Ας καταστρέψουμε την εργασία

To κείμενο είναι του Alfredo Bonanno και  η μετάφραση από τις εκδόσεις \”Σίσυφος\”.

Η εργασία αποτελεί θέμα που ξαναγυρίζει όλο και περισσότερο πιεστικά μέσα στις σελίδες όλων των ε­φημερίδων, μέσα στα μαθήματα και τις ακαδημαϊκός διαλέξεις, στις εκκλησιαστικός ομιλίες, σε προεκλο­γικός πολιτικός συζητήσεις, ακόμη και μέσα σε άρ­θρα και σε μπροσούρες γραμμένες από συντρό­φους.

Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθονται είναι:
Με ποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη α­νεργία; Πώς θα μπορέσει να ξαναδοθεί ένα νόημα στην εργασιακή   ειδίκευση   που τιμωρείται  από τη  βιομηχα­νική νεο-ανάπτυξη; Πώς θα μπορέσουν να βρε­θούν εναλλακτικοί δρόμοι στην παραδοσιακή εργασία; Πώς τέλος, θα μπορέσει να καταργηθεί η εργασία ή να μειωθεί στο ελάχιστο α­παραίτητο;

Ας πούμε αμέσως ότι καμία από αυτές τις ερωτή­σεις δεν μας ανήκει. Δεν μας ενδιαφέρουν οι πολι­τικές ανησυχίες όποιου διακρίνει στην ανεργία έναν σοβαρό κίνδυνο για την τάξη και τη δημοκρατία. Δεν μας αφορούν οι νοσταλγίες σχετικά με τη χαμένη ε­παγγελματική ειδίκευση. Ακόμη λιγότερο μας ενθου­σιάζουν όλοι αυτοί που εξυφαίνουν απελευθερωτι­κούς εναλλακτικούς δρόμους στη μαζική εργασία του εργοστάσιου ή στη διανοητική εργασία και στη σκλήρυνση που υπέστη εξαιτίας του προωθημένου βιομηχανικού σχεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μας αφορά η κατάργηση της εργασίας ή η μείωση της στο ελάχιστο ανεκτό για μια ζωή που θεωρείται κατ’ αυτό τον τρόπο γεμάτη και ευτυχισμένη. Πίσω από ό­λα αυτά βρίσκεται το χέρι, λιγότερο ή περισσότερο ο­ρατό, αυτών που θέλουν να μας ρυθμίσουν την ύπαρ­ξη, σκεπτόμενοι στη θέση μας ή προτείνοντας μας, με πολιτισμένους τρόπους, να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο.

Είμαστε υπέρ της καταστροφής της εργασίας και, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς διαφορετική. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, σχετικά με την οποία θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω, επέλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, τουλάχιστον μέσα σε ορισμένα όρια, μετακινώντας την εργασιακή δύναμη προς τομείς ελαστικοποιημένους, εύκολα χειριζόμε­νους και ελεγχόμενους. Αυτή τη στιγμή, μέσα στην πραγματικότητα των γεγονότων, η  κοινωνική απειλή της διογκούμενης ανεργίας είναι περισσότερο θεω­ρητική παρά πρακτική και χρησιμοποιείται ως πολιτι­κός εκφοβισμός, ώστε να αποτρέψει πλατειά στρώ­ματα ενδιαφερομένων να επιχειρήσουν οργανωτι­κές κατευθύνσεις που θα έβαζαν υπό συζήτηση, α­κόμη και σε ελάχιστα επίπεδα, τις προγραμματικές ε­πιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά σε διε­θνές επίπεδο.

Εξαιτίας του ότι ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελέγξιμος μέσα από την ιδιότητα του, αυτή δηλαδή του ειδικευμένου εργαζόμενου, συνδε­μένου με τη θέση εργασίας και με την καριέρα του στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας που τον φι­λοξενεί, από παντού, (και επίσης από την πλευρά των εκκλησιαστικών ιεραρχιών), στο όνομα λοιπόν αυτού ακριβώς του κοινωνικού ελέγχου, όλοι επιμένουν πά­νω στην αναγκαιότητα να δοθεί δουλειά στον κόσμο και άρα να μειωθεί η ανεργία. Όχι επειδή αυτή η τελευταία, από μόνη της, από την άποψη της παραγω­γής, αποτελεί ένα κίνδυνο, αλλά ακριβώς το αντίθε­το, επειδή ο κίνδυνος θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την εμπειρία της ελαστικοποίησης που ήδη έ­χει καταστεί απαραίτητη στο εσωτερικό των εργασια­κών οργανώσεων. Η αφαίρεση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από τον εργαζόμενο, επιφέ­ρει δυνατές καταλυτικές επιπτώσεις που καθιστούν σε μεσοπρόθεσμα χρονικά διαστήματα, πιο δύσκολο τον ίδιο τον έλεγχο. Είναι ακριβώς αυτό που σκοπεύ­ουν να πουν οι πάσης φύσης θεσμοθετικοί μηχανι­σμοί πάνω στο ζήτημα της ανεργίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα συμφέροντα του παραγωγι­κού σχηματισμού στην ολότητα του δεν επιτρέπουν πλέον μια επαγγελματική προπαρασκευή υψηλού ε­πιπέδου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων. Ως εκ τούτου τη θέση μιας παρελθού­σας ζήτησης για επαγγελματική εξειδίκευση την έχει πάρει μια τωρινή ζήτηση για ευκαμψία ή αλλιώς ελαστικοποίηση, δηλαδή προσαρμογή σε εργασιακές ει­δικότητες που βρίσκονται συνέχεια υπό τροποποίηση, σε περάσματα από την μία εταιρία στην άλλη, με λίγα λόγια σε μια ζωή αλλαγών που βρίσκονται σε λει­τουργική σχέση με τις αναγκαιότητες των εργοδοτών.

Σήμερα αυτές οι ικανότητες προσαρμογής προ­γραμματίζονται από τον καιρό του σχολείου, αποφεύ­γοντας να προμηθεύσουν αυτό το απόθεμα γνώσεων θεσμικού χαρακτήρα που στο παρελθόν αποτελούσε την ελάχιστη τεχνική αποσκευή πάνω στην οποία ο λεγόμενος κόσμος της εργασίας κατασκεύαζε την λεγόμενη καθαρή επαγγελματική κατάρτιση.

Όχι ότι τώρα δεν υπάρχει η αναγκαιότητα υψηλών επιπέδων επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αυτή εί­ναι αναγκαία μονάχα για ορισμένες χιλιάδες άτομα που προετοιμάζονται κατά τη διάρκεια των μεταπτυ­χιακών πανεπιστημιακών μάστερ, ορισμένες φορές με έξοδα των ίδιων των με­γάλων εταιριών που αναζητούν μ’ αυτό τον τρόπο να αρπάξουν τα υποκείμενα, τα πιο διαθέσιμα να υποστούν μια δογματοποίηση και, ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων, μια υπο­βολή.

Στο παρελθόν, ακόμα και πρόσφατα, ο κόσμος της εργασίας κατείχε μια δική του μονολιθικότητα που χα­ρακτηρίζονταν από τη σιδερένια πειθαρχία που τον διαπερνούσε, ξεκινώντας από την μέτρηση των ρυθ­μών στις αλυσίδες παραγωγής, και τους προληπτι­κούς προσεκτικούς ελέγχους πάνω στα ίδια τα λεγό­μενα άσπρα κολάρα και καταλήγοντας στα φακελώματα και τις απολύσεις εξαιτίας συνηθισμένων συ­μπεριφορών που όμως βρίσκονταν έξω από τις κωδι­κοποιημένες κατευθύνσεις ή, επί το συνηθέστερο, νόρμες. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας σήμαινε υ­ποβολή, απόκτηση μιας νοοτροπίας στρατιωτικού χα­ρακτήρα, εκμάθηση διαδικασιών άλλοτε απλών, άλλοτε σύνθετων, εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, ταύτιση με αυτές, επίγνωση ότι ο ίδιος σου ο εαυτός, ο ίδιος ο τρόπος ζωής σου, με λίγα λόγια όλα αυτά που μπορούν να είναι τα πιο σημαντικά σ’ αυτό τον κόσμο, οι ίδιες οι ιδέες και η ζωή που σχετίζεται μ’ αυτές περικλείονται μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες.

Ο εργαζόμενος ζούσε μέσα στην εταιρία, είχε φι­λικός σχέσεις με τους συντρόφους της δουλειάς, στον ελεύθερο χρόνο του μιλούσε για θέματα που α­φορούσαν εργασιακά προβλήματα, σύχναζε σε μέ­ρη που αφορούσαν την διάθεση του χρόνου μετά την εργασία και όταν πήγαινε διακοπές κατέληγε να το κάνει μαζί με τις οικογένειες των άλλων συντρόφων της δουλειάς του. Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο συ­χνά μέσα στις μεγάλος εταιρίες, οι κοινωνικός πρω­τοβουλίες κρατούσαν δεμένες τις διάφορες οικογέ­νειες με τους περιπάτους και τις περιοδικές εκδρο­μές, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία που αρκετές φο­ρές υποστηρίζονταν χρηματικά από την ίδια την εται­ρία και όταν έρχονταν ο καιρός της συνταξιοδότησης, ένα απ’ αυτά έπαιρνε τη θέση του γονιού μέσα στην εταιρία. Έκλεινε έτσι, χωρίς ταρακουνήματα, ο εργα­σιακός κύκλος που εμπεριείχε στο εσωτερικό του όλη την προσωπικότητα του εργαζόμενου, αλλά επί­σης και αυτή της οικογένειας του, υποδεικνύοντας του κατ’ αυτό τον τρόπο μια ολική ταύτιση με την εται­ρία.

Ολόκληρος αυτός ο κόσμος έχει δύσει τελειωτικά. Ακόμη και αν κάποια υπολείμματα του συνεχίζουν να λειτουργούν, αυτός έχει εξαφανιστεί όσον αφορά την ίδια την ομοιογένεια και την σχεδιαστική του ο­μοιομορφία. Στην θέση του έχει εισχωρήσει μια προ­σωρινή και αμφίβολη εργασιακή σχέση, στο εσωτερι­κό της οποίας το αβέβαιο του μέλλοντος καθίσταται το βασικό στοιχείο, και ό­που η έλλειψη επαγγελμα­τικής ειδίκευσης σημαίνει έλλειψη της ίδιας της βά­σης πάνω στην οποία μπο­ρεί να σχεδιαστεί η ίδια η προσωπική ζωή του εργα­ζόμενου. Και όλα αυτά σε συνθήκες πλήρους έλλειψης τωρινών σχεδίων ανά­πτυξης που να είναι διαφορετικά και τωρινών συμφε­ρόντων που να είναι διαφορετικά από εκείνων που θέλουν μόλις να κερδίσουν τα απαραίτητα για την ί­δια τους την επιβίωση ή εκείνων που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί το ξεχρέωμα του δάνειου προσωπι­κής κατοικίας.

Στην προηγούμενη κατάσταση, η φυγή από την ερ­γασία παρουσιάζονταν ως αναζήτηση ενός εναλλα­κτικού τρόπου που να μπορεί κάποιος να εργάζεται, ως ανάκτηση αυτής της παραγωγικής δημιουργικότη­τας που αφαιρέθηκε από τον καπιταλιστικό μηχανι­σμό. Το μοντέλο ήταν αυτό της άρνησης της πειθαρ­χίας, το σαμποτάζ μέσα στη γραμμή της παραγωγής νοούμενο ως επιβράδυνση μίας κατασταλτικής συ­χνότητας, η αναζήτηση κομματιών χρόνου, αθροίσμα­τος μεμονωμένων λεπτών, που να μπορούσαν να α­φαιρεθούν από την αποξένωση. Έτσι, ο μη θεσμοποιημένος ελεύθερος χρόνος, αλλά αντίθετα κλεμμέ­νος από τον προσεχτικό εργοστασιακό έλεγχο, έρχο­νταν να χαρακτηριστεί μ’ ένα περιεχόμενο εναλλακτι­κής αξίας. Μπορούσε κάποιος να αναπνεύσει έξω από τους ρυθμούς της φυλακής του εργοστάσιου ή του γραφείου. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ένας κόσμος που καμιά σχέση δεν έχει με τις παρούσες συνθήκες της παραγωγικής οργάνωσης και λιγότερη από ποτέ άλλοτε με τις αναπτυξιακές γραμμές της τάσης της.

Και επιπλέον: Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι οποίες, στην ουσία τους δεν διαχωρίζονταν κατά πολύ από τις πρωτογενείς διαρθρωτικές δομές του εργοστά­σιου, όταν οι χειρώνακτες που δραπέτευσαν από την αγγλική και τη σκοτσέζικη ύπαιθρο ήλθαν να κλει­στούν, για πρώτη φορά σε μαζικό επίπεδο, κυριολε­κτικά μέσα στις υφαντουργίες που φτιάχτηκαν από το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο το οποίο είχε συσσω­ρευτεί κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο αιώ­νων πειρατείες, σ’ εκείνες τις συνθήκες λοιπόν η γεύση του ανακτημένου χρόνου δηλητηριάζονταν σχεδόν αμέσως, από την αδυναμία να του δοθεί ένα νόημα που να μην ήταν το ίδιο με του εργασιακού πε­ρίγυρου. Με άλλα λόγια, εξοικονομούνταν ο χρόνος μονάχα σε όρους εξοικονόμησης της φυσικής κού­ρασης, όχι επειδή υπήρχε η γνώση ή η θέληση να γί­νει κάτι το διαφορετικό, που να μην ήταν η ίδια η εργασία του καθενός. Και αυτό συνέβαινε επίσης γιατί ο καθένας ήταν δεμένος συναισθηματικά με τη δουλειά του, την είχε παντρευτεί στη ζωή και στο θάνατο. Ακό­μη και οι επαναστατικές υποθέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού δεν αμφισβητούσαν αυτή την κατάσταση στις ρίζες της, αντίθετα τη φόρ­τιζαν με απελευθερωτικά νοήματα, αποδίδοντας στο συνδικάτο την αποστολή να δομήσει την αυριανή ελεύ­θερη κοινωνία ξεκινώντας από τις ίδιες εργασιακές κατηγορίες του χτες.

Άρα    η    κατάργηση   της εργασίας   σήμαινε,   μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εξαφάνιση της κούρασης, δημιουργία μιας εύκολης και αρεστής εναλλακτικής εργασίας, ή διαφορετικό, και αυτό μέσα στις πιο προωθημένες θέσεις και κάτω από ορισμένες από­ψεις τις πιο ουτοπικές και διαδομένες, την αντικατά­σταση της με το παιχνίδι, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, εφοδιασμένο με κανόνες και ικανό να δώσει στο ά­τομο μια ταυτότητα παίχτη, θα μπορούσε να μας γίνει η ένσταση ότι η ανάλυση του παιχνιδιού ως λογικής κατηγορίας επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από ένα προδιαγεγραμμένο παιχνίδι, το σκάκι για να πάρουμε έ­να παράδειγμα, και προωθήθηκε μέχρι τη διάσταση της έννοιας του παιχνιδιού σαν λουδίτικης συμπερι­φοράς του ατόμου, παιχνίδι σαν έκφραση των αισθή­σεων, σαν ερωτισμός ή αισθησιασμός καθαρός και άμεσος, σαν ελεύθερη εκδήλωση του ίδιου του εαυ­τού μας στο πεδίο της έκφρασης, της χειρωνακτικής δημιουργικότητας, της τέχνης, της σκέψης και όλων αυτών των πραγμάτων βαλμένων μαζί. Όλα αυτά υπο­τέθηκαν φυσικά με αφορμή τις ευφυείς προβλέψεις του Φουριέ, που όμως, ας σημειωθεί, ότι ουσιαστικά δεν απείχαν κατά πολύ από τις υποθέσεις του Μπέντζαμιν σχετικά με το προσωπικό συμφέρον το οποίο υπηρετώντας κάποιος καθίσταται δυνατή έμμεσα και χωρίς να επιδιώκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα συλ­λογικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι ο άξιος έμπο­ρος Φουριέ είχε καταφέρει να αποθησαυρίσει τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει στη βάση τους ένα τεράστιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων εμπεδωμένο πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αποτελεί ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον που όμως δεν διαφεύγει από τους ουσιαστικούς κανόνες της εργασίας νοούμενης σβ όρους σφαιρικής οργά­νωσης του ελέγχου, αν όχι της ίδιας της παραγωγής με την καπιταλιστική έννοια.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι δυνα­τή καμία κατάργηση της εργασίας σε όρους προο­δευτικής αφαίρεσης απελευθερωμένης εργασίας, αλλά καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε με κα­ταστρεπτικό τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί:

Πρώτα απ’ όλα είναι το ίδιο το κεφάλαιο που διέλυ­σε εδώ και καιρό τον ήδη ακατάλληλο δικό του παρα­γωγικό σχηματισμό, αφαιρώντας από τον μεμονωμέ­νο εργαζόμενο την ίδια του την εργασιακή ταυτότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε “εναλλακτικό” χωρίς αυτός ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ακόμη . Αυ­τή τη στιγμή το κεφάλαιο φροντίζει να του προμηθεύ­σει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της φορμαλιστι­κής ή αλλιώς σχηματικής ελευθερίας. Την ελευθερία του λόγου, της ένδυσης, τη πολυμορφία των εργα­σιακών ειδικεύσεων, την μέτρια διανοητική προσπάθεια που του ζητείται, την ασφάλεια των διαδικασιών και την σχηματοποίηση τους, υποβοηθούμενη από μια σειρά εγχειριδίων που είναι εύκολο να εκμαθευτούν, την επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών, την αντι­κατάσταση των μηχανικών επαναλαμβανόμενων δια­δικασιών από την ρομποτική, τον προοδευτικό διαχω­ρισμό μεταξύ παραγωγικής μονάδας και παραγωγού, όλα αυτά κατασκευάζουν ένα μοντέλο διαφορετικό που δεν αντιστοιχεί με αυτό του διάχυτου κοινωνικά εργαζόμενου που χαρακτήριζε τις παρελθούσες γε­νιές.

Η επιμονή στην ανάκτηση του αφαιρεμένου χρό­νου θα σήμαινε την δυνατότητα κατοχής συμπληρω­ματικών χρονικών μονάδων οι οποίες θα εισάγονταν από κάθε άποψη μέσα στον ολοένα αυξανόμενο α­ριθμό παραγωγικών μονάδων κατάργησης της εργα­σίας το ακριβές νόημα των οποίων ο εργαζόμενος α­πέχει πολύ από το να μπορέσει να το κατανοήσει. Απ’ όλα αυτά θα πήγαζε μονάχα μια αύξηση της έννοιας του πανικού, παρά η ίδια η δυνατότητα να εφευρεθεί ένα οποιοδήποτε σχέδιο πραγμάτων προς εφαρμο­γή, σε αντικατάσταση της παραγωγικής εργασίας για λογαριασμό τρίτων, νοούμενης με τη στενή έννοια. Το ότι υπάρχει η αναγκαιότητα μιας ποσότητας εργα­σίας κατά πολύ κατώτερης σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, υποχρεωτικής για να μπορέσει κάποιος να λάβει ένα μισθό, αποτελεί υπόθεση που μέχρι χθες περιγράφονταν από επαναστάτες θεωρητικούς, ενώ σήμερα αποτελεί αναλυτική σκευή του μεταβιομηχα­νικού καπιταλισμού και συ­ζητείται σε συνέδρια και συγκεντρώσεις που σκοπεύουν στην αναδιάρθρω­ση της παραγωγής.

Κατάργηση της εργασί­ας, σήμερα, σημαίνει να αντικατασταθεί με ποσότητες εργασίας μειωμένες στο ελάχιστο και προσανατολισμένες προπαντός στην παραγωγή δραστηριοτή­των κοινωνικής ωφέλειας. Αυτή ακριβώς η υπόθεση, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευ­ρά μας στο βαθμό που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του κεφαλαίου και μονάχα οι χρόνοι πραγματοποίη­σης της είναι διαφορετικοί, ενώ δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε οι μέθοδοι που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Ο αγώνας για μια μείωση του χρόνου εργασίας, ακόμη και σημαντικής, ας πούμε είκοσι εβδομαδιαίων ωρών, δεν έχει κανένα επανα­στατικό νόημα, στο βαθμό που ανοίγει το δρόμο για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων του κεφαλαίου και σίγουρα όχι για μία απελευθέρωση δυνατή για ό­λους. Η ανεργία ως στοιχείο κοινωνικής πίεσης -όσο ελάχιστο κι αν μπορεί να είναι- βρίσκοντας όπως εί­δαμε ουκ ολίγες βαλβίδες αποσυμπίεσης στο εσωτε­ρικό μιας διαφορετικής οργάνωσης περιθωριακών εργασιών, για την ώρα διαφαίνεται ως το μοναδικό ε­λατήριο που ωθεί την καπιταλιστική παραγωγική διαδι­κασία να βρει λύσεις μειωτικές του χρόνου εργασί­ας, αλλά στο μέλλον, που δεν βρίσκεται πολύ μα­κριά, διαφορετικά ελατήρια θα μπορούσαν να ωθή­σουν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι ίδιες οι πα­ραγωγικές ποσότητες, και αυτό ειδικά μέσα σε μια διεθνή κατάσταση στρατιωτικών ισορροπιών που δεν κατανέμονται πλέον μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων υπερδυνάμεων.

Η βαλβίδα αποσυμπίεσης ενός εθελοντικού στρα­τού, πάνω στον οποίο γίνονται πραγματικά ελάχιστες συζητήσεις, ενώ αντίθετα πρόκειται για ένα ζήτημα που επιζητά όλη μας την προσοχή, θα μπορούσε, με­ταξύ των άλλων, να προμηθεύσει μια από τις επιχει­ρησιακές λύσεις όσον αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να προκαλέσει την ανησυχία για το πώς οι πλατειές μάζες που έγιναν ορφανές από τον έλεγχο του ενός τρίτου της καθημερινότητας τους θα μπορούσαν να ξοδέψουν τον ανακτημένο χρόνο τους. θεωρούμενο με αυτούς τους όρους, το πρό­βλημα της ανεργίας δεν είναι πλέον αυτό της πιο σο­βαρής κρίσης του παρόντος παραγωγικού συστήμα­τος, όσο αντίθετα μια στιγμή θεσμικά συσχετισμένη με την ίδια του την δομή, στιγμή που είναι δυνατόν ε­πίσης να θεσμοθετηθεί σε επίσημο επίπεδο και να α­φομοιωθεί ως σχέδιο χρήσης του ελεύθερου χρόνου, πάντοτε σαν έργο του ίδιου παραγωγικού σχη­ματισμού και διαμέσου δομών που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Διαλογιζόμενοι με αυτό τον τρόπο, γίνεται καλύτερα κατανοητή η ανάλυση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού ως ομοιογενούς συστήματος στο εσωτερικό του οποίου η κίνηση της κρίσης δεν υφίσταται, έχο­ντας μετατραπεί σε μια α­πό τις στιγμές της ίδιας πα­ραγωγικής διαδικασίας.

Δύουν ως εκ τούτου τα ί­δια τα “εναλλακτικά” ιδανι­κά μιας ζωής βασισμένης πάνω στην τέχνη του βολέ­ματος. Οι μικρές βιοτεχνι­κές εργασίες, οι μικρές επιχειρήσεις βασισμένος στην ατομική παραγωγή, οι πλανόδιος πωλήσεις αντικειμένων, τα χαϊμαλιά και τα δαχτυλίδια. Στο εσωτερικό των ανήλιων και αποπνικτι­κών μαγαζιών διαδραματίστηκαν ατέλειωτες τραγω­δίες κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσες πραγμα­τικά επαναστατικές δυνάμεις παρέμειναν παγιδευμέ­νες μέσα σε ψευδαισθήσεις που απαιτούσαν όχι μόνο κανονική ατομική εργασία, αλλά και υπερεκμε­τάλλευση, τόσο πιο βαριά όσο πιο δεμένη με τη θέ­ληση του ατόμου να κάνει να προχωρήσει η παρά­γκα, να καταδείξει ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι, από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Τώρα, μέσα στις α­ναδιαρθρωμένος συνθήκες του κεφαλαίου, έγινε ο­ρατό πως αυτό το “εναλλακτικό” μοντέλο είναι ακρι­βώς αυτό που προτείνεται σε θεσμικό επίπεδο για την έξοδο από την κρίση. Και έτοιμοι όπως πάντοτε να μην καταλάβουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, άλλες δυνάμεις δυνητικά επαναστατικές κλείνονται μέσα σε ηλεκτρονικά εργαστήρια και άλλα μικρομά­γαζα, επίσης ανήλια και αποπνικτικά για να υπερφορ­τωθούν με δουλειά και να δείξουν για ακόμη μια φο­ρά ότι το κεφάλαιο είχε δίκιο για λογαριασμό τους.

Αν θέλουμε να περικλείσουμε το πρόβλημα σο μια φόρμουλα απλή και σύντομη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποτε η εργασία προσέδιδε μια κοινω­νική ταυτότητα, αυτήν ακριβώς του εργαζόμενου, ταυ­τότητα η οποία, ενσωματωμένη μαζί μ’ αυτή του πολί­τη σχημάτιζε ακριβώς τον τέλειο υπήκοο και επομένως η φυγή από την εργασία ήταν μια απόπειρα συγκεκριμένα επαναστατική, προσανατολισμένη στο να σπάσει τον ασφυκτικό βρόχο, σήμερα, τη στιγμή που το κεφάλαιο δεν προμηθεύει πλέον καμία κοινωνική ταυτότητα στον εργαζόμενο, αλλά αντίθετα αναζητά να τον χρησιμοποιήσει με γενικό και διαφοροποιημέ­νο τρόπο χωρίς προοπτική και μέλλον, η μοναδική α­πάντηση αντίθετη στην εργασία δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της καταστροφής της με την ταυτόχρονη απόκτηση μιας δικής μας σχεδιαστικής ικανότητας, ε­νός δικού μας μέλλοντος, μιας δικής μας κοινωνικής ταυτότητας, εντελώς νέας και αντιπαρατιθέμενης στις απόπειρες εκμηδένισης που έχουν τεθεί σε ε­φαρμογή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος των μεθόδων δράσης με τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ο εργαζόμενος που είχε συνείδηση της κατάστασης του, αναζητούσε να αντιμετωπίσει την άγρια και άμεση εκμετάλλευση μεθόδων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων- έχουν γίνει σήμε­ρα σταθερή πρακτική του ίδιου του κεφαλαίου το ο­ποίο υποδεικνύει, όταν δεν επιβάλλει, κομμάτιασμα των εργασιακών μονάδων, μειωμένους και ελαστικοποιημένους χρόνους, αυτοκαθοριζόμενους σχεδια­σμούς των εργασιακών συνθηκών, συμμετοχή στις αποφάσεις της επιχείρη­σης, συνελεύσεις καθορι­στικές όσον αφορά συ­γκεκριμένες   απόψεις της παραγωγής, επινόηση αυτόνομων παραγωγικών το­μέων που ο ένας θεωρείται πελάτης του άλλου, ποιο­τικό συναγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα. Το οπλοστά­σιο αντικατάστασης της κλασικής και μονολιθικής ο­μοιομορφίας της εργασιακής πρακτικής, έχει πλέον φτάσει σε επίπεδα που δεν είναι ελέγξιμα από την ε­πιμέρους συνείδηση με τη στενή έννοια.

Δηλαδή ο μεμονωμένος εργαζόμενος βρίσκεται πάντοτε μπροστά από την πιθανότητα να τραβηχτοί μέσα σο μια παγίδα που δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθεί, στο εσωτερικό της οποίας καταλήγει να διαπραγματευθεί την ίδια του την αγωνιστικότητα που πλέον υφίσταται μονάχα δυνάμει, με μικρές διευκολύνσεις οι οποίες, αν κάποτε ήταν αυτορρυθμιζόμε­νες και συνεπώς μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέ­ρη του μεγάλου κινήματος του αγώνα ενάντια στη ερ­γασία, σήμερα, όντας παραχωρημένες, αποτελούν μια από τις πλευρές της ίδιας της εργασίας, ακριβώς αυτής που εμπεριέχει τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά αφομοίωσης και ελέγχου.

Αν πρέπει να παίξουμε με τη ζωή μας, και στη ζωή μας πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, πρέπει εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ή διαφορετικά πρέπει να σχεδιάσουμε αυτούς τους κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι ξεκάθαροι για μας και ακατανόητοι λαβύρινθοι για τους άλλους. Δεν μπορούμε να δηλώσουμε, γενικά, ότι το παιχνίδι που παραμένει ακόμη εφοδιασμένο με κανόνες είναι η εργασία (πράγμα που, ξέχωρα από αυτά, αποτελεί α­λήθεια όπως ήδη είπαμε), για να συνεχίσουμε κατόπιν ότι, αν εκλείψουν αυτοί οι κανόνες, τότε θα πρό­κειται για ένα παιχνίδι ελεύθερο και συνεπώς απε­λευθερωτικό. Η έλλειψη κανόνων δεν αποτελεί συ­νώνυμο της ελευθερίας. Η παρουσία κανόνων που έ­χουν επιβληθεί και των οποίων η εκτέλεση υποβάλλε­ται σε έλεγχο και τιμωρία είναι που αποτελεί συνώνυ­μο της σκλαβιάς. Και η εργασία υπήρξε ακριβώς αυ­τό και δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι κάτι διαφορετι­κό για όλους τους λόγους που εξετάσαμε προηγου­μένως και για αυτούς που ξεχάσαμε να θυμηθούμε. Αλλά η έλλειψη κανόνων μπορεί να είναι μια διαφο­ρετική τυραννία – και ίσως χειρότερη. Αν η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί έναν κανόνα, εγώ σκοπεύω να τον ακολουθήσω και αναμένω ότι και οι άλλοι, συναινούντες σύντροφοι μου θα τον ακολουθήσουν. Και αυτό κυρίως όταν πρόκειται για το παιχνίδι της ίδιας μου της ζωής και για την ζωή μου σε παιχνίδι. Η έλλει­ψη κανόνων θα με έκανε βορά της τυραννίας και της αβεβαιότητας η οποία, αν σήμερα είναι ένα ρίγος, σύμπτωμα του καθημερινού μου συνδρόμου στέρη­σης στην αδρεναλίνη, αύριο θα μπορούσε να μη μου κάνει πλέον, όπως και σίγουρα δεν θα μου κάνει.

Και έπειτα οι κανόνες, ελεύθερα επιλεγμένοι, φτιάχνουν την ταυτότητα μου, τον τρόπο της ύπαρξης μου μεταξύ των άλλων αλλά επίσης την ύπαρξη μου ως ατόμου που έχει επίγνωση της κατάστασης του, γεμάτου επιθυμία να ανοιχτεί στους άλλους, να ζή­σει σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ελεύθερες υ­πάρξεις, ζωτικά ελεύθερες και σε θέση να αποφασί­σουν από μόνες τους τις δικές τους επιλογές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει αρχίσει να κατευθύνεται προς τη φαινομενική ελευθερία μιας έλλειψης αυστηρών κανόνων, αν όχι αλλού, τουλάχιστον μέσα στο χώρο της παραγωγής. Για να μη σαγηνευτούμε για μια ακόμη φορά από τα μειωμένα ωράρια εργασίας, ελαστικοποιημένα, προ­γραμματιζόμενα σύμφωνα με τις προσωπικός αρέ­σκειες, από διακοπές μετ’ αποδοχών, εξωτικές, προ­σωποποιημένος, για να μην ξεγελαστούμε από αυξή­σεις μισθών, από προ-συνταξιοδοτήσεις, από δωρε­άν χρηματοδοτήσεις για προσωπικός πρωτοβουλίες, χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας ένα δικό μας σχέδιο καταστροφής της εργασίας και όχι να περιο­ριστούμε να ελαττώσουμε τις ζημιές, γιατί το ίδιο το κεφάλαιο έχει συμφέρον να ελαττώσει αυτές τις ζη­μιές για να διατηρήσει στη ζωή, όχι μια δύναμη εργασίας λιγότερο στρεσαρισμένη, όσο ένα πεδίο ανα­φοράς στην ίδια την προσφορά της αγοράς του, δηλ. μια ελαφρά στηριζόμενη ζήτηση.

Σ’ αυτό το σημείο επιστρέφουν στην επικαιρότητα ορισμένες σκέψεις που φαίνονταν να έχουν πλέον παλιώσει.

Η καταστροφή μιας νοο­τροπίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, η επαγγελματική νοοτροπία, με τον τρόπο με τον οποίο διαχέονταν α­κόμη και μέσα στην κομμα­τική ομαδοποίηση  ή την αμυντικής φύσης συνδικαλιστική, ακόμη και μέσα από τις αναρχοσυνδικαλιστικές της μορφές, κάποιες φο­ρές, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί από τα έξω. Ακόμη και το σαμποτάζ δεν μπορούσε να το επιτύχει. Όταν χρησιμοποιούνταν αυτό ήταν μονάχα ένα μέσο εκφοβισμού ενάντια στ1 αφεντικά, μια πιο προωθημέ­νη αγωνιστική μορφή δράσης απέναντι στην απεργί­α, για να καταστεί γνωστό ότι υπήρχαν πιο αποφασι­στικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους, που όμως πα­ρέμεναν πάντοτε διατεθειμένοι να σταματήσουν τις επιθετικές ενέργειες άπαξ τα ίδια τα αιτήματα μπο­ρούσαν να ικανοποιηθούν.

Αλλά όμως το μέσο παραμένει καταστρεπτικό, δεν προσβάλλει έμμεσα το κέρδος, όπως η απεργία, αλ­λά χτυπά άμεσα τον παραγωγικό σχηματισμό στις α­παρχές ή στην κατάληξη, στα ενδιάμεσα της παρα­γωγής του ή στα ολοκληρωμένα προϊόντα, δεν έχει σημασία το σαμποτάζ χτυπά την παραγωγική διαδικα­σία είτε στο στάδιο εξέλιξης της είτε όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Αυτό σημαίνει ότι δρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης, χτυπά όχι για να αποκτήσει κάτι, ή όχι μονάχα για να αποκτήσει κάτι, αλλά επίσης, και θα λέγαμε κατά κύριο λόγο για να καταστρέψει. Και το αντικείμενο της καταστροφής, ακόμα και αν παραμένει ιδιοκτησία του κεφαλαίου, εάν το εμβαθύ­νουμε είναι πάντοτε η εργασία, στο βαθμό που πρό­κειται για αυτό που αποκτήθηκε με την εργασία, που παράχθηκε, είτε πρόκειται για μέσα παραγωγής είτε για ολοκληρωμένα προϊόντα. Ιδού λοιπόν γιατί κατανοούμε καλύτερα, αλλά μονάχα σήμερα, τη φρίκη που δοκιμάζουν πολλοί εργαζόμενοι μπροστά στις πράξεις σαμποτάζ. Και εδώ αναφερόμαστε σ’ αυ­τούς τους εργαζόμενους που μια ολόκληρη ζωή ολοκληρωτικής εξάρτησης τους είχε προμηθεύσει μια κοινωνική ταυτότητα που δεν μπορούσε να σβηστεί εύκολα. Είδαμε πολλούς εργαζόμενους να κλαίνε μπροστά από το εργοστάσιο που δούλευαν και που είχε καταστραφεί εν μέρει, γιατί σ’ εκείνο τον τόπο του θανάτου αυτοί έβλεπαν κατεστραμμένη την ίδια τους τη ζωή, και αυτή η ζωή αν και μίζερη και περιφρονημένη ήταν η μοναδική που είχαν, η μοναδική για την οποία είχαν μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Φυσικά, για να περάσουμε στην επίθεση χρειάζε­ται να διαθέτουμε ένα σχέδιο, και συνεπώς μια κα­θορισμένη σχεδιαστική ταυτότητα, επίσης μια συνεί­δηση αυτού που θέλουμε να κάνουμε και κυρίως, ό­ταν αυτό που θέλουμε να κάνουμε το θεωρούμε ένα παιχνίδι, το βιώνουμε σαν ένα παιχνίδι. Και το σαμπο­τάζ είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παιχνίδι που επιθυμούμε να παίξουμε. Είναι απαραί­τητο να διαθέτουμε μια ποικιλία παιχνιδιών, διαφο­ρετικών και συχνά αντιτιθέ­μενων, με στόχο να απο­φύγουμε ώστε η μονοτονία του ενός από αυτά ή το σύ­νολο των κανόνων να  μεταβληθούν σε μια επιπλέον βαρετή και επαναληπτική εργασία. Ακόμη και το να κάνουμε έρωτα αποτελεί ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούμε να το παίζουμε πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να διακινδυνεύουμε να το καταστήσουμε μια ακόμη συνήθεια, χωρίς να δια­κινδυνεύουμε να αισθανθούμε πλημμυρισμένοι από μια γεύση η οποία, αν από τη μια πλευρά προκαλεί ευχάριστη ευεξία, απ’ την άλλη προσβάλλει, δημιουρ­γεί ένα αίσθημα   ματαιότητας.

Ακόμα και πηγαίνοντας να πάρουμε τα χρήματα ε­κεί όπου βρίσκονται αποτελεί ένα άλλο παιχνίδι, που έχει τους κανόνες του, και που μπορεί επίσης να εκτροχιαστεί σ’ έναν επαγγελματισμό που δεν βλέπει πέρα από την μύτη του και άρα να μεταβληθεί σε μια εργασία με πλήρες ωράριο και με όλες τις συνέ­πειες που θα επέλθουν. Αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, και χρήσιμο, αν θεωρηθεί μέσα στην προο­πτική μιας συνείδησης που είναι ώριμη, που δεν απο­δέχεται τις ασάφειες ενός καταναλωτισμού πάντοτε έτοιμου να απολαύσει όσα κατορθώθηκαν να απο­σπαστούν από τον σφαιρικό οικονομικό σχηματισμό.

Και εδώ επίσης χρειάζεται να ξεπεραστεί το ηθικό φράγμα που ενσωμάτωσαν πάνω μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί μια ρήξη ικανή να τοποθετηθεί πέρα α­πό το πρόβλημα.

Το να απλώνεις χέρι στην ξένη ιδιοκτησία, ακόμη και για έναν επαναστάτη, αποτελεί υπόθεση γεμάτη κινδύνους, όχι μονάχα νομικούς με την στενή έννοια, αλλά κατά κύριο λόγο ηθικούς. Η διαύγεια σε σχέση με αυτή την τελευταία  άποψη  είναι  σημαντική, στο βαθμό που πρόκειται για το ξεπέρασμα του ίδιου εκείνου εμποδίου που έκανε τον γέρο εργάτη να κλαί­ει μπροστά από το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Την ιερότητα της ιδιοκτησίας την ρουφήξαμε μαζί με το μητρικό γάλα και δον μπορούμε να απελευθερωθού­με εύκολα. Προτιμούμε να εκπορνευτούμε για μια ο­λόκληρη ζωή στον εργοδότη για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση, προτιμάμε τη ικανοποίηση ότι κάναμε το καθήκον μας, ότι συνεισφέραμε σ’ αυτό το ελάχιστο που αποτελεί το μέρος μας στην παραγωγή του μι­κτού εθνικού προϊόντος, από το οποίο θα επωφεληθούν καθ’ ολοκληρίαν οι πολιτικοί άνδρες και γυναί­κες που φυσικά άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να σκάφτονται τα πεπρωμένα του έθνους, και οι οποίοι έχουν αποβάλλει εδώ και καιρό κάθε ίχνος ενδοια­σμών ώστε να ιδιοποιηθούν αυτό που εμείς συσσωρεύσαμε με κόπο.

Όμως η ουσιαστική άποψη ενός σχεδίου καταστρο­φής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργι­κότητα  εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα Όμως η ουσιαστική άπο­ψη ενός σχεδίου κατα­στροφής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργικότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνου­με με τα χρήματα όλων των τραπεζών που  θα  είμαστε σε θέση να ξαφρίσουμε εάν το μοναδικό πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε μετά είναι να αγοράσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο, να φτιάξουμε ένα ωραίο σπί­τι, να πηγαίνουμε συχνά στις νάϊτ-ντίσκο, να φορτω­θούμε μέχρι το λαιμό με άχρηστες ανάγκες και να βαρεθούμε στο τέλος μέχρι θανάτου μέχρι τη στιγμή που θα ξαφρίσουμε την επόμενη τράπεζα. Πράγμα που κάνουν συστηματικά πολλοί ληστές τραπεζών που γνωρίσαμε στη φυλακή. Αν αρκετοί σύντροφοι που δεν είχαν ποτέ χρήματα στην ζωή τους νομίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για να παραμεριστεί κάποιο εμπόδιο, δεν έχουν παρά να το κάνουν, θα συναντή­σουν τις ίδιες απογοητεύσεις όπως σε οποιαδήποτε άλλη εργασία η οποία, ναι μεν είναι λιγότερο αποδο­τική βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα και λιγότερο επι­κίνδυνη για μακρόχρονα διαστήματα.

Να φανταστούμε την άρνηση της εργασίας σαν παθητική αποδοχή της μη δραστηριότητας, αποτελεί μια λανθασμένη ιδέα που όλοι οι σκλάβοι της εργασίας σχηματίζουν για όλους αυτούς που δεν εργάστηκαν ποτέ στην ζωή τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι προνο­μιούχοι εκ γενετής, οι κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών, σχεδόν πάντοτε είναι φανατικοί εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και το μυαλό τους για να εκμεταλλευτούν τους άλλους και να συσσωρεύσουν πλούτη και αίγλη μεγαλύτερα από αυτά που κληρονόμη­σαν. Αλλά ακόμη κι αν περιοριζόμασταν σε τό­σες και τόσες περιπτώσεις “ξεκληρίσματος” περιουσιών που οι ροζ στήλες των εφημερίδων δεν παραλείπουν να φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποδεχτούμε ότι και αυτού του είδους η κακώς εννοούμενη ευφυΐα στρώνεται στη δουλειά, στο εσωτερικό των κοινωνικών της σχέσεων ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον φόβο να πέσει θύμα χτυπήματος ή απαγωγής. Και αυ­τό επίσης είναι εργασία και, όντας πραγματω­μένο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του κα­ταναγκασμού, καθίσταται πραγματική και καθεαυτή εργασία, στην οποία ο εκμεταλλευτής αυ­τών των εκμεταλλευτών είναι, από καιρού εις καιρό, η πλεονεξία τους ή ο ίδιος τους ο φό­βος.

Όμως δε νομίζουμε ότι μπορούν να είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν την άρνηση της ερ­γασίας σαν την αποδοχή της πιο θανάσιμης τεμπελιάς, μιας διαρκούς αδράνειας που δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα και βρίσκεται συνεχώς σε αμυντική στάση για να αποφύγει τις παγίδες των άλλων και που θα μπορούσαν μβ παρακλή­σεις και προτροπές να την σπρώξουν να κάνει κάτι, ακόμη και αν όχι στο όνομα της αναγκαιό­τητας, αλλά του ιδανικού ας πούμβ, ή του προ­σωπικού συναισθήματος ή της φιλίας ή ποιος ξέρει ποιας οποιασδήποτε άλλης διαβολικής ε­πινόησης ικανής να προσβάλλει την επιτευχθεί-σα κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης.
Μια παρόμοια κατάσταση στερείται απολύτως οποιουδήποτε νοήματος.

Αντίθετα θεωρούμε ότι η άρνηση της εργασίας μπορεί να ταυτιστεί πρώτα απ’ όλα με μια επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα που μας αρέσουν περισσότερο, και συνεπώς να μεταβάλλουμε ποιοτικό την εξαναγκαστική δραστηριότητα σε ελεύθερη δραστηριότητα, δηλαδή σε δράση. Αλλά όμως η ενεργητική συνθήκη, η δυνατότητα ελεύθερης δρά­σης δεν μπορεί να επιτευχτεί μια φορά, άπαξ δια παντός. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ανήκει σε μια κατάσταση που μας προέκυψε έξωθεν, που έπεσε από τον ουρανό, σαν την άφιξη μιας μεγάλης κληρονομιάς ή τα τυχερά μιας ξαφρισμένης τρά­πεζας. Αυτά τα γεγονότα μπορούν ν’ αποτελέσουν την ευκαιρία, το επιδιωκόμενο ή όχι, ηθελημένα ή όχι, που θα μπορούσε να υποβοηθήσει ή να τελειοποιήσει ένα σχέδιο σε διαδικασία εξέλιξης, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την καταληκτική και καθοριστική συνθήκη. Σε περίπτωση που αυτό το σχέδιο θα ήταν ελλιπές, σε όρους σχεδιασμού της ζωής με όλη τη σημασία που έχει αυτός ο ό­ρος, καμία ποσότητα χρήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας απελευθερώσει από την αναγκαιότη­τα της εργασίας, δηλ. της εξαναγκαστικής δραστη­ριότητας, η οποία αυτή τη φορά θα ωθείται από μια νέα μορφή αναγκαιότητας, όχι πλέον αυτή της μι­ζέριας, αλλά αυτή της αίσθησης της αχρηστίας, ή αυτή της αποκτημένης κοινωνικής θέσης, ή της επι­θυμίας απόκτησης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων πλούτου ή και ολόκληρης της σειράς των σύμβολων του κατάλληλου κοινωνικού status μέσα στο ο­ποίο θεωρείται πως κατοχυρώνεται ο καινούριος πλούτος.

Το δίλημμα λύνεται εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή, για να το πούμε διαφο­ρετικά, σκεφτόμενοι πάνω σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχο­νται στην κατοχή μας χωρίς να εργαστούμε. Αν θέ­λουμε να καταστρέψουμε την εργασία χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειρα­ματικές διαδρομές που δον λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων.

Πηγή

Ορίστηκε το δικαστήριο για την υπόθεση Βελβεντού

Για τις 29 Νοεμβρίου ορίστηκε το δικαστήριο της διπλής ληστείας στο Βελβεντό Κοζάνης, με κατηγορούμενους τους:

Μπουρζούκο Δημήτρη, Πολίτη Δημήτρη, Ρωμανό Νίκο, Μιχαηλίδη Γιάννη, Χαρίση Φοίβο και Ντάλιο Αργύρη.

Η δικη θα διεξαχθεί στο εφετείο Αθηνών, στην οδό Λουκάρεως.

Αλληλεγγύη στούς συντρόφους.

Κανένας αιχμάλωτος στα χερια του κράτους.

Πηγή

Αυστραλία: Απάντηση του Πυρήνα Felicity Ann Ryder/FAI-IRF στους πράκτορες της αμφιβολίας (Μελβούρνη)

«Αναρχικοί ανέλαβαν την ευθύνη για τη φωτιά σε πολυτελή αντιπροσωπεία αυττοκινήτων στη δυτική Μελβούρνη, αλλά η αστυνομία διατηρεί τις αμφιβολίες της.» κραυγάζει  το πρωτοσέλιδο της Herald Sun, μια ημέρα μετά την επισκεψούλα μας στην αντιπροσωπεία Gran Turismo Autos.

Απ’ ότι φαίνεται, οι «επιθεωρητές» δεν πιστεύουν πως μια «μυστήρια αναρχική ομάδα» ήταν υπεύθυνη για τη φωτιά και η σκατο-Herald, η οποία είναι de-facto φερέφωνο της Βικτωριανής Αστυνομίας στη Μελβούρνη, επέλεξε να μην κατονομάσει την ιστοσελίδα, όπου δημοσιεύσαμε αρχικά την ανάληψή μας και διάλεξαν, επίσης, να συμπεριλάβουν μόνο μερικές προτάσεις από την προκήρυξή μας.

Λοιπόν, έχουμε κι εμείς τις αμφιβολίες μας.

Αμφιβάλλουμε πάρα πολύ για την ειλικρίνεια της σκατο-Herald και των μπάτσων και πιστεύουμε πως ακόμα και ο μέσος αναγνώστης αυτού του άρθρου της Τρίτης θα αμφιβάλλει, επίσης, για την ειλικρίνεια των μπάτσων και του κατοικίδιου τους, που λειτουργεί ως παράρτημα τύπου.

Η σκατο-Herald «αντιλαμβάνεται» πως η μονάδα πυροτεχνουργών και η πυροσβεστική ανέλυσαν και απέρριψαν τη θεωρία πως εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι για την επίθεση της Δευτέρας….

…αλλά, παρ’ όλα αυτά, στην ακριβώς επόμενη παράγραφο, ο ίδιος ο μίστερ Αμφιβολίας, Ανώτερος Επιθεωρητής Αρχιφύλακας Jeff Maher (σου φτάνουν οι τίτλοι, μαλάκα;) παραδέχεται πως τα αίτια της φωτιάς είναι «ακαθόριστα» και πως περιμένουν να έχουν κάποια αποτελέσματα «μέσα στην επόμενη ημέρα».

Λοιπόν, ακόμα περιμένουμε για εκείνα τα αποτελέσματα Επιθεωρητή Maher και έχουν ήδη περάσει αρκετές μέρες, οπότε γιατί δεν ενημερώνεις το κοινό μέσω του μιντιακού παραρτήματος σου, τη σκατο-Herald, τι ακριβώς συνέβη, αφού είσαι σίγουρος ότι δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι;

Η σκατο-Herald φτάνει στο σημείο να δηλώσει πως «εικάζεται» πως η φωτιά ίσως ξεκίνησε από τσιγάρο, αλλά παραμένει «ασαφές» το αν η φωτιά ήταν ατύχημα ή εμπρησμός, χωρίς βέβαια να αναφέρει πηγές, που επιβεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό.

Ας ανακεφαλαιώσουμε: οι μπάτσοι και η πυροσβεστική δεν έχουν ιδέα ούτε για το πώς ξεκίνησε η φωτιά, ούτε αν ήταν ατύχημα ή εμπρησμός. Η σκατο-Herald πιστεύει πως η φωτιά ίσως ξεκίνησε από τσιγάρο (παρ’ όλο που στο κτίριο της Gran Turismo Autos απαγορεύεται το κάπνισμα), αλλά τόσο οι μπάτσοι, η πυροσβεστική, όσο και το παραπαίδι τους, η σκατο-Herald, ενώνονται στην άποψη ότι η φωτιά δεν προκλήθηκε από εμάς.

Γιατί είναι, λοιπόν, αμφίβολο το αν κάποιοι από εμάς σχηματίσαμε μια ομάδα και χτυπήσαμε στο όνομα της συντρόφισσάς μας Felicity Ann Ryder, που είναι στην παρανομία;

Γιατί η σκατο-Herald και τα γουρούνια αποφάσισαν να παραλείψουν κάθε αναφορά στη Felicity στο «άρθρο» τους; Γιατί επέλεξαν να μην κατονομάσουν την ιστοσελίδα, που πρωτοεμφανίστηκε η προκήρυξή μας,  γιατί αμέλησαν να αναφέρουν τη FAI/IRF και γιατί συμπεριέλαβαν μονάχα μια κομμένη πρόταση από την ανάληψή μας;

Μήπως ο λόγος είναι το ότι ξέρουν πολύ καλά πως εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την επίθεση και ότι το γεγονός πως υπάρχουν στην πραγματικότητα πυρήνες της FAI/IRF σε αυτήν τη χώρα, έτοιμοι να κάνουν κάτι παραπάνω από το να συμμετέχουν σε ανούσιους κοινωνικούς ακτιβισμούς και να συνεχίσουν να γυρνούν και το γαμημένο άλλο μάγουλο κάθε γαμημένη φορά, παραείναι επικίνδυνο για να τυπωθεί στο κουρέλι αστυνομικής προπαγάνδας;

Πιστεύει η Βικτωριανή Αστυνομία πως οι αναρχικοί της Μελβούρνης και της πολιτείας της Βικτώρια δε θα έφταναν κάποια στιγμή στο σημείο, που φτάσαμε εμείς, δηλαδή το σημείο, που φτάνει κανείς όταν έχει μπουχτίσει από τις δεκαετίες αστυνομικής βαρβαρότητας, καταστολής και επιτήρησης;

Δεν καταλαβαίνουν οι μπάτσοι και τα σκατομίντιά τους την έννοια της διεθνούς επαναστατικής αλληλεγγύης; Δεν καταλαβαίνουν πως αν οι σύντροφοί μας σε άλλα μέρη του κόσμου υποφέρουν μέσα στις φυλακές – σκατότρυπες του συστήματος, εμείς δε θα απαντήσουμε με θλιβερές διαχειρίσιμες διαμαρτυρίες, αλλά με ενέργειες άμεσης δράσης;

Δεν καταλαβαίνουν οι μπάτσοι και τα φασιστομίντια αυτής της σκατοχώρας ότι είμαστε ικανοί να χτυπήσουμε ξανά, όποια στιγμή θέλουμε και όποιον στόχο επιλέξουμε;

Αντιλαμβάνονται πόσο απλή ήταν αυτή η δράση; Ότι χρειάστηκε μονάχα ένα μίνιμουν σχεδιασμό και μερικά λεπτά για να εκτελεστεί; Δε χρειάζεται κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο για να προκαλέσεις σοβαρή ζημιά σε ένα κτίριο, που πουλάει οχήματα, που επιτρέπουν τη μόλυνση σε γιάπηδες, μόνο τη θέληση να το κάνεις!

Φυσικά και τα αντιλαμβάνονται όλα αυτά και γι’ αυτό ισχυρίζονται πως «αμφισβητούν»  την προκήρυξή μας, γιατί τρομοκρατούνται στην ιδέα ότι τέτοιες δράσεις μπορεί να πολλαπλασιαστούν από άλλες ομάδες, σε άλλα μέρη της πόλης και σε όλη τη γαμημένη χώρα, καθώς είναι αδύνατον να τις προβλέψεις και οι περήφανοι δράστες είναι απίθανο να συλληφθούν.

Προς όλους εσάς, λοιπόν, τους γεμάτους αμφιβολίες εξουσιαστές, γελάμε μέσα στα μούτρα σας και σας αφήνουμε με ένα τελευταίο σημείωμα, προς το παρόν…

Μην αμφιβάλλετε για την ικανότητά μας να χτυπήσουμε ξανά, ξανά και ξανά, μην αμφιβάλλετε για την αποφασιστικότητά μας να σπείρουμε την αναρχική εξέγερση στην πόλη της Μελβούρνης και μην αμφιβάλλετε πως είμαστε κομμάτι ενός άτυπου διεθνούς δικτύου αναρχικών της πράξης, που επιτέλους ύψωσε το μαύρο, γεμάτο μίσος κεφάλι του και στις περιοχές της Αυστραλασίας!

Όχι Άλλο Άχρηστο Κοινωνικό Ακτιβισμό!

Ποτέ ξανά δειλία μπροστά στα γουρούνια!

Καμιά υποχώρηση, μόνο Επίθεση!

Για μια Μαύρη Διεθνή!

Πυρήνας Felicity Ann Ryder/FAI-IRF

Πηγή

Ενάντια στη γλώσσα της πολεμικότητας

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, πάρα πολλά απ’ τα γραπτά που πηγάζουνε από κοινωνικές συγκρούσεις είναι τίγκα σε δύσκαμπτη, ξύλινη γλώσσα, μια κουρασμένη, νεκρή γλώσσα η οποία φαίνεται να έρχεται σ’ αντίθεση με την ενέργεια των εξεγέρσεων για τις οποίες κάνουνε λόγο. Είναι η γλώσσα της πολεμικότητας, και όχι της ελευθερίας, μήτε και της ατομικότητας που δημιουργεί τον εαυτό της ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. Ίσως αυτό να οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι μπόλικες απ’ τις σημερινές συγκρούσεις αναδύονται απ’ τη σκληρότητα των καιρών· απαντούν στη σκληρότητα της τρέχουσας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας. Πώς μπορεί όμως μια πληρωμένη απάντηση ν’ αντικρούσει τέτοιες πραγματικότητες; Δε θα έπρεπε η ίδια η μέθοδος της απάντησής μας ν’ αντανακλά το γεγονός ότι απορρίπτουμε αυτές τις καταστάσεις που γίνονται πραγματικότητα διά της επιβολής;

Η πολεμικότητα περνιέται για πάθος και ένταση, ενώ στ’ αλήθεια είναι απλά ένας θωρακισμένος ζουρλομανδύας που κλείνει μέσα του τη γύμνια, τη δυσκαμψία και τον περιορισμό των κινήσεων του καθενός και της καθεμιάς. Η σοβαρότητα περνιέται για συνειδητοποιημένη αποφασιστικότητα, όταν στην πραγματικότητα πρόκειται για υποδούλωση στο αφηρημένο, στο μέλλον, στο σκοπό, στο παρελθόν – ένα άλλο είδος αυτεγκλεισμού. Και αυτό ακριβώς το πράγμα δεν είναι που χρειάζεται ν’ αρνηθούμε με όλη μας την αποφασιστικότητα, την ώρα που παλεύουμε να κάνουμε τη ζωή μας δική μας ανά πάσα στιγμή;

Ίσως το πρόβλημα να είναι ότι πάρα πολλοί από κείνους που εμπλέκονται στην εκάστοτε κοινωνική σύγκρουση δε βλέπουνε τους εαυτούς τους ως ελεύθερα άτομα που δημιουργούν τη ζωή τους, που αντιμετωπίζουν εμπόδια σ’ αυτή την αυτοδημιουργική διαδικασία και παλεύουν να καταστρέψουν τα εμπόδια αυτά, αλλά μάλλον ως καταπιεσμένους ανθρώπους που αντιστέκονται στην καταπίεσή τους.

Δεν είναι απαραίτητο ν’ αγνοεί κανείς την πραγματικότητα της καταπίεσης για να αναγνωρίσει ότι, όταν το εγχείρημά μας μετατρέπεται σε αντίσταση ενάντια στην καταπίεση, τελικά επικεντρωνόμαστε στους καταπιεστές μας. Χάνουμε τις δικές μας τις ζωές, και μαζί τους την ικανότητα να καταστρέψουμε ό,τι στέκεται εμπόδιο στο δρόμο μας. Μιας κι η αντίσταση εστιάζει στις επιχειρήσεις του εχθρού, μας κρατά σε αμυντική θέση και εγγυάται την ήττα μας (ακόμα και σε νικηφόρες περιπτώσεις) καθώς κλέβει από μας τα ίδια μας τα εγχειρήματα.

Αν από την άλλη έχουμε ως αφετηρία το δικό μας το εγχείρημα αυτοδημιουργίας, επιμένοντας να διατρέχουμε τον κόσμο ως ελεύθερα και άσκοπα όντα, θα σταθούμε απέναντι από ηγεμόνες, εκμεταλλευτές, μπάτσους, παπάδες, δικαστές και λοιπούς, χωρίς στην ουσία να τους αντιμετωπίσουμε ως καταπιεστές αλλά ως εμπόδια στο διάβα μας τα οποία χρειάζεται να καταστρέψουμε, και όχι να τους αντισταθούμε.

Μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο η καταστροφή παίρνει την αντάρτικη, ποιητική, επαναστατική της έννοια, ως μια αληθινά ανέξοδη πράξη που αψηφά τη λογική της εργασίας και ανοίγει την πραγματικότητα σε κάτι το θαυμάσιο, στην έκπληξη. Μόνο τότε η καταστροφή γίνεται παιχνιδιάρα.

Wolfi Landstreicher

Πηγή

Αργεντινή: Δράση αλληλεγγύης για τα συντρόφια που χτυπήθηκαν στο Μοντεβιδέο (Μπουένος Άιρες)

\"003\"

Κόντρα στην καταστολή – Αλληλεγγύη και δράση

Τα ξημερώματα της 3ης Σεπτέμβρη σενιάραμε τη μόστρα της εταιρείας πλωτών μεταφορών Buquebus (αργεντίνικων και ουρουγουανικών συμφερόντων) όπως και το προξενείο και την πρεσβεία του ουρουγουανικού κράτους, που έχει εξαπολύσει επιχειρήσεις εναντίον των συντρόφων μας στο Μοντεβιδέο. Ως αποτέλεσμα των πρόσφατων κατασταλτικών επιχειρήσεων δύο άτομα διώκονται νομικά, ενώ δώδεκα ακόμη υπέστησαν προσαγωγές μετά απειλών βιασμού και «εικονικού πνιγμού», ξυλοδαρμούς και περαιτέρω καταδίωξη και τραμπουκισμούς.

Ούτε τα παραπάνω, ούτε τα σύνορα μπορούν να συγκρατήσουν τη συσσωρευμένη αηδία που νιώθουμε μπροστά σε τόση μιζέρια.

Απευθύνουμε σε όλες κι όλους ένα κάλεσμα αλληλεγγύης και δράσης, με κάθε δυνατό τρόπο.

Στέλνουμε θερμούς χαιρετισμούς στο «συγγενολόι» μας όπου κι αν βρίσκεται. Δηλώνουμε παρόντες, κι αν τυχόν πειράξουν έναν από μας… θα ’χουν να κάνουν μ’ όλους μας!

\"002\"Πηγή

Η Φύση ως Θέαμα

Η εικόνα της «άγριας φύσης*» ενάντια στην αγριότητα

(Σημείωση του συγγραφέα: Η συχνή χρήση εισαγωγικών γίνεται για να ενισχύσει την άποψη πως η φύση και η «ερημιά» είναι έννοιες και όχι πραγματικά όντα).

Η Φύση δεν υπήρχε ανέκαθεν. Δε βρίσκεται στα βάθη του δάσους, στην καρδιά του λιονταριού του βουνού ή στα τραγούδια των πυγμαίων· βρίσκεται στις φιλοσοφίες και στις κατασκευασμένες γι’αυτήν εικόνες των πολιτισμένων ανθρώπων. Οι φαινομενικά αντίθετες θέσεις περιπλέκονται, δημιουργώντας τη φύση ως μια ιδεολογική κατασκευή, που υπηρετεί την εξημέρωσή μας, την καταστολή και τη διοχεύτευση των άγριων εκφράσεών μας.

Ο Πολιτισμός είναι μονολιθικός και  ο πολιτισμένος τρόπος αντίληψης όλων εκείνων, που μπορούν να παρατηρηθούν, είναι επίσης μονολιθικός. Όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τα εκατομμύρια όντα, που υπάρχουν γύρω του, το πολιτισμένο μυαλό χρειάζεται να τα κατηγοριοποιήσει για να νομίζει ότι τα καταλαβαίνει (ενώ στην πραγματικότητα, το μόνο που καταλαβαίνει είναι πώς να τα κάνει χρήσιμα στον πολιτισμό). Η φύση είναι μια από τις πιο βασικές κατηγορίες του Πολιτισμού, μια από τις πιο χρήσιμες για να περιορίζει την αγριότητα των ατομικοτήτων και να επιβάλλει τον αυτοπροσδιορισμό τους ως πολιτισμένα, κοινωνικά όντα.

Κατά πάσα πιθανότητα, μια από τις πρώτες αντιλήψεις για τη φύση ήταν παρόμοια με αυτήν, που παρατηρούμε στην Παλαιά Διαθήκη: η κακή «αγριάδα», ένας τόπος ερημιάς, που κατοικείται από άγρια και δηλητηριώδη κτήνη, μοχθηρούς δαίμονες και τρελούς. Αυτή η αντίληψη εξυπηρετούσε ένα σκοπό ιδιαίτερα σημαντικό για τους πρώτους πολιτισμούς. Είχε ενσταλάξει το φόβο για ό,τι ήταν άγριο, κρατώντας τον περισσότερο κόσμο εντός των τειχών της πόλης και προκαλώντας σε όσους έβγαιναν να εξερευνήσουν την ανάγκη να έχουν μια αμυντική στάση, σα να βρίσκονταν σε εχθρικό έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο, αυτή η αντίληψη βοήθησε να δημιουργηθεί η διχοτόμηση μεταξύ «ανθρώπου» και «φύσης», η οποία εμποδίζει τους ανθρώπους να ζήσουν άγρια, δηλαδή σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.

Αλλά, αυτή η εντελώς αρνητική αντίληψη περί φύσης θα έφτανε κάποια στιγμή στα όρια της αχρηστείας της, αφού κρατούσε τον πολιτισμό μέσα σε ένα κλειστό και υπό πολιορκία φρούριο, ενώ για να επιβιώσει, ο πολιτισμός έχει την ανάγκη να επεκταθεί, να έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί όλο και πιο πολλά. Η «Φύση» έγινε ένα καλάθι πόρων, μια «μητέρα», που θρέφει την «ανθρωπότητα» και τον πολιτισμό της. Ήταν πανέμορφη, άξια λατρείας, ενατένισης, μελέτης και… εκμετάλλευσης.Δεν ήταν πλέον κακή… αλλά, ήταν χαοτική, ιδιότροπη και αναξιόπιστη. Ευτυχώς για τον πολιτισμό, η «ανθρώπινη φύση» είχε εξελιχθεί, είχε γίνει λογική και χρειαζόταν να βάλει τα πράγματα σε τάξη, να τα θέσει υπό τον έλεγχό της. Τα άγρια μέρη ήταν απαραίτητα στους ανθρώπους, για να μελετούν και να θαυμάζουν τη «φύση» στην ανέγγιχτη μορφή της, ακριβώς, όμως, για να μπορούν τα πολιτισμένα ανθρώπινα όντα να κατανοήσουν και να ελέγξουν τις «φυσικές» διαδικασίες, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν για να επεκτείνουν τον πολιτισμό. Έτσι, η «κακή αγριάδα» επισκιάζεται από μια «φύση» ή μια «αγριότητα», που έχει θετική αξία για τον πολιτισμό.

Η αντίληψη περί φύσης δημιουργεί συστήματα κοινωνικών αξιών και ηθικής. Λόγω των προφανώς αντιθετικών αντιλήψεων, που έχουν εμπλακεί στην ανάπτυξη της έννοιας της «φύσης», αυτά τα συστήματα ίσως φαίνονται, επίσης, αντιθετικά· όμως, όλα έχουν τον ίδιο σκοπό: την εξημέρωσή μας. Εκείνοι, που μας λένε «να φέρεστε πολιτισμένα» και εκείνοι, που μας λένε «να φέρεστε φυσικά», μας λένε στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα: «Ζήστε σύμφωνα με εξωτερικές από εσάς αξίες, όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες σας». Η ηθική των νατουραλιστών δεν είναι λιγότερο φαύλη από κάθε άλλη ηθική. Άνθρωποι φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν, επειδή έκαναν «αφύσικες πράξεις»  και αυτό συμβαίνει ακόμα. Η «Φύση» είναι και αυτή ένας άσχημος και απαιτητικός θεός.

Από την απαρχή της, η φύση ήταν μια κατασκευή της εξουσίας, για να ενισχύσει τη δύναμή της. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως στη σύγχρονη κοινωνία, όπου το θέαμα κυριαρχεί στην πραγματικότητα και πολλές φορές φαίνεται να τη δημιουργεί, η «φύση» λειτουργεί ως μια μέθοδος εξημέρωσης. Προγράμματα για τη «Φύση» στην τηλεόραση, ημερολόγια του Sierra Club, οι έμποροι «αγριότητας», τα τρόφιμα και οι ίνες «φυσικής» προέλευσης, ο «οικολόγος» πρόεδρος και η «ριζοσπαστική» οικολογία, όλα συνωμοτούν δημιουργώντας τη «φύση» και τη «σωστή» σχέση μας με αυτήν. Η προβαλλόμενη εικόνα εμπεριέχει την «κακή αγριάδα» των πρώτων πολιτισμών, σε μια υποσυνείδητη μορφή. Τα τηλεοπτικά προγράμματα για τη «Φύση» περιέχουν πάντα σκηνές άγριου κυνηγιούκαι έχει ειπωθεί πως οι σκηνοθέτες αυτών των προγραμμάτων χρησιμοποιούν ράβδους, που παράγουν ηλεκτρικές εκκενώσεις, για να προκαλέσουν μάχες μεταξύ των ζώων. Οι προειδοποιήσεις, που δίνονται στους μελλοντικούς εξερευνητές  για τα επικίνδυνα ζώα και φυτά και οι ποσότητες προϊόντων, που παράγονται από τους εμπόρους «αγριότητας» για να αντιπετωπιστούν αυτά, είναι μάλλον υπερβολικά, από την προσωπική μου εμπειρία περιπάτων σε άγρια μέρη. Μας δίνεται η εικόνα πως η ζωή εκτός του πολιτισμού είναι μια μάχη επιβίωσης.

Αλλά, η κοινωνία του θεάματος χρειάζεται η εικόνα της «κακής αγριάδας» να είναι υποσυνείδητη, για να την εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά. Η κυρίαρχη εικόνα για τη «φύση» την απεικονίζει ως πόρο και ως αντικείμενο ομορφιάς για ενατένιση και μελέτη. Η «Άγρια φύση» είναι ένα μέρος, που μπορούμε να αποτραβηχτούμε για ένα σύντομο διάστημα, αν αυτό έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, για να ξεφύγουμε από την πλήξη της καθημερινότητας, να χαλαρώσουμε και να διαλογιστούμε ή για να ζήσουμε την έξαψη και την περιπέτεια. Και, βέβαια, η «φύση» παραμένει η «μητέρα», που καλύπτει τις ανάγκες μας, ο πόρος από τον οποίο δημιουργείται ο πολιτισμός.

Στην εμπορευματική κουλτούρα, η «φύση» γιατρεύει την επιθυμία για άγρια περιπέτεια, για ελεύθερη ζωή χωρίς εξημέρωση, με το να μας πουλάει την εικόνα της. Η υποσυνείδητη αντίληψη της «κακιάς αγριάδας» προσδίδει στην περιπλάνηση στα δάση μια δόση κινδύνου, που ικανοποιεί τους περιπετειώδεις και ανήσυχους τύπους. Επίσης, ενισχύει την ιδέα πως δεν ανήκουμε εκεί στην πραγματικότητα και επομένως, μας πουλάει τα πολλά σχετικά προϊόντα που κρίνονται απαραίτητα για τις εκδρομές σε άγρια μέρη. Η θετική αντίληψη περί φύσης  μας κάνει να πιστεύουμε πως πρέπει να βιώσουμε την εμπειρία στα άγρια μέρη (μη συνειδητοποιώντας πως οι αντιλήψεις, που μας έχουν ταίσει, διαμορφώνουν αυτήν την εμπειρία, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με το πραγματικό περιβάλλον). Έτσι, ο πολιτισμός γιατρεύει επιτυχώς και τις περιοχές, που φαινομενικά δεν έχει αγγίξει άμεσα, μεταμορφώνοντάς τες σε «φύση», σε «αγριάδα», σε πτυχές του θεάματος, που μας κρατάει εξημερωμένους. Η «Φύση» εξημερώνει επειδή μετατρέπει την αγριότητα σε μια μονολιθική έννοια, μια τεράστια περιοχή διαχωρισμένη από τον πολιτισμό. Εκφράσεις της αγριότητας, μέσα στον πολιτισμό, αποκαλούνται ανωριμότητα, τρέλα, παραβατική συμπεριφορά, ανηθικότητα ή έγκλημα και απορρίπτονται, φυλακίζονται, λογοκρίνονται ή τιμωρούνται, διατηρώντας ταυτόχρονα το γενικό πλαίσιο  πως ό,τι είναι «φυσικό» είναι καλό. Όταν η «αγριότητα» γίνεται ένα μέρος έξω από εμάς αντί μιας έκφρασης του ατομικού μας ελεύθερου πνεύματος, τότε μπορούν και υπάρχουν ειδικοί στην «αγριότητα», που μας μαθαίνουν τους «σωστούς» τρόπους να «συνδεόμαστε» μαζί της. Στη δυτική ακτή, υπάρχουν όλων των ειδών οι πνευματικοί δάσκαλοι, που βγάζουν τα προς το ζην, πουλώντας «αγριότητα» σε γιάπηδες, με έναν τρόπο, που καθόλου δεν απειλεί τα όνειρα καριέρας, τις πόρσε και τα διαμερίσματά τους στην πόλη. Η «Αγριότητα» είναι μια πολύ επικερδής βιομηχανία, σήμερα.

Οι οικολόγοι, ακόμα και οι «ριζοσπάστες», πέφτουν κατευθείαν στην παγίδα. Αντί να προσπαθούν να αγριέψουν και να καταστρέψουν τον πολιτισμό με την ενέργεια των αδέσμευτων επιθυμιών, προσπαθούν να «σώσουν την άγρια φύση». Πρακτικά, αυτό σημαίνει το να ζητιανεύουν ή να προσπαθούν να χειραγωγήσουν τις αρχές, ώστε αυτές να σταματήσουν τις πιο επιβλαβείς δραστηριότητες κάποιων βιομηχανιών και να μετατρέψουν μικρά κομμάτια σχετικά ακέραια δάση, ερήμους και βουνά σε προστατευόμενες «Περιοχές Άγριας Φύσης».  Αυτή η πρακτική, απλά, ενισχύει την αντίληψη περί αγριότητας ως μια μονολιθική οντότητα, «αγριάδα» ή «φύση», και εμπορευματοποίηση, που είναι εγγενής σε αυτήν την οπτική. Η ίδια η βάση των προστατευόμενων «Περιοχών Άγριας Φύσης» είναι ο διαχωρισμός μεταξύ «αγριότητας» και «ανθρωπότητας». Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως μια από τις τάσεις της «ριζοσπαστικής» οικολογικής ιδεολογίας δημιούργησε τη σύγκρουση μεταξύ «βιοκεντρισμού» και «ανθρωποκεντρισμού», ενώ δε θα έπρεπε να είμαστε τίποτα άλλο από εγωκεντρικοί.

Ακόμα κι εκείνοι οι «ριζοσπάστες» οικολόγοι, που θέλουν να επανεντάξουν τον άνθρωπο στη «φύση», ξεγελούν τον εαυτό τους. Το όραμα τους (όπως το θέτει ένας από αυτούς) για ένα «άγριο, συμβιωτικό σύνολο» είναι, απλά, η μονολιθική αντίληψη, που δημιούργησε ο πολιτισμός, ειπωμένη με ένα μυστικιστικό τρόπο.  Για αυτούς τους οικολόγους μυστικιστές, η «Άγρια Φύση» συνεχίζει να είναι μια μονολιθική οντότητα, ένα ον ανώτερο από μας, στο οποίο πρέπει να υποτασσόμαστε. Όμως, η υποταγή είναι εξημέρωση. Η υποτακτικότητα είναι το καύσιμο του πολιτισμού. Το όνομα της ιδεολογίας, που επιβάλλει την υποταγή, έχει μικρή σημασία, είτε λέγεται «φυσική», είτε λέγεται «άγριο συμβιωτικό σύνολο». Το αποτέλεσμα θα είναι και πάλι η συνέχιση της εξημέρωσης.

Όταν η αγριότητα γίνεται αντιληπτή ως κάτι, που δεν έχει να κάνει καθόλου με μια μονολιθική οντότητα, συμπεριλαμβανομένης της «φύσης» και της «αγριάδας», όταν γίνεται αντιληπτή ως η πιθανή ελευθερία πνεύματος των ατομικοτήτων, που μπορεί να πάρει σάρκα και οστά οποιαδήποτε στιγμή, μόνο τότε αποτελεί απειλή για τον πολιτισμό. Ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να περάσει αρκετά χρόνια στην «άγρια φύση», αλλά θα συνεχίζαμε να βλέπουμε το περιβάλλον μας από τον παραμορφωτικό φακό του πολιτισμού, αν συνεχίζαμε να αντιλαμβανόμαστε τα εκατομμύρια πλάσματα μονολιθικά ως «φύση», ως «αγριάδα», ως το «άγριο, συμβιωτικό σύνολο», θα είμαστε ακόμα πολιτισμένοι και όχι άγριοι. Αλλά, αν καταμεσής της πόλης αρνούμαστε δραστήρια κάθε στιγμή την εξημέρωση, αν αρνούμαστε την κυριαρχία των κοινωνικών ρόλων, που μας φοριούνται με τη βία, αντί να ζούμε  σύμφωνα με τις δικές μας επιθυμίες, πάθη και βίτσια, αν γίνουμε τα μοναδικά και απρόβλεπτα όντα, που βρίσκονται κάτω από τους ρόλους, είμαστε, για εκείνες τις στιγμές, άγριοι. Παίζοντας άγρια ανάμεσα στα συντρίμμια ενός παρηκμασμένου πολιτισμού (όμως, μην ξεγελιέστε, ακόμα και παρηκμασμένος, ο πολιτισμός είναι ένας επικίνδυνος εχθρός και ικανός να αντέξει για πολύ καιρό), μπορούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να τον ανατρέψουμε. Και οι εξεγερμένοι με το ελεύθερο πνεύμα θα απορρίψουν τον «επιβιωτισμό» της οικολογίας ωςμια ακόμα προσπάθεια του πολιτισμού να καταστείλει την ελεύθερη ζωή  και θα παλέψουν για να ζήσουν τον χαοτικό, συνεχώςεναλλασσόμενο χορό των ελεύθερα συσχετιζόμενων, μοναδικών ατομικοτήτων, ενάντια τόσο στον πολιτισμό, όσο στην προσπάθειά του να περιορίζει την άγρια, με ελεύθερο πνεύμα ζωή: «Φύση».

Wolfi Landstreicher

Υποσημειώσεις:

1. Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται η λέξη wilderness. Κατά τη διάρκεια του κειμένου, μεταφράζεται με διαφορετικούς, αλλά παρόμοιους τρόπους , ανάλογα με τι ταιριάζει σε κάθε σημείο.

2. Πρόκειται για παλαιότερο κείμενο του Wolfi Landstreicher (Feral Faun), το οποίο εμείς αλιεύσαμε από το πρώτο τεύχος του αγγλικού εξεγερσιακού περιοδικού Return Fire.

Πηγή

Εισαγωγικό σημείωμα από την εκδοτική ομάδα του Return Fire

Αυτό το zine είναι μια μικρή συμβολή στη διάχυση και εμβάθυνση της αντιεξουσιαστικής/αντιπολιτισμικής σκέψης. Σκοπεύουμε να αποτελέσει ένα όπλο, που θα χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει και να αυξήσει την ένταση, που νιώθουμε ζώντας μέρα με τη μέρα μια ζωή αβίωτη.

 Κάθε λέξη, που έχει τυπωθεί εδώ, είναι μία πρόσκληση, μία πρόταση, ένα παιχνίδι για να αναπτύξουμε τις ιδέες μας – αυτό δεν είναι ακαδημαϊκή απόπειρα ή σικ ριζοσπαστική κουλτούρα, είναι κήρυξη πολέμου ενάντια σε οτιδήποτε μπορεί να μας εμποδίσει να εξερευνήσουμε, για τους εαυτούς μας, το τι σημαίνει να είμαστε εδώ, να είμαστε μοναδικά ανθρώπινα άτομα, μη επαναλήψιμα όντα, μέσα σε έναν μη επαναλήψιμο κόσμο.

 Συναρμολογώντας το υλικό, που χρησιμοποιήθηκε σε αυτό το ζάιν, η πρόθεσή μας ήταν να εμπλουτίσουμε τη σκέψη και τελικά, τη δράση, τόσο για τον εαυτό μας, όσο και για άλλους, που ίσως σχετίζονται με όσα παρουσιάζονται εδώ. Η πρόκληση είναι πάντα να βρίσκεις τρόπους, ώστε οι λέξεις να δραπετεύουν από τις στεγνές σελίδες και να παίρνουν ζωή, με τη ζωντάνια του πάθους που τις τοποθέτησε εδώ, να μεταμορφώνονται από καταλύτης σε συνωμοσία… Σχετικά με τη θεματολογία, το πνεύμα της πολυμορφίας ήταν αυτό, που μας οδήγησε στο να αποφασίσουμε να προσθέσουμε ένα ακόμα αντικείμενο στο ράφι των αναρχικών εκδόσεων. Έτσι, θα βρείτε θέματα για την ψυχική υγεία, την άτυπη αναρχική οργάνωση, την αγάπη, την τεχνολογία, την πυρηνική οικογένεια, τη βιομηχανική καταστροφή, την άγρια φύση, τους ρόλους ταυτότητας, σημερινές και παλιότερες παρακαταθήκες αγώνα, ποίηση, φυτά, ατομική αυτονομία και τη φτώχεια του μοντέρνου τρόπου ζωής, αλλά πάντα όλα αυτά παρουσιάζονται μέσα στο αναγκαίο πλαίσιο της δημιουργίας ενός βίαιου μετώπου σύγκρουσης με την κοινωνική τάξη, προκειμένου να βρεθούν καλύτεροι τρόποι ύπαρξης.

 Αν και στο τέλος αναφέρουμε τα κείμενα, από τα οποία έχουν αντληθεί αποσπάσματα, δεν πρόκειται να απολογηθούμε για το γεγονός ότι τοποθετήθηκαν, παρουσιάστηκαν και τονίστηκαν οι λέξεις, που εμείς θεωρήσαμε ότι ήταν σημαντικές, με τρόπο που να ικανοποιεί εμάς και μόνο. Δεν είμαστε ιεραπόστολοι κανενός – και με τον ίδιο τρόπο, δεν αντιλαμβανόμαστε αυτά τα άρθρα ως απόλυτες αλήθειες, απλά ως σημεία έναρξης. Απλά, λεηλατούμε οπλοστάσιο από τα σπλάχνα του πολέμου, ώστε να προκαλούμε συνεχώς τον εαυτό μας και τους άλλους, χωρίς να ξεχνάμε ότι κάθε εργαλείο είναι όπλο, αν χρησιμοποιηθεί σωστά…

 Πολλά από τα αρχικά κείμενα μπορούν να βρεθούν online. Γιατί επιλέγουμε να τα αναπαράγουμε; Επειδή αισθανόμαστε ότι σημαντικές κριτικές και σχετικές αναλύσεις (καθώς και η όμορφη και ισχυρή πολεμική) θα πρέπει να μένουν ζωντανές και να κυκλοφορούν και μια έντυπη μορφή έχει διαφορετικές προοπτικές στο να φτάσει σε διαφορετικά αυτιά.

 Είναι πιθανό αυτό το zine να μείνει κυρίως εντός της αυτό-αποκαλούμενης αναρχικής σκηνής και τους δορυφόρους της, αν και δεν θα θέλαμε κάτι τέτοιο. Μας ενδιαφέρουν άνθρωποι, οι οποίοι, διάσπαρτοι παντού, επίσης δεν αφομοιώνονται ειρηνικά: οι αντικομφορμιστές, οι εξεγερσιακοί, οι «αντικανονικοί», αυτοί που επίσης σιχαίνονται το σύστημα, που επίσης θέλουν να αντισταθούν στη λειτουργία του και να προκαλέσουν την αποσύνθεσή του – και η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν βρίσκονται μόνο σε ένα μέρος. Και σίγουρα δεν είναι διακριτοί σε σχέση με μια συγκεκριμένη τάξη ή ομαδοποίηση.

 Αλλά, εμείς επιλέγουμε να το εκσφενδονίσουμε αυτό μέσα στο κενό και να δούμε τι θα γυρίσει πίσω, επειδή, κόντρα σε όλην αυτήν την τρέλα, θέλουμε να ξέρουμε ότι υπάρχουν κι άλλοι, που αισθάνονται την επιτακτική ανάγκη καταστροφής της μοντέρνας τάξης πραγμάτων, προτού αυτή καταστρέψει τα τελευταία απομεινάρια ελεύθερης ζωής στο σπίτι μας: τη Γη.

 Η εμπορευματική κουλτούρα μας σπρώχνει να κατατρώμε τον εαυτό μας με ανούσια κατασκευασμένα σκουπίδια, ώστε να μετριάζεται η απομόνωση και η κενότητα μιας συνταγογραφούμενης ζωής και του μαζικά παραγόμενου ακρωτηριασμού του πλανήτη και των κατοίκων του, πριν επιστρέψει για να υπηρετήσει την οικονομία. Τα νέα της αιματοχυσίας στην Παλαιστίνη και της βιομηχανικά αλλαγμένης κλιματικής νεροποντής, έξω από το παράθυρο, εξασθενούν μπροστά στις κωμικές σειρές και στην ασημαντότητα του celebrity. Εν τω μεταξύ, σε κάθε πόλη συνταξιούχοι πρέπει να επιλέξουν μεταξύ θέρμανσης και σίτισης, μικροί δικτάτορες αφήνουν κάθε μέρα τη δουλειά τους απονεκρωμένοι και πάνε στο σπίτι να χτυπήσουν τους συντρόφους τους ή να υποτιμήσουν τα παιδιά τους, κάθε άγριο είδος φυτού ή ζώου, που θεωρείται υπερβολικά αντιπαραγωγικό για να δαμαστεί και να υποδουλωθεί, ξεριζώνεται, η πληθυσμιακή βάση των εργατών και των ανέργων και των μεταναστών σπρώχνονται όλο και πιο κοντά στα όρια της αξιοπρέπειάς τους, κάθε γωνιά της κοινωνικής ζωής επιτηρείται και ελέγχεται όλο και πιο έντονα και κάθε νέα βιομηχανική καινοτομία μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στη συνολική παράδοση στη μηχανή. Ουρές σχηματίζονται μπροστά στους τραπεζίτες και τους τοκογλύφους, στους γιατρούς και τους ψυχίατρους, σε δικαστές και κοινωνικούς λειτουργούς. Οι πλούσιοι συνεχίζουν την καταστροφική ανάπτυξη και εφαρμόζουν ακόμα ολοένα χειρότερες συνθήκες εργασίας, χωρίς να τρώνε ούτε ένα πρόστιμο, ενώ οποιαδήποτε προσπάθεια να αναπνεύσουμε λίγη ζωή μέσα στις ετοιμόρροπες ζώνες γύρω μας ακυρώνεται, αν έρχεται σε αντίθεση με την ψυχρή λογική του κέρδους. Ο καθένας είναι ένας εν δυνάμει «εγκληματίας» (εκτός, βέβαια, από αυτούς, που ο εκβιασμός τους είναι νόμος), κάτω από μία καθολικά στρατιωτικοποιημένη αστυνόμευση και επιτήρηση, η οποία αιτιολογείται από την ανάγκη χειραγώγησης των φόβων των κάτω. Οι πολιτικοί συνωστίζονται γύρω από τα αυλάκια του «δημόσιου χρήματος», οικτίροντας προκλητικά τις χαμηλότερες τάξεις ως «βάρος για την κοινωνία», μιλώντας με το στόμα τους γεμάτο… Μέσα από το θλιβερό σόου της Κρίσης -δηλαδή της κοινωνικής αναδιοργάνωσης, που επιβάλλεται για να ενισχυθεί η εξουσία της τάξης των «ενταγμένων»-, αναδεικνύεται η αιώνια ένταση μεταξύ των αποκλειστικά κλειστών κοινοτήτων και του ακονιζόμενου αποκλεισμού, με τους δικαστικούς επιμελητές να καιροφυλακτούν στην πόρτα.

 Ο πόλεμος των ανθρώπινων κουλτουρών απέναντι στον πλανήτη επιταχύνεται με τρομακτικό ρυθμό, καθώς η ζωή μέσα σε αυτές τις κουλτούρες σημαίνει αμείλικτη εκμετάλλευση και αλλοτρίωση για τη συντριπτική πλειονότητα από εμάς, με όλο και λιγότερες ευκαιρίες διαφυγής. Ήδη από το 2009, η γεωργία είχε αντικαταστήσει την άγρια φύση σε ποσοστό που εκτιμάται στο 40% της επιφάνειας της γης. Καλλιέργειες βουτηγμένες στα χημικά αντικαθιστούν τη ζωή, σε όλην της την πολυπλοκότητα. Από τη δεκαετία του ’60, σχεδόν τα μισά εδάφη του πλανήτη έχουν υποβαθμιστεί τόσο πολύ γεωργικά, που δεν μπορούν να υποστηρίξουν τη ζωή. Εκεί, που κάποτε επεκτεινόταν η βιοποικιλότητα του ζωντανού τοπίου, σήμερα αντιμετωπίζουμε συντρίμμια των κάποτε μεγαλοπρεπών δασών, τα οποία πλέον υπάρχουν ως μικροσποπικές νησίδες. Τα ζώα, που αξιολογούνται ως μη “πολύτιμα” για το σύστημα, εξαφανίζονται μέσα στα ελάχιστα καταφύγια που τους παρέχονται, ώστε να ελεγχθούν ή να πεθάνουν: οι λογαριασμοί διαφέρουν μεταξύ των αρχιερέων-επιστημόνων ως προς το πόσες χιλιάδες είδη ακριβώς εξαφανίζονται κάθε εβδομάδα, αλλά συμφωνούν στο ότι όλο και περισσότερα εξαφανίζονται κάθε λεπτό. Όπως για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μαθαίναμε σχετικά με -και από- τα άλλα ζώα, εμβαθύνοντας παράλληλα τη γνώση του εαυτού μας, σήμερα έχουμε επίγνωση της απώλειας, στις προσωπικές μας ζωές, της αλληλεπίδρασης με τα ξαδέρφια των ζώων των παραμυθιών μας (εκτός από τα κοπάδια, που εκτρέφονται ως αναλώσιμα βιομηχανικά προϊόντα, που οι ζωές τους ορίζονται ως βιολογικές μηχανές και μερικά θλιμμένα εξημερωμένα κατοικίδια).

 Μαζί με όλα αυτά, η εξαφάνιση των φυτών καταστρέφει την παραδοσιακή ιατρική, για να μην αναφερθούμε σε τρόπους ζωής, που έχουν εξελιχθεί σε αυτό το πλαίσιο. Η βιομηχανική ανάπτυξη και η καρκινογόνα αστικοποίηση καταπατούν σταθερά κάθε ήπειρο, πολλές περιοχές έχουν ήδη την εμφάνιση ενός μηχανικά φτιαγμένου εμπορεύματος με διάσπαρτα “μπαλώματα” από στείρα χωράφια και φυτείες. Ζούμε τον ταχύτερο αφανισμό της ζωής εδώ και 65 εκατομμύρια χρόνια. Οι λαοί που αντιστέκονται, πολεμούν και χάνουν μεμονωμένες μάχες, προκειμένου να αποτρέψουν τη μηχανοποιημένη ζωή και τις αγοραίες σχέσεις, με τη μορφή επεκτατικών εταιρικών και αναπτυξιακών δομών, να καταβροχθίσουν τρόπους ζωής, που βασίζονται στη γη. Στις χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα η εξημέρωση έχει ήδη επικρατήσει εδώ και καιρό, καταστρέφοντας την μέχρι πρότινος αδέσμευτη ψυχή, μαζί με το άγριο περιβάλλον, μέσα στο οποίο ευδοκιμεί: τον  διαισθητικό ιστό της ζωής, που κακοποιείται από το πλαίσιο του ελέγχου και του μέτρου, μέσα στο οποίο τίποτα ζωντανό και μη-συνθετικό δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Αυτή είναι η κουλτούρα, που δεν θα σταματήσει έως ότου πεθάνει οτιδήποτε ζωντανό μπορεί να την τροφοδοτήσει. Αυτή είναι η κουλτούρα του θανάτου.

 Για εμάς, ο οικολογικός αγώνας είναι αγώνας ενάντια σε αυτό που μας αποικεί: δηλαδή, τον Καπιταλισμό, τη Βιομηχανική Κοινωνία και το Κράτος, στις σημερινές τεχνολογικά και κοινωνικά ανεπτυγμένες τους μορφές. Κάτω από αυτά τα καθεστώτα,, όλες οι μορφές εξουσίας (τάξη, φυλή, φύλο, ανθρώπινη ανωτερότητα, ηθική) έχουν τελειοποιηθεί, προσαρμοστεί και ενσωματωθεί και ταυτόχρονα, διατηρούνται και ενισχύονται μέσα στο lifestyle της “φυσιολογικής” καθημερινότητας ενός τρόπου ζωής, όπου κάθε ίχνος ευθύνης, πρωτοβουλίας και ατομικής θέλησης ξεθωριάζει.

 Είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε ότι το στοιχείο του ξεπεσμού, που κατέχει εξουσία στη σύγχρονη ζωή, είναι η “Πρόοδος” καθαυτή, η αδυσώπητη τάση όχι μόνο του καπιταλισμού, της παγκοσμιοποίησης και της πατριαρχίας, αλλά και ολόκληρης της καθιστικής ταξικής κοινωνίας, που διαχωρίζει και εξημερώνει τους πολίτες-ομήρους της. Η Πρόοδος παρουσιάζεται ως το αδιαμφισβήτητο αναπόφευκτο, στο οποίο πρέπει να υποταχθούμε, εντελώς έξω από τον έλεγχό μας (και, ουσιαστικά, οποιουδήποτε μεμονωμένου ατόμου), αλλά και μέσα στο οποίο η ανθρώπινη εφευρετικότητα (και, πιο βαθιά, το θεόσταλτο δικαίωμα στη μούχλα και στον έλεγχο κάθε μορφής ζωής) θα μας οδηγήσει σε μία χρυσή εποχή αφθονίας και λογικής. Κάθε γενιά, με αυτό το σκεπτικό, έρχεται πιο κοντά και όλα τα προβλήματα και οι αντιφάσεις είναι απλώς δυσλειτουργίες, που θα εξομαλυνθούν από το κατεστημένο. Αυτός ο στόχος είναι πάντα άπιαστος κι έτσι, κάθε προσπάθεια των ελίτ να μας σπρώξουν πιο πολύ προς αυτήν την κατεύθυνση είναι δικαιολογημένη.

 Ο μύθος, που λειτουργεί ως κινητήρια μηχανή σε αυτό το τρενάκι του τρόμου, παραβιάζοντας τη χαοτική αυτονομία της ύπαρξης, είναι το επιστημονικοφασιστικό ιδανικό της ανθρώπινης τελειότητας, το μίσος για την οργανική ευθραυστότητα και για το απρόβλεπτο. Εδώ έχουμε την ουσία της παθολογίας της κυρίαρχης κουλτούρας: ένα έντονο μίσος και φόβος για το άγριο περιβάλλον (όπως απεικονίζεται σε όλες τις μεγάλες θρησκείες, τον καπιταλισμό, την επιστήμη και τελικά, σε όλους τους πολιτισμούς του παρελθόντος). Η παθολογία, μια σιωπηρή πολιτιστική παραδοχή, που επιβάλλεται από την παιδική ηλικία, διατρέχει αυτές τις γραμμές – ο έμβιος κόσμος έρχεται σε αντίθεση με τις ανάγκες των ανθρώπων, τις ανάγκες της κουλτούρας μας. Έτσι, πρέπει να εξημερωθεί. Και για να εξημερωθεί, πρέπει να δουλεύει για τον άνθρωπο. Και για να δουλεύει για τον άνθρωπο, πρέπει να καταστραφεί και να ξαναφτιαχτεί…

 Σήμερα, αυτή η αρρώστα έχει φτάσει σε ανεπανάληπτα επίπεδα. Νανοτεχνολογία, ρομποτική, γενετική μηχανική και βιοτεχνολογία είναι οι επιστήμες του μέλλοντος: να κλωνοποιείται, να επανα-δημιουργείται και να ελέγχεται ο ιστός της πραγματικότητας, σαν ένα εξημερωμένο και συνθετικό προϊόν συμβατό με τις ανάγκες της άρχουσας τάξης. Περισσότερα κέρδη, δύναμη, κύρος, όποιο κι αν είναι το κόστος σε ζωές ή σε ισορροπία ή σε πολυμορφία. Η αυτονομία και η αγριότητα συνεχώς υποχρεώνονται να μένουν στο παρασκήνιο. Η πρόοδος προελαύνει, βουτώντας το πρόσωπο της πλειοψηφίας μέσα στη λάσπη, ώστε οι πλούσιοι να μπορούν να ασφαλίσουν την περιουσία τους, ενώ μας διαβεβαιώνουν ότι ποτέ δεν ήμασταν καλύτερα.

 Θέτοντας τους εαυτούς μας ενάντια σε αυτό το πρότυπο, είναι εύκολο να αισθανθούμε συγκλονισμένοι. Οι εκδηλώσεις και οι πράκτορες της εξουσίας είναι παντού, οι τεχνολογικές υποδομές είναι παντού, τα αντικείμενα που συμβολίζουν την υποτίμησή μας, ως ατομικών υποκειμένων, είναι παντού… Αυτά προτιμούμε να τα βλέπουμε έτσι – οι στόχοι είναι παντού. Μέσα σε έναν κόσμο, που αισθανόμαστε ότι ασφυκτιούμε, συνειδητοποιούμε ότι είμαστε ακόμα άγριοι, δεν έχουν εξαλείψει τις επιθυμίες μας για μια ζωή ελεύθερη από τη βιομηχανική φυλακή. Τα βρέφη εξακολουθούν να γεννιούνται άγρια, εξακολουθούν να φυτρώνουν σπόροι, που δεν είναι τεχνητά εμπορεύματα, που διατηρούν τον άγριο σκοπό και τη μοναδικότητά τους, υπάρχουν ακόμη ποτάμια, που ακολουθούν το δρόμο τους προς τη θάλασσα και γελάμε και υποσχόμαστε το δικό μας πόλεμο στον πολιτισμό.

 Αυτό, που είναι εφικτό και κατανοητό στις ζωές μας, είναι να ενταχθούμε στις ευρείες κοινωνικές εξεγέρσεις, όταν ίσως ξεσπάσουν και να ξεκινήσουμε τη δική μας προσωπική εξέγερση, όταν τα νερά θα είναι κατά τα άλλα ήρεμα, να αρνηθούμε τους καπιταλιστικούς-πατριαρχικούς ρόλους, να επιτεθούμε στις δομές και στους διαχειριστές της εκμετάλλευσης και να μπλοκάρουμε χειροπιαστά την ανάπτυξη και την οικονομία. Το σημερινό σύστημα είναι ευάλωτο, παρά την απόρθητη εμφάνισή του. Αδύνατα σημεία και αφύλαχτες δομές υπάρχουν – και πιο κοντά στο σπίτι μας, για πολλούς από εμάς, απ’ όσο μπορεί να φαντάζεστε. Και είναι πέραν κάθε αμφιβολίας ότι εμείς, που αντιστεκόμαστε στο σύστημα, μπορούμε με κάποιον πειραματισμό και με αποφασιστικότητα, να αποκτήσουμε τη θεωρητική και την πρακτική ικανότητα για να το αποσταθεροποιήσουμε. Εγκαταλείποντας τα πόστα μας και επιτιθέμενοι στο υπογάστριο του Λεβιάθαν, ανακτούμε τη δύναμή μας.

 Αισθανόμαστε ότι η διεθνής ευαισθητοποίηση και η αλληλεγγύη είναι συμπληρωματικά κομμάτια των ατομικών μας αγώνων. Και οι μάχες πολλαπλασιάζονται μεταξύ πολλών σε αυτήν τη Γη. Οι μαχητικοί λαοί αγωνίζονται ενάντια στην επέκταση της υποδομής του πολιτισμού και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, όπως στη Susa Valley, στις Άλπεις και στο Kulon Progo, στις ακτές της Ινδονησίας. Σαμποτάζ από ομάδες συγγένειας, από το μπλοκάρισμα της οικοκτονίας του δάσους Khimki στη Ρωσία, έως τη διάλυση υποδομών για την απελευθέρωση φυλακισμένων και βασανισμένων ζώων, από τις Φιλιππίνες έως την Τσεχία. Η αντίσταση των αυτόχθονων, συμπεριλαμβανομένων των Mapuche στην Αργεντινή και στη Χιλή και των Adivasi στην Ινδία, που αψηφούν την υποταγή. Μαχητική αντικαπιταλιστική αντίσταση, που καλλιεργείται σε ένα όλο και πιο ευρύ φάσμα επικοινωνίας και ανάλυσης και διευκολύνεται από μεταφραστικούς και εκδοτικούς πυρήνες. Σε όλην την Ευρώπη, στέλνονται σήματα καπνού μαχητικής αλληλεγγύης από χώρες τόσο μακρινές μεταξύ τους, όπως η Ισπανία, η Φινλανδία και η Τουρκία και σύντροφοι συμβάλλουν ή συμπληρώνουν μαζικές εξεγέρσεις στη Λισσαβόνα, το Λονδίνο και την Αθήνα. Υπάρχουν εμπρηστικές πράξεις, που εξαπλώνονται μέσω του Καναδά, του Βελγίου, της Αργεντινής και της Αγγλίας. Το φάντασμα της αποφασιστικότητας του ένοπλου αγώνα επιστρέφει με αναρχικές αρχές, το “φάντασμα της ελευθερίας με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια της”.  Για να μην αναφερθούμε σε όλες τις άλλες ανεξιχνίαστες πραγματικότητες της άνομης εξέγερσης, καθώς παρά το συνένοχο νέφος της κοινωνικής αδιαφορίας, οι άνθρωποι απολαμβάνουν τη ρήξη με τις κυρίαρχες σχέσεις και με την ίδια τους την εξημέρωση και επανασυνδέονται με τη μνήμη μιας βαθύτερης αλληλεξάρτησης, ενώ απο-αποικιοποιούν τις ατομικές τους ζωές από τη μηχανή.

 Διότι, τι από όσα προσφέρει αυτή η κοινωνία μπορεί οποιοσδήποτε από εμάς να το περιγράψει ως ελευθερία; Ελευθερία είτε να γίνεις αντικείμενο εκμετάλλευσης, είτε να πεινάσεις; Ελευθερία να διαλέξεις τη μάρκα Α, αντί της Β; Ελευθερία να ενεργείς ως “αρσενικό” ή “θηλυκό” και ως τίποτα άλλο πέρα από αυτά; Ελευθερία να προσκυνάς την εξουσία ή να τιμωρείσαι; Είναι ελευθερία το να γεννιέσαι διαχωρισμένος από τη γη, με πλάκες πεζοδρομίου και να προορίζεται να ζήσεις συγχρονισμένος με τους ρυθμούς της οικονομίας, αντί με αυτούς της Γης; Είναι ελευθερία να διαθέτεις ελάχιστης έως καμία δυνατότητα να επηρεάσεις τον καθημερινό σου περίγυρο, τον οποίο έχει αποικίσει και ελέγχει η ανωτερότητα του εμπορεύματος; Να μαγεύεσαι από τις όλο και πιο σύγρονες τεχνολογίες, που υποβαθμίζουν την πραγματική ανθρώπινη επαφή, που τώρα πια μονοπωλούν τον “ελεύθερο χρόνο” και τις εμπορικές περιοχές και τον χώρο εργασίας; Υπάρχει ελευθερία κάτω από κυβερνήσεις, που κυνηγούν το DNA σου, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σου και ζητούν βεβαίωση κατοικίας από την παιδική ηλικία; Ποια ελευθερία υπάρχει μέσα στα εργαστήρια, που κατασκευάζονται γονίδια, ελέγχονται και πατεντάρονται, με σκοπό τη χειραγώγηση των ίδιων των θεμελίων της ζωής στο ύψιστο επίπεδο; Αποτελεί ένδειξη ατόμων, που ζουν σε ελευθερία, ο αριθμός-ρεκόρ των περιστατικών καρκίνου και κατάθλιψης; Του διαβήτη, που προκαλείται από την παχυσαρκία, το αλκοόλ και την εξημερωμένη ζωή; Του θυμού στους δρόμους και της σεξουαλικής βίας; Το να βρίσκεσαι εκτεθειμένος σε κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης 300 φορές την ημέρα; Το να είσαι ελεύθερος να φορέσεις ρόλους, σύμφωνα με την υπεροχή της λευκής φυλής; Το να είσαι ελεύθερος να έχεις οποιαδήποτε άποψη σου επιτρέπουν τα ΜΜΕ (δηλαδή, απόψεις που στηρίζουν τα συμφέροντα των ισχυρών), εντέχνως καμουφλαρισμένη από τη μυθική “αντικειμενικότητα” και την ανειλικρινή κριτική; Ξεκάθαρα, δεν υπάρχει ουσιαστική ελευθερία σήμερα, για την οποία το άτομο δεν χρειάζεται να πολεμήσει τυράννους, μεγάλους, μικρούς ή εσωτερικευμένους.

 Η σκοτεινή σκιά της καταστολής, επίσης, μεγαλώνει, με αυξημένη επιτήρηση και διασυνοριακές δικαστικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, το σχηματισμό μια αντι-αναρχικής αστυνομικής μονάδας στο Μόντρεαλ, την παρενόχληση επαναστατικού περιεχομένου ιστοσελίδων στη Γαλλία, φιλίες ποινικοποιούνται, παντού περισσότεροι αγωνιστές βρίσκονται πίσω από τους τοίχους των φυλακών. Αλλά, ακόμα το καθεστώς δείχνει αδύναμο να σταματήσει το εύρος των διαφορετικών επιθέσεων και των ανατροπών, που αντιμετωπίζει η βία της ηρεμίας, η αυταρέσκεια της κοινωνικής “ειρήνης”…

 Μπορούμε να κάνουμε μια επιλογή, αν δεν την έχουμε κάνει ήδη, ώστε αυτό να γίνει το σημείο-καμπή, όπου ξεκινάμε την αντεπίθεση. Επειδή, οι μέρες μας και ο πλανήτης, πάνω στον οποίο τις περνάμε, μπορεί απλά να είναι πιο πολύτιμα από το να έχουμε ένα όπλο στις πλάτες μας και έναν μπάτσο πάνω από τα κεφάλια μας.

 Κάθε μέρα, μπορούμε να βρίσκουμε τρόπους να αντιμετωπίσουμε τη θανατηφόρα μηχανή της δικής μας υποταγής. Η πρόκλησή μας είναι να ανακαλύψουμε τα εκατομμύρια τρόπους, ώστε να κάνουμε τη δική μας ζωή ένα λαμπερό φλεγόμενο κάρβουνο απελευθέρωσης,  αναζητώντας ποια μέρη θα πιάσουμε. Ας εξεγερθούμε για τη διατήρηση της άγριας ελεύθερης ζωής στη Γη, για την κοινή χαρά της αγάπης και του αγώνα και βαθύτερα απ’ όλα, για τους ΕΑΥΤΟΥΣ ΜΑΣ και για την «αδέσμευτη, παιχνιδιάρικη συνέργεια των απελευθερωμένων Εγώ».  Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτούμε, παρά μόνο στην απάθεια και την παραίτηση, που αποτελούν την πιο βάρβαρη υποβάθμιση των ζωών μας, το να καθόμαστε ήσυχα και υπομονετικά περιμένοντας να πεθάνουμε, μακριά από όσα αναζητούμε στην ύπαρξη…

 Σε αυτήν τη μία και μοναδική ζωή που έχουμε, δείχνουμε τα δόντια μας και ρίχνουμε τα ζάρια σε μια επίμονη προσπάθεια να ξεθάψουμε την ακεραιότητα και την ευχαρίστηση της εξέγερσης και να αδράξουμε εκείνες τις στιγμές εδώ και τώρα, που δίνουν κάποιο νόημα σε αυτόν τον βόθρο. Και αν η μάχη μας μοιάζει αδύνατη, απαντάμε ότι οι σημερινές μας ζωές μοιάζουν αδύνατες και η πραγματικότητα, έτσι κι αλλιώς, γελοιοποιεί όλες τις βεβαιότητες και όλες τις ιδεολογίες.

 ΟΛΠΙΖΟΜΑΣΤΕ-ΣΤΟΧΕΥΟΥΜΕ-ΠΥΡΟΒΟΛΟΥΜΕ…

 ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΠΟΛΕΜΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ

αγάπη και οργή από το Return Fire

Ολόκληρο το έντυπο, σε μορφή PDF,  εδώ.

Πηγή

Ρωσία: Εμπρησμός δύο οχημάτων εκσκαφής(Μόσχα)

Δύο πυρήνες οικοαναρχικών, στη Μόσχα, πραγματοποίησαν συντονισμένη επίθεση σε οδικό εργοτάξιο, στα ανατολικά της Μόσχας, η οποία κατέληξε στον εμπρησμό δύο οχημάτων εκσκαφής. Η δράση πραγματοποιήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2013. Πρώτα πέσαμε πάνω σε κάποιους εργάτες, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με το να ανάψουν φωτιές κοντά στα οχήματα, που χρησιμοποιούνται ως κινητές μονάδες στέγασης, δίπλα στο δάσος. Έτσι, αρχικά μπήκαμε στον πειρασμό να τους γαμήσουμεκαι να κάψουμε τα οικήματά τους, μαζί με εργαλεία και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Αλλά, αποδείχτηκε ότι η αμοιβαία επιθυμία μας για καθαρό κάρμα ήταν πιο δυνατή από την τάση μας να το χαλάσουμε κι έτσι, δεν αγγίξαμε τους σκλάβους. Πυρπολήσαμε τα οχήματά τους.
Ως συνήθως, ενεργήσαμε με θράσος: κάναμε τις κακές μας πράξεις ακριβώς μπροστά στους εργάτες και τους περαστικούς οδηγούς. Επίσης, ζητάμε συγγνώμη από τον τύπο, που σχεδόν είχε τροχαίο ατύχημα επειδή η φλεγόμενη μπουλντόζα τον υπνώτισε τόσο πολύ.
Αξιοποιούμε αυτήν την ευκαιρία για να σας υπενθυμίσουμε ότι οι εργασίες στο εργοτάξιο συνεχίζονται. Η περιφέρεια της Μόσχας είναι γεμάτη με έργα σαν αυτό, όπου ξεριζώνονται δέντρα και η γη καλύπτεται με άσφαλτο. Όσο περισσότεροι δρόμοι υπάρχουν, τόσο λιγότερος χώρος μένει για να ζήσουμε. Αυτό δεν το βρίσκουμε σωστό. Καλή τύχη σε όσους είναι γενναίοι. Θάνατος σε όσους δεν είναι.

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – Ρωσία
Μέτωπο Απελευθέρωσης της Γης – Ρωσία

Πηγή

Μπορείτε να βρείτε τις αναλήψεις ευθύνης και στο αρχείο.

Νέες κυκλοφορίες από τις εκδόσεις Gazakia από την Αργεντινή

Το 5ο τεύχος του ομώνυμου εντύπου:

\"Gazakia#5\"

La Pasión del Ego, συλλογή κειμένων του Zo d\’Axa

\"Tapa\"

Ιταλία: Απελευθέρωση του συντρόφου Stefano Gabriele Fosco και της συντρόφισσας Elisa di Bernardo από τη φυλακή

Στις 08/09/2013, ο σύντροφος Stefano Gabriele Fosco και η συντρόφισσα Elisa di Bernardo απελευθερώθηκαν από τις ιταλικές φυλακές με περιοριστικούς όρους. Ο σύντροφος και η συντρόφισσα είχαν συλληφθεί στις 13 Ιουνίου του 2012 στα πλαίσια της κατασταλτικής επιχείρησης \”Ευτολμία\” (Ardire). Οι περιοριστικοί όροι που τους επιβλήθηκαν είναι παρουσία σε αστυνομικό τμήμα και υποχρεωτική διαμονή στον τόπο που έχουν δηλώσει. Μετά από την απελευθέρωσή τους, αλλά και μετά την απελευθέρωση των συντρόφων Giuseppe Lo Turco και Alessandro Settepani τον περασμένο Ιούνη, ο μόνος σύντροφος εκείνου του κατασταλτικού κύματος που παραμένει ακόμα έγκλειστος, είναι ο Sergio Maria Stefani.

Για επικοινωνία με το Sergio:

Casa Circondariale Ferrara
Via Arginone 327
44122 Ferrara

Ιταλία

Λευτεριά στο Sergio!

Λευτεριά στα αιχμάλωτα συντρόφια σε όλον τον κόσμο!

Φωτιά στο υπάρχον!