποίητη. Είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από πλυθηντικότητες, πολλαπλότητες, και διαφορά, η οποία ξεφεύγει από την κωδικοποίηση του Κράτους αποφεύγοντας τις δυαδικές δομές (Deleuze 1987:141). Η μηχανή πολέμου είναι το Έξω του Κράτους – ό,τι διαφεύγει τη σύλληψη από το κράτος: “όπως ακριβώς Χομπς είδε ξεκάθαρα ότι το Κράτος ήταν κατά του πολέμου, οπότε ο πόλεμος είναι ενάντια στο Κράτος και το καθιστά αδύνατο”(Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:359). Είναι η εννοιολογική απουσία της ουσίας και της κεντρικής εξουσίας [ως αρχής]. Πάλι θα έλεγα ότι στον Ντελέζ, όπως και στην περίπτωση του Στίρνερ, δεν μιλάμε για πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον για ένα θεωρητικό έδαφος που χαρακτηρίζεται από ενοιολογική ανοιχτότητα στην πληθυντικότητα και την διαφορά, η οποία αποφεύγει τις σταθερές ταυτότητες, τις ουσίες και τις εννοιολογικές ενότητες που αποτελούν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Η ιδέα του πολέμου ως μια ριζική εξάρθρωση και ένα συστατικό κενό μπορεί να αναπτυχθεί με τον τρόπο αυτό, ως εργαλείο της αντίστασης ενάντια στην Κρατική εξουσία [ως δύναμη] και την αρχή του.

 Όπως είδαμε, η αντίσταση είναι μια επικίνδυνη επιχείρηση: μπορεί πάντα να αποικίζεται από τη εξουσία στην οποία αντιτίθεται. Δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως η ανατροπή της Κρατικής εξουσίας από ένα ουσιοκρατικό επαναστατικό υποκείμενο. Η αντίσταση μπορεί τώρα να ειδωθεί από την άποψη του πολέμου: ως ένα πεδίο πολλαπλών αγώνων, στρατηγικών, τοπικών τακτικών, προσωρινών αποτυχιών και προδοσιών – ένας συνεχής ανταγωνισμός χωρίς την υπόσχεση της τελικής νίκης. Όπως λέει ο Ντελέζ: “. . . ο κόσμος και τα Κράτη του δεν είναι πλέον οι Κύριοι των επιπέδων τους από όσο οι επαναστάτες καταδικάστηκαν σε παραμόρφωση των δικών τους. Όλα παίζονται σε αβέβαια παιχνίδια. . . »(Ντελέζ 1987:147).

 Πώς αυτή η έννοια της αντίστασης ως πόλεμος, ως ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται μεταξύ συλλογικοτήτων ατόμων, και εξουσίας [ως αρχής] διαφέρει από την αναρχική ιδέα της επανάστασης; Για τους κλασικούς αναρχικούς η επανάσταση ήταν μια μεγάλη, διαλεκτική ανατροπή της κοινωνίας, στην οποία οι δομές της εξουσίας και της αρχής θα πρέπει να ανατραπεί ώστε και το τελευταίο εμπόδιο για την πλήρη υλοποίηση της υποκειμενικής ανθρωπότητας να αφαιρεθεί. Για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, από την άλλη πλευρά, η αντίσταση δεν έχει ένα συμπέρασμα ή τέλος, υπό αυτή την έννοια. Η αντίσταση θεωρείται ως μια συνεχής αντιπαράθεση ένας διαρκής πόλεμος φθοράς κατά την οποία οι γραμμές της αντιπαράθεσης ποτέ δεν σημειώνονται εκ των προτέρων, αλλά είναι μάλλον συνεχώς επαναδιαπραγματεύσιμες και προς διεκδίκηση (fought over). H αντίσταση ενάντια στο Κράτος είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι, ακριβώς επειδή η Κρατική εξουσία δεν μπορεί πλέον να περιορισθεί σε ένα μόνο θεσμό, αλλά μάλλον είναι κάτι που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό, που αποτελείται, όπως είδαμε, από τις επιθυμίες, ουσίες και ορθολογικές αρχές. Η ίδια η έννοια του ηθικού και του ορθολογικού ανθρώπινου υποκειμένου το οποίο ανταγωνίζεται ενάντια στην εξουσία του Κράτους στο αναρχικό λόγο, έχει κατασκευαστεί, ή τουλάχιστον έχει διεισδύσει σε αυτό η εξουσία που υποτίθεται ότι αντιτίθεται. Έτσι, η αντίσταση είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται από άτομα και ομάδες που συμπλέκονται σε αγώνες από μέρα σε μέρα με τις πολλαπλές μορφές κυριαρχίας.

Συμπέρασμα

Η Αντι-κρατική σκέψη του Στίρνερ και του Ντελέζ μπορεί να μας επιτρέψει να αντιληφθούμε και να αναπτύξουμε μορφές αντίστασης που αποφεύγουν την παγίδα του κράτους που έχει για εμάς – πώς από την απόλυτη προσήλωση μας στις ορθολογικές δομές σκέψης, και τους ουσιοκρατικούς τρόπους της επιθυμίας, καταλήγουμε να επιβεβαιώνουμε, παρά να υπερβαίνουμε την κυριαρχία. Κάποιος πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτεί πέρα από το ερώτημα του ποιος θεσμόςποια μορφή κυριαρχίας, είναι να αντικαταστήσει αυτή που έχουμε ανατρέψει. Η Αντι-κρατική σκέψη του Ντελέζ και του Στίρνερ μπορεί να μας δώσει ίσως και το εννοιολογικό οπλοστάσιο για την απελευθέρωση της πολιτικής από τον εκβιασμό αυτού του αιώνιου ερωτήματος. Εδώ θα ήθελα, επίσης, να υποστηρίξω ότι παρόλο που η ανάλυση του Στίρνερ και του Ντελέζ της κρατικής εξουσίας διαφέρει με πολλούς τρόπους από τον παραδοσιακό αναρχισμό, είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που είναι πιο κοντά στον αναρχισμό. Και οι δύο μοιράζονται με τον αναρχισμό μια αμείλικτη κριτική όλων των μορφών εξουσίας, και ιδιαίτερα την απόρριψη της ιδέας ότι ορισμένες μορφές εξουσίας μπορεί να είναι απελευθερωτικές. Η διαφορά είναι ότι ο Στίρνερ και ο Ντελέζ εκθέτουν τόπους δυνητικής κυριαρχίας σε χώρους όπου ο κλασικός αναρχισμός δεν κοίταξε – στους ηθικούς και ορθολογικούς λόγους, τις ανθρώπινες ουσίες και την επιθυμία. Με άλλα λόγια, έχουν επεκτείνει απλώς την κριτική της δύναμης και της εξουσίας που ξεκίνησε με τον κλασσικό αναρχισμό. Υπό αυτή την έννοια η κριτική του Ντελέζ και του Στίρνερ του Κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή του αναρχισμού. Αλλά είναι ένας αναρχισμός χωρίς τις ουσίες και τις εγγυήσεις της ηθικής και της ορθολογικής εξουσίας [ως αρχής]. Ίσως με αυτόν τον τρόπο η αντι-κρατική φιλοσοφία των Ντελέζ και Στίρνερ μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μετα-αναρχισμός – μια σειρά από εννοιολογικές στρατηγικές οι οποίες μπορούν μόνο να προωθήσουν τον αναρχισμό, καθιστώντας τον πιο σχετικό με τους σύγχρονους αγώνες κατά της αρχής.

 Έχω υποστηρίξει, επομένως, ότι υπάρχει μια εκπληκτική και ανεξερεύνητη σύγκλιση μεταξύ των Στίρνερ και Ντελέζ για το ζήτημα του Κράτους. Επιπλέον, η εξερεύνηση αυτής της σύγκλισης μπορεί να μας επιτρέψει να θεωρητικοποιήσουμε μία μη-ουσιοκρατική πολιτική αντίστασης στην κυριαρχία του Κράτους. Και οι δύο στοχαστές βλέπουν το Κράτος ως μια αφηρημένη αρχή της εξουσίας και της κυριαρχίας η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε συγκεκριμένες μορφές της. Αναπτύσσουν μια θεωρία του Κράτους που πάει πέρα τον μαρξισμό βλέποντας το Κράτος ως αυτόνομο από οικονομικές διευθετήσεις, και πέρα από τον αναρχισμό που βλέπει το Κράτος να λειτουργεί μέσω των ίδιων των ηθικών και ορθολογικών λόγων που χρησιμοποιήθηκαν για να το καταδικάσει. Με αυτόν τον τρόπο έρχονται σε ρήξη με το παράδειγμα του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού, αποκαλύπτουν τους δεσμούς μεταξύ της εξουσίας και της ανθρώπινης ουσίας και δείχνουν ότι η επιθυμία μερικές φορές επιθυμεί τη δική της καταστολή. Στη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι, οι Στίρνερ και Ντελέζ καταλαμβάνουν μια παρόμοια αντιεξουσιαστική φιλοσοφική και πολιτική τροχιά – που κηρύττει τον εννοιολογικό πόλεμο στο Κράτος, των οποίων οι σημαντικές θεωρητικές επιπτώσεις για τον αναρχισμό, πρέπει να υπολογίζονται μαζί.

Αναφορές

Bakunin, Mikhail 1984. Political Philosophy: scientific anarchism. (ed.) G.P Maximoff. London: Free Press of Glencoe.

Bogue, Ronald 1989. Deleuze & Guattari. London: Roultedge.

Clark, John 1976. Max Stirner’s Egoism. London: Freedom Press.

Deleuze, Gilles & Felix Guattari 1977. Anti-Oedipus: Capitalism & Schizophrenia. New York: Viking Press.

Deleuze, Gilles 1987. Dialogues. (trans.) Hugh Tomlinson. New York: Columbia University Press.

Deleuze, Gilles and Felix Guattari 1988. A Thousand Plateaus: Capitalism & Schizophrenia. (trans.) Brian Massumi. London: Althone Press.

Derrida, Jacques 1994. Spectres of Marx: The State of Debt, the Work of Mourning & the New International. (trans.) Peggy Kamuf, New York: Routledge.

Feuerbach, Ludwig 1957. The Essence of Christianity, (trans.) George Eliot. New York: Harper

Harrison, Frank 1983. The Modern State: An Anarchist Analysis. Montreal: Black Rose Books.

Koch, Andrew 1997. Max Stirner: The Last Hegelian or the First Poststructuralist. Anarchist Studies 5:95–107.

Kropotkin, Peter 1943. The State: Its Historic Role. London: Freedom Press.

Stirner, Max 1993. The Ego and Its Own. (trans.) Steven Byington. London: Rebel Press.

Προτεινόμενη ανάγνωση

Για μια καλή συμπληρωματική εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Ντελέζ, θα ήθελα επίσης, να προτείνω τα ακόλουθα:

Goodchild, Philip 1996. Deleuze and Guattari: an introduction to the politics of desire. London: SAGE Publications.

Massumi, Brian 1992. A User’s Guide to Capitalism and Schizophrenia: deviations from Deleuze and Guattari. Cambridge, Mass: MIT Press.

Patton, Paul 1984. ‘Conceptual Politics and the War-Machine in Mille Plateaux’, Substance. 44/45, 61–80.

Perez, Rolando 1990. On An(archy) and Schizoanalysis. Autonomedia: USA.

Schrift, Alan 1992. ‘Between Church and State: Nietzsche, Deleuze and the Genealogy of Psychoanalysis’, International Studies in Philosophy, 24(2), 41–52.

Θα πρότεινα επίσης τον προβληματισμό του Ντελέζ πάνω στον Φουκώ στην έννοια της εξουσίας και της αντίστασης.

Deleuze, Gilles 1988. Foucault. (trans.) Se’n Hand. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μία καλή εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ θα πρότεινα:

Carroll, John 1974. Break-Out from the Crystal Palace. The anarcho-psychological critique: Stirner, Nietzsche, Dostoyevsky. London: Routledge & Kegan Paul.

Ferguson, Kathy. E 1982. ‘Saint Max Revisited: A Reconsideration of Max

Stirner’, Idealistic Studies. 12(3), 276–292.

Μία διερεύνηση των δεσμών ανάμεσα στον αναρχισμό και τον μεταδομισμό μπορεί να βρεθεί στο:

May, Todd 1994. The Political Philosophy of Poststructuralist Anarchism. University Park, Pa.: Pennsylvania State University Press.

May, Todd 1989. ‘Is poststructuralist political theory anarchist?’ Philosophy & Social Criticism. 15(2), 167–181.

Για μία εισαγωγή στη μετανεωτερική πολιτική θα πρότεινα:

Ross, Andrew (ed.) 1988. Universal Abandon: The Politics of Post-Modernism. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μια ενδιαφέρουσα ματιά στο σύγχρονο αναρχισμό θα πρότεινα:

Clark, John 1984. The Anarchist Moment: Reflections on Culture, Nature & Power. Black Rose Books: Montreal.

Ehrlich, Howard J. (ed.) 1996. Reinventing Anarchy, Again. San Francisco, CA:

AK Press.

Κάποιες σκέψεις για τον πολιτισμό και την κοινωνία

Κοινωνία

Η μαζική κοινωνία είναι μια αναγκαστική συνθήκη που, επιβλήθηκε στα άτομα και τις ομαδοποιήσεις τους, ώστε να είναι εφικτή η ύπαρξη ιεραρχημένων συγκεντρωτικών εξουσιαστικών δομών. Αυτή η επιβολή είναι κατ\’ ουσίαν βίαια, είτε είναι αποτέλεσμα ενός πολέμου είτε είναι αποτέλεσμα αναγκαστικής ενσωμάτωσης για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες διαβίωσης.

Η καινοτομία του καπιταλισμού είναι το γεγονός ότι δημιούργησε ένα αχανές πλέγμα κοινωνικών ρόλων και ταυτοτήτων, διαποτισμένο πέρα ως πέρα με το εξουσιαστικό δηλητήριο, δένοντας με σχέσεις εξάρτησης όλους τους υπηκόους του. Αυτό το πλέγμα αποτελεί τη θλιβερή σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Είναι εξαιρετικά απλοϊκό να θεωρούμε κοινωνία απλά τη συνύπαρξη ανθρώπων στο ίδιο μέρος χωρίς να μελετούμε ποιο είναι το συνθετικό υλικό  που τους κρατάει \”ενωμένους\”. Αυτό το μόρφωμα εξυπηρετεί τους σκοπούς της εκάστοτε κυριαρχίας. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο καπιταλισμός με τους αιώνες δημιούργησε την κοινωνία με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες του. Οι συμπεριφορές, οι ρόλοι, τα ιδεολογήματα, οι αντιλήψεις και οι ταυτότητες  της εξουσίας είναι τα οικοδομικά της υλικά. Στο κοινωνικό πλαίσιο, η έννοια της ολοκληρωμένης ατομικότητας είναι ανύπαρκτη. Το άτομο ακόμα και αν καταφέρει να δημιουργήσει, με όπλο την άρνηση, μια ως ένα βαθμό ανεξάρτητη συνείδηση, αδυνατεί να προχωρήσει αυτή τη διαδικασία ως το τέρμα της καθώς βρίσκει μπροστά του τα πολλαπλά εμπόδια των προαναφερόμενων κοινωνικών θεσμίσεων. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την κοινωνία με μια εργοστασιακή γραμμή παραγωγής. Στην αφετηρία της βρίσκεται ένα τεράστιο χωνευτήριο, στο οποίο εισάγεται ο άνθρωπος κατά τη γέννηση του και μέσα από μια διαδικασία που περιλαμβάνει την οικογένεια, την εκπαίδευση, τη διαφόρων μορφών κοινωνικοποίηση κλπ. απογυμνώνεται από οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί \”δικό του\” και εντάσσεται στα διάφορα κουτάκια που έχει προετοιμάσει το σύστημα για αυτόν. Και αυτή η γραμμή παραγωγής του κοινωνικού εργοστασίου δεν έχει τέλος. Το άτομο-προϊόν προστίθεται στη μηχανή ως εξάρτημα και συμμετέχει στην αναπαραγωγή του κοινωνικού τέρατος μέχρι να είναι πλέον άχρηστο ή μέχρι το ίδιο να απαρνηθεί τη θέση του και να κινηθεί εναντίον της μηχανής. Θεωρώ λοιπόν πως η άρνηση και η μετατροπή επιμέρους χαρακτηριστικών της κοινωνίας συνιστά επιμέρους άρνηση και μεταρρύθμιση του κρατικοκαπιταλιστικού συμπλέγματος.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο έγκειται η διαφωνία με αρκετές από τις άλλες αναρχικές τάσεις. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι η κοινωνία έχει δημιουργηθεί για να λειτουργεί με αυτούς τους όρους. Το \”να φτιάξουμε μια άλλη κοινωνία\” είναι ουσιαστικά ταυτόσημο με τη μαρξιστική χίμαιρα περί της οικοδόμησης ενός \”άλλου εργατικού κράτους\”. Η αναρχία, ως μήτρα απόλυτης ελευθερίας, είναι αντικοινωνική κατάσταση. Οι εκάστοτε κοινωνικοί νόμοι,  κανόνες και θεσμοί (επίσημοι ή άτυποι) καταπιέζουν το άτομο, επομένως η αναρχία ως βίωμα εντός της κοινωνίας είναι αδύνατη. Τα άτομα αδυνατούν να διαμορφώσουν και να διαλύσουν συλλογικότητες κατά βούληση αφού οποιαδήποτε συλλογικοποίηση εντός  κοινωνίας δένει τους συμμετέχοντες με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω. Ένα κομμουνιστικοποιημένο εργοστάσιο, παραμένει εργοστάσιο. Όσο και να μεταρρυθμίσει την εσωτερική του λειτουργία έχει φτιαχτεί αφενός για να λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο και αφετέρου για να συνδέεται με την υπόλοιπη κοινωνία με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να αναπαράγεται αναγκαστικά ο ρόλος του εργάτη και του καταναλωτή. Επομένως η αναρχική αντικοινωνική κριτική συνιστά μια διακήρυξη ανεξαρτησίας της εξεγερμένης ατομικότητας από τα δεσμά της κοινωνίας. Δεν είναι ένα σχέδιο αλλά μια κήρυξη πολέμου. Δε στοχεύει μια άλλη κοινωνία, αλλά τη καταστροφή της και το \”άνοιγμα\” της δυνατότητας, στο τώρα και στο μέλλον, της αυτοπραγμάτωσης των ελεύθερων ατόμων και του πειραματισμού τους με σχέσεις βασισμένες στις επιλογές και τις επιθυμίες τους, με μόνο όριο τις δυνατότητες τους.

Πόλη

Η πόλη είναι το \”κτίριο\” που στεγάζεται το κοινωνικό εργοστάσιο. Έχει κατασκευαστεί ως μια απέραντη φυλακή, μια αχανής αποθήκη γραναζιών της κοινωνικής μηχανής. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας τόπος και τρόπος συλλογικής διαβίωσης στον οποίον αναγκαστικά θα έφταναν οι άνθρωποι ούτως ή άλλως, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι κάθε είδους ντεντερμινιστές. Είναι φτιαγμένη στα πρότυπα κάλυψης των αναγκών της παραγωγής, της κατανάλωσης και της επιτήρησης της μαζικής κοινωνίας. Κάθε προσπάθεια εξωραϊσμού της εικόνας της αποτελεί μεταρρυθμιστικό (άρα όχι επαναστατικό) στόχο. Ένα πάρκο στην τσιμεντούπολη μοιάζει με ένα πάρκο στο προαύλιο των φυλακών. Μπορεί ο κρατούμενος να νιώθει καλύτερα αλλά συνεχίζει να είναι κρατούμενος, η αίσθηση του για την πραγματικότητα θολώνει, απομακρύνοντάς τον από τη συνειδητοποίησης της πραγματικής του κατάστασης.

Κανένα στοιχείο της πόλης δεν ανήκει στην εξεγερμένη ατομικότητα. Κάθε στενό, κάθε τοίχος, κάθε πλατεία είναι υπενθύμιση ότι είναι ένα άγριο ζώο φυλακισμένο σε κλουβί. Και λίγη σημασία έχει για το αγρίμι αν αποφασίζει το ίδιο για τη διαρρύθμιση ή την καθαριότητα του κλουβιού του ή κάποιος άλλος. Μια κατάληψη  πρέπει να νοείται μονάχα ως ένα μέρος που προπαρασκευάζεται πολύμορφα η επίθεση στο υπάρχον, ένα καταφύγιο των εξεγερμένων, όχι το \”σπίτι\” τους. Μια επιθετική διαδήλωση μπορεί να νοείται μονάχα ως μια καταιγίδα φωτιάς και όχι ως \”πάρσιμο των δρόμων\”. Όπως μέσα στην κοινωνία έτσι και μέσα στην πόλη, ο Εξεγερμένος ζει μονάχα για να την καταστρέψει και όχι για να τη μετασχηματίσει ή να την κάνει δική του.

Πολιτισμός: Επιστήμη, Βιομηχανία, Τεχνολογία

Υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το τι εστί πολιτισμός. Λαμβάνοντας ως βάση και αφετηρία του συλλογισμού μου τον ορισμό του πολιτισμού ως το σύνολο των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων που ο άνθρωπος διαμόρφωσε από τη στιγμή που άρχισε να συμβιώνει στα πλαίσια μαζικών κοινωνιών και εντός των πόλεων, κάνω μια απόπειρα αποδόμησης του και ένταξής του στο στόχαστρο της διαρκούς αναρχικής εξέγερσης.

Η κριτική στον πολιτισμό είναι ουσιαστικά η κριτική στο ιδεολόγημα της προόδου. Θα θεωρούσε κανείς πως μετά από τόσους αιώνες επιστημονικής και τεχνολογικής \”εξέλιξης\”, τουλάχιστον οι αναρχικοί θα είχαν καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Είναι αφελές να θεωρεί κάποιος πως η σύγχρονη επιστήμη και  τεχνολογία ακολουθούν μια ανεξάρτητη πορεία προς τη γνώση και προς το συμφέρον του ανθρώπου. Πρώτον, επειδή η ανθρωπότητα ως σύνολο είναι κάτι τελείως επίπλαστο, επομένως τα \”κοινά\” χαρακτηριστικά και άρα και οι \”κοινές\” ανάγκες, που μοιράζονται οι άνθρωποι, με εξαίρεση τα βιολογικά χαρακτηριστικά, είναι κατασκευασμένα. Όλως τυχαίως η επιστήμη και η τεχνολογία είναι αποκλειστικό προϊόν του δυτικού κόσμου και επιβάλλεται στους \”υποανάπτυκτους\”  δια πυρός και σιδήρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός πως η αγορά κινητής τηλεφωνίας είναι πλέον προσανατολισμένη στις χώρες της Αφρικής και όχι στην κορεσμένη Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Αποφάσισαν οι Αφρικανοί πως εν μέσω λοιμών, ξηρασίας και εμφυλίων πολέμων χρειάζονται κινητά; Μάλλον όχι. Πρέπει όμως να χωρέσουν στην πολιτισμένη ανθρωπότητα γιατί έτσι βολεύει τους εταιρικούς κολοσσούς. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί το εξής απλό: Πόσα από τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα που γνωρίζουμε θα υπήρχαν χωρίς τη λογική του κέρδους και τη λογική της διατήρησης της μαζικής κοινωνίας ως πηγής κέρδους και εξουσίας;

Ακόμα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως δε γεννούν οι πραγματικές μας ανάγκες τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα αλλά το αντίστροφο. Τα προϊόντα αυτής της διαδικασίας πρέπει να πωληθούν για να έχει νόημα η παραγωγή τους. Επομένως, οι υποτιθέμενες ανάγκες μας, είναι ουσιαστικά απάτη, τίποτα άλλο από μια κατασκευασμένη αγορά στην οποία ο καπιταλισμός διοχετεύει τα προϊόντα του και οι σκλάβοι τα καταναλώνουν νομίζοντας ότι είναι και κερδισμένοι, όπως οι ηλίθιες φάτσες που  χαμογελούν στις διαφημίσεις.

Εκτός από το οικονομικό σκέλος, αυτό που συχνά παραβλέπεται είναι η συστημική αξία της επιστήμης και της τεχνολογίας στο πεδίο της εξουσίας. Η επιστημονικοποίηση της γνώσης την κατατεμαχίζει και απομονώνει τα κομμάτια της από το όλον. Η ικανοποίηση της περιέργειας του ανθρώπου σχετικά με τον κόσμο που τον περιβάλλει αντί να είναι ένα παιχνίδι αλληλεπίδρασης με τη φύση και τη νόηση, είναι μια ανιαρή και μεθοδευμένη \”επιστημονική έρευνα\”, μια στείρα καταγραφή στοιχείων και μια βαρετή επανάληψη πειραμάτων σε υπόγεια εργαστήρια, με στόχο την κωδικοποίηση της γνώσης με τρόπο που να βολεύει την εξουσία και να ενισχύει τον τεχνολογικό της βραχίονα. Δεν υπάρχει ούτε ένας επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος, από την κοινωνιολογία και την ιατρική μέχρι την πληροφορική και τη νανοτεχνολογία, που να μην αναπτύσσεται στη λογική της κερδοφορίας, της επιτήρησης και της καταστολής. Δεν είναι τυχαίο που οι \”μεγάλες¨ ανακαλύψεις γίνονται από επιστήμονες που χρηματοδοτούνται από μεγάλες εταιρίες και από το στρατό.

Όσο για τη βιομηχανία, εκεί τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Η βιομηχανία είναι απαραίτητη για τη μαζική παραγωγή των καπιταλιστικών εμπορευμάτων και έχει δομηθεί αποκλειστικά με αυτόν το στόχο. Εντός της αναπαράγεται όλη η λογική του κεφαλαίου και της εξουσίας. Ιεραρχία, πειθαρχεία, εκμηδένιση της ατομικότητας, καταμερισμός της εργασίας, ανία, εργατική ηθική. Παράλληλα, απαιτείται η πραγμοποίηση της φύσης και η μετατροπή της σε μια αποθήκη έμψυχων και άψυχων πρώτων υλών. Το άτομο υποβαθμίζεται σε εργάτη, ένα εξάρτημα της βιομηχανικής μηχανής που σε αρκετές περιπτώσεις έχει λιγότερη αξία από το προϊόν που παράγει. Έτσι, μια πανάκριβη γούνα έχει μεγαλύτερη αξία από τα εκατοντάδες σφαγμένα άγρια ζώα που απαιτούνται για την κατασκευή της και από τους εργάτες* που εργάζονται για να παραχθεί. Ένα αυτοκίνητο έχει μεγαλύτερη αξία από το φυσικό τοπίο που καταστρέφουν τα ορυχεία μετάλλου και από τους σκλάβους στα κάτεργα των αυτοκινητοβιομηχανιών. Να σημειώσω εδώ πως είναι απορίας άξιον πως κάποιοι σύντροφοι απαιτούν να αντλείται \”ταξική περηφάνια\” από αυτήν την εξαχρειωτική και εξευτελιστική κατάσταση στην οποία φέρνει το άτομο ο βιομηχανικός πολιτισμός.

Η αναρχική εμπλοκή

Αυτό το τερατούργημα, λοιπόν, που δημιουργείται από τη σύνθεση της επιστήμης, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας καλούμαστε να το αυτοδιαχειριστούμε, να βρούμε την \”καλή\” του πλευρά, να το \”στρέψουμε προς το συμφέρον των μαζών\”. Χίμαιρα και έγκλημα μαζί.

Είναι παντελώς αδύνατο να χειριστείς αυτό το σύμπλεγμα απελευθερωτικά, όπως είναι αδύνατο να καρφώσεις ένα καρφί με κατσαβίδι. Κοιτώντας τα πράγματα ψύχραιμα, χωρίς τις εξάρσεις που προκαλούνται από τα ακατανόητα flash-back εικόνων από την Ισπανία του \’36, μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας πως στο σήμερα (αν όχι διαχρονικά) η διατήρηση ενός από τα στοιχεία του κρατικοκαπιταλιστικού συμπλέγματος σημαίνει την αποδοχή του όλου.

Το σύστημα έχει διαρθρωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε το ένα του κομμάτι να συμπληρώνει το άλλο. Δεν υπάρχει βιομηχανία χωρίς εργάτες, χωρίς τεχνολογία και χωρίς βιασμό της φύσης. Δεν υπάρχει τεχνολογία χωρίς επιστήμη και δεν υπάρχει επιστήμη χωρίς κωδικοποιημένη γνώση και ψυχρή ωφελιμιστική ηθική. Χωρίς μαζική βιομηχανική παραγωγή δεν υπάρχει μαζική κατανάλωση και εργασία και χωρίς αυτά δεν υπάρχει μαζική κοινωνία. Τέλος χωρίς μαζική κοινωνία δεν υπάρχει κράτος και καπιταλισμός. Προκαλώ οποιονδήποτε να φέρει ένα παράδειγμα που μπορεί να απομονώσει το ένα από τα άλλα διατηρώντας παράλληλα τα πλαίσια της μαζικής κοινωνίας και που ταυτόχρονα κινείται σε μια απελευθερωτική αναρχική οπτική. Κανένα μοντέλο από το αναρχοκομμουνιστικό των Μαχνοβιτών και των οπαδών του Κροπότκιν, μέχρι τον κολεκτιβισμό στην Ισπανία και τον \”σε ισορροπία με τη φύση\” κομμουναλισμό του Μπούκτσιν δε μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα.

Η αναρχική μηδενιστική οπτική

Και φτάνουμε στη γνωστή ερώτηση: Που μας οδηγεί και τι προτείνει αυτός ο μηδενισμός; Τίποτα δεν προτείνει. Ο αναρχικός μηδενισμός δεν κινείται σε αυτήν τη λογική ούτε θέλει να γίνει \”κυρίαρχη τάση\”, προσφέροντας μια \”ρεαλιστική\” εναλλακτική. Είναι μια ολιστική άρνηση του υπάρχοντος χωρίς εκπτώσεις, που αφαιρεί τις παρωπίδες που αναγκαστικά μας φοράει η λογική της \”κοινωνικής αλλαγής\” και μας κάνει να κοιτάζουμε κατάματα ολόκληρο το τέρας. Ως εκ τούτου, ο μηδενιστής δε νιώθει την ανάγκη να προτείνει ένα μελλοντικό παράδεισο ευημερίας. Το ζήτημα δεν είναι η χάραξη ενός προγράμματος για το αύριο αλλά η εμπέδωση μιας λογικής για το πώς μπορεί να υπάρξει το παρόν και το μέλλον με αναρχικούς όρους. Για μένα, ο αναρχικός ατομικισμός και μηδενισμός είναι έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες και αδιαχώριστες επομένως, το σήμερα και το αύριο είναι ένα παιχνίδι στο οποίο η εξεγερμένη ατομικότητα πειραματίζεται με βάση το μηδέν, χωρίς συνταγές και έτοιμες λύσεις. Ο μηδενιστής δεν είναι επιστήμονας. Τον ενδιαφέρει το πείραμα και όχι το αποτέλεσμα. Ο αναρχικός μηδενισμός είναι πάνω από όλα άρνηση κάθε σταθεράς και ένα πρόταγμα επίθεσης στο τώρα εναντίον όλων αυτών που συνιστούν την κυριαρχία.

 Αντί επιλόγου

Στο περιθώριο αυτής της ανάλυσης, θέλω να απαντήσω σε ένα βλακώδες ερώτημα που διαισθάνομαι πως θα τεθεί για ακόμα μια φορά, λόγω της έλλειψης ουσιαστικών αντεπιχειρημάτων. Γιατί οι αρνητές του πολιτισμού και της κοινωνίας χρησιμοποιούν τα προϊόντα του πρώτου και ζουν στη συνθήκη της δεύτερης.

Θα μπορούσα να το αντιστρέψω και να διερωτηθώ π.χ. γιατί οι πολέμιοι της μισθωτής εργασίας εργάζονται αλλά σαν επιχείρημα θα ήταν εξίσου βλακώδες. Ως μηδενιστής, λοιπόν, προτίθεμαι να χρησιμοποιήσω τον τελειότερο ηλεκτρονικό υπολογιστή αν με βοηθάει να διατυπώσω το λόγο μου, το πιο εξελιγμένο όπλο αν με διευκολύνει στο στόχο μου, το τελειότερο φάρμακο αν μπορεί να με διατηρήσει ή να με επαναφέρει σε κατάσταση που μπορώ να είμαι ικανός να πολεμήσω. Επίσης, θα ζήσω και στη χειρότερη βρωμότρυπα της μητρόπολης αν με διευκολύνει στη μάχη μου, θα συναναστραφώ και το χειρότερο σκουπίδι αν μπορώ να αποσπάσω κάτι χρήσιμο από αυτό. Το μόνο όριο που βάζω στον εαυτό μου είναι το δικό μου όριο και η πραγματοποίηση του στόχου μου. Ως ατομικιστής, με ενδιαφέρει να πραγματώνω ταυτόχρονα όσο καλύτερα το Εγώ μου, πράγμα που είναι και η αφετηρία της δράσης μου. Και πάνω σε αυτό, οι ηθικές επιταγές της μάζας και των αφεντικών της μου είναι παγερά αδιάφορες, όπως αδιάφορες μου είναι και οι δήθεν \”συντροφικές\” συμβουλές.

Υποσημειώσεις:

1. Βρίσκομαι έτη φωτός μακριά από τη λογική που δικαιολογεί κάθε πράξη που γίνεται στο πλαίσιο της εργασίας. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ολοκληρωμένο ον, δεν είναι άλλος με τα ρούχα της δουλειάς και άλλος με τις παντόφλες στο σπίτι. Οποιοσδήποτε δέχεται να εξαχρειώνεται και να καταπιέζει για \”να βγαίνει το μεροκάματο\” πρέπει να λαμβάνει εκτός από το μεροκάματο, και ό,τι άλλο αναλογεί στο σιχαμερό είδος του. Αυτό το σχόλιο αφορά και την πρόσφατη περίπτωση που ο θάνατος ενός \”φουκαρά\” σεκιουριτά συμψηφίστηκε από κάποιους με τις υπόλοιπες εργατικές δολοφονίες…

Αναρχικοί – Ληστές*

Την περασμένη εβδομάδα ο ημερήσιος τύπος αναφέρθηκε λεπτομερώς σε ένα τραγικό γεγονός του κοινωνικού αγώνα. Στα προάστια του Λονδίνου (στο Τότενναμ), δύο Ρώσσοι σύντροφοί μας επιτέθηκαν στο λογιστήριο ενός εργοστασίου και καταδιωκόμενοι από το πλήθος και την αστυνομία επιδόθηκαν σε έναν απεγνωσμένο αγώνα που ακόμα και η αφήγηση του φέρνει ανατριχίλα…

 Μετά από σχεδόν δύο ώρες αντίστασης, έχοντας εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους και έχοντας τραυματίσει 22 ανθρώπους, εκ των οποίων τους τρεις θανάσιμα, κράτησαν τις τελευταίες σφαίρες για τους εαυτούς τους**. Ο ένας, ο σύντροφος Ζοζέφ Λαπιντύ (αδελφός του τερροριστή Stryge, που σκοτώθηκε στο Παρίσι, στο δάσος Vincennes το 1906) αυτοκτόνησε· ο άλλος συνελήφθη βαριά τραυματισμένος.

Οι λέξεις φαίνονται ανίσχυρες να περιγράψουν το θαυμασμό ή την καταδίκη για τον άγριο ηρωισμό τους. Τα χείλια είναι σφραγισμένα, η πέννα δεν είναι αρκετά δυνατή, αρκετά βροντώδης.

Παρ\’ όλα αυτά, θα υπάρξουν στις τάξεις***μας εκείνοι οι δειλοί και οι φοβητσιάρηδες που θα αποκηρύξουν την πράξη τους. Αλλά εμείς από τη μεριά μας, επιμένουμε να δηλώνουμε μεγαλόφωνα την αλληλεγγύη μας.

Είμαστε περήφανοι που υπάρχουν μεταξύ μας άνθρωποι όπως ο Ντυβάλ, ο Πινί και ο Ζακόμπ****. Εμείς σήμερα επιμένουμε να λέμε δυνατά και καθαρά: Οι \”ληστές\” του Λονδίνου ήταν ένα μαζί μας!

Ας γίνει γνωστό. Ας γίνει επιτέλους κατανοητό ότι στη σημερινή κοινωνία είμαστε η εμπροσθοφυλακή ενός βάρβαρου στρατού. Ότι δεν σεβόμαστε καθόλου όλα εκείνα που συνιστούν την αρετή, την ηθική, την τιμιότητα, ότι είμαστε έξω από νόμους και κανονισμούς. Μας καταπιέζουν, μας διώκουν, μας κυνηγούν.  Οι εξεγερμένοι βρίσκουν συνεχώς τους εαυτούς τους προ μιας θλιβερής εναλλακτικής: να υποταχθούν, δηλαδή να καταργήσουν τη θέληση τους και να επιστρέψουν στο ελεεινό κοπάδι των εκμεταλλευομένων ή να δεχτούν τη μάχη ενάντια σε ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό.

Προτιμούμε τη μάχη. Εναντίον μας , όλα τα όπλα είναι καλά· βρισκόμαστε σε ένα εχθρικό στρατόπεδο, περικυκλωμένοι, παρενοχλημένοι. Τα αφεντικά, οι δικαστές, οι στρατιώτες, οι μπάτσοι ενώνονται για να μας καταβάλλουν.  Αμυνόμαστε – όχι με όλα τα μέσα γιατί η πιο ανένδοτη απάντηση που μπορούμε να τους δώσουμε είναι ότι είμαστε καλύτεροι από αυτούς – αλλά με μια βαθιά περιφρόνηση για τους κώδικες τους, τα ηθικά τους αξιώματα, τις προκαταλήψεις τους.

Με το να μας αρνείται την ελεύθερη εργασία, η κοινωνία μας δίνει το δικαίωμα να κλέβουμε. Με το να παίρνουν στην κατοχή τους τον πλούτο του κόσμου, οι αστοί μας δίνουν το δικαίωμα να παίρνουμε πίσω, με όποιο τρόπο μπορούμε, ότι χρειαζόμαστε για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Ως αντιεξουσιαστές, έχουμε τη φλογερή αποφασιστικότητα να ζήσουμε ελεύθεροι χωρίς να καταπιέζουμε κανέναν, χωρίς να μας καταπιέζει κανένας. Η τωρινή κοινωνία, βασισμένη στον παράλογο εγωισμό του δυνατότερου, στην ανισότητα και στην εκμετάλλευση, μας το αρνείται.  Για να μην πεθάνουμε από την πείνα  αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε διάφορα μέσα: να δεχτούμε την αποβλακωμένη και εξαχρειωμένη ύπαρξη του μισθωτού και να εργαστούμε ή την επικίνδυνη ύπαρξη του παρανόμου, δηλαδή να κλέβουμε, να ξεμπλέκουμε από το χάλι μέσω τρόπων που κινούνται στο περιθώριο του νόμου.

Ας γίνει γνωστό! Προκειμένου να υπάρχουμε, η εργασία – δηλαδή το να υποταχθούμε στη σκλαβιά του εργοστασίου – είναι όσο μέσο είναι και η κλοπή. Όσο δεν έχουμε κατακτήσει την άφθονη και μεγάλη ζωή για την οποία αγωνιζόμαστε, τα διάφορα μέσα τα οποία η κοινωνική οργάνωση θα μας αναγκάσει να καταφύγουμε δε θα είναι για εμάς τίποτα άλλο από ένα έσχατο καταφύγιο. Έτσι διαλέγουμε, ώστε να είμαστε σύμφωνοι με τις ιδιοσυγκρασίες μας και τις συγκυρίες, τα μέσα που είναι καταλληλότερα για μας.

Οι κώδικες σας, οι νόμοι σας, η \”τιμιότητά\” σας: δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο τα χλευάζουμε!

Γι\’ αυτό, μπροστά στα μούτρα των οργισμένων αστών, αυτών που δικάζουν, των τίμιων κτηνών, των πόρνων της δημοσιογραφίας, εμείς επιμένουμε να φωνάζουμε: \”Οι \”ληστές\” του Λονδίνου είναι δικοί μας!\”

Είναι επίσης, παρεμπιπτόντως, ευγενείς ληστές και μπορούμε να είμαστε περήφανοι για αυτούς. Δε θα πούμε μάταια λόγια μετάνοιας, δε θα κλάψουμε μάταια για αυτούς. Όχι! Άλλα είθε οι θάνατοι τους να είναι παράδειγμα και να να χαραχτεί στις μνήμες μας το υψηλό σύνθημα των Ρώσων συντρόφων: \” Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται ποτέ!\”

Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται! Ούτε κάτω από τους πυροβολισμούς των μπάτσων, ούτε μπροστά στις κραυγές  του πλήθους ή στην καταδίκη αυτών που κρίνουν! Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται!

Αποφασισμένοι να ζήσουν εξεγερμένοι να αμυνθούν ανηλεώς μέχρι το πικρό τέλος, ξέρουν. όταν είναι απαραίτητο, να δέχονται το χαρακτηρισμό των \”ληστών\”.

Μπορώ να μαντέψω, αγαπητέ αναγνώστη, τη συναισθηματική αντίρρηση που βρίσκεται στα χείλη σου: Μα οι 22 κακομοίρηδες που τραυματίστηκαν από τις σφαίρες των συντρόφων σας ήταν αθώοι! Δεν έχετε καμιά τύψη;

Όχι! Γιατί αυτοί που τους κατεδίωξαν δε θα μπορούσαν να είναι τίποτα άλλο από \”τίμιοι\” πολίτες πιστοί στο κράτος και την εξουσία. Ίσως καταπιεσμένοι, αλλά καταπιεσμένοι που με την εγκληματική αδυναμία τους, διαιωνίζουν την καταπίεση. Εχθροί!

Απερίσκεπτοι, θα απαντήσετε. Ναι, αλλά και οι άγριοι αστοί είναι απερίσκεπτοι. Για μας, εχθρός είναι όποιος μας εμποδίζει να ζήσουμε. Δεχόμαστε επίθεση και θα αμυνθούμε.

Και δεν έχουμε να πούμε λόγια καταδίκης για τους τολμηρούς συντρόφους μας που έπεσαν στο Τότενναμ, αλλά θαυμασμό για την απαράμιλλη ανδρεία τους και μεγάλη θλίψη γιατί απόψε χάσαμε, πάνω στο άνθος της ρώμης τους, άνδρες με εξαιρετικό κουράγιο και ενέργεια.

Υποσημειώσεις:

1. Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη \”bandits\” που διαφέρει από π.χ. τη λέξη \”robbers\” ακριβώς επειδή αποτυπώνει μια γενικότερα ιλλεγκαλιστική θεώρηση των υποκειμένων που περιγράφει.

2. Κάποιες πληροφορίες του άρθρου που θα διαβάσετε παρακάτω, είναι ανακριβείς. Το κείμενο αναφέρεται στους συντρόφους Πωλ \”Ελέφαντας\” Χέφελντ και Ζακόμπ Λεπιντύ, ναύτες από τη Ρίγα της Λιθουανίας, οι οποίοι ανήκαν σε έναν πυρήνα του παράνομου επαναστατικού δικτύου ¨Φλόγα\”. Είχαν απαλλοτριώσει τα χρήματα της μισθοδοσία από μια εταιρία στο Τόττεναμ και στο κυνηγητό που ακολούθησε για πολλά μίλια, πυροβόλησαν 22 από τους διώκτες τους, εκ των οποίων τρεις πέθαναν (μεταξύ των οποίων και ένα δεκάχρονο αγόρι). Οι δύο άνδρες αυτοκτόνησαν, αφού όμως κατάφεραν να δώσουν τα λάφυρα τους σε ένα συνεργάτη τους που τους περίμενε ο οποίος δε συνελήφθη ποτέ.

3. Εννοεί στους αναρχικούς κύκλους.

4.  Κλεμάν Ντυβάλ (1850-1935): Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, μέλος της διαβόητης ομάδας \”Οι Πάνθηρες του Μπατινιόλ\”, Πινί: Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, οπαδός της \” ατομικής επανάκτησης\”, Μαριούς Ζακόμπ: (1879-1954): Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, μέλος της επίσης διαβόητης αναρχικής ομάδας ληστών \”Οι Εργάτες της Νύχτας\”.

Το κείμενο είναι ένα άρθρο του Βίκτορ-Ναπολεόν Λβόβιτς Κιμπάλτσις , που αργότερα έγινε ο γνωστός φιλομπολσεβίκος και αντισταλινικός Βίκτορ Σερζ, από τα νεανικά χρόνια του φλογερού αναρχοατομικισμού του. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Révolté (ο Εξεγερμένος) στο τεύχος 36, στις 6 Φλεβάρη του 1909.

Πηγή στα αγγλικά: Anarchists – Bandits, The Anarchist Library

Βιβλιογραφία: \”Η συμμορία Μπονό, η ιστορία των Γάλλων ιλλεγκαλιστών\”, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος και \”οι εργάτες της νύχτας\”, εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου.

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Η μετάφραση αυτού του κειμένου αφιερώνεται στο σύντροφο Θεόφιλο Μαυρόπουλο.

Μηδενισμός και Οργάνωση

Αναδημοσίευση από το indymedia 

Μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, η κραυγή του λύκου από την υψηλότερη κορυφή της Άρνησης σπάει εκκωφαντικά τη γαλήνη του κοπαδιού στον κάμπο. Μη βιαστείτε να εφησυχαστείτε, η κραυγή δεν ήταν απλώς μια αναλαμπή Ζωής μέσα στην ησυχία της σήψης. Οι λύκοι ενεδρεύουν.

   Ο Μηδενισμός, η πέννα και το μαχαίρι, σηματοδοτεί το Θάνατο του Θεού, το σπάσιμο κάθε αλυσίδας και την αρχή ενός ταξιδιού στις παρθένες πεδιάδες του Ενστίκτου και της Καταστροφής. Ενσαρκώνει την πιο παθιασμένη κραυγή και την πιο ψυχρή ειλικρίνεια του εξεγερμένου, του προσώπου που δε φέρει την Άρνηση, αλλά την ενσαρκώνει, την κάνει κτήμα του και ορμάει με το μαχαίρι στα δόντια ενάντια σε κάθε φάντασμα, ενάντια σε κάθε φενάκη.

Μην πιστέψετε ποτέ, όμως, πως θα μπορούσε η ορμή μιας τέτοιας Άρνησης να χωρέσει στα στενά πλαίσια ενός συστήματος. Όχι, ο Μηδενισμός δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι προκατασκευασμένο εγχειρίδιο ζωής, δε θα μπορούσε να είναι. Διότι είναι η επίθεση ενάντια στην ιδεολογία, ενάντια σε κάθε δογματισμό και προκαθορισμένη συνάντηση με το ντετερμινισμό.

Πόσοι και πόσοι είναι εκείνοι που αγκάλιασαν τη Φωτιά και συνωμότησαν ενάντια στο υπάρχουν ; Πόσοι έμπηξαν το μαχαίρι σε κάθε φάντασμα, όσο ιερό και όσιο και αν φάνταζε, όσο απειλητικό και αν φαινόταν στους περισσότερους το δίπλωμα και ο σπασμός κάτω απ\’ τον καυτό Ήλιο ! Εκείνοι που γελούσαν με το ίδιο ιερόσυλο γέλιο, εκείνοι που προτίμησαν τη Ζωή και τον Πόνο από τη σήψη, εκείνοι μόνο είναι οι ζωντανοί.

Μπορεί άραγε η ιστορία να εκλαμβάνεται ως ένα προκαθορισμένο ταξίδι ; Είναι δυνατόν να οριοθετήσει και να καθορίσει κανείς τον τρελό χορό του Χάους ; Πόσοι και πόσοι ήταν εκείνοι που πίστεψαν αυτή την ανοησία ! Μα όχι. Η ιστορία δεν είναι και δεν μπορεί να είναι προκαθορισμένη. Στη θέση ενός σχεδόν μοιρολατρικού ντετερμινισμού, Εγώ αντιτάσσω το Χάος. Την πορεία προς το Άγνωστο, το βίαιο ταξίδι προς το Τίποτα. Δεν υπάρχει στόχος, ούτε τέλος. Η Βία, ο Πόλεμος και η Δύναμη την κινούν, όχι οι μάζες και οι τάξεις.

Η τάξη ! Πόσο αδύναμο φάντασμα μπροστά στις επιθέσεις των Μοναδικών, μα και πόσο ισχυρός δυνάστης για όσους παγιδεύονται στις αλυσίδες της. Αγκαλιάζει τη μάζα με τον ίδιο τρόπο που το κάνει το Έθνος και η Πατρίδα. Και πόσοι είναι εκείνοι που μέμφονται τον ταξικό προδότη, αναγνωρίζοντας παράλληλα στους ίδιους την προδοσία της Πατρίδας και του Έθνους. Το μόνο που καταφέρνουν μέσα στην αδυναμία τους είναι να αντικαταστήσουν μία αλυσίδα με μία ισχυρότερη. Η τάξη, η εργατική ιδιαίτερα καμώνεται κιόλας πως είναι απελευθερωτική, την ίδια στιγμή που στραγγαλίζει τον Εγωισμό και την ανεξάρτητη υπόσταση του προσώπου χάριν του συλλογικού συμφέροντος και της μάζας.

Φυσικά, το ίδιο συμβαίνει με το Έθνος και την Πατρίδα. Και οι τρεις τους κοινωνικές κατασκευές, παγίδες για ανόητους ή εθελοτυφλούντες. Η Πατρίδα, η Τάξη και το Έθνος είναι φαντάσματα και μη-σώματα, αποκούμπι για κάθε αδύναμο ανθρωπάκι που αποζητά στήριγμα και μαζισμό. Αυτό είναι λοιπόν, χωνευτήρι αδυναμίας και σήψης.

 

Στο μεσαιωνικό αγώνα εναντίον του Εαυτού, σε αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια της κοινωνίας και της εξουσίας να εξαλείψει τον εγωισμό, βρήκε εύφορο έδαφος το Έθνος και η Πατρίδα. Οι αστικές επαναστάσεις, αυτές που πήραν φωτιά από την εύφλεκτη ύλη της ιδιοκτησίας, εδραίωσαν τον πολιτικό φιλελευθερισμό, την αίσθηση του \”ανήκειν\” σε μια ομάδα και γεννήθηκε το Κράτος και την αίσθηση των \”ημών που ανήκουμε\” και γεννήθηκε το Έθνος. Οι αστικές επαναστάσεις εκθρόνισαν το Θεό των παπάδων και επάνω από το φρεσκοχτισμένο τάφο του έσκουξαν: Ζήτω ο \”Άνθρωπος\” !

 

\”Μόνο το ορθολογικό υπάρχει και αφού το πνεύμα είναι το μόνο ορθολογικό, μόνο το πνεύμα υπάρχει\”. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του ανθρωπισμού και του Διαφωτισμού. Η χριστιανική περιφρόνηση του κόσμου κορυφώνεται μέσω της καθαγίασης. \”Στα πάντα υπάρχει λογικό, δηλαδή Άγιο Πνεύμα\”. Η καθολικισμός, ως απαιτών την καθαγίαση των κοσμικών σχέσεων, αντικαθίσταται από την προτεσταντική λογική, όχι μόνο σε θρησκευτικό επίπεδο, δε θα μπορούσε άλλωστε, τη λογική ότι οι κοσμικές σχέσεις είναι αυτές καθαυτές ιερές.

 

Ο αστισμός υποβίβασε τον Εγωισμό σε ιδιωτική υπόθεση, ο \”Άνθρωπος\” είναι ο κληροδότης των δικαιωμάτων και το Έθνος ο φορέας τους. Στον πολιτικό φιλελευθερισμό ο πολίτης είναι ελεύθερος, το άτομο ως κοινωνικός πυρήνας και όχι το πρόσωπο. Και η συνείδηση είναι βαθιά πολιτική και όχι προσωπική. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος του Έθνους, ως πολίτη και όχι ως αυτόβουλο δρώντα. Ο μαζισμός περικλείει κάθε έκφανση της Ζωής, ακρωτηριάζοντας την ύπαρξη από τη Δύναμη, η οποία ποδοπατείται από το πνεύμα.

Οι αστικές επαναστάσεις δεν ανατρέπουν τη μοναρχία, μεταβάλλουν απλώς το χαρακτήρα της και την ισχυροποιούν. Η επιβολή παύει να είναι προσωπική, μετατρέπεται σε απρόσωπη, άρα πολύ ισχυρότερη. Δεν υπάρχει πια ο μονάρχης, υπάρχει το Κράτος. Η επανάσταση ενάντια στην περιορισμένη (προσωπική) μοναρχία, τη μετασχηματίζει σε απόλυτη (απρόσωπη) μοναρχία. Η επανάσταση εναντίον των μικρών μοναρχιών των νομοκατεστημένων τάξεων, θέτει την \”αριστοκρατία της αξίας\” (αστική τάξη), στη θέση της \”τεμπέλικης αριστοκρατίας\” (κληροδοτούμενης). Το άτομο είναι πια πολιτικός προτεστάντης, έχοντας άμεση σχέση με το Θεό-Κράτος, χωρίς να χρειάζεται τη μεσολάβηση του καθολικισμού (σχέση υπηκόου-μονάρχη).

Η επιβολή υφίσταται μόνο μέσω του πράγματος σε προσωπικό επίπεδο. Το Κράτος κατέχει το μονοπώλιο της Βίας. Ένας νέος Θεός υψώνεται, ο Νόμος. Η επανάσταση δεν είναι για μένα τίποτα άλλο από μια μεταρρύθμιση. Διότι η καταστροφή ενός κόσμου και των αξιών, των κοινωνικών σχέσεων και της Ηθικής που τον περιβάλλει, οδηγεί σε στην ανοικοδόμηση ενός νέου κόσμου, με νέες αξίες και Ηθική.

Κάθε ιδεολογία που βασίζεται στο μαζισμό είναι παιδί του Διαφωτισμού, αλυσίδα για κάθε πρόσωπο και στόχος για κάθε εξεγερμένο. Φασισμός , Κομμουνισμός, Αναρχισμός είναι στο επίπεδο των ηθικών αξιών ίσοι με τη διαφορά ότι ο πρώτος προτάσσει την ωμή βία και ο δεύτερος διέπεται από το δουλικό πνεύμα του χριστιανισμού. Την ίδια ώρα που ο φασισμός είναι θάνατος του πνεύματος, ο σοσιαλισμός είναι θάνατος της δύναμης.

Και η κοινωνία δεν παίρνει θέση, γι\’ αυτό ακριβώς είναι τέτοια. Φάντασμα, σώμα μη-σώμα, τίποτα παραπάνω από ένα κοπάδι ανδρεικέλων. Και περιμένετε από τον κοινωνικό βάλτο συνδρομή… Μα ζητάτε από την κοινωνία να εξεγερθεί εναντίον του ίδιου της του εαυτού ! Εναντίον της ίδιας της της φύσης, εκείνης της βαθιά φασιστικής φύσης.

Θεωρείτε πως είναι δυνατή η μεταστροφή ; Μα τότε τι παραπάνω επιδιώκετε πέρα από την καθοδήγηση (κοινωνική, ηθική, αξιακή, στρατηγική δεν έχει σημασία) του κοπαδιού ; Βοσκοί επιδιώκετε να γίνετε κοινωνικοί.

Ο φασισμός είναι πρωτίστως ένα δυνατό και βίαιο χαστούκι στο πρόσωπο του \”επαναστάτη\” που στο πρόσωπο φαντασμάτων όπως η κοινωνία και η τάξη αναγνωρίζει επαναστατικά υποκείμενα και ορέγεται εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Και πόσο υποκριτικό είναι πράγματι να σκούζουν περί αντιφασισμού οι κοινωνικοί αναρχικοί ! Γιατί ουσιαστικά ο πόλεμός τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα αδιάκοπο κυνηγητό με σκιές… Δεν αντιλαμβάνονται, βέβαια, πόσο υποκριτικές είναι οι διακηρύξεις για κοινωνικό αντιφασισμό, ουσιαστικά πρόκειται για πόλεμο ενάντια στην ουσία τους. Γιατί ποια άλλη είναι η γενεσιουργός αιτία του φασισμού πέρα από τη μάζα ;

Διότι ο φασισμός δεν είναι αντικοινωνική πανούκλα, είναι εγγενές στοιχείο της κοινωνίας. Σάρκα από τη σάρκα του φαντάσματος που έχει αλυσοδέσει εκατομμύρια ζωές είναι η μαζοποίηση και η λογική του όχλου, η ανάγκη του \”ανήκειν\”, σάρκα από τη σάρκα της και η ιδέα της υπεροχής αυτής της μάζας. Και πόσο πράγματι συμβάλλων προς αυτήν την κατεύθυνση είναι ο κακόμοιρος \”επαναστάτης\”, ο οποίος καιόμενος από τη φλόγα της κοινωνικής εξέγερσης και τα οράματα για δικαιοσύνη και ισότητα (ασήκωτες αλυσίδες ακόμα και για ειλικρινείς \”συντρόφους\”), μπολιάζει τις μάζες με ταξική συνείδηση και εργατισμό ; Είναι άραγε διαφορετική η πρακτική από αυτή του κράτους που εμβολιάζει τους υπηκόους με εθνικισμό και πατρίδες ; Φυσικά, κάθε μηδενιστής δεν μπορεί παρά να γελά δυνατά και ξεδιάντροπα μπροστά σ\’ αυτή τη φρικτή ανοησία.

Θεωρούν οι κοινωνιστές ότι ο φασισμός έριξε την κοινωνία στο κρεβάτι την ώρα που η τελευταία απλώς αυνανίζεται. Και αντί να επιτεθούν με λύσσα εναντίον της, τη χρησιμοποιούν ως πρόταγμα, ως προσδιορισμό του \”αγώνα\” τους.

Και δεν είναι μήπως οι ίδιοι κοινωνιστές που ορέγονται σοσιαλιστικές/κομμουνιστικές κοινωνίες ; Όσο και να καταριέστε και να εθελοτυφλείτε, η αλήθεια είναι μπροστά σας.

Είναι άραγε ο αντιφασισμός υπόθεση των μαζών ; Ποιος θα μπορούσε να συμφωνήσει έχοντας παράλληλα στο νου ότι ο αντιφασισμός είναι βαθιά αντικρατικός, αντιπολιτικός και αντικοινωνικός ; Πόσο ανόητα ακούγονται τώρα όλα αυτά στους κοινωνιστές ! Είναι άραγε ή δεν είναι προαπαιτούμενο για τον αντιφασισμό, τον ουσιαστικό και όχι αυτιστικό αντιφασισμό, η αποπολιτικοποίηση του δρώντα ; Διότι, δεν είναι μήπως η πολιτική που διαμορφώνει τους πολίτες ; Φυσικά είναι αυτή. Για μένα κάθε άνθρωπος εμποτισμένος με πολιτική συνείδηση, παύει να είναι πρόσωπο, αυτόβουλος εγωιστής και ατομικιστής και μετατρέπεται σε πολίτη με την έννοια του ατόμου, του κοινωνικού πυρήνα. Είναι ποτέ δυνατόν ο ελεεινός αρλεκίνος, ο νοικοκύρης να δρα αντιφασιστικά ; Την ίδια ώρα που ο ίδιος δεν είναι μόνο φορέας, αλλά και πηγή φασισμού…

Το ίδιο ισχύει και για τους αριστερούς (λες και διαφέρουν, όντας πολίτες) και τους κοινωνικούς αναρχικούς, όσο ελιτίστικο και ισοπεδωτικό και αν ακούγεται. Διότι όταν απουσιάζει ο ατομικισμός και το άτομο -πια- κυριαρχείται από την ανάγκη της κοινωνικής απέυθυνσης ή του \”ανήκειν\”, τότε το ίδιο σηματοδοτεί τη γέννηση ενός νέου -ισμού (με την έννοια του συστήματος, της ιδεολογικοποιημένης σκέψης) και κατ\’ επέκταση την ουσία του φασισμού, το μαζοποιημένο κοπάδι.

Εσείς που αποστρέφεστε την ουσία της Ζωής, το Έγκλημα και τη Βία, εγκωμιάζετε συνεχώς την αδυναμία της μάζας. Μα Εγώ φτύνω κάθε σας ένσταση και καταδίκη, και ψύχραιμα σας λέω: Οι αδύναμοι πρέπει να τσακιστούν. \”Η τάξη είναι η αρετή των μετριοτήτων\”, όπως έγραψε και ο μεγάλος Γερμανός εξεγερμένος Φ. Νίτσε.

Πόσο κατώτερα συναισθήματα είναι ο οίκτος και η συμπόνια ! Καταδικάστε την ουσία της Ζωής, καταδικάστε το Έγκλημα και τον Πόλεμο για να χαρείτε τη μιζέρια σας… Αλλά την Αναρχία αφήστε την ήσυχη. Καμιά σχέση δεν έχετε εσείς με την αυτοκυριότητα, με το απόλυτο Μηδέν και τη φωτιά της Εξέγερσης. Ονειρευτείτε επαναστάσεις και κοιμηθείτε ήσυχοι, νανουρισμένοι με τα παραμύθια της Δικαιοσύνης.

Αλλά Εγώ θα συνεχίσω να γελάω με τα όνειρά σας, θα συνεχίσω να χλευάζω τις αξίες και τα ιδανικά σας, την επαναστατική ή και “αναρχική” σας Ηθική. Θα φτύνω τις χριστιανικές σας δοξασίες για Έλεος, Βοήθεια, Αλληλεγγύη, Αγάπη και Σεβασμό. Επιμένετε να συντάσσεστε με την αδυναμία και την ασχήμια. Ας είναι. Μην απαιτείτε, όμως, να μένουν οι επιθέσεις σας στην Αναρχία (γιατί αυτό κάνετε ουσιαστικά) αναπάντητες.

Θα είμαι ειλικρινής. Δε συμμερίζομαι κανένα όνειρο κοινωνική επανάστασης, κανένα επαναστατικό όνειρο γενικά. Στόχος μου η υψηλότερη Κορυφή και η βαθύτερη Άβυσσος. Ο Μηδενισμός ως καθαρή και απόλυτη τάση δε χρειάζεται καμμία απολύτως υπεράσπιση απέναντι στους ιδεολογικούς -ισμούς σας.

 

Ο Μηδενισμός και η Αναρχία θα συντροφεύουν για πάντα τους μηδενιστές στο δρόμο της Φωτιάς και της Άρνησης.

   Και το βλέμμα μου δεν είναι στραμμένο σε δανεικά όνειρα και μετεπαναστατικούς παραδείσους. Ονειρευτείτε εσείς σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ουτοπίες, Εγώ θα συνεχίσω να πορεύομαι προς το απόλυτο Τίποτα, όχι περιτρυγιρισμένος από σκουπίδια και “νοικοκυραίους”, αλλά από την Οργή και τη Λύσσα της Καταστροφής.

Κρατήστε το αλφάδι σας, δεν το διεκδίκησα ποτέ. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, η Αναρχία να φυλακιστεί σε μια τόσο αξιολύπητη φράση ; “Η Αναρχία είναι Τάξη”… Κρατήστε τη Δημοκρατία σας και τις οργανώσεις σας, το Μηδέν δε συνδιαλέγεται με την Αδυναμία. Και τα μαυροκόκκινα σημαιάκια σας μαζί με τη θηλιά του εργατισμού.

 

Τα λάβαρα των μηδενιστών ήταν και θα είναι Μαύρα. Πλαισιωμένα από το χορό του Θανάτου και τον Αντίχριστο που γεννιέται από τη Φωτιά και το Αίμα.

    Γιατί είμαστε μηδενιστές ; Μήπως για να εξυπηρετήσουμε κάποιο ανώτερο ιδανικό ; Ή μήπως από αλτρουισμό ; Όχι! Αδιαφορώ για την Ανθρωπότητα και την Κοινωνία, σιχαίνομαι κάθε ηλίθιο φιλισταίο ανθρωπάκι, είμαι Μηδενιστής και επιδιώκω την ολική Καταστροφή του υπάρχοντος, είμαι Αναρχικός και επιτίθεμαι ενάντια στην Εξουσία, την Κοινωνία και το Κράτος.

   Υπάρχει χώρος για οργάνωση ανάμεσα στους αναρχικούς ; Οργάνωση με την έννοια της πολιτικής συγκρότησης δε θα ήταν παρά μια αυτιστική σύμπραξη προς ρεφορμιστική και γραφειοκρατική πορεία. Η Αναρχία ως βαθιά αντιπολιτική δε θα μπορούσε να αποτελεί μέρος καμμιάς πολιτικής εξίσωσης, και εάν το έπραττε θα κατέληγε να αποβάλει από τους κόλπους της κάθε τι εξεγερσιακό και να μεταβληθεί σε ακόμα ένα πολιτικό μόρφωμα.

Ως μηδενιστής, θεωρώ πως το μόνο έδαφος για οργάνωση βρίσκεται στην ανάπτυξη άτυπων δομών και δικτύων με εμφανή και υπόγεια εξεγερσιακή δράση. Διότι μόνο μέσα από την ανάπτυξη άτυπων ομάδων ανεξάρτητων μεταξύ τους και δομημένων στη βάση της μη-δέσμευσης των μελών τους θα μπορούσε η μηδενιστική/χαοτική Αναρχία να βυθίσει το πυρωμένο μαχαίρι στο στήθος των κρατιστών.

Υπάρχει μήπως άλλος τρόπος πέρα από τα κλειστά άτυπα δίκτυα ώστε να διασφαλιστεί η μυστικότητα των εγχειρημάτων και η αποτελεσματικότητα των δράσεων, από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη ; Οποιαδήποτε \”αναρχική\” πολιτική οργάνωση δεν μπορεί παρά να δρα υπό το φόβο της παρείσφρησης σε αυτή μπάτσων και ασφαλιτών και ως εκ τούτου κάθε δράση της θα είναι δυνάμει ελεγχόμενη από το Κράτος. Είναι, λοιπόν, ξκάθαρο πως η αναρχική δράση περιορίζεται τόσο από τις αντιθέσεις μιας τέτοιας οργάνωσης εξαιτίας της πολυμορφικότητας αυτού που ανόητα ονομάζεται αναρχικός \”χώρος\” (διότι χώρος δεν υπάρχει), αλλά και από τη διαρκή επιτήρηση των εξουσιαστών.

Στον αντίποδα, θεωρώ ως μηδενιστής ότι ο καταλληλότερος τρόπος άτυπης οργάνωσης είναι οι κλειστές, άτυπες ομάδες που αναπτύσσονται μεταξύ ατόμων με τις ίδιες ακριβώς επιδιώξεις γύρω από ένα συγκεκριμένο ζήτημα και παύουν όταν τα μέλη τους το αποφασίσουν, χωρίς δεσμεύσεις και μανιφέστα, χωρίς αλλοτρίωση του προσώπου από το μέσο ή αντιπροσώπευση.

Τάσσομαι ξεκάθαρα εναντίον της οργάνωσης, αφού εκπροσωπεί μια πολιτική αντίληψη, βαθιά ρεφορμιστική, γύρω από την Αναρχία, μετατρέποντάς τη σε κοινωνικό αλκοόλ.

Στεκόμαστε εδώ, οπλισμένοι με Μίσος και Θέληση για Καταστροφή, έτοιμοι να συμμετάσχουμε στον προαιώνιο χορό του Χάους και της διαρκούς Εξέγερσης. Έτοιμοι να πραγματώσουμε κάθε συνωμοτική σκέψη μας. Είμαστε οι προάγγελοι του Χάους και της Φωτιάς. Και είμαστε εδώ, είτε σας αρέσει είτε όχι.

 

  Η Αναρχία, είναι για μένα το μέσο για να φτάσουμε στην ατομικότητα, και όχι το άτομο ένα μέσο για να φτάσουμε στην Αναρχία. Μια τέτοια αναρχία δεν θα ‘ταν παρά μια ακόμα πλάνη. Εάν οι αδύναμοι φαντασιώνονται την Αναρχία σαν έναν κοινωνικό σκοπό, οι δυνατοί πραγματώνουν την Αναρχία σαν το μέσο ανίχνευσης του απείρου της ατομικότητας. Μήπως οι αδύναμοι δεν είναι που δίνουν ζωή – τη ζωή τους – σ αυτήν την κοινωνία που με τη σειρά της γεννά την ιδέα του νόμου; Μα όποιος κάνει την Αναρχία πράξη εχθρεύεται τον νόμο και ζει σε πόλεμο με την κοινωνία. Κι ο πόλεμος αυτός είναι ατέρμονος καθώς με την πτώση του Τσάρου ενθρονίζεται ο Λένιν, με την διάλυση της αυτοκρατορικής φρουράς έρχεται η κόκκινη φρουρά… Ο αναρχισμός σαν μια κληρονομιά ηθική και πνευματική, θα ‘ναι πάντοτε υπόθεση μιας ευγενικής ολιγάριθμης φάλαγγας, και όχι των μαζών ή του λαού. Ο αναρχισμός είναι θησαυρός και ιδιοκτησία μοναδική αυτών των λίγων που αισθάνονται σ’ όλο της το βάθος, να αντηχεί μέσα τους η κραυγή μιας αδιαπραγμάτευτης και απόλυτης άρνησης!

Ρ. Νοβατόρε

 

Για την Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία

 

Λύσσα και Συνείδηση,

Άρνηση και Βία

 

Βασίλης

 

\"\"

Ο Αναρχικός Ατομικισμός και Μηδενισμός

Θα μπορούσα να ξεκινήσω αυτό το κείμενο προσπαθώντας να εξηγήσω για πολλοστή φορά γιατί ο αναρχικός μηδενισμός δε ταυτίζεται με το νετσαγιεφισμό. Υποθέτω  πως πλέον, όποιος δε χρησιμοποιεί το νετσαγιεφισμό ως φτηνή πολιτικάντικη επίθεση με την οποία προσπαθεί να πλήξει τους φανταστικούς του εσωτερικούς αντιπάλους, και έχει κάνει τον κόπο να διαβάσει λίγες αράδες της Κατήχησης αντιλαμβάνεται εύκολα πως αυτή η ταύτιση βασίζεται είτε στην άγνοια είτε στη σκοπιμότητα. Θα μπορούσα επίσης να κάνω το ίδιο για τον αναρχικό ατομικισμό. Αλλά και αυτός πλέον μόνο κακόπιστα μπορεί να ταυτιστεί με τον ακραίο αστικό φιλελευθερισμό.

Αντίθετα, αυτό που θεωρώ πως πρέπει να αναδειχτεί είναι ο εμπλουτισμός της αναρχικής συνείδησης από τα ατομικιστικά και μηδενιστικά προτάγματα. Στη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα το, με τους αιώνες απίστευτα διογκωμένο, τέρας της εξουσίας έχει απλώσει τα πλοκάμια του πολύ πέρα από τα σημεία στα οποία το εντόπιζαν οι κλασικές αναρχικές αναλύσεις του παρελθόντος, πάνω στις οποίες με ελάχιστες αλλαγές βασίζονται και σήμερα πολλοί αναρχικοί. Η εξουσία δεν είναι πλέον (αν ήταν ποτέ) ένα άθροισμα οργανισμών και προσώπων που καταπιέζουν τις μάζες, το προλεταριάτο, την κοινωνία κλπ. Οι κρατούντες έχουν υφάνει ένα τεράστιο δίκτυο εξουσίας αποτελούμενο από κοινωνικούς ρόλους και κοινωνικές ταυτότητες, στο οποίο εντάσσονται όλοι όντες ή θύματα ή θύτες ή και τα δύο. Σήμερα η παθητική ή η ενεργητική συνενοχή και συμμετοχή μεγάλων κομματιών της μάζας στη διαιώνιση και την αναπαραγωγή της εξουσίας είναι αδιαμφισβήτητη. Αυτό το δίκτυο εξουσίας ονομάζεται σύγχρονη μαζική κοινωνία και οι λογικές, οι πρακτικές, τα ιδεολογήματα της και γενικά ότι τη χαρακτηρίζει είναι ο δυσώδης πολιτισμός της.

Αυτό  που διέκρινε αρχικά τους αναρχικούς από τις άλλες σοσιαλιστικές τάσεις ήταν ότι έκαναν το βήμα παραπέρα απορρίπτοντας την εξουσία. Αυτή η άρνηση τους έδωσε αυτόνομη υπόσταση. Η άρνηση είναι η ουσία του μηδενισμού. Η συνεχής κριτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας και η επιθετική άρνηση  της υπάρχουσας συνθήκης εξ\’ ολοκλήρου είναι τα καλογυαλισμένα όπλα που εκείνος προσφέρει στην εξεγερμένη συνείδηση. Μια συνείδηση που για να αναπτυχθεί χρειάζεται το έφορο έδαφος του εξατομικευμένου Εγώ, που έχει αφήσει μια για πάντα το κοπάδι και τις πεδιάδες. Οι αναρχικοί δεν έχουν κανένα λόγο να μιλούν για τη μεταρρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, για την αυτοδιαχείριση των μέσων και του αποτελέσματος της παραγωγής, για αμεσοδημοκρατία, για εξυγίανση και αναμόρφωση του πολιτισμού κλπ. Κάποτε οι έννοιες μεταρρύθμιση και αναμόρφωση έφερναν στο μυαλό των επαναστατών μόνο μια λέξη: ρεφορμισμός. Σήμερα, που για κάποιους αναρχικούς το παν είναι να \”γίνουμε πολλοί\” ίσως φαντάζουν ελκυστικές, συνεχίζουν να μην  έχουν καμιά σχέση με την αναρχία. Η εξουσιαστική κοινωνία είναι ένα απέραντο εργοστάσιο αναπαραγωγής του εαυτού της και δε μεταρρυθμίζεται. Το προϊόν αυτής της κοινωνίας είναι ο άνθρωπος-σκλάβος, ο οποίος μπορεί να διαμαρτύρεται κάποιες φορές για την ποσότητα τροφής στο πιάτο του ή για το πόσο σφιχτές είναι οι αλυσίδες του αλλά εξαιρετικά σπάνια, και συνήθως μεμονωμένα, έρχεται σε ολική ρήξη με τη συνθήκη της σκλαβιάς του. Οι ατομικότητες καταδικάζονται στην ανυπαρξία, για να αντικατασταθούν με τα θλιβερά τους κακέκτυπα, τους λοβωτομημένους πολίτες, οι οποίοι ενωμένοι φέρνουν στο προσκήνιο τον \”πρωταγωνιστή\” της Ιστορίας, την άμορφη, εύπλαστη και ανίκανη για οτιδήποτε καλό, μάζα. Η ολοκληρωτική καταστροφή λοιπόν αυτού του πλέγματος είναι μονόδρομος αν θέλουμε να μιλάμε για απόλυτη ελευθερία.

Όσο για την αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής είναι απλά μια αλλαγή φρουράς. Η ρίζα του κακού παραμένει. To βιομηχανικό κοινωνικό σύμπλεγμα είναι αναπόσπαστα δεμένο με συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας. Για να λειτουργήσει χρειάζεται πειθαρχία, καταμερισμό της εργασίας, επίπλαστες καταναλωτικές ανάγκες. Χρειάζεται πειθήνιους εργάτες και αποβλακωμένους καταναλωτές. Χρειάζεται συγκεντρωτικά μοντέλα ελέγχου, αφέντες και δούλους.  Χρειάζεται την επιστήμη, το σφετερισμό δηλαδή της ανθρώπινης γνώσης για τις ανάγκες του κρατικοπιταλιστικού συμπλέγματος. Χρειάζεται το τέρας της τεχνολογίας, τη ψυχρή ιδεολογία της μηχανής που σκλαβώνει και καταστρέφει τη φύση, ξεκοιλιάζει τη γη, δηλητηριάζει τα ποτάμια, ισοπεδώνει τα βουνά και δολοφονεί όποια ύπαρξη δε μπορεί να χρησιμοποιήσει. Χρειάζεται την ηθική της εργασίας και της ενσωμάτωσης, αυτήν την ταφόπετρα της ελεύθερης ατομικής βούλησης. Δε μπορεί κάποιος να υποστηρίξει τη \”μερική αυτοδιαχείριση  ή τη χρήση της \”καλής\” βιομηχανίας, της \”καλής επιστήμης\” της \”καλής τεχνολογίας\” και της \”ανθρωπιστικής\” ηθικής. Δεν υπάρχει καλός πολιτισμός. Έχει δεσμούς αίματος με την  εξουσία και την κοινωνία της. Εχθρεύεται το αυτόνομο άτομο, αναγνωρίζοντας μόνο όχλους στους οποίους μπορεί να πουλήσει την πραμάτεια του. Η διατήρηση του σημαίνει διατήρηση της σκλαβιάς. Δεν ωραιοποιείται, δεν εξυγιαίνεται  Γκρεμίζετε συθέμελα. Και η αναρχία και η ζωή ξεπηδούν μέσα από τα συντρίμμια  του.

Η αμεσοδημοκρατία είναι μορφή εξουσίας. Πολλοί, συχνά παραβλέπουν αυτή τη διαπίστωση φτάνοντας κατευθείαν στην υποτιθέμενη χρηστική της αξία. Παραμένει όμως μορφή εξουσίας. Η χρηστική της αξία κάνει για όσους ονειρεύονται μαζικές κοινωνίες που η εξουσία δε θα επιβάλλεται στα άτομα στο όνομα του λαού όπως στην κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά στο όνομα της κοινότητας ή της κομμούνας, ενισχυμένη από την καθαγιασμένη πλειοψηφία. Είναι για όσους θεωρούν ότι τα άτομο θα παραμείνει αρκετά νοητικά ακρωτηριασμένο ώστε να μη μπορούν να σχηματίζει και να διαλύει τις ενώσεις του σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Όχι για τους αναρχικούς. Η αναρχία είναι ανένδοτος αγώνας για την εκμηδένιση κάθε μορφής εξουσίας όσο και αν η τελευταία εναλλάσσει ξετσίπωτα διάφορα επαναστατικά προσωπεία.

Θα νομίζετε ίσως πως στην παραπάνω ανάλυση τα όρια μεταξύ ατομικισμού και μηδενισμού είναι δυσδιάκριτα. Λάθος. Δεν υπάρχουν όρια. Ο ατομικισμός και ο μηδενισμός είναι δυο αλληλοσυμπληρούμενες έννοιες που σμίγουν στη φωτιά της εξεγερμένης αναρχικής συνείδησης. Ο αναρχικός ατομικισμός είναι η θέληση να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου στο τώρα. Σημαίνει το να μην περιμένεις το φωτισμένο ηγέτη ή την αφυπνισμένη μάζα για να πολεμήσεις για την ελευθερία σου.  Σημαίνει να θέλεις να απολαύσεις τη ζωή σου άμεσα και όπως ορίζεις εσύ. Σημαίνει το να απαλλοτριώνεις την αναρχία από το επέκεινα και να την κάνεις βίωμα και τρόπο ζωής. Ο αναρχικός μηδενισμός είναι η άρνηση που οπλίζει τα χέρια, οξύνει το μυαλό και σφίγγει τα δόντια. Είναι απόρριψη των ρόλων και των ταυτοτήτων του συστήματος,  είναι η περιφρόνηση της ηθικής της σκλαβιάς, είναι ένα σχέδιο για την αποτέφρωση αυτού του σάπιου κόσμου. Αυτές οι αναρχικές αντιλήψεις ενωμένες γίνονται μια τρομερή δύναμη. Το φάντασμα της Επανάστασης που παίρνει σάρκα και οστά.

Ο θάνατος του πιο φρικτού τέρατος (Μέρος τρίτο)

«Τώρα θα έπρεπε για λίγο να σου μιλήσω για το  πειθαρχημένο, προοδευτικό και συνειδητοποιημένο προλεταριάτο, αλλά θα ήταν ανούσιο αφού ξέρεις πάρα πολύ καλά για την άπειρη αξία του ως υποζύγιο για τα βάρη και το μαστίγιο. Αντί για αυτό θα αναφερθώ στα διάφορα κόμματα, δημοκρατικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά.

Όλα τα κόμματα είναι ισάξια, όλα βασίζονται στην κρατικίστικη λογική, στην αρχή της εξουσίας. Δεν είναι ένας αγώνας για την ελευθερία αλλά για την αντικατάσταση μιας λίγο-πολύ βάρβαρης και ηλίθιας τυραννίας με μια άλλη. Για παράδειγμα, στη Ρωσία ο Λένιν κινήθηκε εναντίον του Τσάρου και το Λένιν θα διαδεχθεί ο… Lenone*, και ούτω καθεξής, γιατί έτσι επιτάσσει ο ηθικός νόμος.

Όπως ξέρεις καλά, ούτε και οι αναρχικοί ακόμα -που ορίζονται καλύτερα ως ελευθεριακοί κομμουνιστές- δεν έχουν ανοσία στον ηθικισμό. Δεν έχεις ακούσει πως κηρύσσουν και πως υπερθεματίζουν για χάρη της Θεάς Ηθικής;

Και αυτοί οργανώνονται, δηλαδή κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους και τους άλλους. Και αυτοί θέλουν να εξιλεώσουν τον κόσμο, λες και η ελευθερία χαρίζεται. Η ελευθερία, αντίθετα πρέπει να βιωθεί. Και μιλούν στις μάζες για ένα φωτεινό μέλλον: και οι μάζες είτε δε καταλαβαίνουν τίποτα είτε στρέφουν το στραβωμένο βλέμμα τους στη γη της επαγγελίας. Αύριο η επανάσταση και η απαλλοτρίωση, αύριο η ισότητα, η ελευθερία και η ευτυχία για όλους. Εν τω μεταξύ, ας πεθάνουμε της πείνας.

Η θεωρία του μέλλοντος είναι η θεωρία λίγο-πολύ του ρόδινου ονείρου, τόσο μακριά από την πραγματικότητα. Είναι η θεωρία του Χριστιανισμού. Ο Χριστός πέθανε πριν είκοσι αιώνες αλλά ο Χριστιανισμός ζει και βασιλεύει. Ο Χριστός, για την αγάπη των ανθρώπων, είπε Αύριο!

Έχω αποδυναμώσει και εξημερώσει τους αναρχικούς· τους έκανα τίμιους και πολιτισμένους· τους μίλησα για την αγάπη ενάντια στο μίσος, για δικαιοσύνη και όχι εκδίκηση και εκείνοι –δυνατοί υπό την προστασία μου- ανέβηκαν στον άμβωνα και –σαν επαναστάτες- κήρυξαν ενάντια στις πράξεις ατομικού τερορισμού και –σαν απαλλοτριωτές- ενάντια στις ατομικές απαλλοτριώσεις. Δε σου φαίνεται αρκετά λογικό; Βέβαια γιατί για αυτούς το άτομο αξίζει λιγότερο από ένα παθογόνο μικρόβιο, ενώ η κοινωνία είναι το παν.

Είναι απαραίτητο να εξαφανιστεί ο εγωισμός από τους ανθρώπους –κραυγάζουν εμμονικά- γιατί όταν καταστραφεί ο εγωισμός οι άνθρωποι θα ζήσουν χαρούμενα στη γη σαν αδέρφια. Ενώ εσύ λες σε όλους και ειδικά στους επαναστάτες: Να είστε εγωιστές, γιατί όσο πιο εγωιστές είστε, τόσο πιο πολύ θα διψάτε για ελευθερία και ευτυχία και τόσο λιγότερο θα ανέχεστε  τη δυστυχία και τη σκλαβιά σας.

Σήμερα, λόγω φασιστικής αστυνομικής αντίδρασης, αρχίζεις να ξαναμιλάς μέσα από τα γραπτά σου για την ανάγκη του ηρωικού αναρχισμού. Αλλά είναι ακόμα σίγουρο πως οι αναρχικοί ηθικιστές, που θα στιγματίζουν κάθε πράξη ατομικής εξέγερσης, δε θα λείψουν ποτέ. Οι κοινωνικοί αναρχικοί ήταν αυτοί που μείωσαν, στιγμάτισαν και λιθοβόλησαν το Ραβασόλ, τον Ανρί, το Βαγιάν, το Ντυβάλ, το Μαριάννι, τον Αγκουγκίνι και τόσους άλλους εκδικητές της Αναρχίας. Και τα έκανα όλα αυτά μόνος μου, όλη η δόξα μου ανήκει. Είμαι η Ηθική, γεννημένη από την τυφλή άγνοια και το εξουσιαστικό πνεύμα της ανθρωπότητας και πρέπει να συνεχίσω το έργο μου συσκοτίζοντας τα μυαλά, δημιουργώντας φοβισμένα και λυπηρά φαντάσματα, σβήνοντας κάθε πνεύμα εξέγερσης και όσο ζω οι άνθρωποι θα είναι σκλάβοι, φτωχοί και δειλοί. Και ούτε εσύ θα γλιτώσεις από την δυστυχισμένη, δίχως έλεος οργή μου, διάβολε της κόλασης.»

«Σταμάτα, για το θεό», φώναξα και σε κλάσματα δευτερολέπτου τράβηξα το δηλητηριασμένο μαχαίρι μου· έτρεξα προς το τέρας και του ξέσκισα τρομερά το λαιμό. Το θανάσιμα πληγωμένο τέρας βύθισε τα νύχια του στη φτωχή μου σάρκα κάνοντάς τη να ματώσει και ξέρασε μια αναθυμιάζουσα πρασινοκίτρινη γλίτσα από το στόμα του, πλημμυρίζοντας το πρόσωπό μου. Άλλα νέα και πιο τρομερά χτυπήματα του μαχαιριού μου έπεσαν βροχή στο σώμα του τέρατος που έπεσε στο έδαφος. Ήταν νεκρό. Σκέφτηκα αμέσως να του ξεριζώσω την καρδιά και να τη δείξω στους φίλους μου, τους συντρόφους μου, τα αδέρφια μου στη θλίψη και στον αγώνα. Και ετοιμάστηκα να το κάνω με το όπλο μου στο χέρι.

Αλλά φαντάσου, ω αδερφέ μου, τι εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι στη θέση της καρδιάς βρήκα μια τεράστια πέτρα. Ξαφνικά, ξεπερνώντας την έκπληξή μου, φώναξα: «Μου κάνει. Είναι κάτι που θα μου χρειαστεί για να τελειοποιήσω τα χτυπήματά μου όταν θα αντιμετωπίσω κανένα ηθικιστικό καθίκι, αν υπάρχει ακόμα κανένα.»

* Πρόκειται, για ένα προσβλητικό λογοπαίγνιο στα Ιταλικά που δε γίνεται δυστυχώς να μεταφραστεί. Lenone σημαίνει στα ιταλικά ο προαγωγός, ο νταβατζής.

Το «Ο θάνατος του πιο φρικτού τέρατος» είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Erinne Vivani και εκδόθηκε στην εφημερίδα Proletario(τεύχος 4) στις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.

Πηγή στα αγγλικά: The death of the most horrible monster, Internet Archive of Individualist Anarchism

Η μετάφραση είναι μια συνεργασία των blogs A-politiko και Parabellum. Μπορείτε να βρείτε το κείμενο, το οποίο για μεγαλύτερη ευκολία θα δημοσιευτεί σε τρία μέρη, και στα δύο blogs. Επίσης μπορείτε να το κατεβάσετε εδώ.

Ο θάνατος του πιο φρικτού τέρατος (Μέρος δεύτερο)

«Αλλά η δουλειά μου γίνεται με μεγαλύτερη ευφράδεια και αποτελεσματικότητα όταν ασκώ την πατριωτική λειτουργία. Αχ, η πατρίδα! Λέω στα παιδιά των πλούσιων, στους αξιωματικούς, στους παπάδες, στις πόρνες: «Να είστε πατριώτες. Όποιος δεν αγαπάει την πατρίδα του δεν αγαπάει τη μητέρα του. Και να δείχνετε το πατριωτικό σας πάθος, τραγουδώντας τους ύμνους του πολέμου, την υγεία του κόσμου. Ορίστε οι εχθροί σας που μιλούν διαφορετική γλώσσα, που έχουν διαφορετικά έθιμα, εξολοθρεύστε τους στο όνομα της πατρίδας. Ο βασιλιάς μας, ο βασιλιάς των πλουσίων, θα κατακτήσει μια σπιθαμή γης, η δύναμη του θα μεγαλώσει και εξαιτίας της δύναμης του θα μεγαλώσει και η δικιά σας αφού είναι ο πατέρας, ο πατέρας της πατρίδας. Φωνάξτε στους δρόμους και τα στενά: Ζήτω ο πόλεμος! και ο πόλεμος θα έρθει. Δε θέλετε να πάτε; Σωστά. Είστε πλούσιοι και σας αξίζει να γλιτώσετε. Φωνάξτε: θα οπλιστούμε και θα αποχωρήσουμε και ο στρατός των απόκληρων θα αποχωρήσει χωρίς να σκεφτεί και θα σφάξει και θα σφαγιαστεί γιατί έτσι θέλουν ο βασιλιάς και η πατρίδα, έτσι θέλω εγώ.

Μητέρες, σύζυγοι, παιδιά αδερφές θα κλάψουν και θα βλαστημήσουν μάταια. Θα υπάρξουν απείθαρχοι στρατιώτες που δε θέλουν να πάνε, που δε θέλουν να δολοφονήσουν άγνωστους ανθρώπους που ποτέ δεν τους έβλαψαν; Μα έτσι φαίνεται; Οι εργάτες είναι πατριώτες, είναι ήρωες, θα πολεμήσουν σα λιοντάρια και θα επιστρέψουν νικηφόροι.

Και αν δεν αποδειχτούν τέτοιοι, οι καλοί μας χωροφύλακες, οι βασιλικοί φρουροί, οι αξιωματικοί της Guardia di Finanza* και οι άλλοι μπάτσοι θα σκεφτούν να τους δώσουν μια κλωτσιά στα πισινά και θα τους πιέσουν να επιτεθούν και να αντεπιτεθούν.

Εμπρός, αχυρόμυαλοι, με αγάπη ή με το ζόρι!

Το μίσος θα διαδοθεί σαν ανεξέλεγκτη φωτιά, η δίψα για αίμα θα γίνει ασίγαστη· θα γίνει πόθος. Θα είναι μια άγρια μάχη σώμα με σώμα, ποτάμια αίματος θα κυλήσουν και βουνά από πτώματα θα σχηματιστούν. Όσο πιο βάρβαρος είναι κάποιος, τόσο πιο ήρωας θα ανακηρυχτεί. Αυτό συνέβη στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Υπήρξαν εκατομμύρια νεκροί, εκατομμύρια που έμειναν τυφλοί, κουφοί, μουγκοί  που τρελάθηκαν, που έγιναν εγκληματίες, που έπαθαν φυματίωση, που ακρωτηριάστηκαν τα χέρια και τα πόδια τους, που αποβλακώθηκαν άλλα τι σημασία έχει;

Ο πόλεμος δημιούργησε λοιμό και πανούκλα. Γέροι και παιδιά άπλωσαν το χέρι τους ζητώντας έλεος, νέες γυναίκες έγιναν πόρνες, αλλά οι πλούσιοι απέκτησαν πιο πολλά λεφτά, πιο μεγάλη δύναμη, πιο πολύ δόξα. Αυτό είναι ο πόλεμος, αυτή είναι η πατρίδα, αυτό είναι η Ηθική.»

«Τώρα θα σου μιλήσω για έναν από τους πιο αγαπημένους μου απογόνους: το φασισμό. Προ τριών ετών, τα συμφέροντα της πατρίδας, δηλαδή της μπουρζουαζίας, απειλήθηκαν σοβαρά από την προλεταριακή παλίρροια, η οποία κουρασμένη να ανέχεται την ατελείωτη δυστυχία κατέκλυζε τα ιερά ιδρύματα της πατρίδας. Το προλεταριάτο δεν άκουγε πια τους αφέντες του που το προέτρεπαν να ηρεμήσει. Και τότε εμφανίστηκε ο φασισμός για να καταστρέψει τους ανατρεπτικούς. Στρατολογήθηκαν χιλιάδες νέοι άνδρες και οπλίστηκαν σαν αστακοί.

Η αστυνομία και η δικαιοσύνη τους εξασφάλισαν ατιμωρησία,  η μπουρζουαζία τους πλήρωνε διακριτικά ένα μισθό, ο τύπος τους χειροκροτούσε με σεβασμό και έτσι ήταν σε θέση να εφαρμόσουν τη μέθοδο του τρόμου σε μεγάλη κλίμακα.

Υποστηριζόμενοι από τη βασιλική φρουρά και του μελανοχίτωνες μπάτσους, έκαναν κάθε είδους νταηλίκια.  Υποχρέωσαν του πολίτες να κρεμάσουν τη σημαία στα μπαλκόνια, να φορούν την κορδέλα στο πέτο του παλτού τους, να κάθονται προσοχή και να βγάζουν τα καπέλα τους στις πρώτες νότες του βασιλικού εμβατηρίου, να φωνάζουν Ζήτω ο βασιλιάς! Για να αποζημιωθούν αποκαλούνται δημοκράτες όπως ο ντούτσε τους. Και βάζουν φωτιά στις καλύβες των εργατών. Τους επιτρέπονται τα πάντα εκτός από το να χτυπήσουν του αρχηγούς των άλλων κομμάτων, γιατί αν αυτά τα κόμματα έχαναν τους αρχηγούς τους, δε θα υπήρχε κανένας να αναλάβει το ρόλο του πυροσβέστη και του κατασκόπου.»

Το τέρας έκανε μια παύση και μετά συνέχισε:

«Ίσως δε γνωρίζει την απεριόριστη δύναμη μου και έτσι με πολεμάς, απαίσιε. Για να αντιληφθείς την υπέρτατη δύναμη μου σου λέω πως διαπερνάω τις ανθρώπινες καρδιές, καθοδηγώ τα συναισθήματα και τα πάθη και όλες τις σαρκικές σχέσεις μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Σε αυτήν την περίπτωση, παίρνω το όνομα της σεξουαλικής ηθικής.

Στους πολιτισμένους ανθρώπους σαν εμάς, προκρίνω τη μοναδική, μονογαμική αποκλειστική αγάπη. Είναι αλήθεια ότι πολύ λίγοι άνδρες και γυναίκες  την ακολουθούν, ότι σχεδόν όλοι προτιμούν την ποικιλία τρυφερότητας και συνουσίας, γιατί όλοι είναι εραστές του καινούριου και του ποικίλου σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής και ιδιαίτερα στον έρωτα, άλλα τι με ενδιαφέρει αυτό εμένα;

Απαιτώ την αγάπη για έναν, αν όχι στην ουσία τουλάχιστον στην επιφάνεια γιατί τα προσχήματα πρέπει να σωθούν οπωσδήποτε.

Ξέρω ότι δεν είσαι αυτής της άποψης, ότι σου αρέσει να παιχνιδίζεις από λουλούδι σε λουλούδι, να γεύεσαι αμαρτωλές ηδονές, να εισπνέεις με όλη σου τη δύναμη τα αρώματα της μεταξένιας σάρκας, να στολίζεις τον εαυτό σου με τα άνθη του κακού. Σε περιγελώ, περιγελώ τις απογοητεύσεις και τις θλίψεις που δημιουργώ για σένα. Σου υποσχέθηκα πως θα είμαι ειλικρινής και θα σου μιλήσω επίσης και για τις σοβαρές δυσχέρειες που προκαλούν οι απαγορεύσεις της σεξουαλικής ηθικής.

Νεαρά αγόρια και κορίτσια στα οποία, εξαιτίας της τρυφερής τους ηλικίας απαγορεύεται η συνουσία, καταναλώνονται και ξεσχίζονται με τον αυνανισμό.

Πριν μερικά χρόνια, θα θυμάσαι, οι εφημερίδες μιλούσαν για μια νεαρή γυναίκα με υψηλή αριστοκρατική καταγωγή, η οποία καθώς ψυχαγωγούσε τον εαυτό της με το σκύλο της στο δωμάτιο της άκουσε το πόμολο της πόρτας να κουνιέται. Θέλοντας να κρύψει την ενοχή της προσπάθησε να ελευθερωθεί από την αγκαλιά του σκύλου και το ζώο που δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτή την απότομη διακοπή, την στραγγάλισε.

Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που μια γυναίκα , στην προσπάθεια να κρύψει τα πειστήρια του παράνομου έρωτα της, προσπαθεί να αποβάλλει και τελειώνει τη ζωή της στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου.

Κάποια άλλη γυναίκα, λόγω σεβασμού στην ηθική, πνίγει τον καρπό της μήτρας της με τα ίδια της τα χέρια και τον πετάει στα κανάλια του υπονόμου. Επίσης υπάρχουν και οι πανέμορφες  γυναίκες, πληθωρικές που ξεχειλίζουν νεότητα, διψασμένες για μέθη που υποχρεούνται να δώσουν τους εαυτούς τους στην αγκαλιά ενός γέρου, άρρωστου, σιχαμερού άνδρα. «Α», διέκοψα «είχα δίκιο λοιπόν, όταν έγραψα σε ένα περιοδικό πως τα αφροδίσια νοσήματα, η συνουσία με σκύλους, η βρεφοκτονία και όλα τα εγκλήματα που διαπράττονται για τα ανήθικα πάθη έχουν τις ρίζες τους στους περιορισμούς που βάζει η σεξουαλική ηθική!»

«Δε σου επιτρέπω να με διακόπτεις» διαμαρτυρήθηκε η Ηθική, « γιατί η αλήθεια μου δεν είναι προς συζήτηση άλλα προς αποδοχή.»

* Ένα στρατιωτικοποιημένο σώμα της Ιταλικής αστυνομίας που υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομίας.

Το «Ο θάνατος του πιο φρικτού τέρατος» είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Erinne Vivani και εκδόθηκε στην εφημερίδα Proletario(τεύχος 4) στις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.

Πηγή στα αγγλικά: The death of the most horrible monster, Internet Archive of Individualist Anarchism

Η μετάφραση είναι μια συνεργασία των blogs A-politiko και Parabellum. Μπορείτε να βρείτε το κείμενο, το οποίο για μεγαλύτερη ευκολία θα δημοσιευτεί σε τρία μέρη, και στα δύο blogs. Επίσης μπορείτε να το κατεβάσετε εδώ.

Ο θάνατος του πιο φρικτού τέρατος (Μέρος πρώτο)

Ήμουν μόνος και λυπημένος. Περπατούσα άσκοπα μέσα στο ερημωμένο τοπίο, με τον μεσημεριανό ήλιο να με μαστιγώνει, με μοναδικό σκοπό να ζήσω κάποιες ώρες μοναξιάς, μακριά από το πλήθος των φιλήδονων και άπορων. Σκοτεινές σκέψεις βομβάρδιζαν το μυαλό μου, ο νους μου βρισκόταν σε αναβρασμό και περπατούσα. Περπατούσα ακούραστα δίχως να δίνω σημασία στο χρόνο που περνά ούτε στα μονοπάτια που διέσχιζα, τα οποία ήταν τελείως άγνωστα σ\’ εμένα.

Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν και βρέθηκα σ\’ ένα μέρος που αποκαλούσα το  βασίλειο του θανάτου. Παντού στο έδαφος υπήρχε λάσπη, ούτε ένα δέντρο, ούτε ίχνος γρασιδιού. Μια αρρωστημένη δυσοσμία αναδυόταν από τη λίμνη, ο ουρανός πάνω από τον οποίο ήταν σχεδόν εξολοκλήρου καλυμμένος με εκατομμύρια έντομα και παράξενα μαύρα πουλιά που έκαναν κύκλους στον στάσιμο αέρα, δίχως τον παραμικρό θόρυβο. Πού βρισκόμουν; Γύρισα από την άλλη και ξεκίνησα να περπατώ πάλι με την πρόθεση να γυρίσω στο σπίτι. Δεν είχα όμως προλάβει να κάνω ούτε δέκα βήματα όταν μια φωνή ακούστηκε από το βάλτο να με καλεί με τ\’ όνομά μου. Διστάζοντας λίγο, γύρισα προς το σημείο απ\’ όπου ακουγόταν η φωνή και διέκρινα κάτι να κινείται μέσα στη λάσπη. Ποιός θα μπορούσε να είναι; Έκανα μερικά βήματα και διέκρινα ένα φρικτό τέρας που με χειρονομίες με καλούσε να το πλησιάσω. Τί τρόμος! Ήταν ένα τρομακτικό τέρας. Το  σώμα του ήταν καλυμμένο με πολύ μακριά λασπωμένα, ματωμένα και πυκνά μαλλιά.  Το τεράστιο κεφάλι του ήταν καλυμμένο από αμέτρητα  θεόρατα φίδια που άνοιγαν ρυθμικά διάπλατα τα στόματα τους.  Τα μάτια, η μύτη, το στόμα και τα αυτιά, είχαν αντικατασταθεί από έξι μεγάλες κυκλικές τρύπες. Αντί για δάχτυλα χεριών και ποδιών, είχε πολύ μακριά, σα γάντζους, νύχια.  Και τι βρώμα προερχόταν από το κορμί του!

Με φωνή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο, το τέρας μου είπε:

«Ω, ήρθες επιτέλους! Γιατί δε γελάς τώρα καταραμένε μαθητή του Στίρνερ, μοναχικέ κάτοικε των κορυφών, μαστιγωτή των ηθικών;  Γιατί δε γελάς τώρα;»

«Ο Στίρνερ δεν έχει καμιά σχέση με αυτό!» απάντησα. «Δεν είμαι μαθητής κανενός. Αλλά ποιος είσαι και από πού με γνωρίζεις;»

«Εγώ», απάντησε το τέρας, «είμαι η Ηθική, και απαιτώ να μάθω τους λόγους για τις προσβολές που εξαπέλυες εναντίον μου σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα, μαζί με αυτούς τους κατεργάρηδες τους ατομικιστές συντρόφους σου.  Πάντα με διαβάλλεις παρόλο που γνωρίζεις ότι είμαι η άμεση ενσάρκωση του θεού, αιώνιος και παντοδύναμος όπως και εκείνος.  Αν δεν αλλάξεις μυαλά, εγώ ο ίδιος με τα θεϊκά αυτά χέρια μου, θα σε σκοτώσω και θα πιω το καταραμένο αίμα σου.»

«Εδώ, ώ Ηθική», πρόσθεσα αποθαρρυμένος, «ίσως και να κάνω λάθος και θα ήθελα να το παραδεχτώ. Προσπάθησε να με πείσεις για τα λάθη που έκανα, κι ευχαρίστως θα γίνω ο πιστός σου σκλάβος και ένθερμος θαυμαστής.»

Το τέρας όμως απάντησε οργισμένο:

«Όχι όχι, δεν είναι ζήτημα να καταφέρει κάποιος να σε πείσει,  αλλά να μου έχεις τυφλή πίστη όπως και οι υπόλοιποι, κι εσύ δε διαφέρεις από τους άλλους-το καταλαβαίνεις;

«Κατάλαβα απολύτως», έσπευσα να δηλώσω.  «Θα ήθελα μόνο να μου μιλήσεις για την υψηλή αποστολή που έχεις στον κόσμο: να με ικανοποιήσεις.»

«Θα σε ικανοποιήσω» είπε το τέρας, «αλλά πρώτα θέλω να φάω.»

Και καθώς το είπε, έκατσε κάτω, άνοιξε μια τσάντα που είχε δίπλα του, έβγαλε από μέσα ένα νεκρό μωρό και άρχισε με απληστία να το τρώει.

Τρομοκρατήθηκα.

Η Ηθική με ρώτησε: «Μήπως θέλεις κι εσύ λίγο;»

«Ευχαριστώ πολύ» απάντησα, «αλλά εμείς οι ατομικιστές δεν είμαστε πραγματικά κανίβαλοι όπως κάποιος μεγάλος άνδρας, ένας σύγχρονος  ηθικιστής υπαινίχτηκε. Πες μου, αν επιτρέπεται, ποιός είναι που σου προσφέρει αυτά τα άτυχα μωρά;»

Και μου εξομολογήθηκε με απλοϊκότητα:

«Όλοι οι ηθικιστές μου τα φέρνουν ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που τους προσφέρω.»

Όταν τελείωσε το μακάβριο γεύμα του, το τέρας ξεκίνησε να μιλάει:

«Τώρα άκουσέ με καλά, θα σου μιλήσω απλά και ειλικρινά, αλλά μην σοκαριστείς αν σου δείξω υπερβολικά πικρές και ευαίσθητες αλήθειες. Μάθε πρώτα απ\’ όλα ότι η φύση και οι λειτουργίες μου αλλάζουν με την αλλαγή των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Σε κάποια μέρη για παράδειγμα, ο κανιβαλισμός και η πολυγαμία είναι ηθικά, ενώ σε εμάς, είναι τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα. Και, ακόμη κι εδώ, αυτό που επιτρεπόταν χθες, απαγορεύεται σήμερα γιατί θεωρείται ανήθικο, ενώ αύριο θα μπορούσε να κριθεί ως πολύ ηθικό ή ακόμη και να καταστεί υποχρεωτικό. Επιπλέον οι λειτουργίες μου αλλάζουν σε αντιστοιχία με τις κοινωνικές τάξεις, κόμματα, σέχτες, οργανώσεις κ.τ.λ. όπου ανήκουν άνθρωποι, γιατί το πνεύμα μου είναι σαν ένα πολύεδρο με χίλια πρόσωπα, καθένα από τα οποία προορίζεται για μια συγκεκριμένη ομάδα ή κατηγορία ανθρώπων.»

«Για παράδειγμα, λέω στην πλούσια κυρίαρχη τάξη:

Για σας είναι ηθικό να ζείτε στις πλάτες των εργατών, να ταξιδεύετε με ακριβές αμαξοστοιχίες, με αυτοκίνητα, με αερόπλοια, να ντύνεστε με μετάξι, να ξοδεύεται χιλιάδες δολάρια για ένα μπιχλιμπίδι, να έχετε εκατό επιχρυσωμένες πόρνες, να έχετε στην κατοχή σας παλάτια στην πόλη, αγροικίες στα βουνά και κοντά στη θάλασσα και σκλάβους με στολή προσωπικού και άλογα και άμαξες και τα πάντα, γιατί η εξουσία είναι ιερή και απαραβίαστη. Επομένως προσπαθήστε να μάθετε την πλέμπα να σέβεται αυτήν την αρχή και αν ο όχλος των φτωχών και των σκλάβων τολμήσει να σηκώσει κεφάλι, μπορείτε να καταφύγετε στους πληρωμένους δολοφόνους οι οποίοι στο όνομα του νόμου και για λίγα μετρητά ξέρουν πώς να βάζουν αυτούς που παραβιάζουν την ιερή ιδιοκτησία στη θέση τους.»

« Λέω στους παπάδες και τους μοναχούς:

Να κηρύττετε την παραίτηση και την ταπεινότητα, να συσκοτίζετε το νου, να υπόσχεστε παραδείσους μετά θάνατον, να αρμέγετε τους φτωχούς όταν βαφτίζονται, όταν μεταλαβαίνουν, όταν παντρεύονται, όταν αρρωσταίνουν, όταν πεθαίνουν και θάβονται και ακόμα και μετά από εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια μετά την ταφή, απαγγέλλοντας ψαλμούς προς τιμήν της μάζας και των ψυχών τους. Έτσι πρέπει να είναι.

Και μη σας μπει καμιά ιδέα να κάνετε οικογένεια, γιατί είναι σοβαρό βάσανο. Γυναίκα; Μα υπάρχουν τόσες φτωχές και πλούσιες γυναίκες που χρειάζονται εξομολόγηση! Μη φοβάστε! Ακόμα και πολύ ανατρεπτικοί στέλνουν σε σας τις γυναίκες, τις αδερφές και τις κόρες τους. Και έπειτα υπάρχουν και οι καλόγριες, οι κόρες της Παναγίας, οι μαθήτριες της κλπ. και σε τελική ανάλυση δεν πρέπει να παραβλέπετε τα παιδιά που εμπιστεύονται στη θρησκευτική σας φροντίδα. Να απολαμβάνετε πάντα, αφού οι ηλίθιοι πληρώνουν καλά. Ζήτω η μαύρη μάζα!»

Το «Ο θάνατος του πιο φρικτού τέρατος» είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Erinne Vivani και εκδόθηκε στην εφημερίδα Proletario(τεύχος 4) στις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.

Πηγή στα αγγλικά: The death of the most horrible monster, Internet Archive of Individualist Anarchism

Η μετάφραση είναι μια συνεργασία των blogs A-politiko και Parabellum. Μπορείτε να βρείτε το κείμενο, το οποίο για μεγαλύτερη ευκολία θα δημοσιευτεί σε τρία μέρη, και στα δύο blogs. Επίσης μπορείτε να το κατεβάσετε εδώ.

Ενάντια στη φιλανθρωπία

Σε πολλές πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, κάποιοι αναρχικοί οργάνωσαν συσσίτια με το όνομα \”Φαγητό όχι Βόμβες\”. Οι διοργανωτές αυτών των συσσιτίων θα εξηγήσουν ότι η πρόσβαση στην τροφή πρέπει να είναι ελεύθερη, ότι κανένας ποτέ δεν πρέπει να πεινάσει. Σίγουρα ένα θαυμάσια συναίσθημα…στο οποίο οι αναρχικοί απαντούν λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο που απαντούν οι χριστιανοί, οι χίπηδες ή οι αριστεροί φιλελεύθεροι** – κάνοντας φιλανθρωπία.

Θα μας πουν βέβαια, η καμπάνια \”Φαγητό όχι Βόμβες\” είναι κάτι διαφορετικό. Ο τρόπος λήψης αποφάσεων των διοργανωτών είναι αντιιεραρχικός. Δε λαμβάνουν κανένα κυβερνητικό ή εταιρικό κονδύλι. Σε πολλές πόλεις, σερβίρουν τα γεύματα τους, ως μια μορφή κοινωνικής ανυπακοής ρισκάροντας τη σύλληψη τους. Προφανώς, το \”Φαγητό όχι Βόμβες\” δεν είναι μια μεγάλης κλίμακας φιλανθρωπική γραφειοκρατία· στην πραγματικότητα είναι συνήθως  μια κακοφτιαγμένη* προσπάθεια…. αλλά είναι φιλανθρωπία και αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν εκ των διοργανωτών.

Η φιλανθρωπία είναι ένα απαραίτητο κομμάτι της οικονομίας κάθε κοινωνικού συστήματος. Η σπάνη που επιβάλλεται από την οικονομία δημιουργεί  μια κατάσταση στην οποία κάποιοι άνθρωποι αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες με τους κανονικούς τρόπους. Ακόμα και σε κράτη με υψηλής ποιότητας κοινωνικά προγράμματα,  υπάρχουν εκείνοι  δεν καλύπτονται από το αυτό το δίκτυο. Οι φιλανθρωπίες αντικαθιστούν τα κρατικά κοινωνικά προγράμματα εκεί που αυτά δε μπορούν ή δε θέλουν να βοηθήσουν. Ομάδες όπως η \”Φαγητό όχι Βόμβες\”, είναι επομένως ένα εθελοντικό εργατικό δυναμικό που βοηθούν να διατηρείται η κοινωνική τάξη με το να ενισχύουν την εξάρτηση των φτωχών από προγράμματα και όχι από τη δική τους δημιουργία.

Άσχετα με το πόσο αντιιεραρχικός είναι ο τρόπος λήψης αποφάσεων η σχέση είναι πάντα εξουσιαστική. Οι ευεργετούμενοι της φιλανθρωπίας είναι στο έλεος των οργανωτών του προγράμματος και έτσι δεν είναι ελεύθεροι να δράσουν με τους δικούς τους όρους μέσα σε αυτήν τη σχέση. Αυτό είναι εμφανές στον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίον λαμβάνεται η φιλανθρωπία. Τα φιλανθρωπικά συσσίτια όπως το \”Φαγητό όχι Βόμβες\” απαιτούν από τους ευεργετούμενους  να έρθουν μια συγκεκριμένη ώρα που δε διαλέγουν οι ίδιοι ώστε να σταθούν στην ουρά για να πάρουν φαγητό που δεν έχουν επιλέξει (και συνήθως κακοφτιαγμένο) σε ποσότητα περιορισμένη από κάποιον εθελοντή που θέλει να είναι σίγουρος ότι θα πάρουν όλοι ίσες μερίδες. Φυσικά, είναι καλύτερο από να μείνεις πεινασμένος αλλά ο εξευτελισμό είναι τουλάχιστον ισάξιος με το να περιμένεις στην ουρά του μπακάλικου για να πληρώσεις για φαγητό που τουλάχιστον μπορείς να φας όποτε θέλεις. Η αναισθησία που αναπτύσσουμε σε έναν τέτοιον εξευτελισμό, μια αναισθησία που γίνετε εμφανής στις περιπτώσεις που συγκεκριμένοι αναρχικοί επιλέγουν να τρέφονται σε φιλανθρωπίες ενώ μπορούν να κάνουν αλλιώς, δείχνει την έκταση, στην οποία η κοινωνία μας είναι διαποτισμένοι με τέτοιες εξευτελιστικές αντιδράσεις. Κάποιος θα νόμιζε πως οι αναρχικοί θα αρνούνταν όσο περνάει από το χέρι τους τέτοιες αντιδράσεις και θα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν αντιδράσεις διαφορετικού είδους με σκοπό  να καταστρέψουν τον εξευτελισμό που επιβάλλεται από την κοινωνία. Αντίθετα, πολλοί δημιουργούν προγράμματα που ενισχύουν αυτόν τον εξευτελισμό.

Και η αλληλεγγύη που νιώθει κάποιος για κάποιον που υποφέρει από φτώχεια επειδή και αυτός ξέρει πως είναι; και η επιθυμία να μοιραστείς φαγητό με άλλους ανθρώπους; Προγράμματα σαν το\” Φαγητό όχι Βόμβες\” δεν εκφράζουν αλληλεγγύη αλλά οίκτο. Το να μοιράζεις μερίδες φαγητού δεν σημαίνει ότι μοιράζεσαι· είναι μια απρόσωπη, ιεραρχημένη  σχέση μεταξύ του κοινωνικού ρόλου του \”ευεργέτη\” και του κοινωνικού ρόλου του \”ευεργετούμενου\”. Η έλλειψη φαντασίας έχει οδηγήσει πολλούς αναρχικούς να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της πείνας (το οποίο είναι ένα αφηρημένο ερώτημα για πολλούς) με τον ίδιο τρόπο που το αντιμετωπίζουν οι χριστιανοί ή οι φιλελεύθεροι, δημιουργώντας δομές παράλληλες στις ήδη υπάρχουσες. Όπως είναι αναμενόμενο όταν οι αναρχικοί προσπαθούν να αναλάβουν ένα εγγενώς εξουσιαστικό καθήκον, κάνουν χάλια δουλειά… Γιατί να μην αφήσουμε τη φιλανθρωπία σε αυτούς που δεν έχουν αυταπάτες για αυτήν;  Καλύτερα οι αναρχικοί να βρουν τρόπους  να μοιράζονται ατομικά εάν συγκινούνται τόσο, τρόπους που να ενθαρρύνουν τον αυτοκαθορισμό και όχι την εξάρτηση, την αλληλεγγύη και όχι τον οίκτο.

Δεν υπάρχει τίποτα το αναρχικό στο \”Φαγητό όχι Βόμβες\”. Ακόμα και το όνομα είναι ένα αίτημα προς τις αρχές. Γι\’ αυτό και οι διοργανωτές του συχνά χρησιμοποιούν μεθόδους κοινωνικής ανυπακοής ως μια προσπάθεια να κάνουν έκκληση στο συναίσθημα των κρατούντων για να ταΐσουν και να στεγάσουν τους φτωχούς. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό το πρόγραμμα που να ενθαρρύνει τον αυτοκαθορισμό. Δεν υπάρχει τίποτα που να ενθαρρύνει τους ευεργετούμενους να αρνηθούν το ρόλο τους και πάρουν αυτό που χρειάζονται χωρίς να ακολουθούν τους κανόνες. Το \”Φαγητό όχι Βόμβες\”, όπως κάθε φιλανθρωπία, ενθαρρύνει αυτούς που ευεργετούνται από αυτήν να παραμείνουν παθητικοί δέκτες παρά να γίνουν δημιουργοί των ζωών τους. Η φιλανθρωπία πρέπει να αναγνωρίζεται ως αυτό που είναι: μια ακόμα όψη του θεσμοθετημένου εξευτελισμού, εγγενή στην οικονομική μας ύπαρξη, που πρέπει να καταστρέψουμε για να ζήσουμε στο έπακρο.

 1. Εδώ εννοείται κακώς οργανωμένη.

2. Οι φιλελεύθεροι στο κείμενο εννοούνται όχι με την οικονομική άλλα τη \”φιλοσοφική\” έννοια.

Άρθρο του Feral Faun από μια συλλογή άρθρων του συγγραφέα, που έστησε το εγχείρημα The Anarchist Library

Πηγή στα αγγλικά: Against Charity, The Anarchist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum