Χωρίς σκοπό

\”Για περίμενε ένα λεπτό\”, λέει ο κόσμος, \”ποιος είναι ο σκοπός τους;\”

Και ο καλοπροαίρετος ερωτών ανασηκώνει τους ώμους, σημειώνοντας πως υπάρχουν άνθρωποι, ανυπότακτοι στις χρήσεις, στους νόμους και τις απαιτήσεις της κοινωνίας, οι οποίοι παρ\’ όλα αυτά δεν παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα.

\”Για ποιο πράγμα ελπίζουν;\”

Αν τουλάχιστον αυτοί οι αρνητές χωρίς πιστεύω μπορούσαν να δικαιολογηθούν ως φανατικοί. Και όχι, η πίστη δε θέλει πια να είναι τυφλή. Συζητάνε, κάνουν λάθη, ψάχνουν. Οικτρή τακτική! Αυτοί οι ακροβολιστές του κοινωνικού πολέμου, αυτοί που δεν έχουν σημαία είναι τόσο διεστραμμένοι ώστε να μην ισχυρίζονται ότι έχουν τη συνταγή για την παγκόσμια πανάκεια, τη μία και μοναδική. Ο Μανγκίν είχε πιο πολύ μυαλό…

\” Και σε ρωτάω: τι θέλουν για τον εαυτό τους;\”

Ας μη μιλήσουμε καν γιαυτό. Δε ψάχνουν εξουσιοδοτήσεις, θέσεις ή να εκλεγούν πουθενά. Δεν είναι υποψήφιοι. Τότε τι; Μη με κάνεις να γελάω. Αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση, μια περιφρόνηση αναμεμιγμένη με συμπόνια.

Και εγώ υποφέρω από αυτήν την υποτίμηση.

Υπάρχουν λίγοι από εμάς που νιώθουμε πως ίσα-ίσα μπορούμε να δούμε τις αλήθειες του μέλλοντος.

Τίποτα δε μας συνδέει με το παρελθόν, άλλα το μέλλον δεν είναι ξεκάθαρο.

Και έτσι συνεχίζουμε, θεωρούμενοι ξένοι, και είναι και εδώ και εκεί, παντού είμαστε ξένοι.

Γιατί;

Επειδή δε θέλουμε να διηγηθούμε νέες κατηχήσεις  και ιδιαίτερα δε θέλουμε να υποκριθούμε ότι πιστεύουμε στο αλάθητο των δογμάτων.

Θα χρειαζόταν να είμαστε αποτρόπαια αυτάρεσκοι για να δεχτούμε μία ομάδα θεωριών χωρίς επιφύλαξη. Και δεν είμαστε τόσο αυτάρεσκοι. Δεν υπήρξε καμία Αποκάλυψη. Κρατούμε τον ενθουσιασμό μας παρθένο για μία φλόγα. Θα έρθει;

Η εξουσιαστική κοινωνία μας είναι μισητή και ετοιμαζόμαστε για το πείραμα μιας ελευθεριακής κοινωνίας.

Αβέβαιοι για τα αποτελέσματά της, ανυπομονούμε για την προσπάθεια, την αλλαγή.

Αντί να τελματώνουμε σε αυτόν το γερασμένο κόσμο, όπου ο αέρας είναι βαρύς, που τα συντρίμμια καταρρέουν σαν να πρόκειται να μας θάψουν, επισπεύδουμε την τελειωτική κατεδάφιση.

Πράττοντας έτσι, επισπεύδουμε μία Αναγέννηση.

Το \”Χωρίς Σκοπό\” είναι κείμενο του Γάλλου αναρχοατομικιστή επαναστάτη Zo d\’Axa (Alphonse Gallaud de la Pérouse) από το έργο De Mazas a Jérusalem που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1895.

Πηγή στα αγγλικά: Without a Goal, The Anarchist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Ενάντια στον κοινωνικό ρεφορμισμό

Αυτό που καθορίζει την \”πολιτική εικόνα\” του αναρχικού κινήματος στις διάφορες περιόδους δεν είναι τόσο πολύ οι πάγιες αντιεξουσιαστικές του θέσεις, οι οποίες στα βασικά τους χαρακτηριστικά είναι λίγο-πολύ γνωστές, αλλά η νοοτροπία που τις εκφράζει και τις διαχέει τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Επίσης τίθεται και ένα ζήτημα, κατά πόσο αυτές οι θέσεις εμπλουτίζονται και μετασχηματίζονται ή κατά πόσο μένουν στάσιμες και μετατρέπονται σε \”ιδεολογία\”.

Ποια είναι λοιπόν η πραγματικότητα εντός του αναρχικού κινήματος σήμερα. Νομίζω σημαντικό στοιχείο που απλοποιεί αρκετά κάποια ενδεχομένως περίπλοκα φαινόμενα είναι ο παράγοντας \”κρίση\”. Σε καιρούς σχετικής ευημερίας όπως οι προηγούμενες δύο δεκαετίες τα \”οικονομικά\” ζητήματα καταλάμβαναν μικρότερο χώρο στην πολιτική ατζέντα της αναρχίας. Το ίδιο ισχύει και με την \”εργασία\”. Βέβαια ανέκαθεν υπήρχαν κινητοποιήσεις με οικονομικά και εργατικά χαρακτηριστικά και αιτήματα αλλά μόνο εν μέσω κρίσης συζητούνται η οικονομία και η εργασία κατεξοχήν ως συνθήκες και ως κοινωνικές σχέσεις.

Και δυστυχώς ο αναρχικός χώρος έπεσε στην πολιτική \”λούμπα\” των ακροαριστερών του καταβολών από της οποίες ένα μεγάλο κομμάτι του ποτέ δε ξέκοψε οριστικά. Σήμερα σχεδόν ολόκληρος ο αναρχικός λόγος περιστρέφεται γύρω από οικονομίστικες και εργατίστικες αντιλήψεις. Φαίνεται να ξεχνιέται σιγά-σιγά η κριτική που ασκούσε ο αναρχικός χώρος στην κοινωνία και στην εργατική τάξη μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης και να μπαίνει αισχρά κάτω από το χαλί ώστε να πάρει τη θέση της ένας νεόκοπος κοινωνισμός που θέτει ως ύψιστο καθήκον του αναρχικού επαναστάτη τη ζύμωση με οποιοδήποτε υποκείμενο δέχεται οικονομική καταπίεση και εκμετάλλευση ή χάνει η δουλειά του, το εισόδημα του κλπ.

Πάνω λοιπόν στον πανικό να προβάλλει ο χώρος, σαν άλλη αριστερά, \”ένα όραμα για μια άλλη κοινωνία\”, ξεχύθηκε στις μάζες δημιουργώντας  ή συμμετέχοντας σε διάφορα εγχειρήματα όπως  κουζίνες, αντιμαθήματα, παζάρια, καλλιέργειες, εργαστήρια κατασκευών κ.α. Το ζήτημα βέβαια είναι πως αφενός κανένα από τα παραπάνω δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα εάν δε συμμετέχουν πολιτικοποιημένα άτομα και αφετέρου κανένα δεν έχει συνάφεια με τον σταθερό αναρχικό στόχο της επανάστασης. Μια αυτοοργανωμένη κουζίνα παραμένει ένας τρόπος κάλυψης της ανάγκης για φαγητό όσοι αναρχικοί και να συμμετέχουν. Επίσης τα προλεταριακά και κοινωνικά κομμάτια  που ίσως συμμετέχουν, έρχονται να καλύψουν αυτήν τους ακριβώς την ανάγκη και όχι να συνωμοτήσουν για την επανάσταση. Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί κάλλιστα αύριο να φάει στο συσσίτιο την τοπικής ενορίας ή του δήμου. Όσες πολιτικές συζητήσεις και να λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητείται πρακτικά καμία σοβαρή όψη της κυριαρχίας, ούτε μετασχηματίζεται η συνείδηση του κόσμου.

Επίσης ξεφύτρωσαν διάφορες \”λαϊκές\” συνελεύσεις. Με λίγα λόγια καλείται ένας αναρχικός να \”ζυμωθεί\” με δεκάδες διαφορετικά, αλληλοεχθρικά και εχθρικά προς την επανάσταση υποκείμενα, τα οποία τυχαίνει σε κάποια χρονική συγκυρία να έχουν ένα κοινό πρόσκαιρο συμφέρον. Το συμφέρον είναι λέξη κλειδί γιατί μπορεί να θεωρηθεί και ως το ακριβώς αντίθετο της συνείδησης.

Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα είναι σιγά-σιγά ξεμακραίνει η πιθανότητα του επαναστατικού πολέμου καθώς η ολιστική απόρριψη του σήμερα πάει περίπατο λόγω της οικονομίστικης/εργατίστικης εμμονής. Επανέρχεται αυτή η σιχαμερή ρεφορμιστική ιδεοληψία των αντικειμενικών συνθηκών και της προτεραιότητας της αφύπνισης των μαζών.

Όμως ο πόλεμος δεν είναι θεωρητική άποψη αλλά γεγονός. Και αν ακόμα κάποιες τάσεις ή άτομα δε θεωρούν απλά και μόνο την ύπαρξη του σημερινού συστήματος αιτία πολέμου δεν μπορούν πλέον να κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα που ξετυλίγεται άγρια μπροστά μας. Είμαστε στο στόχαστρο του κράτους. Και είμαστε ως αναρχικοί, όχι σαν προλετάριοι ή σαν φοιτητές κλπ. Και η ανάμειξη με τη μάζα δε θα μας σώσει, ούτε μας έσωσε ποτέ.

Ο πόλεμος λοιπόν υπάρχει ακόμα και αν το μεγαλύτερο κομμάτι του χώρου δεν πολεμάει. Και δε θα μπορέσει να πολεμήσει αν δεν αποβάλλει τώρα που έχει ακόμα χρόνο τις αριστερές ρεφορμιστικές του αυταπάτες. Η επανάσταση δεν είναι μελλοντικό γεγονός, είναι ζήτημα του σήμερα, του τώρα. Η επανάσταση ή θα στοχεύει στην εκμηδένιση του κρατικοκαπιταλιστικού συμπλέγματος και της κοινωνίας και του πολιτισμού του ή θα είναι κατ\’ ευφημισμόν επανάσταση. Η ζωή εκδηλώνεται στο τώρα και δεν περιμένει τις μάζες για τις οποίες δεν είμαστε και σίγουροι ότι θα εξεγερθούν κάποια στιγμή. Και δεν θα την ελευθερώσουμε από το σημερινό της κλουβί για να τη θέσουμε και πάλι πίσω από τα κάγκελα μιας κοινωνίας που θα έχει μετασχηματιστεί απλά παραγωγικά, διατηρώντας όλο το υπόλοιπο πολιτιστικό εξάμβλωμα και τη νοοτροπία της κοινωνίας-μάζας.

Συνηθίζουν πολλοί να λένε με χαιρέκακο στόμφο πως \”η επανάσταση δεν είναι θέμα μιας χούφτας φωτισμένων\”. Λοιπόν δεν είναι ούτε υπόθεση γενικά και αόριστα των μαζών, οι οποίες συντηρούν το σύστημα και στην καλύτερη περίπτωση θέλουν ένα νέο σύστημα καλύτερο και πιο συμφέρον από το σημερινό.

Η επανάσταση είναι η απάντηση των συνειδητοποιημένων και ελεύθερων ατομικοτήτων στον πόλεμο που κήρυξε η εξουσία εναντίον τους. Η επανάσταση είναι ο δικός τους τωρινός, πραγματικός πόλεμος ενάντια στον τωρινό, πραγματικό πόλεμο των τυράννων. Η επανάσταση είναι η κραυγή των εξεγερμένων ατομικοτήτων, όσες και να είναι, για αναρχία και ελευθερία εδώ και τώρα. Ας θάψουμε μια για πάντα τις αντιλήψεις του κεφαλαίου, της εξουσίας και των σκλάβων τους. Ας επιτεθούμε με ατόφιο μίσος στο πολιτισμικό και κοινωνικό οικοδόμημα τώρα που \”μπάζει\” από παντού.  Ας διαρρήξουμε τις στεγανές ταυτότητες και τους ρόλους που μας έχουν επιβληθεί, με τη δύναμη του εξεγερμένου εγώ. Η ήττα ή η νίκη δεν παίζει τόσο ρόλο. Η συνείδηση δεν κρίνεται εκ του αποτελέσματος αλλά από τις πράξεις. Το δίλημμα δεν είναι πλέον επανάσταση ή όχι, αλλά ατομικιστικός μηδενισμός ή κοινωνικός ρεφορμισμός.

Il Me Faut Vivre Ma Vie*

[* \”Είναι απαραίτητο να ζήσω τη ζωή μου\”- Ζυλ Μπονό, αναρχικός ληστής τραπεζών]

Δε πιστεύω στο Δίκαιο. Η ζωή, που είναι ολόκληρη μια εκδήλωση ασυνάρτητων δυνάμεων, άγνωστων και μη αναγνωρίσιμων, απορρίπτει το ανθρώπινο εφεύρημα του δικαίου. Το δίκαιο γεννήθηκε όταν η ζωή πάρθηκε από μας. Όντως, αρχικά, η ανθρωπότητα δεν είχε κανένα δίκαιο. Ζούσε και αυτό ήταν όλο. Αντίθετα, σήμερα υπάρχουν χιλιάδες είδη δικαίου. Θα μπορούσε κάποιος να πει εύστοχα πως οτιδήποτε έχουμε χάσει, το αποκαλούμε δίκαιο.

Ξέρω ότι ζω και ότι επιθυμώ να ζήσω.

Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις αυτό το πάθος πράξη. Είμαι περικυκλωμένος από μία ανθρωπότητα που θέλει ότι θέλουν όλοι οι άλλοι. Η απομονωμένη επιβεβαίωση μου είναι ένα πολύ σοβαρό έγκλημα.

Οι νόμοι και οι ηθικοί κανόνες, ανταγωνιζόμενοι, με εκφοβίζουν και με πείθουν.

Τα χρηστά ήθη έχουν θριαμβεύσει.

Κάποιος μπορεί να προσεύχεται, να ικετεύει, να καταριέται, αλλά κανένας δεν τολμά. Η δειλία, θωπευμένη από το χριστιανισμό, δημιουργεί την ηθική και αυτή δικαιολογεί την ποταπότητα και προκαλεί την αποκήρυξη.

Αλλά αυτό το πάθος για ζωή, αυτή η θέληση, επιθυμεί μονάχα να αναπτυχθεί ελεύθερο. Ο χριστιανός κοιτάει γύρω του προσεχτικά για να δει αν τον βλέπει κανείς και, τρέμοντας, διαπράττει μια αμαρτία.  Πάθος: αμαρτία, αγάπη: αμαρτία αυτή είναι η αντιστροφή των όρων.

\” Πόρνη, θηλυκό όλου του κόσμου, εσύ δεν έχεις ντροπή σε αυτόν τον κόσμο. Είσαι έντιμη και ειλικρινής. Προσφέρεις τον εαυτό σου σε όποιον πληρώνει, χωρίς να δημιουργείς ή να έχεις ποτέ αυταπάτες.

Η κοινωνία, αντίθετα, ταπεινή και καθαρή εξωτερικά, μολυσμένη με γάγγραινα σε όλο το κορμί, μου φέρνει εμετό, με γεμίζει με μίσος και απέχθεια, με σκοτώνει. \”

Ζηλεύω τους άγριους. Και θα τους φωνάξω με δυνατή φωνή: \”Σώστε τους εαυτούς σας, έρχεται ο πολιτισμός.\”

Μα φυσικά: ο αγαπητός πολιτισμός μας, για τον οποίον είμαστε τόσο περήφανοι. Εγκαταλείψαμε μια ελεύθερη και χαρούμενη ζωή στα δάση για αυτήν τη φρικιαστική ηθική και υλική σκλαβιά. Και είμαστε μανιακοί, νευρασθενικοί, αυτοκτονικοί.

Γιατί θα πρέπει να με νοιάζει που ο πολιτισμός έδωσε φτερά στην ανθρωπότητα για να μπορεί να βομβαρδίζει πόλεις, γιατί πρέπει να με νοιάζει που ξέρω κάθε άστρο του ουρανού και κάθε ποτάμι της γης;

Είναι αλήθεια πως στο παρελθόν δεν υπήρχαν νομικοί κώδικες και φαίνεται πως η δικαιοσύνη αποδιδόταν συνοπτικά.

Βάρβαρες εποχές! Αντίθετα σήμερα άνθρωποι εκτελούνται στην ηλεκτρική καρέκλα, εκτός αν η φιλανθρωπία του Μπεκάρια* τους βασανίζει μέσα στις φυλακές για την υπόλοιπη ζωή τους.

Αλλά σας αφήνω στη γνώση σας και στους νομικούς σας κώδικες, σας αφήνω στα υποβρύχια και στις βόμβες σας. Ακόμα γελάτε με την όμορφη ελευθερία μου, την άγνοια μου, το σθένος μου. Χτες ο ουρανός ήταν όμορφος να τον βλέπεις· τα μάτια του αγνώστου τον χάζευαν.

Σήμερα ο έναστρος θόλος είναι ένα μολύβδινο πέπλο που μάταια προσπαθούμε να διαπεράσουμε· σήμερα δεν είναι πια άγνωστος αλλά δύσπιστος.

Όλοι αυτοί οι φιλόσοφοι, όλοι αυτοί οι επιστήμονες, τι κάνουν;

Για ποια άλλα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα συνωμοτούν; Δε δίνω δεκάρα για την πρόοδό τους· θέλω μόνο να ζήσω και να απολαύσω.

\”Πίθηκε της ζούγκλας του Βόρνεο, ο Δαρβίνος σε συκοφάντησε!\”

Εν τω μεταξύ ολόκληρη η ύπαρξη μου, μου φωνάζει: θέλω να ζήσω!

Ξεκολλάω τα αγκάθια του χριστιανού από το μέτωπο μου και ρουφώ το άρωμα των τριαντάφυλλων.

Είμαι καλά τώρα. Είμαι χαρούμενος που ζω.

Οι σειρήνες ουρλιάζουν και το μακάριο πλήθος πηγαίνει στο σφαγείο.

Και εσύ επίσης, ω επαναστάτη, ανεβαίνεις στο άλογο σου, και συ είσαι σάπιος!

Πόσο ζηλεύω το μεγάλο Μπονό!

“Il me faut vivre ma vie!”

Είναι ανώφελο. Είμαι σάπιος. Η κοινωνία με νίκησε. Και το μίσος. Μισώ με μανία την άγρια κοινωνία που με σκότωσε, που με μετέτρεψε σε ένα ανθρώπινο τομάρι.

Εύχομαι να μπορούσα να μεταμορφωθώ σε λύκο για να μπορούσα να βυθίσω τα δόντια μου στην κοιλιά της κοινωνίας σε ένα όργιο καταστροφής.

*Νομομαθής Ιταλός αριστοκράτης του 18ου αιώνα, που με το έργο του \”Για τα εγκλήματα και τις ποινές\” (1764), ενέπνευσε τη μεταρρύθμιση του ιταλικού σωφρονιστικού συστήματος.

Το \”Il me faut vivre ma vie\” είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Bruno Filippi και γράφτηκε την περίοδο 1916-1918.

Πηγή στα αγγλικά: The rebel\’s dark laughter: the writings of Bruno Filippi, The Anarchist Library, 1 October 2009

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Μπορείτε να κατεβάσετε το έργο εδώ

Το Καταραμένο Τραγούδι (δεύτερο μέρος)

Και το τραγούδι μου λέει:

\”Ω, θεέ της καταστροφής, του τρομερού και του τερατώδους, θεέ αναδύσου από τα έγκατα του άγνωστου και έλα σε μένα από τις ανοιχτές πληγές της παλιάς γης, έλα σε μένα… έλα με τη συντριπτική, ξαφνική οργή της θύελλας· ερήμωσε, κατάστρεψε αυτόν τον εξασθενημένο και παρακμάζοντα κόσμο, που χρειάζεται ένα νέο λουτρό αίματος για να ανανεωθεί… Θα σου δανείσω το χέρι και τη σκέψη μου. Θα αγωνιστούμε μαζί όσο κάθε ναός που χτίζεται αποτελεί πειστήριο της προκατάληψης και της νωθρότητας των ανθρώπων… όσο κάθε νέος νόμος, χαραγμένος στις δέλτους της εξαπάτησης, προσπαθεί να επιβάλλει το δίκιο του στον εξεγερμένο… όσο η ζωή, καταπατημένη και καταπιεσμένη, δε μπορεί να αναδυθεί θριαμβικά στο φως της ημέρας. Τότε, όταν σύννεφα από φωτιά θα προβάλλουν προς τον ουρανό απειλητικά από τα καπνισμένα ερείπια, σατανικά, δαιμονικά, τρελά, εμείς θα τραγουδάμε τον εικονοκλαστικό μας ύμνο της άρνησης και της εξέγερσης.\” Έτσι λέω! Και η φωνή μου είναι,όντως, δυνατή και μυστηριακή, όντως, πλούσια σε μίσος και συναίσθημα τόσο που ο αετός μου πέταξε ψηλά πάνω από τον ορίζοντα σαν μοχθηρή αστραπή κεραυνού… και ο λύκος μου με μάτια σαν φλόγες, αλυχτά και εφορμά στα λασπωμένα δρομάκια του χωριού σκορπώντας τρόμο και θάνατο…

Πάνω, στην κορφή μου, τόσο ψηλά και απρόσιτα, ανεμίζει το μοιραίο σύμβολο της απελευθέρωσης μου: η μαύρη σημαία.

Τώρα χορεύω στην άκρη μιας αβύσσου στον πάτο της οποίας αναδεύονται σαν φίδια τα σκοτεινά νερά του θανάτου. Χορεύω, τραγικά, με το μυαλό μου συγκεντρωμένο στην αυγή της \”αληθινής\” ζωής μου, της ελεύθερης και έντονης ζωής. Θέλω να κατακτήσω για τον εαυτό μου, με κόστος τη σκληρότερη σύγκρουση και τη δυσκολότερη θυσία. Γιατί ανήκω στη φυλή των ανίκητων γιγάντων, για τους οποίους ο κίνδυνος δεν αποτελεί φραγμό, αλλά ένα τσίμπημα, μία ώθηση που τους σπρώχνει να συνειδητοποιήσουν τη θέληση τους πιο έντονα. Και χορεύω, χορεύω. Οι χλωμές, αναιμικές αρετές, που κυριαρχούν σε αυτόν τον κόσμο ευνούχων και σκλάβων, προσπάθησαν να με δελεάσουν. Αλλά απάντησα στις κολακείες και τις απειλές τους με το διαβολικό γέλιο του άγριου σαρκασμού μου. Ανθρωπότητα, Κοινωνία, Κράτος, Νόμος, Ηθική… Ξέρετε ήδη την ισχύ των χτυπημάτων μου όπως ξέρω και εγώ των δικών σας… Και ωστόσο δε παύετε να μου επιτίθεστε, δε σταματάτε να διασκεδάζετε την τρελή πρόθεση να μειώσετε τον αλύγιστο χαρακτήρα μου στα δεσμά της υπακοής… Λοιπόν, ακόμα σέρνετε αυτήν τη θλιβερή, άμορφη μάζα πλαδαρών σκλάβων στο τρένο σας, ακόμα ακονίζετε τα όπλα που θα θρυμματιστούν πάνω στην άτρωτη πανοπλία μου… Σας περιμένω αποφασισμένος. Εγώ ο καταραμένος, ο εξεγερμένος… Σας περιμένω με τον αετό και το λύκο μου, πιστούς συντρόφους μου στη μοναξιά μου. Και τα αδέρφια μου σας περιμένουν επίσης, παραταγμένα για μάχη στο πλευρό μου, τα αδέρφια μου, τα ηρωικά και ανίκητα τέκνα του Κακού…

Ελάτε λοιπόν! Ο ιερόσυλος και καταστροφικός εικονοκλάστης σας πέταξε το γάντι. Και σε ένα μεθύσι ενθουσιασμού, ένα ντελίριο ενέργειας, μία έξαρση αυθάδειας θα πολεμήσει τον πόλεμο του στα ανοιχτά και στα κρυφά… Αργότερα, όταν τα δηλητηριώδη βέλη διαπεράσουν την πανοπλία και τρυπήσουν την καρδιά του, θα γλιστρήσει, χλευάζοντας, στον πάτο της σκοτεινής αβύσσου  που τα απειλητικά νερά του θανάτου ρέουν σαν φίδια.

Enzo Martucci

\”Το Καταραμένο Τραγούδι\” είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Enzo Martucci και εκδόθηκε στο περιοδικό Proletario (τεύχος 4), στις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.

Πηγή στα αγγλικά: The Damned Song, The Anarchist Library, 6 June 2011.

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Μπορείτε να κατεβάσετε ολόκληρο το έργο εδώ.

Το Καταραμένο Τραγούδι (πρώτο μέρος)

Αχ! Γιατί να μη γεννηθώ σε ένα πειρατικό πλοίο, χαμένο στον ατελείωτο ωκεανό ανάμεσα σε τραχείς, γενναίους άνδρες που επιβιβάστηκαν με μανία, τραγουδώντας το άγριο τραγούδι της καταστροφής και του θανάτου; Γιατί να μη γεννηθώ στα αχανή λιβάδια της Νότιας Αμερικής, ανάμεσα σε ελεύθερους, άγριους  γκαούτσος που δαμάζουν το φλογερό κόλτ με το \”λάσο\” και επιτίθενται άφοβα στον τρομερό ιαγουάρο… Γιατί; Γιατί; Τα παιδιά της νύχτας, τα αδέρφια μου, ασυμβίβαστα με κάθε νόμο και έλεγχο, θα με είχαν προσεταιριστεί. Αυτοί οι άνθρωποι, πνεύματα που διψούν για την ελευθερία και το άπειρο, θα ήξεραν πως να διαβάσουν το μεγάλο βιβλίο του μυαλού μου, ένα απόλυτα υπέροχο ποίημα πόνου και σύγκρουσης, υψηλών ιδανικών και αδύνατων ονείρων. Η διανοητική μου κληρονομιά θα ήταν ο άθικτος θησαυρός τους και στην καθάρια πηγή της σατανικής υπερηφάνειας μου και της αιώνιας εξέγερσης μου, θα οχύρωναν τη δύναμη τους, την ήδη βίαια τρανταγμένη από χίλιους τυφώνες. Αντίθετα, γεννήθηκα θανάσιμα ανάμεσα σε ένα εμετικό κοπάδι σκλάβων, που σέρνεται στη, γεμάτη γλίτσα, λάσπη όπου το κυβερνών ψέμα και η υποκρισία αντικαθιστούν το φιλί της αδελφοσύνης με τη δειλία. Γεννήθηκα στην πολιτισμένη κοινωνία και ο παπάς, ο δικαστής, ο ηθικιστής και ο μπάτσος προσπάθησαν να με γονατίσουν φορώντας μου αλυσίδες και να μεταμορφώσουν, τον ξέχειλο από ενέργεια και ζωτικότητα,  οργανισμό μου σε  μία ασυνείδητη και αυτόματη μηχανή για την οποί η μόνη λέξη που υπήρχε ήταν: Να υπακούς. Και όταν αντιστάθηκα με βίαια ανίκητη δύναμη και φώναξα άγρια το \”όχι\” μου, το ηλίθιο κοπάδι, πλατσουρίζοντας στη βρωμερή γλίτσα, εκτόξευσε τις κενές προσβολές του.

Τώρα, γελάω…Το πλήθος είναι ανίκανο να καταλάβει κάποια συγκεκριμένα πνευματικά βάθη και δεν έχει αρκετά κοφτερή ματιά για να διαπεράσει τις κρυμμένες εσοχές της καρδιάς μου. Με καταριέστε, με καταριέστε ακόμα,όπως τώρα, λεκιασμένοι από τη νωθρότητα, για εξήντα αιώνες, καταναλώνετε το τελετουργικό του ψέματος. Με καταριέστε, χειροκροτώντας τους νόμους και τα είδωλά σας. Θα ρίχνω πάντα τα κόκκινα λουλούδια της περιφρόνησης μου στα μούτρα σας.

Από την κορυφή στην οποία ζω με τον αετό και το λύκο, πιστούς συντρόφους στη μοναξιά μου,  ατενίζω την ανθρωπότητα, αυτήν την τραγελαφική παρωδία του ερπετού, και μου έρχεται ναυτία. Γύρω μου, η πλούσια φύση τυλίγει τα βράχια σε έναν πράσινο μανδύα από χαμόκλαδα, του οποίου άγρια ομορφιά προκαλεί στο μυαλό μια αίσθηση δύναμης και χαράς που δεν εκφράζεται με λόγια. Κάτω, στους πρόποδες το βουνού, απλώνονται γόνιμα χωράφια διάστικτα με σπιτάκια και χωριά εδώ και εκεί, όπου οι άνθρωποι τσιμεντώνουν αλυσίδες χιλιετηρίδων με άμοιρη στραβομάρα.

Και εγώ γελάω… Γελάω καθώς βλέπω τους ανθρώπους, αυτά τα μικρά τερατάκια ζαρωμένα από το χώρο, όταν δηλητηριάζονται μέσα στα εργαστήρια, όπου τα αέρια των υπονόμων ξεσκίζουν τα πνευμόνια τους…, όταν περνούν σε πομπή ψάλλοντας και σκύβουν στα είδωλα του φανατισμού και του ασυνείδητου… και όταν, σε στιγμές δειλίας, καθαγιάζουν τη σκλαβιά τους, γλείφοντας το χέρι του αφέντη που τους δέρνει με αγριότητα. Βλέπω αυτήν τη δυστυχισμένη κωμωδία ανθρώπινης υποκρισίας και μικρότητας να ξεδιπλώνεται κάτω από τα πόδια μου και μία βαθιά αίσθηση αηδίας με κατακλύζει, μία ανείπωτη σιχαμάρα φυσομανάει στην καρδιά μου… Και όμως ακόμα γελάω… Και καθώς η ηχώ του κουδουνιού, που σημαίνει το γλέντι, έρχεται από το χωριό μέσα από τη σιωπή της νύχτας, τραγουδώ το πιο αγνό τραγούδι μου στον αετό και το λύκο, τους πιστούς συντρόφους μου στη μοναξιά. Είναι το τραγούδι του πόνου και του πάθους μου…

\”Το Καταραμένο Τραγούδι\” είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Enzo Martucci και εκδόθηκε στο περιοδικό Proletario (τεύχος 4), στις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.

Πηγή στα αγγλικά: The Damned Song, The Anarchist Library, 6 June 2011.

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Το κείμενο θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη για την ευκολότερη ανάγνωσή του.

Αχαλίνωτη Ελευθερία (δεύτερο μέρος)

Σύμφωνα με τον Armand, δε μπορώ να διαλύσω τις σχέσεις γιατί θα έπρεπε να με νοιάζουν η θλίψη και η ζημιά που θα προκαλέσω στους άλλους αν τους στερήσω την παρουσία μου. Όμως οι άλλοι δε νοιάζονται για τη θλίψη και τη ζημιά που μου προκαλούν αναγκάζοντάς με να παραμείνω στη συντροφιά τους όταν εγώ θέλω να φύγω.  Επομένως, λείπει η αμοιβαιότητα. Και αν θέλω να αποχωρήσω από την ένωση θα το κάνω όταν αποφασίσω εγώ, ιδιαίτερα εάν όταν έμπαινα στην ένωση, είχα επικοινωνήσει στους συντρόφους μου ότι διατηρώ το δικαίωμα να σπάσω τη συμφωνία όποτε θέλω. Κάνοντας αυτό, δε μπορεί να αρνηθεί κανείς, ότι κάποιες κοινωνίες ίσως έχουν μεγάλη διάρκεια. Είναι όμως ένα συναίσθημα ή ένα συμφέρον αισθανόμενο από όλους που διατηρεί αυτήν την ένωση. Όχι μία ηθική επιταγή όπως θα ήθελε ο Armand.

Από τους χριστιανούς μέχρι τους αναρχικούς, όλοι η ηθικιστές επιμένουν ότι πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό μεταξύ της ελευθερίας, που βασίζεται στην υπευθυνότητα και της άδειας που βασίζεται στο καπρίτσιο και το ένστικτο.  Τώρα είναι καλό να το εξηγήσουμε. Η  ελευθερία, που σε όλες της τις εκδηλώσεις είναι ελεγχόμενη, χαλιναγωγημένη και καθοδηγούμενη από τη λογική, δεν είναι ελευθερία. Γιατί της λείπει ο αυθορμητισμός. Άρα της λείπει η ζωή.

Ποιος είναι ο στόχος μου; Να καταστρέψω την εξουσία, να καταργήσω το κράτος και να εγκαθιδρύσω την ελευθερία για τον καθένα να ζει σύμφωνα με τη φύση του όπως αυτός θεωρεί και επιθυμεί. Σας τρομάζει αυτός ο στόχος, καλοί μου κύριοι;  Λοιπόν, δε μπορώ να κάνω κάτι. Όπως ο Renzo Novatore και εγώ είμαι πέρα από το τόξο.

Όταν κανένας δε με διατάζει, κάνω ότι επιθυμώ. Εγκαταλείπω τον εαυτό μου στον αυθορμητισμό ή του αντιστέκομαι. Ακολουθώ τα ένστικτά μου τα χαλιναγωγώ με τη λογική, σε διάφορες στιγμές, ανάλογα με το ποιο είναι δυνατότερο μέσα μου.

Εν συντομία, η ζωή μου είναι ποικιλόμορφη και έντονη ακριβώς επειδή δε βασίζομαι σε καμία αρχή.

Αντίθετα οι ηθικιστές όλων των τάσεων υποστηρίζουν το αντίθετο. Απαιτούν να είναι η ζωή συμμορφωμένη σε μία και μοναδική νόρμα συμπεριφοράς που την κάνει μονότονη και άχρωμη. Θέλουν οι άνθρωποι να κάνουν πάντα συγκεκριμένες πράξεις και να απέχουν από τις υπόλοιπες.

\”Πρέπει σε κάθε περίπτωση να αγαπάς, να συγχωρείς, να απαρνιέσαι τα γήινα αγαθά και να είσαι ταπεινός. Αλλιώς θα είσαι καταραμένος.\” Έτσι λένε τα Ευαγγέλια.

\”Πρέπει σε κάθε στιγμή να νικάς τον εγωισμό και να είσαι ανιδιοτελής. Αλλιώς θα παραμείνεις στον παραλογισμό και στη θλίψη\” σημειώνει ο Καντ.

\”Πρέπει πάντα να αντιστέκεσαι στα ένστικτα και τις ορέξεις σου, να δείχνεις ισορροπημένος  γεμάτος περίσκεψη και σοφός σε κάθε περίσταση.  Αν δεν το κάνεις, θα σε μαρκάρουμε με το σημάδι της αρχέγονης ατιμία και σου φερόμαστε σαν τύραννο\”, ετυμηγορεί ο Armand.

Εν συντομία, όλοι θέλουν να επιβάλλουν τον κανόνα που ακρωτηριάζει τη ζωή και μετατρέπει τους ανθρώπους σε ισότιμες μαριονέτες που διαρκώς σκέφτονται και πράττουν με τον ίδιο τρόπο. Και αυτό συμβαίνει επειδή περιβαλλόμαστε από παπάδες: παπάδες της εκκλησίας και παπάδες που αντιτίθενται σε αυτήν, πιστούς και άθεους Ταρτούφους. Και όλοι θέλουν να μας κατηχήσουν, να μας οδηγήσουν, να μας ελέγξουν, να μας χαλιναγωγήσουν προσφέροντάς μας μία προοπτική γήινων και υπερφυσικών τιμωριών και ανταμοιβών. Αλλά ήρθε η ώρα για τον ελεύθερο άνθρωπο να αντισταθεί: αυτόν που ξέρει πως να κινηθεί ενάντια σε όλους τους παπάδες και τις παπαδοσύνες, πέρα από τους νόμους και τις θρησκείες, τους κανόνες και την ηθική. Και αυτόν που ξέρει να πάει πέρα και από αυτό. Ακόμα πιο πέρα.

Η \”Αχαλίνωτη Ελευθερία\” είναι έργο του  Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Enzo Martucci.

Πηγή στα αγγλικά: Unbridled Freedom, The Anarchist Library, 6 June 2011

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Κατεβάστε ολόκληρο το έργο εδώ.

Αχαλίνωτη Ελευθερία (πρώτο μέρος)

Ο Στίρνερ και ο Νίτσε είχαν αναμφίβολα δίκιο. Δεν είναι αλήθεια ότι η ελευθερία μου τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων. Εκ φύσεως η ελευθερία μου τελειώνει εκεί που σταματάει η δύναμη μου. Εάν με αηδιάζει να επιτίθεμαι στους άλλους ανθρώπους ή αν ακόμα θεωρώ πως κάτι τέτοιο αντιβαίνει στα συμφέροντα μου, τότε απέχω από τη σύγκρουση.  Αν όμως, ορμώμενος από κάποιο ένστικτο, κάποιο συναίσθημα ή κάποια ανάγκη, επιτεθώ στους ομοίους μου χωρίς να αντιμετωπίσω καμία ή ασθενική αντίσταση, φυσικά θα γίνω ο κυρίαρχος, ο υπεράνθρωπος. Αν αντίθετα οι άλλοι προβάλλουν σθεναρή αντίσταση και μου επιστρέφουν κάθε χτύπημα τότε θα αναγκαστώ να σταματήσω και να συμβιβαστώ. Εκτός βέβαια αν κρίνω σκόπιμο να πληρώσω για μια άμεση ικανοποίηση με τη ζωή μου.

Είναι ανώφελο να μιλάς στους ανθρώπους για την αποκήρυξη(του εαυτού), για την ηθική, για το καθήκον, για την τιμιότητα. Είναι ηλίθιο να τους εξαναγκάζεις, στο όνομα του Χριστού ή της ανθρωπότητας, να μην αλληλοφαγώνονται. Αντίθετα πρέπει να λες στον καθέναν από αυτούς: \”Να είσαι δυνατός. Ατσάλωσε τη θέληση σου. Αναπλήρωσε, με κάθε μέσο, τα ελαττώματά σου. Διατήρησε την ελευθερία σου. Να υπεραμύνεσαι αυτής ενάντια σε όποιον θέλει να σε καταπιέσει.\”

Και αν κάθε άνθρωπος ακολουθούσε αυτήν τη συμβουλή, η τυραννία θα γινόταν αδύνατη. Θα αντισταθώ ακόμα και σε αυτόν που είναι δυνατότερος από εμένα. Και αν δε μπορώ μόνος μου, θα προσφύγω στους φίλους μου. Αν υστερώ σε δύναμη, θα την αντικαταστήσω με πανουργία. Και η ισορροπία θα ερχόταν αυθόρμητα από αυτήν την αντίθεση.

Στην πραγματικότητα, η μόνη αιτία της κοινωνικής ανισότητας είναι αυτή ακριβώς η αγελαία νοοτροπία που κρατάει τους σκλάβους γονατισμένους και παραιτημένους κάτω από το μαστίγιο του αφέντη.

\”Η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή. Δε μπορώ να την καταστέλλω ούτε σε μένα ούτε στους άλλους. Έτσι λοιπόν πρέπει να σεβαστό τη ζωή του εχθρού μου, που με καταπιέζει και μου προκαλεί φρικτό και συνεχόμενο πόνο. Δε μπορώ να αφαιρέσω τη ζωή του φτωχού αδερφού μου, που υποφέρει από μία ανίατη ασθένεια που τον βασανίζει, για να τελειώσω το μαρτύριο του. Δε μπορώ να ελευθερώσω ούτε καν τον εαυτό μου, αυτοκτονώντας, από μια ζωή που την αισθάνομαι σαν βάρος.\”

Γιατί;

\”Επειδή, λένε οι χριστιανοί, η ζωή δεν είναι δικιά μας. Μας δόθηκε από το θεό και μόνο εκείνος μπορεί να την πάρει.\”

Εντάξει. Αλλά όταν ο θεός μας δίνει τη ζωή, γίνεται δικιά μας. Όπως έχει σημειώσει ο Θωμάς ο Ακινάτης, η σκέψη του θεού προσδίδει σε αυτό καθεαυτό, αντικειμενική πραγματικότητα, σε αυτόν που σκέφτεται. Επομένως όταν ο θεός σκέφτεται να δώσει ζωή στον άνθρωπο και με τη σκέψη του αυτή του τη δίνει, αυτή η ζωή μετατρέπεται σε ανθρώπινη δηλαδή αποκλειστικά δική μας περιουσία. Επομένως μπορούμε να την αφαιρούμε ο ένας από τον άλλον ή μπορεί κάποιος να την καταστρέψει μέσα του.

Ο Emile Armand απελευθερώνει το άτομο από το κράτος αλλά το υποτάσσει πιο αυστηρά στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα, για αυτόν, δε μπορώ να ακυρώσω το κοινωνικό συμβόλαιο όποτε θέλω αλλά θα πρέπει να πάρω τη συγκατάθεση των συνεργατών μου για να απελευθερωθώ από τους δεσμούς της συμφωνίας.  Αν οι άλλοι δε μου δώσουν αυτήν τη συγκατάθεση, θα πρέπει να παραμείνω μαζί τους ακόμα και αν αυτό με βλάπτει ή με προσβάλλει.  Ή ακόμα, εάν σπάσω μονομερώς τη συμφωνία θα βρεθώ εκτεθειμένος στα αντίμετρα και την εκδίκηση των πρώην συντρόφων μου. Πιο κοινωνιστής από αυτό πεθαίνεις. Όμως αυτός ο κοινωνισμός είναι εκείνος του σπαρτιατικού στρατώνα. Τι! Δεν είμαι ο κύριος του εαυτού μου;  Απλά επειδή χθες, κάτω από την επιρροή συγκεκριμένων συναισθημάτων και συγκεκριμένων αναγκών, ήθελα να συσχετιστώ έτσι, σήμερα που έχω άλλα συναισθήματα και άλλες ανάγκες και θέλω να βγω από αυτόν το συσχετισμό, δε μπορώ πλέον να το κάνω. Επομένως πρέπει να μείνω αλυσοδεμένος στις χθεσινές μου επιθυμίες. Επειδή χθες επιθυμούσα έτσι, σήμερα δε μπορώ να επιθυμώ αλλιώς. Αλλά έτσι είμαι ένας σκλάβος, στερούμενος τον αυθορμητισμό και εξαρτώμενος από τη συναίνεση των υπολοίπων.

Η \”Αχαλίνωτη Ελευθερία\” είναι έργο του  Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Enzo Martucci.

Πηγή στα αγγλικά: Unbridled Freedom, The Anarchist Library, 6 June 2011

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Το έργο θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη για την ευκολότερη ανάγνωσή του.

«Κινήματα», κοινωνία και μηδενιστική προοπτική.

Από την παιδική μας ηλικία μαθαίνουμε να βιώνουμε και να υπακούμε τους όρους ζωής που επιβάλλονται μέσω της οικογένειας, του σχολείου, του πανεπιστημίου, του στρατού, των ΜΜΕ, της εργασίας, του κοσμικού και «επαναστατικού» lifestyle κτλ. Μαθαίνουμε την «κανονικότητα» του κόσμου και είμαστε «αναγκασμένοι» να την ακολουθήσουμε μέχρι το τέλος. Χιλιάδες «ανατρεπτικές ιδεολογίες» και κινήματα αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια για το «γκρέμισμα» του κόσμου που ζούμε και τη δημιουργία ενός «διαφορετικού»…

Κινήματα με μοναδικό γνώμονα τη μαζικότητα… κινήματα αποστεωμένα από εξεγερσιακές διαδικασίες, κινήματα που ουσιαστικά «δούλευαν και δουλεύουν» για την ισχυροποίηση του υπάρχοντος συστήματος. Κινήματα που έδιναν και συνεχίζουν να δίνουν «αξία και δύναμη» στο λαό και στις μάζες, αγνοώντας επιτηδευμένα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όσων συμμετείχαν και συμμετέχουν σε αυτά.

Η πνευματική αδυναμία του όχλου μετατρέπεται σε δύναμη λόγω ποσοτικών χαρακτηριστικών. Οι δημαγωγοί κάθε είδους από τους αριστερούς μέχρι τους φασίστες εκθειάζουν τις μάζες αποκρύπτοντας ηθελημένα μια μεγάλη αλήθεια. Την παντελή έλλειψη ποιοτικών χαρακτηριστικών. Την έλλειψη σκέψης, την έλλειψη συνειδητοποίησης την έλλειψη στόχου ουσιαστικά.

Η κοινωνία από τη μεριά της, εγκλωβισμένη σε ένα αέναο «παιχνίδι» ζητά περισσότερα «δικαιώματα», καλύτερους μισθούς, καλύτερη ζωή, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης… πάντα όμως υποταγμένη και συνεργαζόμενη με την εκάστοτε εξουσία, για να «πετύχει» τα προαναφερόμενα. Δεν επιζητά την απαλλαγή της από τους νόμους, την εξουσία, το κράτος, την πνευματική και ηθική της πτώση. Όλα βαίνουν καλώς εφόσον ζει σε ένα καθεστώς «ασφάλειας». Υποτάσσεται στις συμβάσεις που η ίδια δημιουργεί και όταν της ρίξουν ένα ξεροκόμματο πέφτει στο λήθαργο της ξανά και ξανά.

Η κοινωνία ούτε σκέφτεται και πολύ περισσότερο δεν πράττει επαναστατικά.

Χρέος μας δεν είναι η αφύπνιση της κοινωνίας. Δεν προσπαθούμε να επιβάλλουμε σαν τους πολιτικάντηδες την άποψή μας όπου βρεθούμε και όπου σταθούμε. Δεν ψάχνουμε οπαδούς. Αναζητούμε όμως ανθρώπους που σε ατομικό επίπεδο «ψάχνονται». Με λίγα λόγια είναι πιο κοντά σε εμάς… Εδώ ξεκινούν όλα λοιπόν… Ποίοι και με ποιους θα συμπράξουν για την καταστροφή των όσων βιώνουμε και βλέπουμε γύρω μας; Ποίοι είναι οι κοινοί στόχοι που θέτουμε εμείς σε σχέση με τους «εν δυνάμει εξεγερμένους» του κοινωνικού συνόλου; Δυστυχώς απέχουμε έτη φωτός ΚΑΙ σε επίπεδο στόχων ΚΑΙ σε ατομικό επίπεδο. Δεν επιζητούμε την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης. Μιλάμε και πράττουμε για την καταστροφή του υπάρχοντος. Αυτή είναι η πρότασή μας. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο.

Και εξηγούμαστε…

Βιώσαμε στο παρελθόν συμπεριφορές «συντρόφων» και γεγονότα που μας απογοήτευσαν, μας στεναχώρησαν, μας τσάντισαν. Δεν αποσυρόμαστε από τη ζωή. Επιστρέφουμε δυνατότεροι και αποφασισμένοι να διαδώσουμε τις ιδέες μας και τα πιστεύω μας. Ατσαλώνουμε τον εαυτό μας, διαβάζουμε, προβληματιζόμαστε, συνομιλούμε με ανθρώπους. Σπάμε τα κεφάλια μας κάθε μέρα προσπαθώντας όχι μόνο να κατακρίνουμε ότι βλέπουμε γύρω μας.

Προσπαθούμε να κατανοήσουμε με κριτική σκέψη τις αιτίες των όσων βλέπουμε, αισθανόμαστε και βιώνουμε καθημερινά. Οξύνουμε τη σκέψη μας, αγωνιζόμαστε, ανταλλάσσουμε απόψεις και θέσεις, αναζητούμε τις αιτιάσεις και δεν αρκούμαστε σε μια αριστερίστικου τύπου καταγγελιομανία. Δεν κάνουμε πολιτική. Η οποιαδήποτε «αντίδραση» χωρίς υπόβαθρο είναι χαμένη από χέρι. Άλλοτε καταντάει γραφική και άλλες φορές αγγίζει τα επίπεδα του αυτισμού! 

Η μηδενιστική προοπτική και σκέψη είναι μια διαρκής αναζήτηση. Στο μυαλό και η ψυχή η πυξίδα των επιθυμιών μας και η ιδεολογία μας το βέλος που μας οδηγεί στους στόχους μας.

Κριτική σκέψη, οξυδέρκεια, αναζήτηση, αποτελούν χρήσιμα «όπλα» του μηδενισμού. Τα πρακτικά μέσα που χρησιμοποιεί ο καθένας διαφοροποιούνται σύμφωνα με τις επιλογές του. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να προβάλλουμε κανενός είδους επαναστατική φόρμουλα, αναζητούμε όμως σημεία επαφής με συντρόφους και σημεία ρήξης με τον πολιτισμό και τους υποστηρικτές του.

Θεωρούμε αδιανόητη τη σύμπραξη γενικώς και αορίστως με την κοινωνία. Οι αγελαίες καταστάσεις, ο όχλος, οι μάζες, κρύβουν κινδύνους. Με την ίδια ευκολία που θα ακολούθησαν μια σύγκρουση στο δρόμο με την ίδια ακριβώς ευκολία θα αποσυρθούν. Έλλειψη στόχου και συνείδησης. Στο παρελθόν άλλωστε, οι μάζες ακολούθησαν και ανέδειξαν «ηγέτες», «πεφωτισμένους», «πατερούληδες» κάθε είδους με αποτελέσματα καταστροφικά για τους ίδιους και την ανθρωπότητα. Η μηδενιστική προοπτική δεν περιορίζεται ούτε σε παρεάκια ούτε σε ηλίθιους ακολουθητές και υποτακτικούς.

Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα. Ο κόσμος είναι γεμάτος τέτοιους. Από τους εργασιακούς χώρους και τα συνδικάτα μέχρι τα κόμματα και τις νεολαίες τους. 100000 κόσμος στο δρόμο που διαμαρτύρεται έτσι απλά, δεν μπορεί να συγκριθεί με μια ολιγομελή οργανωμένη ομάδα ανθρώπων που έχει στόχους, αξίες, θέληση και δύναμη.

Η ειλικρίνεια μεταξύ μας, η ανιδιοτέλεια ως προς τον επαναστατικό σκοπό και η συνεχής ρήξη με ότι μας περιβάλλει και μας εξουσιάζει, θα αποτελέσουν τη σπίθα για την πυροδότηση του κοσμικού χάους. Οι ανθρώπινες θρυαλλίδες που συνεχίζουν να αποστατούν από την κανονικότητα των κινημάτων και των ιδεοληψιών του παρελθόντος ανοίγουν το δρόμο για την επανάσταση από το μέλλον. Απαλλαγμένες από κάθε είδους «πολιτική» σφραγίδα. Απαλλαγμένες από τις μάζες, τους αιώνιους κλαψιάρηδες και ζήτουλες δικαιωμάτων. Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για μηδενιστική προοπτική και δράση.

Διαδώστε τις ιδέες σας!

Διαδώστε το «μικρόβιο» του μηδενισμού σε κάθε πτυχή της ζωής σας!

Το κείμενο αναδημοσιεύεται από τη μπροσούρα \”Laboratory of Nihilism\”.

Κατεβάστε την μπροσούρα εδώ

Στη μνήμη του Renzo Novatore…

\"\"Σαν σήμερα στις 29 Νοεμβρίου του 1922 πέφτει νεκρός σε συμπλοκή με τους μπάτσους στην Τέλια ο  ποιητής, φιλόσοφος και αναρχοατομικιστής επαναστάτης Renzo Novatore.

\”O Ρέντσο Νοβατόρε δολοφονήθηκε. Έπεσε μαχόμενος, γιατί εκείνος φιλοσοφούσε και μαχόταν συγχρόνως. Ήταν εδώ και καιρό καταδιωκόμενος. Βρισκόταν σε μια κατάσταση διαρκούς εξέγερσης. Στο θάνατο απάντησε με θάνατο. Πέθανε όπως ακριβώς έζησε, σαν αναρχικός που το στοχασμό του -βαθύς και αριστοκρατικός στοχασμός-  τον συμπλήρωνε με την επαναστατική δράση…\”

                                                                                                 Από μία επιστολή στην εφημερίδα Espresso

O Ρέντσο Νοβατόρε ( Αμπέλε Ριτσιέρι Φερράρι) γεννήθηκε στις 12 Μαΐου του 1890 στην \’Αρκολα, στην περιοχή Λα Σπέτσια. Από το 1908 προσχώρησε στο αναρχικό κίνημα. Ατομικιστής και αντικληρικός, τη νύχτα της 15ης προς 16η Μαΐου καίει την εκκλησία της παναγίας των αγγέλων, στην Άρκολα. Για την ενέργεια αυτή θα δικαστεί στις 5 Ιουνίου του ίδιου έτους, αλλά στη δίκη που διεξήχθη στη Σαρτσάνα, θα αθωωθεί λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

Την άνοιξη του 1911 καταζητείται για κλοπές και ληστείες. Στις 30 Σεπτεμβρίου τον συλλαμβάνουν και 10 μέρες αργότερα τον παραδίδουν στις δικαστικές αρχές με μία επιπλέον κατηγορία για βανδαλισμούς.

Στις 20 Ιουνίου του 1912 καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία όμως στις 26 Ιουλίου απολύεται.

Συνεργάζεται με διάφορα αναρχικά περιοδικά και εφημερίδες από το 1917. Άρθρα του βρίσκουμε στο Cronaca Libertaria, στο Libertario, στο Iconoclasta πριν το 1920, ενώ γράφει και για το Scamicciati. Μαζί με το λογοτεχνικό κριτικό Τιντίνο Ράσι και το φουτουριστή ζωγράφο Τζιοβάνι Γκοβερνάτο, δημιουργούν το Vertice όπου υπογράφει με διάφορα ψευδώνυμα όπως \”Brunetta L\’ Incendiaria\”, \”Sibilla Vane\”, \”Mario Ferrento\”.

Στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μιας και χρειάζεται κρέας για τα κανόνια, τον ξανακαλούν αλλά στις 26 Απριλίου εξαφανίζεται από το στρατόπεδο χωρίς να ξαναδώσει σημεία ζωής και πλέον καταζητείται για λιποταξία, ενώ καταδικάζεται σε θάνατο από το στρατιωτικό δικαστήριο. Δίνεται όμως αμνηστία και έτσι συμμετέχει στις εξεγέρσεις του Μαΐου και του Ιουνίου του 1919 στη Λα Σπέτσια. Συλλαμβάνεται στις 30 Ιουνίου και τον περιμένει μια νέα δίκη, όμως για καλή του τύχη στις 12 Σεπτεμβρίου δίνεται εκ νέου γενική αμνηστία. Ένα χρόνο αργότερα στις ταραχές που θα ακολουθήσουν τις καταλήψεις στα εργοστάσια, θα ηγηθεί των επιθέσεων κατά μιας πυριτιδαποθήκης στη Ρέτζια Μαρίνα και κατά των οχυρών και των πολυβολείων που περιέβαλαν την πόλη.

Το καλοκαίρι του 1922 ένοπλοι φασίστες εισβάλλουν στο σπίτι του Νοβατόρε στην Άρκολα. Ο Ρέντσο καταφέρνει να διαφύγει κάνοντας χρήση χειροβομβίδων. Εκείνο τον καιρό είναι που θα ενωθεί με την ομάδα του ληστή Σάντε Ντέτσιμο Πολάστρο. Στις 14 Ιουλίου θα ληστέψουν το υποκατάστημα της αγροτικής τράπεζας στην Τορτόνα και θα σκοτώσουν τον ταμεία όταν αυτός επιχείρησε να αντισταθεί. Ήταν η αρχή και το τέλος της τελευταίας φυγοδικίας του Ρέντσο, τα μέσα της εποχής τους βάφτισαν υπ\’ αριθμόν ένα κίνδυνο και ο κλοιός ολοένα έσφιγγε γύρω τους. Τον Οκτώβρη στην τοποθεσία Μπετλέμε, στα περίχωρα της Νόβι, ένα απόσπασμα υπό τις οδηγίες του ανθυπασπιστή Λουπάνο, θα ανακαλύψει το κρησφύγετο του Πολάστρο και του λιποτάκτη Κομόλο και ο τελευταίος στον πανικό του θα αρχίσει να τρέχει στο λιβάδι και θα τον σκοτώσουν, αντίθετα ο Πολάστρο θα κατορθώσει να διαφύγει πυροβολώντας με τα δύο του πιστόλια. Στις 29 Νοέμβρη στην Τέλια, λίγο έξω από τη Γένοβα, το ίδιο απόσπασμα θα εντοπίσει σε μια ταβέρνα το Νοβατόρε και τον Πολάστρο. Στη σύγκρουση που ακολουθεί, θα χάσουν τη ζωή τους ο ανθυπασπιστής Λουπάνο και ο Νοβατόρε, ενώ ο Πολάστρο για άλλη μια φορά θα διαφύγει και θα συλληφθεί πέντε χρόνια αργότερα στο Παρίσι.

                 

\”Υπάρχουν ελάχιστοι από αυτούς αλλά μέσω αυτών ανθεί η ζωή εν γένει. Χωρίς αυτούς η ζωή θα απονεκρωνόταν και θα σάπιζε. Υπάρχουν ελάχιστοι από αυτούς, αλλά βοηθούν όλο τον κόσμο να αναπνεύσει… Υπάρχουν όμως, όπως η καφεΐνη στο τσάι, όπως το άρωμα στα καλά κρασιά, από αυτούς προέρχεται ο καρπός και η ευωδία τους. Είναι ο ανθός των καλύτερων ανθρώπων , είναι η κινητήρια δύναμη των κινητήριων δυνάμεων, είναι το άλας του άλατος της γης.\”

                                                                                                                                              Νικολάι Τσερνισέφσκι

Τα βιογραφικά στοιχεία και η επιστολή στην εφημερίδα Espresso είναι από το βιβλίο \”Renzo Novatore, Ο ιππότης του μηδενός. Επιλεγμένα κείμενα 1917-1922.\”, των εκδόσεων ΔΙΑΔΟΣΗ. Μπορείτε να το βρείτε σε μορφή PDF εδώ.