Ιταλία: Βραδιά αλληλεγγύης στους Αλφρέντο Κόσπιτο και Νικόλα Γκάι (Μιλάνο)

\"cena-alf-nic\"

Αλληλέγγυα κουζίνα την Κυριακή, 13 Οκτώβρη, από τις 20.30
Ενημερώσεις ενόψει της έναρξης της δίκης στις 30 Οκτώβρη στη Γένοβα

Ο Αλφρέντο και ο Νικόλα βρίσκονται προφυλακισμένοι από τη στιγμή της σύλληψής τους τον Σεπτέμβρη του 2012, κατηγορούμενοι για τους πυροβολισμούς που τραυμάτισαν τον Ρομπέρτο Αντινόλφι, γενικό διευθυντή της Ansaldo Nucleare, ενέργεια της οποίας την ευθύνη ανέλαβε ο Πυρήνας Όλγα της Άτυπης Αναρχικής Ομοσπονδίας/Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο. Ως ημερομηνία έναρξης της δίκης έχει οριστεί η 30ή Οκτώβρη – μια καλή ευκαιρία να χαιρετίσουμε και να στηρίξουμε τους δυο συντρόφους που θα είναι παρόντες στην ακροαματική διαδικασία.

Εσείς περιμένετε την Επανάσταση! Ας είναι!

Η δικιά μου έχει ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό!

Όταν θα είσαστε έτοιμοι –ένας θεός ξέρει πότε– δεν έχω θέμα να βαδίσουμε αντάμα ένα κομμάτι της διαδρομής. Όταν όμως εσείς σταματήσετε, εγώ θα συνεχίσω την τρελή και θριαμβεύουσα πορεία μου προς τη σπουδαία και ανυπέρβλητη κατάκτηση του τίποτα!

Κάθε κοινωνία που οικοδομείτε θα ’χει τις όχθες της, και πάνω στις όχθες τής κάθε κοινωνίας θα περιπλανώνται οι ηρωικοί και μποέμηδες αλήτες των αγνών και άγριων λογισμών, που το μόνο που γνωρίζουν είναι να ζούνε ετοιμάζοντας πάντοτε νέες και υπέροχες αντάρτικες εκρήξεις! Εγώ θα είμαι ανάμεσά τους.

Ρέντσο Νοβατόρε

Κατάληψη Villa Vegan
Οδός Λίττα Μοντινιάνι 66, Μιλάνο, Ιταλία

Πηγή

Ιταλία: Ενημέρωση για την υπόθεση του συντρόφου Φραντσέσκο Καρριέρι

Τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη του 2013 κυκλοφόρησε ένα γράμμα του Φρα μέσα απ’ τη φυλακή Σαντ’Αγκοστίνο της Σαβόνα (βόρεια Ιταλία). Ο σύντροφος οδηγήθηκε εκεί αρχικά, κατηγορούμενος ότι παραβίασε τους περιοριστικούς του όρους – συγκεκριμένα ότι κάλεσε φίλους του στο σπίτι όπου βρισκόταν έγκλειστος. Ήδη όμως απ’ τον Φλεβάρη του τρέχοντος έτους είχε αρθεί η απαγόρευση επικοινωνίας ή συνάντησης με άλλα πρόσωπα πλην των συγκατοίκων του, συνεπώς η αιτιολόγηση της απόφασης των διωκτικών αρχών να τον ξαναστείλουν φυλακή ήτανε μονάχα προσχηματική.

Ο ίδιος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Αυτή η εμπειρία δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τα ιδεώδη μου και το μίσος μου ενάντια σ’ αυτή την κακόφημη και εκμεταλλευτική κοινωνία, η οποία απαρτίζεται από δολοφόνους μπάτσους, σαδιστές δικαστές και γουρούνια πολιτικούς. Δεν μπορώ παρά να ευχαριστήσω τους συντρόφους μου μες στο κελί, και όχι μόνον, που αμέσως μου απέδειξαν την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη τους. Στέλνω όλη μου τη στοργή στους κοντινούς μου ανθρώπους και στην οικογένειά μου, που πάντοτε με στηρίζουν και μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω».

Το παρακάτω φυλλάδιο μοιράστηκε εκτός των τειχών στη Σαβόνα, στις 28 Σεπτέμβρη, σε μιαν αυθόρμητη δράση αλληλεγγύης, όπου γράφτηκαν πολλά συνθήματα σε τοίχους ενάντια στην κανονικότητα μιας πόλης που φιλοξενεί μια διαβόητη φυλακή εν μέσω πολυκατοικιών.

Πάντα στο πλευρό όσων αγωνίζονται

Εδώ και σχεδόν ένα χρόνο ο Φραντσέσκο βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, σε αναμονή της δίκης στην οποία κατηγορείται για συμμετοχή στην εξέγερση της 15ης Οκτώβρη 2011 στη Ρώμη. Εκείνες τις μέρες δινόταν μια μάχη ενάντια στις κυβερνήσεις και στις πολιτικές τους, που έφεραν ολόκληρη τη χώρα σε μια καταστροφική κρίση. Μια κρίση που δεν τη δημιουργήσαμε εμείς, αλλά τ’ απότοκά της τα βιώνουμε κάθε μέρα, μια κρίση που μας υποχρεώνει να ζούμε κάτω απ’ ολοένα πιο δυσχερείς και πνιγηρές συνθήκες, εντείνοντας συνεχώς την εκμετάλλευσή μας, καθιστώντας μας όλο και πιο αλλοτριωμένους και πωρωμένους με κάλπικα όνειρα και επίπλαστες ανάγκες, διαιρώντας μας όλο και περισσότερο σ’ έναν πόλεμο αναμεταξύ φτωχών.

Χτες τ’ απόγευμα, την ώρα που ο Φραντσέσκο βρισκόταν με φιλική του συντροφιά στο σπίτι όπου τελούσε υπό κατ’ οίκον περιορισμό, κλιμάκιο καραμπινιέρων εισέβαλαν στο χώρο για έλεγχο, απήγαγαν τον Φραντσέσκο και τον μετήγαγαν στη φυλακή της Σαβόνα λόγω υποτιθέμενης παραβίασης ορισμένων υποχρεώσεων και περιορισμών που του είχαν επιβληθεί. Ωστόσο επικαλέστηκαν όρους που δεν ίσχυαν καν τη δεδομένη χρονική στιγμή, προλογίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη σκλήρυνση της καταστολής εναντίον του. Η ανυπόστατη αυτή ενέργεια, αν δεν οφείλεται σε πλήρη ανικανότητα των μπάτσων, προήλθε από προμελετημένη, τρισάθλια και ύπουλη εκδικητική κίνηση της αστυνομίας.

Ανέκδοτα με καραμπινιέρους ξέρουμε μπόλικα, αλλά μας προκαλεί μεγάλη εντύπωση να είναι τόσο ηλίθιος ο κομαντάντε των καραμπινιέρων του Βαράτσε ώστε να μην μπορεί να διαβάσει σωστά δυο απλά περιοριστικά μέτρα, και να διατάσσει τη φυλάκιση ενός ατόμου εναντίον του οποίου η απαγόρευση επισκεπτηρίου είχε ήδη αρθεί απ’ τον Φλεβάρη του 2013.

Πρόκειται το δίχως άλλο για μια βεντέτα από μέρους των «πάντα πιστών» στο καθήκον τους καραμπινιέρων, που υπερασπίζονται τους κρατικούς θεσμούς επιχειρώντας εναντίον όποιου αποστρέφεται με εχθρότητα την επιβεβλημένη αυτήν κοινωνική τάξη.

Αυτή η εξέλιξη είναι μια ξεκάθαρη εκφοβιστική κίνηση με στόχο να κάμψει το ηθικό όποιου ακόμα και στα δύσκολα βγάζει μπροστά την υπόθεσή του με αξιοπρέπεια, δικαιώνοντας κάθε λεπτό τις ιδέες και τις επιλογές του. Περιττεύει να πούμε ότι μια φυλάκιση δεν μπορεί ούτε τον Φραντσέσκο να λυγίσει, ούτε και να δαμάσει την επιθυμία για λευτεριά, που μας εμψυχώνει και μας σπρώχνει καθημερινά να μπούμε στο παιχνίδι και να ριχτούμε στον αγώνα.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΝ ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ

Αυτές τις μέρες οι κρατούμενοι σε πολλές φυλακές ανά την ιταλική επικράτεια αγωνίζονται ενάντια στις συνθήκες εγκλεισμού τους. Στέλνουμε και σ’ αυτούς όλη μας την αλληλεγγύη.

Για έναν κόσμο δίχως φυλακές! Λευτεριά σε όλες κι όλους!
Solidali15ottobregenova@gmail.com

Μετά την επικύρωση της εντολής επαναπροφυλάκισης του Φραντσέσκο, στις 3 Οκτώβρη, ο σύντροφος μεταφέρθηκε στη φυλακή του Σανρέμο. Μπορείτε να του γράψετε στην παρακάτω διεύθυνση:

Francesco Carrieri
Casa Circondariale di Sanremo, Strada Armea 144, ΙΤ-18038 Sanremo (Imperia), Ιταλία

Πηγή

Το γράμμα του συντρόφου

Κείμενα για τα γεγονότα: 1,2

Κυκλοφόρησε το \”Νέο Αναρχικό Αντάρτικο Πόλης\” στα Ιταλικά

Το βιβλίο \”Το Νέο Αναρχικό Αντάρτικο Πόλης\”, της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μαύρη Διεθνής, είναι πλέον διαθέσιμο και στην ιταλική γλώσσα. Η έκδοση έγινε από τις αναρχικές εκδόσεις Sole Nero. Μπορείτε να κατεβάσετε το PDF, εδώ.

Πηγή

Ιταλία: Συνεισφορά της αναρχικής συντρόφισσας Elisa Di Bernardo στην Ένατη Συνάντηση για την Απελευθέρωση των Ζώων

Σημείωση: Αυτή η συνεισφορά γράφτηκε από την Elisa, όσο ήταν ακόμα κρατούμενη στη φυλακή Rebbibia, στη Ρώμη, στα πλαίσια της επιχείρησης «Ευτολμία». Απελευθερώθηκε στις 7 Σεπτέμβρη με περιοριστικούς όρους.

Γεια σε όλους!

Για να είμαι ειλικρινής (συγχωρέστε με για αυτήν τη δυσάρεστη λέξη), δεν έχω συμμετάσχει ξανά σε κάποια από τις προηγούμενες συναντήσεις για την απελευθέρωση των ζώων. Είναι η πρώτη φορά που εκφράζω τη γνώμη μου σε μια τέτοια περίσταση, παρόλο που βρίσκομαι στη φυλακή.

Αυτά που πρόκειται να γράψω, δε συνδέονται απαραίτητα με ένα συγκεκριμένο και μονοσήμαντο θέμα σχετικό με μια ατζέντα, αλλά μια σειρά σκέψεων και ερωτημάτων, που αποτελούν μια ολιστική οπτική και έναν αντιεξουσιαστικό τρόπο αντίληψης του υπάρχοντος.

Μπορεί να φαίνεται μια ασυνάρτητη σειρά σκέψεων… Κάντε ό,τι θέλετε με αυτές, αλλά θέλω να ξέρετε πως ο κύριος λόγος, που κάνω αυτή τη μικρή συνεισφορά, είναι η διάλυση μερικών στερεοτύπων και η αποκαθήλωση μερικών «απόλυτων αληθειών». Τώρα θα τα πω κάπως χύμα…

Παρόλο που είμαι βίγκαν εδώ και 14 χρόνια, δεν έχω υποστηρίξει ποτέ πως ο βιγκανισμός είναι ένα εξαιρετικό «σημάδι» απόλυτης συνέπειας… Και σε σχέση με τι; Με το να είναι κανείς φιλόζωος, αντισπισιστής και οικολόγος; Μέχρι σήμερα, αυτές οι λέξεις έχουν παραχρησιμοποιηθεί και έχουν γίνει κτήμα ενός σημαντικά αυξανόμενου και καθόλου αντιεξουσιαστικού φάσματος ανθρώπων. Τελειώστε εσείς την πρόταση…

Είμαι πεπεισμένη πως ο βιγκανισμός δεν είναι πάντα ακίνδυνος, όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις (ας σκεφτούμε για παράδειγμα τις πολυεθνικές παραγωγής σόγιας), αν δεν μπαίνει σε αντιβιομηχανικά πλαίσια. Για αυτόν το λόγο, είμαι σίγουρη πως κάποιες μορφές χορτοφαγίας και παμφαγίας είναι πιο φιλικές προς το περιβάλλον (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση, που καταλαβαίνουμε όλοι) και πάλι, αν δε συνεργούν στη βιομηχανική παραγωγή. «Παμφαγία! Αίρεση!», θα φωνάξουν κάποιοι στη συνάντηση. Ναι, παμφαγία. Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να δώσουμε προσοχή σε αυτά που συνειδητοποιούμε.

Ριζοσπαστική οικολογία; Το ιδανικό θα ήταν να καταστρέψουμε όλους τους τεχνοβιομηχανικούς μηχανισμούς, όχι το να καταναλώνουμε τρόφιμα, που μικρή σχέση έχουν με τη γη· και εδώ δεν έχει σημασία αν αυτά τα τρόφιμα είναι φυτικά ή ζωικά προιόντα. Το απαραβίαστο της ζωής; Το να προστατεύουμε όλα τα έμβια πλάσματα από το θάνατο και τα δεινά, είναι δυνατό μέχρι κάποιο σημείο· και η φύση, την οποία λέμε πως αγαπάμε τόσο πολύ, δεν είναι τόσο σπλαχνική, όσο η μυθική μας φαντασία μας κάνει να πιστεύουμε. Από αυτήν την άποψη, ξέρω για παράδειγμα φιλόζωους, αντισπισιστές (και ότι άλλους –ιστες θέλετε), οι οποίοι αρέσκονται στο να ανακατεύονται με τα αρπακτικά ένστικτα των ζώων, με τα οποία συζούν και να εμποδίζουν πιθανά θηράματα από το να καταλήγουν στα σαγόνια και τα νύχια των θηρευτών, οι οποίο είναι βίγκαν, όπως και οι «ιδιοκτήτες» τους… Δεν είναι αυτό ένα ανθρωποκεντρικό αντανακλαστικό, που θέλουμε να ξεφορτωθούμε;

Κατά τη γνώμη μου, ένας αναρχικός, που υποστηρίζει πως είναι εναντίον κάθε μορφής ανθρωποκεντρισμού, δε θα πρέπει να γίνεται ο σωτήρας άλλων ζωικών ειδών, που εμπλέκονται στη δυναμική των αρπακτικών ενστίκτων. Ανήκουμε στη φύση, την οποία λέμε πως αγαπάμε, προστατεύουμε και απελευθερώνουμε; Με τι τρόπο ανακατεύεται ο άνθρωπος με τη φύση και το φυσικό κόσμο; Τι σημαίνουν πραγματικά αυτές οι λέξεις και με τι τρόπο αντιμετωπίζουμε ή συγκρουόμαστε με τον πολιτισμό; Πώς μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε μια «άγρια ζωή» (Ω, από πόσες φωνές, συμπεριλαμβανομένης και της δικιάς μου, έχω ακούσει αυτήν την πανέμορφη λέξη!) Πόσοι από μας θα ήμασταν έτοιμοι να ξεφοτωθούμε τις ανέσεις της πόλης (ενός ελάχιστα φυσικού χώρου, θα έλεγα); Με ποιον τρόπο μπορούμε να συμφιλιώσουμε την απελευθέρωση των ζώων με αυτήν των ανθρώπων, σε επίπεδο θεωρίας και πρακτικής;

Βέβαια, η εντατική γεωργία και ο φυλακισμός των ζώων είναι κάτι, που δε γίνεται ανεκτό, χωρίς συμβιβασμούς! Θεωρώ πως είναι σημαντικό να τονίσουμε τη σημασία της απελευθέρωσης των ζώων με κάθε μέσο. Όμως, το να μιλάμε για την απελευθέρωση των ζώων από μια αναρχική οπτική, θα πρέπει να μας θυμίζει πως ο άνθρωπος είναι εκείνο το ζώο, που ζει σε αιχμαλωσία το μεγαλύτερο διάστημα από όλα. Πόσα κλουβιά πρέπει να ξεφορτωθούμε ακόμα; Πολλά, πάρα πολλά! Ο σεξισμός, για να συνδεθώ με ένα από τα θέματα αυτής της συνάντησης, είναι ένα από αυτά. Δεν ξέρω καμιά αλήθεια, αλλά έχω θέσεις: ως αναρχική, ιδιαίτερα σε μια έντονα ελευθεροκτόνα εποχή, αρνούμαι να κάνω χρήση της έννοιας των «δικαιωμάτων», όσον αφορά τους ανθρώπους και δεν τη χρησιμοποιώ ούτε για τα ζώα. Είναι ένα ψέμα, που βοηθάει τους θεσμούς στο έργο της ανάθεσης μέσω αντιπροσώπων.

Η ριζοσπαστική οικολογία και η απελευθέρωση των ζώων μπορούν να συμφιλιωθούν περίφημα ή μάλλον θα πρέπει να είναι αδιαχώριστα. Άλλα, προφανώς, η απελευθέρωση των ζώων είναι μόνο ένα «κομμάτι» της ριζοσπαστικής οικολογικής προσέγγισης. Πιστεύω πραγματικά πως σε μια τροχιά για την απελευθέρωση των ζώων θα πρέπει να αρνηθούμε όλες τις εξειδικεύσεις και τους μονοθεματισμούς και να καταλάβουμε πως δεν υπάρχει ελευθερία, χωρίς απελευθέρωση από όλες τις πολιτισμικές παγίδες.

Είναι καλό να συνεχίσουμε να απελευθερώνουμε τα ζώα, όχι μόνο από τα στενά κλουβιά των φαρμών αναπαραγωγής και των εργαστηρίων, αλλά και από τα μεγάλα και όμορφα κλουβιά των καταφυγίων… Θα ήταν, όμως, αυτό πιο αποδεκτό, αν δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτοκίνητα να μπλέκονται με την ελεύθερη κίνηση αυτών των ζώων, έξω από τα καταφύγια; Γι’ αυτό, είναι απαραίτητο να καταστρέψουμε και τα κλουβιά, που αναπαριστούν οι δρόμοι και τα αυτοκίνητα (και για τους εαυτούς μας)… Γι’ αυτό, είναι άμεσης σημασία να παλέψουμε ενάντια στο κλουβί της αστικοποίησης… Γι’ αυτό, δε μπορούμε παρά να καταστρέψουμε το κλουβί του ανθρωποκεντρισμού… Γι’ αυτό, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ένα τεράστιο έργο πολιτισμικής ανατροπής, ώστε να ελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από κάθε όψη της κυριαρχίας!

Μια εξεγερμένη αγκαλιά!

Elisa Di Bernardo

Πηγή

Ιταλία: Σχετικά με τις συλλήψεις των Adriano Antonacci και Gianluca Iacovacci

Το απόγευμα της Τετάρτης, 18 Σεπτέμβρη 2013, μονάδες των καραμπινιέρων του τμήματος ειδικών επιχειρήσεων ROS μπούκαραν στα σπίτια τεσσάρων ατόμων στην περιοχή των Καστέλλι Ρομάνι (κοντά στη Ρώμη).

Οι μπάτσοι διενέργησαν έρευνες μέσα στα σπίτια και κατέσχεσαν διάφορα προσωπικά αντικείμενα, ενώ συνέλαβαν δύο νεολαίους, τον Αντριάνο και τον Τζανλούκα, με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης, επιδιώκοντας να τους αποδοθούν ενέργειες των οποίων την ευθύνη έχουν αναλάβει ομάδες υπογράφοντας με διάφορα ακρωνύμια. Αυτήν τη στιγμή οι δυο συλληφθέντες βρίσκονται έγκλειστοι σε καθεστώς απομόνωσης στις ρωμαϊκές φυλακές.

Το άρθρο του ποινικού κώδικα που χρησιμοποιήθηκε αυτήν τη φορά από τις διωκτικές αρχές είναι το 270bis, το οποίο κάνει λόγο για «σύσταση οργάνωσης με σκοπό την τρομοκρατία, και σε διεθνές επίπεδο, ή την ανατροπή της δημοκρατικής τάξης».

Μόλις ένα μήνα πριν τις προγραμματισμένες απεργιακές κινητοποιήσεις στη Ρώμη και πανιταλικά, ο κατασταλτικός μηχανισμός έβαλε μπρος τη συνήθη μιντιακή προπαγάνδα παραπληροφόρησης και προληπτικού συναγερμού.

Οι δυο συλληφθέντες, που όπως χιλιάδες άλλοι κάτοικοι των Καστέλλι Ρομάνι βγήκαν στο δρόμο για να διαδηλώσουν ενάντια στο πλιάτσικο της γης, θα μπορέσουν να δεχτούν επισκέψεις από συγγενικά τους πρόσωπα μονάχα μετά από κάμποσες μέρες.

Σε αναμονή περισσότερων ενημερώσεων, καλούμε όλους κι όλες να ενεργοποιήσουν την αλληλεγγύη στους δυο κρατουμένους ώστε να μην αισθανθούν πως είναι μόνοι.

Τρομοκράτες είναι αυτοί που καθημερινά θέτουν σε κίνδυνο την υγεία χιλιάδων ανθρώπων προκειμένου να κατασκευάσουν μικρά και μεγάλα έργα αποκομιδής κέρδους, αυτοί που καθημερινά εκμεταλλεύονται χιλιάδες άτομα στη δουλειά την ίδια ώρα που μονάχα μερικές οικογένειες καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα ως το τέλος του μήνα, αυτοί που καταστέλλουν και δολοφονούν στους δρόμους και στις γειτονιές με πλήρη ατιμωρησία, αυτοί που αποικίζουν και λεηλατούν κάθε μέρα όλο και πιο πολύ τα εδάφη που πατάμε στ’ όνομα του θεού χρήμα.

Όπλο μας η αλληλεγγύη! Όλοι κι όλες έξω απ’ τις γαλέρες!
Άμεση απελευθέρωση των Αντριάνο και Τζανλούκα!

Σύντροφοι/συντρόφισσες και φίλοι/φίλες από τα Καστέλλι Ρομάνι

Για να γράψετε στους Αντριάνο Αντονάτσι και Τζανλούκα Ιακοβάτσι:

Adriano Antonacci – Gianluca Iacovacci
Casa circondariale di Regina Coeli, Via della Lungara, 29, 00165 Roma, Italia

Πηγή

Κυκλοφόρησε το 37ο τεύχος του αγγλικού περιοδικού Dark Nights

Κυκλοφόρησε το 37ο τεύχος του αναρχικού εξεγερτικού περιοδικού Dark Nights, από την Αγγλία. Στο εσωτερικό του υπάρχει κείμενο της Ινδονησιακής FΑΙ, ενημερώσεις για αιχμάλωτους αναρχικούς, αναλήψεις ευθύνης, χρονολόγιο άμεσων δράσεων και το γράμμα του αναρχομηδενιστή αιχμαλώτου Ανδρέα Τσαβδαρίδη, στα αγγλικά.

Κατεβάστε το pdf, εδώ.

Νέα κατασταλτική επιχείρηση στο Λάτσιο, της Ιταλίας

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις που έκανε η ιταλική αστυνομία στον καθεστωτικό τύπο, το πρωί της 19ης Σεπτέμβρη 2013, έλαβε χώρα μια νέα κατασταλτική επιχείρηση εναντίον αναρχικών, που δραστηριοποιούνται στην περιοχή Castelli Romani, νοτιοανατολικά της Ρώμης. Οι μπάτσοι πραγματοποίησαν εφόδους σε σπίτια και συνέλαβαν δύο συντρόφους, τον Adriano και τον Gianluca, από το Albano Laziale και το Frascati αντίστοιχα.

Οι σύντροφοι κατηγορούνται ότι εμπλέκονται σε 13 επιθέσεις άμεσης δράσης, εναντίον τραπεζών, της ιταλικής εταιρίας ηλεκτρισμού Enel, της ιταλικής εταιρίας πετρελαιοειδών Eni, της χωματερής του Albano Laziale, σε άλλες επιθετικές ενέργειες αλληλεγγύης σε αιχμαλώτους αναρχικούς και εναντίον στόχων που συμμετέχουν στην καταστροφή της γης και την εκμετάλλευση των ζώων. Οι αναλήψεις αυτών των δράσεων έχουν διαφορετικές υπογραφές, όπως \”Μέτωπο Απελευθέρωσης των Ζώων (ALF)\”, \”Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία-Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο\” και \”Άμεση Δράση για την Υπεράσπιση της Γης\” ενώ άλλες είχαν αναληφθεί απλά, με το κυκλωμένο αλφάδι.

Βρισκόμαστε σε αναμονή καλύτερης ενημέρωσης και περισσότερων πληροφοριών, από τους αλληλέγγυους στην Ιταλία.

Δύναμη στους αιχμαλώτους του ιταλικού κράτους!

Πηγές ενημέρωσης: 1,2 και σύντροφοι/ισσες

Ας καταστρέψουμε την εργασία

To κείμενο είναι του Alfredo Bonanno και  η μετάφραση από τις εκδόσεις \”Σίσυφος\”.

Η εργασία αποτελεί θέμα που ξαναγυρίζει όλο και περισσότερο πιεστικά μέσα στις σελίδες όλων των ε­φημερίδων, μέσα στα μαθήματα και τις ακαδημαϊκός διαλέξεις, στις εκκλησιαστικός ομιλίες, σε προεκλο­γικός πολιτικός συζητήσεις, ακόμη και μέσα σε άρ­θρα και σε μπροσούρες γραμμένες από συντρό­φους.

Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθονται είναι:
Με ποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη α­νεργία; Πώς θα μπορέσει να ξαναδοθεί ένα νόημα στην εργασιακή   ειδίκευση   που τιμωρείται  από τη  βιομηχα­νική νεο-ανάπτυξη; Πώς θα μπορέσουν να βρε­θούν εναλλακτικοί δρόμοι στην παραδοσιακή εργασία; Πώς τέλος, θα μπορέσει να καταργηθεί η εργασία ή να μειωθεί στο ελάχιστο α­παραίτητο;

Ας πούμε αμέσως ότι καμία από αυτές τις ερωτή­σεις δεν μας ανήκει. Δεν μας ενδιαφέρουν οι πολι­τικές ανησυχίες όποιου διακρίνει στην ανεργία έναν σοβαρό κίνδυνο για την τάξη και τη δημοκρατία. Δεν μας αφορούν οι νοσταλγίες σχετικά με τη χαμένη ε­παγγελματική ειδίκευση. Ακόμη λιγότερο μας ενθου­σιάζουν όλοι αυτοί που εξυφαίνουν απελευθερωτι­κούς εναλλακτικούς δρόμους στη μαζική εργασία του εργοστάσιου ή στη διανοητική εργασία και στη σκλήρυνση που υπέστη εξαιτίας του προωθημένου βιομηχανικού σχεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μας αφορά η κατάργηση της εργασίας ή η μείωση της στο ελάχιστο ανεκτό για μια ζωή που θεωρείται κατ’ αυτό τον τρόπο γεμάτη και ευτυχισμένη. Πίσω από ό­λα αυτά βρίσκεται το χέρι, λιγότερο ή περισσότερο ο­ρατό, αυτών που θέλουν να μας ρυθμίσουν την ύπαρ­ξη, σκεπτόμενοι στη θέση μας ή προτείνοντας μας, με πολιτισμένους τρόπους, να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο.

Είμαστε υπέρ της καταστροφής της εργασίας και, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς διαφορετική. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, σχετικά με την οποία θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω, επέλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, τουλάχιστον μέσα σε ορισμένα όρια, μετακινώντας την εργασιακή δύναμη προς τομείς ελαστικοποιημένους, εύκολα χειριζόμε­νους και ελεγχόμενους. Αυτή τη στιγμή, μέσα στην πραγματικότητα των γεγονότων, η  κοινωνική απειλή της διογκούμενης ανεργίας είναι περισσότερο θεω­ρητική παρά πρακτική και χρησιμοποιείται ως πολιτι­κός εκφοβισμός, ώστε να αποτρέψει πλατειά στρώ­ματα ενδιαφερομένων να επιχειρήσουν οργανωτι­κές κατευθύνσεις που θα έβαζαν υπό συζήτηση, α­κόμη και σε ελάχιστα επίπεδα, τις προγραμματικές ε­πιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά σε διε­θνές επίπεδο.

Εξαιτίας του ότι ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελέγξιμος μέσα από την ιδιότητα του, αυτή δηλαδή του ειδικευμένου εργαζόμενου, συνδε­μένου με τη θέση εργασίας και με την καριέρα του στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας που τον φι­λοξενεί, από παντού, (και επίσης από την πλευρά των εκκλησιαστικών ιεραρχιών), στο όνομα λοιπόν αυτού ακριβώς του κοινωνικού ελέγχου, όλοι επιμένουν πά­νω στην αναγκαιότητα να δοθεί δουλειά στον κόσμο και άρα να μειωθεί η ανεργία. Όχι επειδή αυτή η τελευταία, από μόνη της, από την άποψη της παραγω­γής, αποτελεί ένα κίνδυνο, αλλά ακριβώς το αντίθε­το, επειδή ο κίνδυνος θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την εμπειρία της ελαστικοποίησης που ήδη έ­χει καταστεί απαραίτητη στο εσωτερικό των εργασια­κών οργανώσεων. Η αφαίρεση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από τον εργαζόμενο, επιφέ­ρει δυνατές καταλυτικές επιπτώσεις που καθιστούν σε μεσοπρόθεσμα χρονικά διαστήματα, πιο δύσκολο τον ίδιο τον έλεγχο. Είναι ακριβώς αυτό που σκοπεύ­ουν να πουν οι πάσης φύσης θεσμοθετικοί μηχανι­σμοί πάνω στο ζήτημα της ανεργίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα συμφέροντα του παραγωγι­κού σχηματισμού στην ολότητα του δεν επιτρέπουν πλέον μια επαγγελματική προπαρασκευή υψηλού ε­πιπέδου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων. Ως εκ τούτου τη θέση μιας παρελθού­σας ζήτησης για επαγγελματική εξειδίκευση την έχει πάρει μια τωρινή ζήτηση για ευκαμψία ή αλλιώς ελαστικοποίηση, δηλαδή προσαρμογή σε εργασιακές ει­δικότητες που βρίσκονται συνέχεια υπό τροποποίηση, σε περάσματα από την μία εταιρία στην άλλη, με λίγα λόγια σε μια ζωή αλλαγών που βρίσκονται σε λει­τουργική σχέση με τις αναγκαιότητες των εργοδοτών.

Σήμερα αυτές οι ικανότητες προσαρμογής προ­γραμματίζονται από τον καιρό του σχολείου, αποφεύ­γοντας να προμηθεύσουν αυτό το απόθεμα γνώσεων θεσμικού χαρακτήρα που στο παρελθόν αποτελούσε την ελάχιστη τεχνική αποσκευή πάνω στην οποία ο λεγόμενος κόσμος της εργασίας κατασκεύαζε την λεγόμενη καθαρή επαγγελματική κατάρτιση.

Όχι ότι τώρα δεν υπάρχει η αναγκαιότητα υψηλών επιπέδων επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αυτή εί­ναι αναγκαία μονάχα για ορισμένες χιλιάδες άτομα που προετοιμάζονται κατά τη διάρκεια των μεταπτυ­χιακών πανεπιστημιακών μάστερ, ορισμένες φορές με έξοδα των ίδιων των με­γάλων εταιριών που αναζητούν μ’ αυτό τον τρόπο να αρπάξουν τα υποκείμενα, τα πιο διαθέσιμα να υποστούν μια δογματοποίηση και, ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων, μια υπο­βολή.

Στο παρελθόν, ακόμα και πρόσφατα, ο κόσμος της εργασίας κατείχε μια δική του μονολιθικότητα που χα­ρακτηρίζονταν από τη σιδερένια πειθαρχία που τον διαπερνούσε, ξεκινώντας από την μέτρηση των ρυθ­μών στις αλυσίδες παραγωγής, και τους προληπτι­κούς προσεκτικούς ελέγχους πάνω στα ίδια τα λεγό­μενα άσπρα κολάρα και καταλήγοντας στα φακελώματα και τις απολύσεις εξαιτίας συνηθισμένων συ­μπεριφορών που όμως βρίσκονταν έξω από τις κωδι­κοποιημένες κατευθύνσεις ή, επί το συνηθέστερο, νόρμες. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας σήμαινε υ­ποβολή, απόκτηση μιας νοοτροπίας στρατιωτικού χα­ρακτήρα, εκμάθηση διαδικασιών άλλοτε απλών, άλλοτε σύνθετων, εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, ταύτιση με αυτές, επίγνωση ότι ο ίδιος σου ο εαυτός, ο ίδιος ο τρόπος ζωής σου, με λίγα λόγια όλα αυτά που μπορούν να είναι τα πιο σημαντικά σ’ αυτό τον κόσμο, οι ίδιες οι ιδέες και η ζωή που σχετίζεται μ’ αυτές περικλείονται μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες.

Ο εργαζόμενος ζούσε μέσα στην εταιρία, είχε φι­λικός σχέσεις με τους συντρόφους της δουλειάς, στον ελεύθερο χρόνο του μιλούσε για θέματα που α­φορούσαν εργασιακά προβλήματα, σύχναζε σε μέ­ρη που αφορούσαν την διάθεση του χρόνου μετά την εργασία και όταν πήγαινε διακοπές κατέληγε να το κάνει μαζί με τις οικογένειες των άλλων συντρόφων της δουλειάς του. Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο συ­χνά μέσα στις μεγάλος εταιρίες, οι κοινωνικός πρω­τοβουλίες κρατούσαν δεμένες τις διάφορες οικογέ­νειες με τους περιπάτους και τις περιοδικές εκδρο­μές, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία που αρκετές φο­ρές υποστηρίζονταν χρηματικά από την ίδια την εται­ρία και όταν έρχονταν ο καιρός της συνταξιοδότησης, ένα απ’ αυτά έπαιρνε τη θέση του γονιού μέσα στην εταιρία. Έκλεινε έτσι, χωρίς ταρακουνήματα, ο εργα­σιακός κύκλος που εμπεριείχε στο εσωτερικό του όλη την προσωπικότητα του εργαζόμενου, αλλά επί­σης και αυτή της οικογένειας του, υποδεικνύοντας του κατ’ αυτό τον τρόπο μια ολική ταύτιση με την εται­ρία.

Ολόκληρος αυτός ο κόσμος έχει δύσει τελειωτικά. Ακόμη και αν κάποια υπολείμματα του συνεχίζουν να λειτουργούν, αυτός έχει εξαφανιστεί όσον αφορά την ίδια την ομοιογένεια και την σχεδιαστική του ο­μοιομορφία. Στην θέση του έχει εισχωρήσει μια προ­σωρινή και αμφίβολη εργασιακή σχέση, στο εσωτερι­κό της οποίας το αβέβαιο του μέλλοντος καθίσταται το βασικό στοιχείο, και ό­που η έλλειψη επαγγελμα­τικής ειδίκευσης σημαίνει έλλειψη της ίδιας της βά­σης πάνω στην οποία μπο­ρεί να σχεδιαστεί η ίδια η προσωπική ζωή του εργα­ζόμενου. Και όλα αυτά σε συνθήκες πλήρους έλλειψης τωρινών σχεδίων ανά­πτυξης που να είναι διαφορετικά και τωρινών συμφε­ρόντων που να είναι διαφορετικά από εκείνων που θέλουν μόλις να κερδίσουν τα απαραίτητα για την ί­δια τους την επιβίωση ή εκείνων που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί το ξεχρέωμα του δάνειου προσωπι­κής κατοικίας.

Στην προηγούμενη κατάσταση, η φυγή από την ερ­γασία παρουσιάζονταν ως αναζήτηση ενός εναλλα­κτικού τρόπου που να μπορεί κάποιος να εργάζεται, ως ανάκτηση αυτής της παραγωγικής δημιουργικότη­τας που αφαιρέθηκε από τον καπιταλιστικό μηχανι­σμό. Το μοντέλο ήταν αυτό της άρνησης της πειθαρ­χίας, το σαμποτάζ μέσα στη γραμμή της παραγωγής νοούμενο ως επιβράδυνση μίας κατασταλτικής συ­χνότητας, η αναζήτηση κομματιών χρόνου, αθροίσμα­τος μεμονωμένων λεπτών, που να μπορούσαν να α­φαιρεθούν από την αποξένωση. Έτσι, ο μη θεσμοποιημένος ελεύθερος χρόνος, αλλά αντίθετα κλεμμέ­νος από τον προσεχτικό εργοστασιακό έλεγχο, έρχο­νταν να χαρακτηριστεί μ’ ένα περιεχόμενο εναλλακτι­κής αξίας. Μπορούσε κάποιος να αναπνεύσει έξω από τους ρυθμούς της φυλακής του εργοστάσιου ή του γραφείου. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ένας κόσμος που καμιά σχέση δεν έχει με τις παρούσες συνθήκες της παραγωγικής οργάνωσης και λιγότερη από ποτέ άλλοτε με τις αναπτυξιακές γραμμές της τάσης της.

Και επιπλέον: Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι οποίες, στην ουσία τους δεν διαχωρίζονταν κατά πολύ από τις πρωτογενείς διαρθρωτικές δομές του εργοστά­σιου, όταν οι χειρώνακτες που δραπέτευσαν από την αγγλική και τη σκοτσέζικη ύπαιθρο ήλθαν να κλει­στούν, για πρώτη φορά σε μαζικό επίπεδο, κυριολε­κτικά μέσα στις υφαντουργίες που φτιάχτηκαν από το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο το οποίο είχε συσσω­ρευτεί κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο αιώ­νων πειρατείες, σ’ εκείνες τις συνθήκες λοιπόν η γεύση του ανακτημένου χρόνου δηλητηριάζονταν σχεδόν αμέσως, από την αδυναμία να του δοθεί ένα νόημα που να μην ήταν το ίδιο με του εργασιακού πε­ρίγυρου. Με άλλα λόγια, εξοικονομούνταν ο χρόνος μονάχα σε όρους εξοικονόμησης της φυσικής κού­ρασης, όχι επειδή υπήρχε η γνώση ή η θέληση να γί­νει κάτι το διαφορετικό, που να μην ήταν η ίδια η εργασία του καθενός. Και αυτό συνέβαινε επίσης γιατί ο καθένας ήταν δεμένος συναισθηματικά με τη δουλειά του, την είχε παντρευτεί στη ζωή και στο θάνατο. Ακό­μη και οι επαναστατικές υποθέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού δεν αμφισβητούσαν αυτή την κατάσταση στις ρίζες της, αντίθετα τη φόρ­τιζαν με απελευθερωτικά νοήματα, αποδίδοντας στο συνδικάτο την αποστολή να δομήσει την αυριανή ελεύ­θερη κοινωνία ξεκινώντας από τις ίδιες εργασιακές κατηγορίες του χτες.

Άρα    η    κατάργηση   της εργασίας   σήμαινε,   μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εξαφάνιση της κούρασης, δημιουργία μιας εύκολης και αρεστής εναλλακτικής εργασίας, ή διαφορετικό, και αυτό μέσα στις πιο προωθημένες θέσεις και κάτω από ορισμένες από­ψεις τις πιο ουτοπικές και διαδομένες, την αντικατά­σταση της με το παιχνίδι, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, εφοδιασμένο με κανόνες και ικανό να δώσει στο ά­τομο μια ταυτότητα παίχτη, θα μπορούσε να μας γίνει η ένσταση ότι η ανάλυση του παιχνιδιού ως λογικής κατηγορίας επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από ένα προδιαγεγραμμένο παιχνίδι, το σκάκι για να πάρουμε έ­να παράδειγμα, και προωθήθηκε μέχρι τη διάσταση της έννοιας του παιχνιδιού σαν λουδίτικης συμπερι­φοράς του ατόμου, παιχνίδι σαν έκφραση των αισθή­σεων, σαν ερωτισμός ή αισθησιασμός καθαρός και άμεσος, σαν ελεύθερη εκδήλωση του ίδιου του εαυ­τού μας στο πεδίο της έκφρασης, της χειρωνακτικής δημιουργικότητας, της τέχνης, της σκέψης και όλων αυτών των πραγμάτων βαλμένων μαζί. Όλα αυτά υπο­τέθηκαν φυσικά με αφορμή τις ευφυείς προβλέψεις του Φουριέ, που όμως, ας σημειωθεί, ότι ουσιαστικά δεν απείχαν κατά πολύ από τις υποθέσεις του Μπέντζαμιν σχετικά με το προσωπικό συμφέρον το οποίο υπηρετώντας κάποιος καθίσταται δυνατή έμμεσα και χωρίς να επιδιώκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα συλ­λογικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι ο άξιος έμπο­ρος Φουριέ είχε καταφέρει να αποθησαυρίσει τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει στη βάση τους ένα τεράστιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων εμπεδωμένο πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αποτελεί ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον που όμως δεν διαφεύγει από τους ουσιαστικούς κανόνες της εργασίας νοούμενης σβ όρους σφαιρικής οργά­νωσης του ελέγχου, αν όχι της ίδιας της παραγωγής με την καπιταλιστική έννοια.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι δυνα­τή καμία κατάργηση της εργασίας σε όρους προο­δευτικής αφαίρεσης απελευθερωμένης εργασίας, αλλά καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε με κα­ταστρεπτικό τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί:

Πρώτα απ’ όλα είναι το ίδιο το κεφάλαιο που διέλυ­σε εδώ και καιρό τον ήδη ακατάλληλο δικό του παρα­γωγικό σχηματισμό, αφαιρώντας από τον μεμονωμέ­νο εργαζόμενο την ίδια του την εργασιακή ταυτότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε “εναλλακτικό” χωρίς αυτός ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ακόμη . Αυ­τή τη στιγμή το κεφάλαιο φροντίζει να του προμηθεύ­σει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της φορμαλιστι­κής ή αλλιώς σχηματικής ελευθερίας. Την ελευθερία του λόγου, της ένδυσης, τη πολυμορφία των εργα­σιακών ειδικεύσεων, την μέτρια διανοητική προσπάθεια που του ζητείται, την ασφάλεια των διαδικασιών και την σχηματοποίηση τους, υποβοηθούμενη από μια σειρά εγχειριδίων που είναι εύκολο να εκμαθευτούν, την επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών, την αντι­κατάσταση των μηχανικών επαναλαμβανόμενων δια­δικασιών από την ρομποτική, τον προοδευτικό διαχω­ρισμό μεταξύ παραγωγικής μονάδας και παραγωγού, όλα αυτά κατασκευάζουν ένα μοντέλο διαφορετικό που δεν αντιστοιχεί με αυτό του διάχυτου κοινωνικά εργαζόμενου που χαρακτήριζε τις παρελθούσες γε­νιές.

Η επιμονή στην ανάκτηση του αφαιρεμένου χρό­νου θα σήμαινε την δυνατότητα κατοχής συμπληρω­ματικών χρονικών μονάδων οι οποίες θα εισάγονταν από κάθε άποψη μέσα στον ολοένα αυξανόμενο α­ριθμό παραγωγικών μονάδων κατάργησης της εργα­σίας το ακριβές νόημα των οποίων ο εργαζόμενος α­πέχει πολύ από το να μπορέσει να το κατανοήσει. Απ’ όλα αυτά θα πήγαζε μονάχα μια αύξηση της έννοιας του πανικού, παρά η ίδια η δυνατότητα να εφευρεθεί ένα οποιοδήποτε σχέδιο πραγμάτων προς εφαρμο­γή, σε αντικατάσταση της παραγωγικής εργασίας για λογαριασμό τρίτων, νοούμενης με τη στενή έννοια. Το ότι υπάρχει η αναγκαιότητα μιας ποσότητας εργα­σίας κατά πολύ κατώτερης σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, υποχρεωτικής για να μπορέσει κάποιος να λάβει ένα μισθό, αποτελεί υπόθεση που μέχρι χθες περιγράφονταν από επαναστάτες θεωρητικούς, ενώ σήμερα αποτελεί αναλυτική σκευή του μεταβιομηχα­νικού καπιταλισμού και συ­ζητείται σε συνέδρια και συγκεντρώσεις που σκοπεύουν στην αναδιάρθρω­ση της παραγωγής.

Κατάργηση της εργασί­ας, σήμερα, σημαίνει να αντικατασταθεί με ποσότητες εργασίας μειωμένες στο ελάχιστο και προσανατολισμένες προπαντός στην παραγωγή δραστηριοτή­των κοινωνικής ωφέλειας. Αυτή ακριβώς η υπόθεση, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευ­ρά μας στο βαθμό που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του κεφαλαίου και μονάχα οι χρόνοι πραγματοποίη­σης της είναι διαφορετικοί, ενώ δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε οι μέθοδοι που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Ο αγώνας για μια μείωση του χρόνου εργασίας, ακόμη και σημαντικής, ας πούμε είκοσι εβδομαδιαίων ωρών, δεν έχει κανένα επανα­στατικό νόημα, στο βαθμό που ανοίγει το δρόμο για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων του κεφαλαίου και σίγουρα όχι για μία απελευθέρωση δυνατή για ό­λους. Η ανεργία ως στοιχείο κοινωνικής πίεσης -όσο ελάχιστο κι αν μπορεί να είναι- βρίσκοντας όπως εί­δαμε ουκ ολίγες βαλβίδες αποσυμπίεσης στο εσωτε­ρικό μιας διαφορετικής οργάνωσης περιθωριακών εργασιών, για την ώρα διαφαίνεται ως το μοναδικό ε­λατήριο που ωθεί την καπιταλιστική παραγωγική διαδι­κασία να βρει λύσεις μειωτικές του χρόνου εργασί­ας, αλλά στο μέλλον, που δεν βρίσκεται πολύ μα­κριά, διαφορετικά ελατήρια θα μπορούσαν να ωθή­σουν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι ίδιες οι πα­ραγωγικές ποσότητες, και αυτό ειδικά μέσα σε μια διεθνή κατάσταση στρατιωτικών ισορροπιών που δεν κατανέμονται πλέον μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων υπερδυνάμεων.

Η βαλβίδα αποσυμπίεσης ενός εθελοντικού στρα­τού, πάνω στον οποίο γίνονται πραγματικά ελάχιστες συζητήσεις, ενώ αντίθετα πρόκειται για ένα ζήτημα που επιζητά όλη μας την προσοχή, θα μπορούσε, με­ταξύ των άλλων, να προμηθεύσει μια από τις επιχει­ρησιακές λύσεις όσον αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να προκαλέσει την ανησυχία για το πώς οι πλατειές μάζες που έγιναν ορφανές από τον έλεγχο του ενός τρίτου της καθημερινότητας τους θα μπορούσαν να ξοδέψουν τον ανακτημένο χρόνο τους. θεωρούμενο με αυτούς τους όρους, το πρό­βλημα της ανεργίας δεν είναι πλέον αυτό της πιο σο­βαρής κρίσης του παρόντος παραγωγικού συστήμα­τος, όσο αντίθετα μια στιγμή θεσμικά συσχετισμένη με την ίδια του την δομή, στιγμή που είναι δυνατόν ε­πίσης να θεσμοθετηθεί σε επίσημο επίπεδο και να α­φομοιωθεί ως σχέδιο χρήσης του ελεύθερου χρόνου, πάντοτε σαν έργο του ίδιου παραγωγικού σχη­ματισμού και διαμέσου δομών που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Διαλογιζόμενοι με αυτό τον τρόπο, γίνεται καλύτερα κατανοητή η ανάλυση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού ως ομοιογενούς συστήματος στο εσωτερικό του οποίου η κίνηση της κρίσης δεν υφίσταται, έχο­ντας μετατραπεί σε μια α­πό τις στιγμές της ίδιας πα­ραγωγικής διαδικασίας.

Δύουν ως εκ τούτου τα ί­δια τα “εναλλακτικά” ιδανι­κά μιας ζωής βασισμένης πάνω στην τέχνη του βολέ­ματος. Οι μικρές βιοτεχνι­κές εργασίες, οι μικρές επιχειρήσεις βασισμένος στην ατομική παραγωγή, οι πλανόδιος πωλήσεις αντικειμένων, τα χαϊμαλιά και τα δαχτυλίδια. Στο εσωτερικό των ανήλιων και αποπνικτι­κών μαγαζιών διαδραματίστηκαν ατέλειωτες τραγω­δίες κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσες πραγμα­τικά επαναστατικές δυνάμεις παρέμειναν παγιδευμέ­νες μέσα σε ψευδαισθήσεις που απαιτούσαν όχι μόνο κανονική ατομική εργασία, αλλά και υπερεκμε­τάλλευση, τόσο πιο βαριά όσο πιο δεμένη με τη θέ­ληση του ατόμου να κάνει να προχωρήσει η παρά­γκα, να καταδείξει ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι, από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Τώρα, μέσα στις α­ναδιαρθρωμένος συνθήκες του κεφαλαίου, έγινε ο­ρατό πως αυτό το “εναλλακτικό” μοντέλο είναι ακρι­βώς αυτό που προτείνεται σε θεσμικό επίπεδο για την έξοδο από την κρίση. Και έτοιμοι όπως πάντοτε να μην καταλάβουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, άλλες δυνάμεις δυνητικά επαναστατικές κλείνονται μέσα σε ηλεκτρονικά εργαστήρια και άλλα μικρομά­γαζα, επίσης ανήλια και αποπνικτικά για να υπερφορ­τωθούν με δουλειά και να δείξουν για ακόμη μια φο­ρά ότι το κεφάλαιο είχε δίκιο για λογαριασμό τους.

Αν θέλουμε να περικλείσουμε το πρόβλημα σο μια φόρμουλα απλή και σύντομη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποτε η εργασία προσέδιδε μια κοινω­νική ταυτότητα, αυτήν ακριβώς του εργαζόμενου, ταυ­τότητα η οποία, ενσωματωμένη μαζί μ’ αυτή του πολί­τη σχημάτιζε ακριβώς τον τέλειο υπήκοο και επομένως η φυγή από την εργασία ήταν μια απόπειρα συγκεκριμένα επαναστατική, προσανατολισμένη στο να σπάσει τον ασφυκτικό βρόχο, σήμερα, τη στιγμή που το κεφάλαιο δεν προμηθεύει πλέον καμία κοινωνική ταυτότητα στον εργαζόμενο, αλλά αντίθετα αναζητά να τον χρησιμοποιήσει με γενικό και διαφοροποιημέ­νο τρόπο χωρίς προοπτική και μέλλον, η μοναδική α­πάντηση αντίθετη στην εργασία δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της καταστροφής της με την ταυτόχρονη απόκτηση μιας δικής μας σχεδιαστικής ικανότητας, ε­νός δικού μας μέλλοντος, μιας δικής μας κοινωνικής ταυτότητας, εντελώς νέας και αντιπαρατιθέμενης στις απόπειρες εκμηδένισης που έχουν τεθεί σε ε­φαρμογή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος των μεθόδων δράσης με τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ο εργαζόμενος που είχε συνείδηση της κατάστασης του, αναζητούσε να αντιμετωπίσει την άγρια και άμεση εκμετάλλευση μεθόδων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων- έχουν γίνει σήμε­ρα σταθερή πρακτική του ίδιου του κεφαλαίου το ο­ποίο υποδεικνύει, όταν δεν επιβάλλει, κομμάτιασμα των εργασιακών μονάδων, μειωμένους και ελαστικοποιημένους χρόνους, αυτοκαθοριζόμενους σχεδια­σμούς των εργασιακών συνθηκών, συμμετοχή στις αποφάσεις της επιχείρη­σης, συνελεύσεις καθορι­στικές όσον αφορά συ­γκεκριμένες   απόψεις της παραγωγής, επινόηση αυτόνομων παραγωγικών το­μέων που ο ένας θεωρείται πελάτης του άλλου, ποιο­τικό συναγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα. Το οπλοστά­σιο αντικατάστασης της κλασικής και μονολιθικής ο­μοιομορφίας της εργασιακής πρακτικής, έχει πλέον φτάσει σε επίπεδα που δεν είναι ελέγξιμα από την ε­πιμέρους συνείδηση με τη στενή έννοια.

Δηλαδή ο μεμονωμένος εργαζόμενος βρίσκεται πάντοτε μπροστά από την πιθανότητα να τραβηχτοί μέσα σο μια παγίδα που δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθεί, στο εσωτερικό της οποίας καταλήγει να διαπραγματευθεί την ίδια του την αγωνιστικότητα που πλέον υφίσταται μονάχα δυνάμει, με μικρές διευκολύνσεις οι οποίες, αν κάποτε ήταν αυτορρυθμιζόμε­νες και συνεπώς μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέ­ρη του μεγάλου κινήματος του αγώνα ενάντια στη ερ­γασία, σήμερα, όντας παραχωρημένες, αποτελούν μια από τις πλευρές της ίδιας της εργασίας, ακριβώς αυτής που εμπεριέχει τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά αφομοίωσης και ελέγχου.

Αν πρέπει να παίξουμε με τη ζωή μας, και στη ζωή μας πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, πρέπει εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ή διαφορετικά πρέπει να σχεδιάσουμε αυτούς τους κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι ξεκάθαροι για μας και ακατανόητοι λαβύρινθοι για τους άλλους. Δεν μπορούμε να δηλώσουμε, γενικά, ότι το παιχνίδι που παραμένει ακόμη εφοδιασμένο με κανόνες είναι η εργασία (πράγμα που, ξέχωρα από αυτά, αποτελεί α­λήθεια όπως ήδη είπαμε), για να συνεχίσουμε κατόπιν ότι, αν εκλείψουν αυτοί οι κανόνες, τότε θα πρό­κειται για ένα παιχνίδι ελεύθερο και συνεπώς απε­λευθερωτικό. Η έλλειψη κανόνων δεν αποτελεί συ­νώνυμο της ελευθερίας. Η παρουσία κανόνων που έ­χουν επιβληθεί και των οποίων η εκτέλεση υποβάλλε­ται σε έλεγχο και τιμωρία είναι που αποτελεί συνώνυ­μο της σκλαβιάς. Και η εργασία υπήρξε ακριβώς αυ­τό και δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι κάτι διαφορετι­κό για όλους τους λόγους που εξετάσαμε προηγου­μένως και για αυτούς που ξεχάσαμε να θυμηθούμε. Αλλά η έλλειψη κανόνων μπορεί να είναι μια διαφο­ρετική τυραννία – και ίσως χειρότερη. Αν η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί έναν κανόνα, εγώ σκοπεύω να τον ακολουθήσω και αναμένω ότι και οι άλλοι, συναινούντες σύντροφοι μου θα τον ακολουθήσουν. Και αυτό κυρίως όταν πρόκειται για το παιχνίδι της ίδιας μου της ζωής και για την ζωή μου σε παιχνίδι. Η έλλει­ψη κανόνων θα με έκανε βορά της τυραννίας και της αβεβαιότητας η οποία, αν σήμερα είναι ένα ρίγος, σύμπτωμα του καθημερινού μου συνδρόμου στέρη­σης στην αδρεναλίνη, αύριο θα μπορούσε να μη μου κάνει πλέον, όπως και σίγουρα δεν θα μου κάνει.

Και έπειτα οι κανόνες, ελεύθερα επιλεγμένοι, φτιάχνουν την ταυτότητα μου, τον τρόπο της ύπαρξης μου μεταξύ των άλλων αλλά επίσης την ύπαρξη μου ως ατόμου που έχει επίγνωση της κατάστασης του, γεμάτου επιθυμία να ανοιχτεί στους άλλους, να ζή­σει σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ελεύθερες υ­πάρξεις, ζωτικά ελεύθερες και σε θέση να αποφασί­σουν από μόνες τους τις δικές τους επιλογές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει αρχίσει να κατευθύνεται προς τη φαινομενική ελευθερία μιας έλλειψης αυστηρών κανόνων, αν όχι αλλού, τουλάχιστον μέσα στο χώρο της παραγωγής. Για να μη σαγηνευτούμε για μια ακόμη φορά από τα μειωμένα ωράρια εργασίας, ελαστικοποιημένα, προ­γραμματιζόμενα σύμφωνα με τις προσωπικός αρέ­σκειες, από διακοπές μετ’ αποδοχών, εξωτικές, προ­σωποποιημένος, για να μην ξεγελαστούμε από αυξή­σεις μισθών, από προ-συνταξιοδοτήσεις, από δωρε­άν χρηματοδοτήσεις για προσωπικός πρωτοβουλίες, χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας ένα δικό μας σχέδιο καταστροφής της εργασίας και όχι να περιο­ριστούμε να ελαττώσουμε τις ζημιές, γιατί το ίδιο το κεφάλαιο έχει συμφέρον να ελαττώσει αυτές τις ζη­μιές για να διατηρήσει στη ζωή, όχι μια δύναμη εργασίας λιγότερο στρεσαρισμένη, όσο ένα πεδίο ανα­φοράς στην ίδια την προσφορά της αγοράς του, δηλ. μια ελαφρά στηριζόμενη ζήτηση.

Σ’ αυτό το σημείο επιστρέφουν στην επικαιρότητα ορισμένες σκέψεις που φαίνονταν να έχουν πλέον παλιώσει.

Η καταστροφή μιας νοο­τροπίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, η επαγγελματική νοοτροπία, με τον τρόπο με τον οποίο διαχέονταν α­κόμη και μέσα στην κομμα­τική ομαδοποίηση  ή την αμυντικής φύσης συνδικαλιστική, ακόμη και μέσα από τις αναρχοσυνδικαλιστικές της μορφές, κάποιες φο­ρές, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί από τα έξω. Ακόμη και το σαμποτάζ δεν μπορούσε να το επιτύχει. Όταν χρησιμοποιούνταν αυτό ήταν μονάχα ένα μέσο εκφοβισμού ενάντια στ1 αφεντικά, μια πιο προωθημέ­νη αγωνιστική μορφή δράσης απέναντι στην απεργί­α, για να καταστεί γνωστό ότι υπήρχαν πιο αποφασι­στικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους, που όμως πα­ρέμεναν πάντοτε διατεθειμένοι να σταματήσουν τις επιθετικές ενέργειες άπαξ τα ίδια τα αιτήματα μπο­ρούσαν να ικανοποιηθούν.

Αλλά όμως το μέσο παραμένει καταστρεπτικό, δεν προσβάλλει έμμεσα το κέρδος, όπως η απεργία, αλ­λά χτυπά άμεσα τον παραγωγικό σχηματισμό στις α­παρχές ή στην κατάληξη, στα ενδιάμεσα της παρα­γωγής του ή στα ολοκληρωμένα προϊόντα, δεν έχει σημασία το σαμποτάζ χτυπά την παραγωγική διαδικα­σία είτε στο στάδιο εξέλιξης της είτε όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Αυτό σημαίνει ότι δρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης, χτυπά όχι για να αποκτήσει κάτι, ή όχι μονάχα για να αποκτήσει κάτι, αλλά επίσης, και θα λέγαμε κατά κύριο λόγο για να καταστρέψει. Και το αντικείμενο της καταστροφής, ακόμα και αν παραμένει ιδιοκτησία του κεφαλαίου, εάν το εμβαθύ­νουμε είναι πάντοτε η εργασία, στο βαθμό που πρό­κειται για αυτό που αποκτήθηκε με την εργασία, που παράχθηκε, είτε πρόκειται για μέσα παραγωγής είτε για ολοκληρωμένα προϊόντα. Ιδού λοιπόν γιατί κατανοούμε καλύτερα, αλλά μονάχα σήμερα, τη φρίκη που δοκιμάζουν πολλοί εργαζόμενοι μπροστά στις πράξεις σαμποτάζ. Και εδώ αναφερόμαστε σ’ αυ­τούς τους εργαζόμενους που μια ολόκληρη ζωή ολοκληρωτικής εξάρτησης τους είχε προμηθεύσει μια κοινωνική ταυτότητα που δεν μπορούσε να σβηστεί εύκολα. Είδαμε πολλούς εργαζόμενους να κλαίνε μπροστά από το εργοστάσιο που δούλευαν και που είχε καταστραφεί εν μέρει, γιατί σ’ εκείνο τον τόπο του θανάτου αυτοί έβλεπαν κατεστραμμένη την ίδια τους τη ζωή, και αυτή η ζωή αν και μίζερη και περιφρονημένη ήταν η μοναδική που είχαν, η μοναδική για την οποία είχαν μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Φυσικά, για να περάσουμε στην επίθεση χρειάζε­ται να διαθέτουμε ένα σχέδιο, και συνεπώς μια κα­θορισμένη σχεδιαστική ταυτότητα, επίσης μια συνεί­δηση αυτού που θέλουμε να κάνουμε και κυρίως, ό­ταν αυτό που θέλουμε να κάνουμε το θεωρούμε ένα παιχνίδι, το βιώνουμε σαν ένα παιχνίδι. Και το σαμπο­τάζ είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παιχνίδι που επιθυμούμε να παίξουμε. Είναι απαραί­τητο να διαθέτουμε μια ποικιλία παιχνιδιών, διαφο­ρετικών και συχνά αντιτιθέ­μενων, με στόχο να απο­φύγουμε ώστε η μονοτονία του ενός από αυτά ή το σύ­νολο των κανόνων να  μεταβληθούν σε μια επιπλέον βαρετή και επαναληπτική εργασία. Ακόμη και το να κάνουμε έρωτα αποτελεί ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούμε να το παίζουμε πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να διακινδυνεύουμε να το καταστήσουμε μια ακόμη συνήθεια, χωρίς να δια­κινδυνεύουμε να αισθανθούμε πλημμυρισμένοι από μια γεύση η οποία, αν από τη μια πλευρά προκαλεί ευχάριστη ευεξία, απ’ την άλλη προσβάλλει, δημιουρ­γεί ένα αίσθημα   ματαιότητας.

Ακόμα και πηγαίνοντας να πάρουμε τα χρήματα ε­κεί όπου βρίσκονται αποτελεί ένα άλλο παιχνίδι, που έχει τους κανόνες του, και που μπορεί επίσης να εκτροχιαστεί σ’ έναν επαγγελματισμό που δεν βλέπει πέρα από την μύτη του και άρα να μεταβληθεί σε μια εργασία με πλήρες ωράριο και με όλες τις συνέ­πειες που θα επέλθουν. Αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, και χρήσιμο, αν θεωρηθεί μέσα στην προο­πτική μιας συνείδησης που είναι ώριμη, που δεν απο­δέχεται τις ασάφειες ενός καταναλωτισμού πάντοτε έτοιμου να απολαύσει όσα κατορθώθηκαν να απο­σπαστούν από τον σφαιρικό οικονομικό σχηματισμό.

Και εδώ επίσης χρειάζεται να ξεπεραστεί το ηθικό φράγμα που ενσωμάτωσαν πάνω μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί μια ρήξη ικανή να τοποθετηθεί πέρα α­πό το πρόβλημα.

Το να απλώνεις χέρι στην ξένη ιδιοκτησία, ακόμη και για έναν επαναστάτη, αποτελεί υπόθεση γεμάτη κινδύνους, όχι μονάχα νομικούς με την στενή έννοια, αλλά κατά κύριο λόγο ηθικούς. Η διαύγεια σε σχέση με αυτή την τελευταία  άποψη  είναι  σημαντική, στο βαθμό που πρόκειται για το ξεπέρασμα του ίδιου εκείνου εμποδίου που έκανε τον γέρο εργάτη να κλαί­ει μπροστά από το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Την ιερότητα της ιδιοκτησίας την ρουφήξαμε μαζί με το μητρικό γάλα και δον μπορούμε να απελευθερωθού­με εύκολα. Προτιμούμε να εκπορνευτούμε για μια ο­λόκληρη ζωή στον εργοδότη για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση, προτιμάμε τη ικανοποίηση ότι κάναμε το καθήκον μας, ότι συνεισφέραμε σ’ αυτό το ελάχιστο που αποτελεί το μέρος μας στην παραγωγή του μι­κτού εθνικού προϊόντος, από το οποίο θα επωφεληθούν καθ’ ολοκληρίαν οι πολιτικοί άνδρες και γυναί­κες που φυσικά άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να σκάφτονται τα πεπρωμένα του έθνους, και οι οποίοι έχουν αποβάλλει εδώ και καιρό κάθε ίχνος ενδοια­σμών ώστε να ιδιοποιηθούν αυτό που εμείς συσσωρεύσαμε με κόπο.

Όμως η ουσιαστική άποψη ενός σχεδίου καταστρο­φής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργι­κότητα  εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα Όμως η ουσιαστική άπο­ψη ενός σχεδίου κατα­στροφής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργικότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνου­με με τα χρήματα όλων των τραπεζών που  θα  είμαστε σε θέση να ξαφρίσουμε εάν το μοναδικό πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε μετά είναι να αγοράσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο, να φτιάξουμε ένα ωραίο σπί­τι, να πηγαίνουμε συχνά στις νάϊτ-ντίσκο, να φορτω­θούμε μέχρι το λαιμό με άχρηστες ανάγκες και να βαρεθούμε στο τέλος μέχρι θανάτου μέχρι τη στιγμή που θα ξαφρίσουμε την επόμενη τράπεζα. Πράγμα που κάνουν συστηματικά πολλοί ληστές τραπεζών που γνωρίσαμε στη φυλακή. Αν αρκετοί σύντροφοι που δεν είχαν ποτέ χρήματα στην ζωή τους νομίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για να παραμεριστεί κάποιο εμπόδιο, δεν έχουν παρά να το κάνουν, θα συναντή­σουν τις ίδιες απογοητεύσεις όπως σε οποιαδήποτε άλλη εργασία η οποία, ναι μεν είναι λιγότερο αποδο­τική βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα και λιγότερο επι­κίνδυνη για μακρόχρονα διαστήματα.

Να φανταστούμε την άρνηση της εργασίας σαν παθητική αποδοχή της μη δραστηριότητας, αποτελεί μια λανθασμένη ιδέα που όλοι οι σκλάβοι της εργασίας σχηματίζουν για όλους αυτούς που δεν εργάστηκαν ποτέ στην ζωή τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι προνο­μιούχοι εκ γενετής, οι κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών, σχεδόν πάντοτε είναι φανατικοί εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και το μυαλό τους για να εκμεταλλευτούν τους άλλους και να συσσωρεύσουν πλούτη και αίγλη μεγαλύτερα από αυτά που κληρονόμη­σαν. Αλλά ακόμη κι αν περιοριζόμασταν σε τό­σες και τόσες περιπτώσεις “ξεκληρίσματος” περιουσιών που οι ροζ στήλες των εφημερίδων δεν παραλείπουν να φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποδεχτούμε ότι και αυτού του είδους η κακώς εννοούμενη ευφυΐα στρώνεται στη δουλειά, στο εσωτερικό των κοινωνικών της σχέσεων ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον φόβο να πέσει θύμα χτυπήματος ή απαγωγής. Και αυ­τό επίσης είναι εργασία και, όντας πραγματω­μένο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του κα­ταναγκασμού, καθίσταται πραγματική και καθεαυτή εργασία, στην οποία ο εκμεταλλευτής αυ­τών των εκμεταλλευτών είναι, από καιρού εις καιρό, η πλεονεξία τους ή ο ίδιος τους ο φό­βος.

Όμως δε νομίζουμε ότι μπορούν να είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν την άρνηση της ερ­γασίας σαν την αποδοχή της πιο θανάσιμης τεμπελιάς, μιας διαρκούς αδράνειας που δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα και βρίσκεται συνεχώς σε αμυντική στάση για να αποφύγει τις παγίδες των άλλων και που θα μπορούσαν μβ παρακλή­σεις και προτροπές να την σπρώξουν να κάνει κάτι, ακόμη και αν όχι στο όνομα της αναγκαιό­τητας, αλλά του ιδανικού ας πούμβ, ή του προ­σωπικού συναισθήματος ή της φιλίας ή ποιος ξέρει ποιας οποιασδήποτε άλλης διαβολικής ε­πινόησης ικανής να προσβάλλει την επιτευχθεί-σα κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης.
Μια παρόμοια κατάσταση στερείται απολύτως οποιουδήποτε νοήματος.

Αντίθετα θεωρούμε ότι η άρνηση της εργασίας μπορεί να ταυτιστεί πρώτα απ’ όλα με μια επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα που μας αρέσουν περισσότερο, και συνεπώς να μεταβάλλουμε ποιοτικό την εξαναγκαστική δραστηριότητα σε ελεύθερη δραστηριότητα, δηλαδή σε δράση. Αλλά όμως η ενεργητική συνθήκη, η δυνατότητα ελεύθερης δρά­σης δεν μπορεί να επιτευχτεί μια φορά, άπαξ δια παντός. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ανήκει σε μια κατάσταση που μας προέκυψε έξωθεν, που έπεσε από τον ουρανό, σαν την άφιξη μιας μεγάλης κληρονομιάς ή τα τυχερά μιας ξαφρισμένης τρά­πεζας. Αυτά τα γεγονότα μπορούν ν’ αποτελέσουν την ευκαιρία, το επιδιωκόμενο ή όχι, ηθελημένα ή όχι, που θα μπορούσε να υποβοηθήσει ή να τελειοποιήσει ένα σχέδιο σε διαδικασία εξέλιξης, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την καταληκτική και καθοριστική συνθήκη. Σε περίπτωση που αυτό το σχέδιο θα ήταν ελλιπές, σε όρους σχεδιασμού της ζωής με όλη τη σημασία που έχει αυτός ο ό­ρος, καμία ποσότητα χρήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας απελευθερώσει από την αναγκαιότη­τα της εργασίας, δηλ. της εξαναγκαστικής δραστη­ριότητας, η οποία αυτή τη φορά θα ωθείται από μια νέα μορφή αναγκαιότητας, όχι πλέον αυτή της μι­ζέριας, αλλά αυτή της αίσθησης της αχρηστίας, ή αυτή της αποκτημένης κοινωνικής θέσης, ή της επι­θυμίας απόκτησης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων πλούτου ή και ολόκληρης της σειράς των σύμβολων του κατάλληλου κοινωνικού status μέσα στο ο­ποίο θεωρείται πως κατοχυρώνεται ο καινούριος πλούτος.

Το δίλημμα λύνεται εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή, για να το πούμε διαφο­ρετικά, σκεφτόμενοι πάνω σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχο­νται στην κατοχή μας χωρίς να εργαστούμε. Αν θέ­λουμε να καταστρέψουμε την εργασία χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειρα­ματικές διαδρομές που δον λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων.

Πηγή

Ιταλία: Απελευθέρωση του συντρόφου Stefano Gabriele Fosco και της συντρόφισσας Elisa di Bernardo από τη φυλακή

Στις 08/09/2013, ο σύντροφος Stefano Gabriele Fosco και η συντρόφισσα Elisa di Bernardo απελευθερώθηκαν από τις ιταλικές φυλακές με περιοριστικούς όρους. Ο σύντροφος και η συντρόφισσα είχαν συλληφθεί στις 13 Ιουνίου του 2012 στα πλαίσια της κατασταλτικής επιχείρησης \”Ευτολμία\” (Ardire). Οι περιοριστικοί όροι που τους επιβλήθηκαν είναι παρουσία σε αστυνομικό τμήμα και υποχρεωτική διαμονή στον τόπο που έχουν δηλώσει. Μετά από την απελευθέρωσή τους, αλλά και μετά την απελευθέρωση των συντρόφων Giuseppe Lo Turco και Alessandro Settepani τον περασμένο Ιούνη, ο μόνος σύντροφος εκείνου του κατασταλτικού κύματος που παραμένει ακόμα έγκλειστος, είναι ο Sergio Maria Stefani.

Για επικοινωνία με το Sergio:

Casa Circondariale Ferrara
Via Arginone 327
44122 Ferrara

Ιταλία

Λευτεριά στο Sergio!

Λευτεριά στα αιχμάλωτα συντρόφια σε όλον τον κόσμο!

Φωτιά στο υπάρχον!

 

Γράμμα του αναρχικού αιχμαλώτου Ανδρέα Τσαβδαρίδη, από τις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού

\"le-petit-journal-1\"

“Θέλω να πάω στο σκοπό μου, τραβάω το δρόμο μου. Θα προσπεράσω πηδώντας τους διστακτικούς και τους βραδυπορούντες. Ας είναι ο δρόμος μου η καταστροφή τους”.

Φ. Νιτσε

 Το παρόν κείμενο δεν απευθύνεται στον επίσημο χώρο και τις διαβρωμένες δομές του. Αποστρέφομαι τα στερεότυπα του, τις σαπρογόνες ανάσες της ιδεολοψίας του και θεωρώ τον “αναρχικό” χώρο των γραφειοκρατών θύλακα της εξουσίας, καθώς αναπαράγει τις αξίες της. Δεν έχω καμία πρόθεση να δημιουργήσω δημόσιες σχέσεις και δεν επιθυμώ κανενός είδους αλληλεγγύης ή ανεπίσημης βοήθειας από τους αξιωματούχους και τους υποτακτικούς  του αντιεξουσιαστικού lifestyle.

Απευθύνομαι στις μειοψηφίες. Στις ατομικότητες που περιφρονούν και χλευάζουν τόσο την κυριαρχία όσο και τους υπηκόους της και δε διστάζουν να περάσουν στην επίθεση ενάντια στην ουσία του σύγχρονου πολιτισμού. Σ\’ όλους εκείνους τους αναρχικούς της πράξης που μέσα από τις γραμμές του άτυπου δικτύου της FAI ενορχηστρώνουν με μανία τα καταστροφικά τους σχέδια, προκαλώντας πονοκέφαλο στο στρατόπεδο του εχθρού.

Στις 11 Ιουλίου συλλαμβάνομαι από ομάδα της αντιτρομοκρατικής καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου. Επιβιβάστηκα σ \’ένα συμβατικό όχημα της υπηρεσίας τους και λίγες ώρες αργότερα από τη Θεσσαλονίκη βρισκόμουν στον 12ο όροφο της ΓΑΔΑ. Στις 17 Ιουλίου κρίθηκα προφυλακιστέος και από τότε βρίσκομαι έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού.

Αναλαμβάνω την ευθύνη για την αποστολή εμπρηστικού δέματος στον πρώην διοικητή της αντιτρομοκρατικής Δημήτρη Χωριανόπουλο, σαν πυρήνας κομάντο MAURICIO MORALES – FAI/IRF. Είμαι Αμετανόητος για την επιλογή μου. Ένα χτύπημα στο σύμπλεγμα της ασφάλειας ισοδυναμεί με ευθεία επίθεση στην ψυχή του καθεστώτος. Ευθεία επίθεση στους κρατικούς θεσμούς που δρουν ανεξάρτητα απ\’την εγχάραξη της πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης και έχουν σαν αποστολή την διαιώνιση της κυριαρχίας πάνω στη ζωή μου.

Πιστεύω πως η εξουσία είναι έμπνευση και άμεση απόρροια των αξιών της κοινωνίας. Η εξουσία είναι ιδέα. Φαντάζει σαν κάτι απρόσιτο, σαν ένας Θεός που κατακλύζει τις σκέψεις, τα όνειρα και τα συναισθήματα των πιστών του. Μια σύγχρονη κοινωνική θρησκεία στην οποία η μάζα σπεύδει να μυηθεί. Οι κυρίαρχοι δεν επιβάλλονται πραξικοπηματικά, αλλά με την έγκριση των υπηκόων τους και όλα τα προβλήματα κοινωνικής παθογένειας είναι η σκοτεινή πλευρά ενός κόσμου που θέλει να ζει χωρίς ευθύνες.

Δεν πιστεύω σε καμία λαϊκή επανάσταση. Καθετί που βασίζεται στη μάζα, στο κοπάδι, κουβαλάει μέσα του το σπόρο της σκλαβιάς. Αυτός ο όχλος με τις ετεροκαθοριζόμενες αξίες είναι ανίκανος να ορίσει τη ζωή του. Αυτή η συνισταμένη δυνάμεων, ακόμη κι αν ονομαστεί επαναστατική, μετά από το ξέσπασμα της και ανεξάρτητα απ\’ το αποτέλεσμα, θα διαλυθεί. Οι συμμετέχοντες της αναζητούν ένα ευνοϊκότερο οικονομικό σύστημα , προσαρμοσμένο στα συμφέροντα τους. Δεν έχουν τη διάθεση να ανατρέψουν τις αξίες του πολιτισμού, απλά ζητιανεύουν μια μεταρρύθμιση-αναδιάρθρωση του καπιταλισμού με μη θεσμικά μέσα.

Δεν πιστεύω σε κανένα μελλοντικό κοινωνικό παράδεισο, σαν αναπόδραστη εξέλιξη μιας μεταφυσικής δικαιοκρατίας που χρίζει το λαό σε μεσσία για την εκπλήρωση των κοινωνιστικών προφητειών. Οι θεωρίες αυτές σφίζουν από μνησικακία και υποβιβάζουν την έννοια του Ανθρώπου στην ποταπότητα των δημιουργών και των φορέων τους.

Σε αντίθεση με τους ζηλωτές των μαζικών κινητοποιήσεων που επιδιώκουν την απελευθέρωση του κοινωνικού τους ρόλου, εγώ επιδιώκω την απελευθέρωση του ατόμου μου από κάθε κοινωνικό ρόλο. Προτάσσω τη διαρκή αναρχική εξέγερση ενάντια σε κάθε σύστημα, σε κάθε κοινωνία και σε κάθε μαζική ηθική. Ο δικός μου πόλεμος έχει τις βάσεις του στη θέληση μου για δύναμη και επιτίθεμαι σε ό, τι προσβάλλει την Αισθητική μου. Για μένα ο πόλεμος είναι μια διονυσιακή παράκρουση και δεν μπορεί να εξηγηθεί από τον ορθολογισμό των παπαγάλων του κοινωνισμού.

Κατά την άποψή μου, η αλληλεγγύη σ\’ έναν αιχμάλωτο πολέμου θα πρέπει να προωθεί και να αναπαράγει το σκοπό για τον οποίο φυλακίστηκε. Έτσι, στη δική μου περίπτωση, η μόνη αλληλεγγύη που αναγνωρίζω είναι ο αγώνας για τη διάχυση της άμεσης αναρχικής δράσης.

Κλείνοντας το κείμενο θα ήθελα να εκφράσω την αλληλεγγύη μου σε φυλακισμένους αναρχικούς σε όλο τον κόσμο. Στους συντρόφους της Σ.Π.Φ.: Παναγιώτη, Γιώργο, Μάκη, Όλγα, Χάρη, Χρήστο, Θεόφιλο, Μιχάλη, Δαμιανό, Γιώργο. Στους Ιταλούς συντρόφους Nicola Gai και Alfredo Cospito, κατηγορούμενους για τον πυρήνα Όλγα. Στον Gabriel Pompo da Silva που βρίσκεται έγκλειστος στις ισπανικές φυλακές. Στον Marco Camenish, φυλακισμένο σύντροφο στην Ελβετία, καθώς και στον αμετανόητο Thomas Mayer Folk. Στον Jack Palfreeman στη Βουλγαρία. Στον μαχητή Hans Niemeyer και στους χιλιανούς ληστές Freddy Fuente Villa, Marcelo Villaroel και Juan Alista Vega. Στον σύντροφο Henry Zegarrundo από τη Βολιβία και στον μεξικανό αναρχικό Braulio Duran. Felisity Ryder και Diego Rios κρατήστε γερά.

 Δύναμη σε όλους τους πυρήνες της FAI σε Μεξικό, Εκουαδόρ, Βολιβία, Αργεντινή, Χιλή, Ινδονησία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία, Αγγλία, Ολλανδία, Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία, Φινλανδία, Βραζιλία και Αυστραλία.

 

ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ MAURICIO MORALES.

 Υ.Γ.1: Το “ΣΧΕΔΙΟ ΦΟΙΝΙΚΑΣ” που ξεκίνησε στις 7 Ιουνίου από τους συντρόφους της Σ.Π.Φ. και των Συμμοριών Συνείδησης της FAI/IRF, πυρήνας Sole Baleno, με την έκρηξη στο αυτοκίνητο της διευθύντριας των φυλακών Κορυδαλλού, για την αναγέννηση και τη δυναμική επανεμφάνιση του νέου αντάρτικου πόλης, βρήκε συνεργούς τα αδέρφια μας από την Ινδονησία. Η ΜΟΝΑΔΑ ΘΥΜΟΥ-FAI/IRF και η Διεθνής Συνωμοσία Εκδίκησης – FAI/IRF ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και επιτέθηκαν σε δομές του Ινδονησιακού καθεστώτος, προβαίνοντας στην Τρίτη και την Πέμπτη πράξη του Σχεδίου Φοίνικας αντίστοιχα. Τα αδέρφια μας απέδειξαν πως ο αναρχικός λόγος και οι πράξεις που τον συνοδεύουν μπορούν να υπερκαλύψουν τις χιλιομετρικές αποστάσεις που μας χωρίζουν. Γνωρίζουμε πως όσο υπάρχουν σύντροφοι που μετατρέπουν τις επιθυμίες τους σε πράξεις κανένας φυλακισμένος αναρχικός δεν θα είναι μόνος. Αδέρφια της ICR- FAI/IRF η επίθεσή σας μας έδωσε κουράγιο. Σας έχουμε μες στην καρδιά μας. Μέχρι την αντάμωση. Μέχρι το τέλος!

 Υ.Γ.2: Ο σύντροφος και φίλος Σπύρος Μάνδυλας δεν έχει ανάμιξη στην υπόθεση.

 

 Τσαβδαρίδης Ανδρέας

Α\’ πτέρυγα

 Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού

  04 /09/2013

Η επιστολή του συντρόφου σε PDF